Του Γιώργου Κοντογιώργη
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ανέδειξε τη γύμνια του σε όλα τα επίπεδα. Ομολόγησε αυτό που ήταν γνωστό εδώ και πολλές δεκαετίες, ότι δηλαδή η Αριστερά, και προεχόντως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει τίποτε να πει για τον κόσμο της εποχής μας και για το μέλλον. Επιπλέον, ομολόγησε ότι ομοιάζει ομοθετικά με τη Δεξιά και ότι βεβαίως έχει μεταβληθεί σε μια τυπικά αντιδραστική συνιστώσα του δυτικού Διαφωτισμού και αυθεντικό παρακολούθημα της διεθνούς των αγορών.
Το χειρότερο εξ όλων είναι ότι ομολόγησε ότι ήταν τόσο βαθιά εγκιβωτισμένος στην πλέον απεχθή εκδοχή της κομματοκρατίας ώστε τα στελέχη του, μολονότι παρασιτόβια του δημοσίου κορβανά επί πολλές δεκαετίες, αγνοούσαν απολύτως τα ζητήματα του κράτους, και -το χειρότερο- τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Αποκαλύφθηκε δηλαδή ότι δεν διέθετε εξαρχής ούτε καν το «ηθικό πλεονέκτημα». Αυτό φάνηκε καθαρά στη συνέχεια.
Η γενικότερη αιτία της έκπτωσης αυτής του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η Αριστερά, ο σοσιαλισμός εν γένει, δεν αποτέλεσε μια διαφορετική φάση έναντι της Δεξιάς και του φιλελευθερισμού, όπως διατεινόταν. Αντιπροσώπευσε απλώς έναν διαφορετικό δρόμο στην έξοδο από τη δεσποτεία, που αφορούσε κυρίως τα κοινωνικά στρώματα της εργασίας (στη Δύση) ή ολόκληρες κοινωνίες, οι οποίες βρίσκονταν σε υστέρηση έναντι άλλων.Ο δρόμος που επέλεξε, ωστόσο, ήταν εξ αντικειμένου αδιέξοδος. Για λόγους που έχω αναλύσει αλλού, αναιρούσε μεν την απολυταρχία (κρατική δεσποτεία), οδηγούσε όμως στον ολοκληρωτισμό. Εξ ου και η, ως ασύμβατη με την εποχή της, αύτανδρη κατάρρευση του ολοκληρωτικού σοσιαλιστικού πειράματος. Η δεκαετία του 1980 ολοκλήρωσε τον κύκλο αυτόν, πράγμα που έκαμε άνευ αντικειμένου τόσο την Αριστερά όσο και την κλασική εθνοκρατική Δεξιά.
Ετεροθαλείς αδελφές
Με τη διαφορά ότι η φιλελεύθερη Δεξιά μεταλλάχθηκε ευθέως σε θεραπαινίδα της ‘νέας τάξης’, της διεθνούς των αγορών. Αντιθέτως, η Αριστερά, εγκαταλείποντας ακόμη και τον μαρξισμό, επέστρεψε στην εποχή του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, αφενός για να συγκαλύψει τη γύμνια της, αφετέρου για να τεκμηριώσει ιδεολογικά την οβιδιακή στροφή της σε διαχειριστή των απόβλητων και ιδεολογική συνιστώσα της διεθνούς των αγορών.
Έχω πολλές φορές διατυπώσει την άποψη ότι η ομοιότητα της Αριστεράς με τη Δεξιά μπορεί να συγκριθεί με τις ετεροθαλείς αδελφές. Στο πολιτικό σύστημα, στην ιδεολογική του προσημείωση ως δήθεν δημοκρατίας, στις πολιτικές τους, στη σημειολογία της άσκησης της εξουσίας και της εκφοράς του πολιτικού λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από λίγα χρόνια η Αριστερά επιχείρησε να συγκαλύψει την ιδεολογική της γύμνια, την απουσία μιας οργανικής σχέσης με την κοινωνία, με τον εναγκαλισμό του ‘περιβάλλοντος’.
Η συριζαία Αριστερά, συνηγορούσης και της απέχθειάς της προς την κοινωνική συλλογικότητα και το πολιτισμικό της απόβαρο, προέκρινε ως σημαία της την ιδεολογία των ‘δικαιωμάτων’ ως δήθεν απόρροια της προσημείωσής της στις ανθρωπιστικές αξίες. Με διαφορετική διατύπωση, η σχέση της με την κοινωνία των πολιτών, από αυτοσκοπός έγινε παρένθετη. Είναι παρακολουθηματική του θεμέλιου σκοπού της συριζαίας Αριστεράς που είναι η ενασχόλησή της με τα απόνερα του διεθνούς καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού.
Παρένθετη σχέση
Η συριζαία Αριατερά δεν αποβλέπει στην αντιμετώπιση ή ακόμη και στην ανάσχεση του διεθνούς καπιταλισμού, αλλά στην απορρόφηση των επιπτώσεών του. Το κόστος αυτών των επιπτώσεων καλείται να καταβάλλει, ωστόσο, ο απόβλητος, η εθνική κοινωνία των πολιτών. Με άλλα λόγια, η ταξινόμηση ενός εκάστου με την πρόοδο ή με την συντήρηση, με την Αριστερά ή με την Ακροδεξιά (οι ενδιάμεσες δυνάμεις υποχωρούν στον διάλογο αυτόν) κρίνεται από την τοποθέτησή του με την κοινωνία των πολιτών ή με τα απόνερα της διεθνούς των αγορών.
Ακροδεξιός, στο πλαίσιο αυτό, είναι όποιος αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτισμική συνοχή, στην πολιτική ελευθερία της κοινωνίας, στο συμφέρον της και ιδίως στη βούλησή της. Δηλαδή στην αντιπροσωπευτική ή δημοκρατική μεθάρμοση της Πολιτείας, στην εθνική συνείδηση κοινωνίας και στη συνέχεια του Ελληνισμού. Και αντιστοίχως, ως αριστερός αξιολογείται εκείνος που ορθώνει το ανάστημά του προς όλα αυτά, που αρνείται να αποδώσει στην κοινωνία την ιδιότητα του εντολέα, ή να συνομολογήσει εν τέλει ότι η κοινωνία και οι κληρονομιές της αποτελούν την αιτία της ίδιας της ύπαρξής τους. Αυτός, λοιπόν, που συντάσσεται κατ’ αυτάς με την πολιτική ‘ανοιχτών συνόρων’ και ουσιαστικά με τη μεταβολή της χώρας σε χώρο.
Χωρίς να υπεισέλθω στα μείζονα αυτά ζητήματα, απαιτείται νομίζω να διευκρινισθεί ότι ανάμεσα, ειδικότερα, στα ‘ανοιχτά σύνορα’, που αναιρούν τη θεμέλια βάση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι της εποχής της μεγάλης κλίμακας, και στα ‘κλειστά σύνορα’, που ανάγονται σε ένα παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί, υπάρχει η πολιτική των ελεγχόμενων μεταναστευτικών ροών.
Η τελευταία συνεκτιμά σημαίνουσες πτυχές του ζητήματος, όπως η κοινωνική και πολιτισμική συνοχή, η ασφάλεια, η δυνατότητα της κοινωνίας να σηκώσει το βάρος μιας αξιοπρεπούς διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και να ενσωματώσει το εθνικώς διαφορετικό, με όρους πολιτισμικής πολυσημίας. Να λάβει υπόψη τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη η Ελλάδα να μη μεταβληθεί σε παίγνιο των γεωπολιτικών εξελίξεων που αναπτύσσονται στο διεθνές σύστημα.
Συριζαίική ‘τυφλότητα’
Σε τελική ανάλυση, η παρασιτική διαβίωση της συριζαίας Αριστεράς στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας δεν της επέτρεψε να διακρίνει τις κρίσιμες μεταβολές που σημειώνονται ήδη στον δυτικό πολιτικό χάρτη. Μεταβολές που έχουν στείλει στο μαυσωλείο της Ιστορίας την μόλις προ ολίγων ετών δεσπόζουσα αντιλογία μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού. Μεταβολές, που έχουν οδηγήσει στη σύμπτυξη ενιαίου μετώπου των καθεστωτικών δυνάμεων της Αριστεράς και της Δεξιάς με πρόσημο τον σκοπό των αγορών, κατέναντι στη λόγω μεν αντισυμβατική, έργω δε διακινητή του κλασικού φιλελευθερισμού νέα ‘Ακροδεξιά’.
Ωστόσο, θέλω να συγκρατήσω από τις ανωτέρω επισημάνσεις, αυτό που προσποιείται ότι αγνοεί η συριζαία Αριστερά: ότι η σήμανση μιας ιδεολογίας ή μιας πολιτικής δύναμης ως συντηρητικής ή προοδευτικής κρίνεται από την ιδέα, ή τη σχέση της με την εθνική κοινωνία. Ο διεθνισμός αποτελεί παρελκόμενη επιλογή και ως τέτοια αποβλέπει στην ενίσχυση των εσωτερικών συσχετισμών έναντι του αντιπάλου, εν προκειμένω του καπιταλισμού.
Η μονοσήμαντη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις, εάν συνεκτιμηθεί και η σεσημασμένη απέχθειά του προς την ελληνική εθνική συλλογικότητα, ομολογεί ότι αποβλέπει να συγκαλύψει διάφορα ζητήματα: Αφενός τον αντιδραστικό του εναγκαλισμό με τις ολιγαρχικές αξίες και το ομόλογο σύστημα του Διαφωτισμού. Αφετέρου την προσαρτηματική προσέγγιση της χώρας. Και, τέλος, τη στοχευμένη υπονόμευση της πολιτισμικής συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την πηγή της αντίστασής της προς την πολιτική εξουσία, ώστε να διατηρηθούν οι εξαρτήσεις της.
Πράγματι, το δίλημμα δεν είναι εξ αντικειμένου τα ‘ανοιχτά’ ή τα ‘κλειστά’ σύνορα, αλλά η πολιτειακή θωράκιση της εθνικής συλλογικότητας, έτσι ώστε να διατηρεί τη συνοχή της και να μη γίνεται παίγνιο στα χέρια της διεθνούς των ηγεμόνων και των εσωτερικών της παραφυάδων. Η κυβέρνηση Τσίπρα έδωσε επί τεσσεράμιση χρόνια τις εξετάσεις του επί του πεδίου της διακυβέρνησης και οι πολίτες στις ευρωεκλογές χθες την βαθμολόγησαν και στις εθνικές εκλογές αύριο θα την ξαναβαθμολογήσουν.
Ανάρτηση από: http://contogeorgis.blogspot.com