Του Γιώργου Αλεξάτου
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΗΡΩΕΣ ΟΔΗΓΟΥΝΕ
«Για ό,τι έπεσες, ήταν αλήθεια»
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ήταν χιλιάδες αυτοί που ξενύχτησαν έξω από το σπίτι του Σωτήρη εκείνη τη νύχτα της Πέμπτης 22 προς Παρασκευή 23 Ιούλη 1965, πλημμυρίζοντας τους γύρω δρόμους και τα περιβόλια. Στην πλειονότητά τους νέοι και νέες, αλλά και μεγαλύτεροι. Σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, που ’χαν ζωντανές τις μνήμες από τότε, πριν δυο δεκαετίες, που ήταν κι αυτοί νέοι κι είχαν πάρει τα όπλα για τη λευτεριά και την προκοπή. Και πολλοί απ’ αυτούς πέρασαν χρόνια στις φυλακές και στα ξερονήσια. Και θυμόνταν τους συναγωνιστές τους που έπεσαν πολεμώντας, δολοφονήθηκαν από τις χίτικες συμμορίες ή στήθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Ανάμεσά τους και μαυροντυμένες μανάδες, αδελφές, γυναίκες και κόρες εκείνων που περιφρόνησαν τον θάνατο, γιατί είχαν αγαπήσει με πάθος τη ζωή.
Και βούρκωναν και έκλαιγαν, μικροί και μεγάλοι. Και κάποια στιγμή βγήκε έξω ο Θόδωρος, ο πατέρας, και ζήτησε να σταματήσουν τα μοιρολόγια.
Και τότε πιάσανε το τραγούδι, έτσι όπως συνηθιζόταν από πάντα να αποχαιρετιούνται οι ήρωες σ’ αυτόν τον τόπο. Κι αντιλαλούσαν τα Σεπόλια, μέχρι πέρα στον Κηφισό και στον λόφο Σκουζέ, από τα τραγούδια του Θεοδωράκη, από τον «Επιτάφιο»:
«Γιε μου, ποια Μοίρα το ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά, στα στήθεια μου ν’ ανάψει».
Και «σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου εσύ κοιμήσου
κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου».
Κι ακουγόταν μυριόστομο, από το «Ένας όμηρος», ξανά και ξανά:
«Ανάθεμα την ώρα, κατάρα στη στιγμή
σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί».
Κι αντηχούσαν τα γύρω περιβόλια και οι κήποι «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»:
«Στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό.
Και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
……………..
Στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότε χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή».
Κατά τα ξημερώματα το πλήθος έφτανε τις είκοσι πέντε χιλιάδες. Ποτέ άλλοτε δεν είχε μαζευτεί τόσος κόσμος για να τιμήσει έναν νεκρό έξω απ’ το σπίτι του.
«Κανένας στο σπίτι του, στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στο μαγαζί. Όλοι σήμερα στις 11 στη Μητρόπολη», έγραφε πρωτοσέλιδα η «Αυγή» της 23ης Ιουλίου. Και τη μέρα εκείνη κηρύχτηκε από πλήθος σωματείων τρίωρη στάση εργασίας, για τις ώρες που θα γινόταν η κηδεία. Και ήταν δεκάδες χιλιάδες οι εργάτες και οι υπάλληλοι που ανταποκρίθηκαν. Ακόμα και στο κάτεργο του Παπαστράτου, όπου βασίλευε άγρια εργοδοτική τρομοκρατία, οι εργάτριες κράτησαν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του παλικαριού.
«Ώρα 10.15΄. Ο Σωτήρης ετοιμάζεται για την τελευταία του διαδήλωση», έγραφε την άλλη μέρα η «Αυγή». «Αλλά αυτή τη φορά δεν θα ξαναγυρίσει στο σπίτι του. Ο λαός που τον περιμένει απ’ έξω θα τον πάρει με αγάπη στην αγκαλιά του και θα τον πάει να τον τοποθετήσει στο Πάνθεο των ηρώων του».
Με το που βγήκε το φέρετρο από την πόρτα του σπιτιού, το πλήθος ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και μυριόστομη ακουγόταν η κραυγή: «Αθάνατος!». Και παρατάχθηκε η πομπή, με μπροστάρισσα την ελληνική σημαία, που την κρατούσαν τέσσερις σύντροφοί του, από τους διαφωνούντες της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Με πάνω της γραμμένο το 1-1-4. Το εμβληματικό σύνθημα της Δημοκρατικής Αντίστασης εκείνων των χρόνων, που αναφερόταν στο ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος:
«Η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Και πίσω πλήθος τα στεφάνια, που κι αυτά τα κρατούσαν δικοί του. Από τη Σοσιαλιστική Συνειδητοποίηση, που δρούσε συνωμοτικά, από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στις γραμμές της Νεολαίας ΕΔΑ και κατόπιν της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Επικρίνοντας ως συμβιβαστική και ηττοπαθή την πολιτική της ΕΔΑ και του παράνομου ΚΚΕ, και συνδέοντας την επαναστατική προοπτική με την αναζήτηση νέων μορφών συνειδητοποίησης μέσα από βαθιά ιδεολογική-μορφωτική συγκρότηση και χειροπιαστές πρακτικές συλλογικότητας και συντροφικής αλληλεγγύης.
Ήταν εκεί ο Μάκης Παπούλιας, πρόσφατα διαγραμμένος απ’ τους Λαμπράκηδες, τότε που ’χε μπει ζήτημα διαγραφής και του Σωτήρη, αλλά μέτρησε το βάρος που κουβαλούσε το επώνυμο Πέτρουλας, ο Σπύρος Βεντουράτος, ο Παναγιώτης Γουλιέλμος, ο Γιώργος Βοϊκλής, ο Γιάννης Γρεβενιώτης, ο Νίκος Καλαποθαράκος, ο Ηλίας Νικολόπουλος, ο Δημήτρης Σιούφας και άλλοι.
Μαζί τους και η Κική. Το κορίτσι από την Κοκκινιά, η συμφοιτήτρια και αγαπημένη του Σωτήρη, ντυμένη στα λευκά. Το ’χαν συμφωνήσει κάποτε, έχοντας επίγνωση των δύσκολων καιρών που ζούσαν: Αν έπεφτε ο ένας από τους δυο τους, ο άλλος δεν θα μαυροφορούσε, αλλά θα λευκοντυνόταν.
Κι ακολουθούσε η οικογένειά του. Η μάνα του, η Ποτούλα, που την κρατούσαν οι αδελφές της και με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα, μουρμούριζε κάποιο μοιρολόι. Κι αν είχε πει μοιρολόγια για τόσους και τόσους δικούς τους ανθρώπους, απ’ το σόι του άντρα της, τους Πετρουλαίους, εκείνα τα χρόνια της Κατοχής και μετά τη Βάρκιζα και στον Εμφύλιο! Κι από τότε δεν τα ’χε βγάλει τα μαύρα.
Εκεί κι ο Θόδωρος, με τον πόνο και την οργή στο σκληρό μανιάτικο πρόσωπο. Αμίλητος, με το βλέμμα σαν χαμένο, να κοιτάει πέρα από το φέρετρο του γιου του, μακριά στον ορίζοντα.
Και τ’ αδέλφια του Σωτήρη. Η Βούλα, στα μαύρα κι αυτή, με τον πόνο στα χείλη και με το δάκρυ να ’χει στερέψει. Και δεξιά κι αριστερά της ο Ηλίας κι ο μικρός, ο δεκαεφτάχρονος Παναγιώτης. Μαζί τους και συγγενείς απ’ τα Μανιάτικα του Πειραιά. Με τις γυναίκες μαυροντυμένες κι αυτές, από εκείνα τα χρόνια στη Μάνη.
Κι αμέσως μετά η ηγεσία των Λαμπράκηδων. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Τάκης Μπενάς, ο Γιάννης Μπανιάς, ο Αντρέας Λεντάκης, αν και άσχημα χτυπημένος από τη βραδιά που δολοφονήθηκε ο Σωτήρης, ο Λευτέρης Τσίλογλου, ο Θόδωρος Πάγκαλος, ο Χρήστος Ρεκλείτης ο Μπάμπης Θεοδωρίδης, που τον γνώριζε από έφηβο εκεί στον Κολωνό, όταν είχε μπει στη Νεολαία της ΕΔΑ. Και αντιπροσωπείες της ΕΔΗΝ, της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, με επικεφαλής τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, και της ΕΦΕΕ και της ΣΕΕΝΕ. Του συντονιστικού των νέων εργαζομένων.
Η πομπή πέρασε τα περιβόλια και τον Κολωνό, με τα κορίτσια της εργατικής συνοικίας να σκορπάνε λουλούδια στο πέρασμά της και τις γριούλες να ’χουν βγει στις πόρτες των φτωχόσπιτων με το λιβανιστήρι στο χέρι, και κατηφόρισε τη Λένορμαν. Και στο πέρασμά της έκλειναν μαγαζιά και βιοτεχνίες και συνεργεία. Χωρίς να ’χει καμιά σημασία ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός των ιδιοκτητών τους. Με σεβασμό στον νέο που έπεσε για τις ιδέες του και με λύπη για τον άδικο χαμό του.
«Εγώ δεν υπήρξα ποτέ κομμουνιστής», είχε πει στις εργάτριές του εκείνος ο εθνικόφρονας βιοτέχνης, που ’χε κρεμασμένα στον τοίχο τα κάδρα του Ζέρβα, του Κωνσταντίνου και της Άννας Μαρίας. «Αλλά αυτό το κακό, πρέπει κάποτε να τελειώσει. Δεν το βαστάει ο τόπος τόσο αίμα, τόσα χρόνια τώρα». Κι ενώ ο ίδιος κλείστηκε στο γραφείο του, τους ζήτησε να βγουν για ν’ αποχαιρετήσουν το νεκρό παλικάρι.
Όχι πως δεν υπήρχαν και οι άλλοι, που σχεδόν είχαν στήσει γλέντι στο καφενείο της πλατείας Μεταξά, που μετά από δεκαετίες θα μετονομαστεί σε Πέτρουλα. Τότε τη λέγανε και Αλκαζάρ, από το κάστρο των φασιστών του Φράνκο στον ισπανικό Εμφύλιο, κι εκεί μαζεύονταν παλιοί χίτες, ταγματαλήτες, ρουφιάνοι, χαφιέδες και άλλα ανάλογα κατακάθια της τοπικής κοινωνίας.
Καθώς και εκείνοι που ήθελαν να εμφανίζονται σαν «αντικειμενικοί» και έλεγαν πως αν αυτό το παιδί κοίταζε τις σπουδές του και δεν έμπλεκε στα πολιτικά, τώρα θα ζούσε. Και που ναι μεν ήταν λυπηρό που σκοτώθηκε, αλλά ο θάνατός του μάλλον ήταν εντελώς τυχαίος, γιατί δεν πίστευαν τις διαδόσεις των κομμουνιστών πως η αστυνομία έριχνε δακρυγονοβόμβες πάνω στους διαδηλωτές. «Η προπαγάνδα δεν είναι καλή, απ’ όποια πλευρά κι αν προέρχεται», κατέληγαν με σοφία.
Από την Αχιλλέως και την πλατεία του Μεταξουργείου, η πομπή ανέβηκε την Αγίου Κωνσταντίνου κι έφτασε στην Ομόνοια. Όπου το πλήθος έγινε αμέτρητο. Και ο κόσμος από τα πεζοδρόμια να χειροκροτεί, ενώ τα γύρω μπαλκόνια έραιναν τη νεκροφόρα με γαρίφαλα.
Κι ανηφόρισε τη Σταδίου η πομπή κι έφτασε στο Σύνταγμα. Για ν’ ανταμώσει τους χιλιάδες οικοδόμους, που ’χαν μετατρέψει την τρίωρη στάση εργασίας σε απεργία. Και δεν δούλεψε ούτε ένα γιαπί εκείνη τη μέρα. Ποιος να πάει για δουλειά και με τι καρδιά;
Πολλοί απ’ αυτούς, όπως το συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια, τέτοιες ζεστές καλοκαιρινές μέρες, είχαν ξεκουμπώσει το πουκάμισο και το ’χαν δέσει μπροστά σε κόμπο. Έχοντας απέναντί τους, αν και σε απόσταση, μια στρατιά αστυνομικών. Που είχαν παραταχθεί γύρω από το κτίριο της Βουλής, «ακίνητοι, μουδιασμένοι, έντρομοι μπρος τη λαϊκή οργή», όπως σχολίασε, την άλλη μέρα, η «Αυγή».
Τα ξεγυμνωμένα στήθη, απέναντι στους πάνοπλους φρουρούς της βαρβαρότητας, είχαν και έναν συμβολισμό, που κράταγε από παλιά, από άλλα δύσκολα χρόνια. Κι ήταν αναγνωρίσιμος από τον ποιητή της «Μεγάλης Εξόδου» στους νέους «με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες» και «τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη».
«Κι όταν είδα […] τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως από εδώ αρχίζει πια η αποθέωση», θα γράψει αργότερα, στη «Χαμένη άνοιξη», ο Στρατής Τσίρκας.
«Για δες, καλέ μας, γύρω σου τι γήλιος και τι μύρα / και τι σημαίες και τι καρδιές- τη νίκησες τη μοίρα», έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος, στο «Μικρό δοξαστικό ελεγείο, στο Σωτήρη Πέτρουλα».
Η Ρίτα Μπούμη-Παπά θα έγραφε μετά από λίγες μέρες στην «Αυγή», για «την κηδεία του Πέτρουλα, που ξετυλίχτηκε σε μια άσφαλτο σχεδόν ρευστή από τη θερμοκρασία των κυνικών καυμάτων, και έμοιαζε με ποταμό που τον έκαναν να ξεχειλίσει καταρρακτώδεις βροχές και οι αφροί του (τ’ άσπρα πουκάμισα της ορμητικής νεολαίας) είχαν κατακλύσει δρόμους και πλατείες».
Κατά την «Ελευθερία», την παλιά κεντρώα εφημερίδα, που συνδεδεμένη με τον αρχιαποστάτη Μητσοτάκη συνέβαλε στη μεθόδευση του βασιλικού πραξικοπήματος και στήριζε την κυβέρνηση των αποστατών, «ωργανώθη χθες υπό της ΕΔΑ “κόκκινη κηδεία” εις το αθώον θύμα». «Εκδηλώσεις πολιτικής υστερίας». «Εκυριάρχησαν χρώματα, συνθήματα και άσματα της άκρας αριστεράς».
Όταν οι εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού κόσμου και οι αστικές εφημερίδες μιλούσαν τότε για «άκρα Αριστερά», εννοούσαν τους κομμουνιστές. Που δεν ήταν «σώφρονες και εθνικόφρονες αριστεροί», όπως ο πολιτικός αρθρογράφος της «Ελευθερίας», Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Προπολεμικός κομμουνιστής και στη συνέχεια σοσιαλδημοκράτης και αδιάλλακτος αντικομμουνιστής. Καμιά σχέση με τους έντιμους σοσιαλιστές που εντάσσονταν στην ΕΔΑ ή συνεργάζονταν σταθερά ή και συγκυριακά μαζί της. Και οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από τους διάφορους Θεοφύλακτους, «επικίνδυνοι συνοδοιπόροι του κομμουνισμού». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Παπακωνσταντίνου θα καταλήξει υπουργός και ιδεολογικός απολογητής της στρατιωτικής δικτατορίας.
Μπαίνοντας η πομπή στη Μητροπόλεως, συναντήθηκε με το πλήθος που ’χε κατακλύσει από ένα δίωρο πριν τον χώρο, μέχρι το Μοναστηράκι, που είχε οριστεί ως σημείο συγκέντρωσης από δεκάδες εργατοϋπαλληλικά σωματεία. Με πολύ μεγάλη δυσκολία έφτασε κοντά στη Μητρόπολη και το αυτοκίνητο που μετέφερε τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Ήταν εκεί και η ηγεσία και οι βουλευτές της ΕΔΑ. Ο πρόεδρος του κόμματος, ο μαχητικός και συνεπής σοσιαλιστής, Γιάννης Πασαλίδης, ο πρώτος παρτιζάνος της Ευρώπης, Μανώλης Γλέζος, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, Ηλίας Ηλιού, ο Μπάμπης Δρακόπουλος, γραμματέας του Γραφείου Εσωτερικού του παράνομου ΚΚΕ, ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Νίκος Καρράς, η Μαρία Καραγιώργη, η Μίνα Γιάννου, ο καθηγητής Νίκος Κιτσίκης, ο σοσιαλιστής ηγέτης του αριστερού Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, Δημήτρης Στρατής, ο Βασίλης Εφραιμίδης, ο Λεωνίδας Κύρκος και πολλοί άλλοι. Όπως και δεκάδες βουλευτές της Ένωσης Κέντρου.
Τα συνθήματα ακούγονται ασταμάτητα στην Ερμού, τη Μητροπόλεως και τους γύρω δρόμους, από το Μοναστηράκι μέχρι το Σύνταγμα:
«Ο Σωτήρης ζει!»
«Αθάνατος!»
«Δημοκρατία!»
«1-1-4»
«Δεν περνάει ο φασισμός!»
«Ο λαός κυρίαρχος!»
«Ο στρατός με το λαό!»
«Έξω οι Αμερικάνοι!»
«Εκδίκηση!»
«Δολοφόνοι!»
«Τούμπα, δολοφόνε!», για τον αντιναύαρχο, υπουργό Δημόσιας Τάξης.
«Νόβα, παραιτήσου!», για τον παράνομα διορισμένο από τον βασιλιά, πρωθυπουργό.
«Μητσοτάκη, Αλ Καπόνε!»
«Μητσοτάκη, κάθαρμα!»
«Κάτω οι αυλόδουλοι!», που αναγραφόταν και σ’ ένα μεγάλο πλακάτ των οικοδόμων.
Ακουγόταν και το «Δημοψήφισμα!», που δεν άρεσε και τόσο στα στελέχη της ΕΔΑ, που δεν έθετε ζήτημα καθεστωτικό. Όπως και το «Δεν σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος!» και το «Φρίκη – Φρειδερίκη!», που αναφερόταν, βέβαια, στον βασιλιά και τη μισητή μητέρα του. Αντί γι’ αυτά, η γραμμή της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων εκφραζόταν με το σύνθημα «Η Αυλή να μαντρωθεί», που υπονοούσε τον περιορισμό του βασιλιά στις συνταγματικά καθορισμένες τυπικές αρμοδιότητές του.
Όταν μέσα στη Μητρόπολη ψάλθηκε το «Αιωνία η μνήμη», το «Αθάνατος!» αντιλάλησε μέχρι το Θησείο και τη Σταδίου. Και αμέσως μετά μοιράστηκαν κάπου δέκα χιλιάδες προκηρύξεις που ανήγγειλαν την ίδρυση της Πανσπουδαστικής Δημοκρατικής Κίνησης (ΠΑΝΔΗΚ) «Σωτήρης Πέτρουλας». Παρά την ολοφάνερη δυσφορία των στελεχών της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, δεν έγινε καμιά προσπάθεια να εμποδιστεί η διανομή τους.
Κι αμέσως μετά, όταν το φέρετρο βγήκε από την εκκλησία για να τοποθετηθεί και πάλι στη νεκροφόρα, μαζί με τα παρατεταμένα χειροκροτήματα και το «Αθάνατος!», ακούστηκε για πρώτη φορά, από ομάδες Λαμπράκηδων, το συγκλονιστικό τραγούδι που ’χε γράψει ο Μίκης τη νύχτα της δολοφονίας του Σωτήρη και διαδόθηκε στόμα με στόμα:
«Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.
Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια του μας καλούνε.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Σωτήρη Πέτρουλα, Σωτήρη Πέτρουλα».
Κι όταν απλώθηκε και πάλι μπροστά από τη νεκροφόρα η ελληνική σημαία με το 1-1-4, και υψώθηκε η μεγάλη φωτογραφία του Σωτήρη, έργο του φωτορεπόρτερ Σπύρου Χαλικιά, ο κόσμος γονάτισε, ψέλνοντας τον Εθνικό Ύμνο.
Στη διαδρομή μέχρι το Πρώτο Νεκροταφείο, οι οικοδόμοι είχαν πάρει στους ώμους τους τη Βούλα, που χαιρετούσε τον κόσμο με υψωμένη τη γροθιά, και τον πατέρα του Σωτήρη, που κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες, εμψύχωνε το πλήθος:
«Ο Σωτήρης μου δεν πέθανε! Ο Σωτήρης μου ζει! Αγωνιστείτε για το ξερίζωμα του φασισμού! Αγωνιστείτε για τη δημοκρατία!»
Στις 12.30, το φέρετρο, στις πλάτες και πάλι των οικοδόμων, πέρασε τις πύλες του Νεκροταφείου, με το πλήθος που ακολουθούσε να φτάνει μέχρι πολύ κάτω, πριν την Αναστάσεως. Εκεί ακούστηκε και πάλι το «Ανάθεμα την ώρα…» και το «Σωτήρη Πέτρουλα», του Μίκη.
Πάνω από τον φρεσκοσκαμμένο τάφο, κάποιος από το πλήθος είχε τοποθετήσει ένα μεγάλο πλακάτ:
«Κι αν είναι να πεθάνουμε για τη δημοκρατία, θεία είν’ η δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει».
Κι όταν έφτασε εκεί το φέρετρο, πήρε τον λόγο ο Μίκης Θεοδωράκης, απευθυνόμενος στο «γνήσιο παιδί της εργατικής τάξης»:
«Έδωσες το αίμα της καρδιάς σου για ν’ ανθίσει το χαμόγελο στα χείλη του μάρτυρα λαού μας, που τόσο αγάπησες. Τώρα, ήρωας αθάνατος, σέρνεις μπροστά το χορό της λευτεριάς, πιασμένος χέρι με χέρι με τον Νικηφορίδη, τον Κερπινιώτη, τον Βελδεμίρη και τον Λαμπράκη.
Μέσα στα φωτεινά και γαλάζια μάτια σου, είχες κλείσει τα βουνά και τις θάλασσες της Ελλάδας. Είχες κλείσει την οργή και τα όνειρα του λαού μας.
Και γι’ αυτό οι νάνοι σε δολοφόνησαν. Σε ξεχώρισαν, σε απομόνωσαν και σ’ εκτέλεσαν ψυχρά».
Αμέσως μετά μίλησε ο Μάκης Παπούλιας, δίνοντας το στίγμα της αμφισβήτησης που εκπροσωπούσε ο μεγάλος νεκρός:
«Ο Σωτήρης ήτανε πιστός μαχητής της κοινωνικής αλλαγής, που είχε σπάσει τους δεσμούς του με κάθε παλιό σύμβολο».
Μίλησε και εκπρόσωπος της ΕΔΗΝ και τελευταίος ο δεκαεφτάχρονος Παναγιώτης:
«Αδέρφια, ο Σωτήρης δεν χάθηκε. Τώρα είμαι εγώ στη θέση του. Εσείς. Όλοι μας!».
Λίγο πιο πέρα, η νεαρή θεία του Σωτήρη, η Δήμητρα, μαζί με τον αδελφό της, Αντώνη. Τον αγωνιστή του ΕΛΑΣ, που ’χε περάσει χρόνια και χρόνια στις φυλακές. Παιδιά του δολοφονημένου καπετάνιου του ΕΛΑΣ, Σωτήρη Πέτρουλα, κι αδέρφια του Βασίλη, που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Με τη μικρή, μόλις τριάμισι τότε, Δήμητρα, να ’χει ζήσει τη σφαγή της μάνας τους, Μαριγούλας, και των αδελφών τους, της δεκατετράχρονης Φιλίτσας και της δωδεκάχρονης Καλλιόπης. Μόνο αυτή κι ο Αντώνης είχαν απομείνει από την οικογένεια. Και θα πει, σαν σε μονόλογο:
«Ο μόνος Πέτρουλας που κατορθώσαμε να θάψουμε εμείς οι ίδιοι. Οι άλλοι χώθηκαν σε λάκκους. Πάλι μας σκοτώσανε άλλον ένα Πέτρουλα, άλλον ένα Σωτήρη».
«Το έφερα στην Αθήνα μωρό για να το γλυτώσω από το χαμό. Και να μου το σκοτώσουν τώρα; Τώρα;», είπε σε δημοσιογράφο της «Αυγής» ο πατέρας του νεκρού.
Όταν τελειώσανε οι ομιλίες, σκύβοντας στον τάφο, η λευκοντυμένη Κική άφησε πάνω στο χώμα ένα χαρτί, με τον αποχαιρετισμό στον αγαπημένο της:
«Χιλιάδες τόνους γλωσσικό μετάλλευμα χρειάζεται να λιώσεις
για να βρεις τη χρειαζούμενη λέξη, στιχουργούσε ο Μαγιακόφσκι.
Θα ’φτανε όμως το λιώσιμο της γης, για να συνθέσεις τη λέξη Σ’ αγαπώ;
Είναι η πιο σωστή αλήθεια για σένα καλέ μου, την αισθάνεσαι τόσο έντονη και μεγάλη που στο πλατύ σου στήθος δε χωράει όταν τη μιλάς. Δεν είναι για έναν άνθρωπο, είναι για τον κόσμο όλο, απλώνεται για να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους της ματωμένης μας γης. Μου ’λεγες: “μια μέρα όλοι θα αγκαλιαστούμε. Αδέρφια. Αυτό το μίσος που υπάρχει γύρω μας και τόσο μας πλακώνει θα φύγει. Θα ζούμε όλοι ευτυχισμένοι”.
Η απαλή, ζεστή φωνή σου ακούγεται αργή. Σταθερή. Πειστική. Πόσο απλός ήσουν στις σχέσεις μας, είχες ένα παιδικό αυθορμητισμό που έκρυβε τη μεγάλη σου ανθρωπιά.
Μου ’λεγες συχνά: “Κική, σ’ αγαπώ μαζί με όλους τους ανθρώπους. Είσαι ένας άνθρωπος, απ’ τους καταπιεσμένους και εσύ. Πρέπει να ταιριάζουν οι άνθρωποι στη λύπη και στον πόνο, στις μικρές χαρές τους, και στους μεγάλους τους πόθους, για να διαιωνίσουν τις σχέσεις τους. Η αγάπη δεν είναι για τους δυο μας, είναι για τους ανθρώπους. Η σχέση μας στηρίζεται στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όσο παλεύουμε τόσο είμαστε πιο κοντά. Τόσο αισθάνεται ο ένας τον άλλον δυνατά”».
Ανάρτηση από: https://www.kommon.gr/