Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Η επιδέξια τακτική της Άγκυρας για τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας

Του Κώστα Βενιζέλου

Η ανάδειξη, μετά την εισβολή στην Κύπρο, ενός αφηγήματος για το Κυπριακό, που προωθήθηκε χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, απέτυχε να αναδειχθεί διεθνώς, έχει αφαιρέσει από τα εργαλεία των διαχειριστών στην ελληνική πλευρά σημαντικές δυνατότητες για την επίτευξη μιας συμφωνίας, στη βάση των πραγματικών δεδομένων. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής. Αυτό αποτελεί ένα γεγονός, το οποίο αναγνωρίζεται και αναδεικνύεται μόνο εντός των γεωγραφικών ορίων του ελληνισμού.
Σε κανένα ψήφισμα του ΟΗΕ, ακόμη και σε εκείνο που εκδόθηκε την 20η Ιουλίου 1974, δεν γίνεται λόγος σε εισβολή.

Το Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο ΟΗΕ κάνει εκκλήσεις για «άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία» και για «απομάκρυνση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που η παρουσία του δεν προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες».

Γι΄ αυτό και το Κυπριακό συνδέθηκε και μετά την εισβολή, με τις συζητήσεις που πραγματοποιούνταν τα προηγούμενα χρόνια –πριν από τα γεγονότα του 1974– στα πλαίσια του διακοινοτικού διαλόγου. Το αφήγημα του θύματος της εισβολής δεν υποστηρίχθηκε πειστικά από το ίδιο, από την εν γένει συμπεριφορά του. Η απουσία της Τουρκίας από τη μεγάλη εικόνα, η συζήτηση επί ίσοις όροις με τους εκπροσώπους της στα κατεχόμενα, διαμόρφωσε και τη διεθνή εικόνα του Κυπριακού, ως ενός θέματος εσωτερικής διαφοράς και συνταγματικών ρυθμίσεων.
Η αποτυχία του κυπριακού αφηγήματος είναι αποτέλεσμα αδυναμίας των εκάστοτε διαχειριστών να παρουσιάσουν και αντιμετωπίσουν το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις. Είναι αποτέλεσμα φοβικών συνδρόμων έναντι της Τουρκίας και προσαρμοστικότητας σε μια πεπατημένη πορεία που επέβαλλε το διεθνές πολιτικό σύστημα.

Όσο συνεχίζεται τούτο, το Κυπριακό θα κυριαρχείται από τη διαδικασία αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων, που επικεντρώνονται στις πτυχές της διακυβέρνησης. Μια διαδικασία που χρησιμοποιείται ως άλλοθι από την Τουρκία για να εδραιώνει και να διαιωνίζει τα κατοχικά δεδομένα.

Ο Εθνάρχης αποδέχτηκε τα τετελεσμένα
Το πρόβλημα διαχρονικά, κι αυτό αφορά όλους τους πυλώνες του Ελληνισμού, είναι η αδυναμία προβολής και διασφάλισης του αυτονόητου. Αυτού, δηλαδή, που ισχύει για όλους τους λαούς και τις χώρες. Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως κατά τις ελλαδοτουρκικές συζητήσεις το 1959 για την ανεξαρτησία της Κύπρου, η Αθήνα μπροστά στην επιμονή της Άγκυρας να της παραχωρηθεί στρατιωτική βάση, υπό τουρκική κυριαρχία, μόνη διασφάλιση, κατά τη γνώμη τους, εναντίον της Ενώσεως ή της επικρατήσεως του κομμουνισμού στην Κύπρο, προβλήθηκε το θέμα των εγγυήσεων.

Ο τελικός συμβιβασμός έγινε με την αποδοχή να μην παραχωρηθεί καμία βάση, αλλά: α) να υπογραφεί συνθήκη εγγυήσεως στην οποία να συμμετάσχει και η Αγγλία β) να συνομολογηθεί συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Κύπρου, η οποία πρόβλεπε την παραμονή στρατιωτικών αποσπασμάτων από την Ελλάδα και την Τουρκία στην Κύπρο και τη δημιουργία ενός τριμερούς στρατηγείου το οποίο, θεωρητικά, δεν θα είχε καμία σύνδεση με την συνθήκη εγγυήσεως. (Άγγελος Σ. Βλάχος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σελ. 240-241).
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1974, μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, σημειώθηκε και το εξής πολιτικά παράδοξο και εθνικά ανορθόγραφο. Στο αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή (Γεγονότα και Κείμενα, Όγδοος τόμος), καταγράφονται εκτενώς οι τριμερείς διαπραγματεύσεις Ελλάδος, Τουρκίας, Βρετανίας, μεταξύ 25-30 Ιουλίου 1974, στη Γενεύη.

Την 30η Ιουλίου καταλήγουν σε ένα κείμενο όπου μεταξύ άλλων «οι υπουργοί εσημείωσαν την ύπαρξιν εν τη πράξει δυο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο, δηλών ότι εκείνη της ελληνοκυπριακής κοινότητος και εκείνη της τουρκοκυπριακής κοινότητος». Προστίθεται, όμως, ότι «οι υπουργοί συνεφώνησαν να μελετήσουν κατά την προσεχή των συνάντηση τα ανακύπτοντα εκ της υπάρξεως των αυτονόμων διοικήσεων προβλήματα, χωρίς τούτο να προδικάζη τα μέλλοντα να εξαχθούν εκ της καταστάσεως ταύτης συμπεράσματα…».( σελ. 48).

Η συμφωνία αυτή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας και ειδικότερα η αποδοχή από μέρους της Αθήνας της ύπαρξης δυο διοικήσεων, πριν ακόμη εκδηλωθεί η δεύτερη φάση της εισβολής, συνιστούσε εν πολλοίς την αναγνώριση των επικείμενων τότε αποτελεσμάτων των τουρκικών σχεδιασμών. Βαθμηδόν και μέσα από πολλές υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις, με τουρκική επιμονή και ελληνική υποχωρητικότητα, αυτό συζητείται σήμερα.

Το σχέδιο της Άγκυρας
Η Τουρκία από τα πρώτα στάδια της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας επιδίωκε την κατάργησή της, τη διάλυσή της. Τα σχέδια εφαρμόζονταν σταδιακά χρησιμοποιώντας ως όχημα εξυπηρέτησης των εθνικών της συμφερόντων και επιδιώξεων την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Τα τουρκικά σχέδια διευκόλυναν και οι αδυναμίες των εκάστοτε διαχειριστών στη Λευκωσία αλλά και στην Αθήνα που ηγεσίες αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.

«Η τουρκική θέση περί θανάτου της Κυπριακής Δημοκρατίας θα αντιμετώπιζε πολύ μεγαλύτερη δυσκολία να υποστηριχθεί ότι επισυνέβηκε στο τέλος του 1963 (ή οποτεδήποτε πριν από την «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» – ‘UDI’, της 15ης Νοεμβρίου 1983), απ’ όση αντιμετωπίζει μετά την ‘UDI’ και την εκ τούτης δημιουργία του αποσχιστικού μορφώματος της «ΤΔΒΚ».

Ο λόγος είναι ότι η τουρκική πλευρά ακολούθησε τη μέθοδο της αργής θανάτωσης της "κατάστασης πραγμάτων" (“state of affairs”) του 1960, με την παράλληλη επιδίωξη κατασκευής ενός κρατικού μορφώματος το οποίο θα παρείχε ευρεία χωριστή εδαφική βάση στους τουρκόφωνους της Κύπρου (δηλαδή στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα και τις εκ Τουρκίας εποικιστικές ενισχύσεις της) και το οποίο, μέσω των νέων συνταγματικών ρυθμίσεων, θα περιήγαγε την Κύπρο υπό την επικυριαρχία της Τουρκίας, αποτελεσματικότερα από όσο οι Συνθήκες του 1960.

Το χωριστικό εγχείρημα
Κατά την περίοδο αυτή, η τουρκική πλευρά επιχειρούσε το χωριστικό της εγχείρημα της (παράλυση του κράτους, απόσυρση από τους κρατικούς θεσμούς, δημιουργία παραλλήλων δομών στην Κύπρο, δημιουργία θυλάκων), διατεινόμενη ταυτόχρονα ότι επεδίωκε λύση ομοσπονδίας την οποία θα συνέθεταν οι ήδη λειτουργούσες δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι νέες (αντισυνταγματικές και διχοτομικές) δομές των Τουρκοκυπρίων. Η ομοσπονδία θα ετίθετο υπό την ομπρέλα των Συνθηκών του 1960, προσαρμοζομένων αναλόγως.

Η πολιτική όμως αυτή είχε μια σοβαρή εγγενή αδυναμία. Μια κανονική ομοσπονδία απαιτεί σαφή εδαφική βάση για τις ομόσπονδες μονάδες της. Οι εγκατεσπαρμένοι σε όλην την Κύπρο τουρκοκυπριακοί θύλακοι δεν παρείχαν τέτοια βάση. Γι’ αυτό, δημιουργήθηκε βίαια με την εισβολή του 1974 και την επακόλουθη κατάληψη και κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, όπου επεβλήθη εθνική κάθαρση συμπληρούμενη με εποικισμό, τόσο από Τούρκους όσο και από τους Τουρκοκυπρίους των ελευθέρων περιοχών, ώστε ο πληθυσμός εκάστης ομόσπονδης μονάδας της επιδιωκόμενης "ομοσπονδίας" να είναι εθνοτικά ομοιογενής, και αριθμητικά, με τον καιρό, συγκρίσιμος με εκείνον των ελευθέρων περιοχών. (Τάσος Τζιωνής, 14.12.2016, ιστοσελίδα «Απόψεις»-apopseis.com).


Η στάση της Τουρκίας έναντι της Κύπρου παραμένει διαχρονικά η ίδια: Οι επιδιώξεις ήταν σταθερές και τις προωθούσε αφήνοντας την ελληνική πλευρά στην Κύπρο να αναλώνεται στο λεγόμενο διακοινοτικό διάλογο. Σε ένα πεδίο που δεν έχει προβεί σε παραχωρήσεις σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή πλευρά που εγκλωβίστηκε σε μια διαδικασία υποχωρήσεων, με στόχο να πειστεί η Τουρκία να συνεργαστεί. Η Άγκυρα αντιλήφθηκε την τακτική της Λευκωσίας από την αρχή και κατάφερε να εξασφαλίσει σημαντικά οφέλη και πλεονεκτήματα στις συζητήσεις για την εσωτερική πτυχή του προβλήματος.

Ανάρτηση από: https://slpress.gr