Της Λένας Τσιλιμίγκρα
Ζούμε μια τεράστια, παγκόσμια υγειονομική κρίση, μετρώντας ήδη δεκάδες χιλιάδες νεκρών σε πολλές χώρες. Η κρίση αυτή όμως, έχει κάτι το φαινομενικά αξιοπερίεργο. Στο επίκεντροτων συνεπειών της δεν βρίσκονται οι χώρες της Ασίας, και ας ξεκίνησε από εκεί, ή της Αφρικής, αλλά οι χώρες της Ευρώπης και οι ΗΠΑ, η «προηγμένη» Δύση. Το ερώτημα πώς συνέβη αυτό, ταλανίζει ∙ πώς χώρες του δυτικού, προηγμένου καπιταλισμού απέτυχαν ή πιέστηκαν σε κάτι που θεωρούνταν αυτονόητο, την προστασία της υγείας και την παροχή περίθαλψης, πώς «ο βασιλιάς βρέθηκε γυμνός» για δεύτερη φορά σε μια δεκαετία, μετά την οικονομία και στην υγεία;
Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά, αλλά αν αφήσουμε την ευκολία ότι ήταν μια ατυχία ή κάτι που μας έφερε η φύση ή τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, μεγάλο μέρος της απάντησης βρίσκεται στην ίδια τη φύση του συστήματος, στους στόχους και τις αξίες που καθοδηγούν την πολιτική του. Αφενός η τεράστια διασπορά του ιού και τα χιλιάδες θύματα εξ αιτίας του, οφείλονται είτε στην άρνηση είτε στην ολιγωρία των κυβερνήσεων να πάρουν μέτρα αποστασιοποίησης , να κλείσουν επιχειρήσεις, βιομηχανίες , καταστήματα με τη λογική ότι ‘δεν μπορεί να σταματάει η οικονομία για μια γρίπη’, δεν μπορεί να σταματάει η παραγωγή για μια ίωση.
Το κέρδος, η βασική επιδίωξη του συστήματος στο οποίο ζούμε, του καπιταλισμού, μπήκε και πάλι πάνω από τον άνθρωπο, οι ζωές των ανθρώπων κοστολογήθηκαν για άλλη μια φορά πολύ χαμηλότερα από την επιβίωση των αγορών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η Ιταλία, που ενώ μετρούσε χιλιάδες θύματα , χιλιάδες ανθρώπινες ζωές χαμένες, συνέχιζε να λειτουργεί εργοστάσια και βιομηχανίες , η Μεγάλη Βρετανία, με την ανοσία αγέλης που δημόσια πρότεινε ο Μπόρις Τζόνσον και οι ΗΠΑ με τον Τραμπ που έβαζε στη ζυγαριά το κόστος στη δημόσια υγεία και το κόστος στην οικονομία, με τις τελευταίες δύο να αναδιπλώνονται μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής που ερχόταν και φυσικά στο πολιτικό κόστος που θα είχε για τις κυβερνήσεις τους.
Αφετέρου, η αδυναμία διαχείρισης της πανδημίας οφείλεται στη χρόνια υποβάθμιση και διάλυση των δημόσιων συστημάτων υγείας προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, στη βάση της πολιτικής που ακόμα και αγαθά όπως η παιδεία και κυρίως η υγεία του λαού τα αντιμετωπίζει ως εμπορεύματα.
Δύο ενδεικτικά παραδείγματα: 17χρονος στην Καλιφόρνια πεθαίνει από κορωνοϊό, αφού δεν έχει να πληρώσει 34.000 δολάρια, μετά από άρνηση να τον νοσηλεύσουν επειδή δεν είχε ασφάλεια υγείας. Αλλά και στην Ευρώπη, η ευρωπαϊκή επιτροπή στο διάστημα από το 2012 μέχρι το 2018 είχε κάνει 63(!) αιτήματα στα κράτη – μέλη για να μειώσουν τις δαπάνες που αφορούσαν την υγεία, γιατί το ζήτημα είναι να βγουν τα νούμερα και όχι να προστατευτεί η υγεία του λαού.
Η πρωτοφανής αυτή υγειονομική κρίση μπορεί να μην κοστίζει τόσο σε ανθρώπινες ζωές στις νεαρότερες ηλικίες αλλά η διάλυση των συστημάτων υγείας στο όνομα της εμπορευματοποίησης και η απώλεια ζωών λόγω εξαιτίας αυτού, πλήττει και εμάς, αφορά και τη γενιά μας. Η οικονομική κρίση που θα ακολουθήσει, κατά βάση έρχεται να χτυπήσει τη γενιά μας. Είμαστε αυτοί που σπουδάζουν, που μπαίνουν ή μετρούν κάποια χρόνια στην αγορά εργασίας, με λίγα λόγια είμαστε αυτοί που τα όσα συμβαίνουν θα καθορίσουν τους όρους ζωής μας για δεκαετίες.
Είμαστε η γενιά που γεννήθηκε και πέρασε μια πρώτη περίοδο της ζωής της σε ένα περιβάλλον έστω και φαινομενικής ευμάρειας. Η κατάσταση αυτή όμως, στη συνέχεια ξεκίνησε να γκρεμίζεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση από το 2008 και έπειτα. Η γενιά μας, είδε να δίνονται τρισεκατομμύρια από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε μια μέρα,για να σωθούν οι τράπεζες, την ίδια στιγμή που το μέλλον της υποθηκευόταν, τη στιγμή που η ίδια βίωνε και θα καλούνταν να βιώνει για πολλά χρόνια ακόμα την ανεργία και να έχει να επιλέξει ανάμεσα στη μαύρη και ανασφάλιστη εργασία και στη μετανάστευση, για να μπορέσει να επιβιώσει.
Δίπλα σε αυτά αναπαραγόταν και το αφήγημα του δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν μπορούν τα πράγματα να αλλάξουν, δεν έχει νόημα να παλεύουμε συλλογικά, και άρα ο ατομικός δρόμος και η αναζήτηση ατομικών λύσεων είναι μονόδρομος. Τα παραπάνω σε συνδυασμό, οδήγησαν, πέρα από την υποβάθμιση των όρων διαβίωσης και σε μια αντίληψη χαμηλών προσδοκιών.
Τώρα η ίδια αυτή γενιά, η γενιά μας βρίσκεται και πάλι μπροστά σε μια ακόμα μεγαλύτερη οικονομική κρίση πριν καλά – καλά «ξεπεραστεί» η προηγούμενη. Αφού για άλλη μια φορά εμπεδώσαμε ότι για το νεοφιλελευθερισμό είμαστε αναλώσιμοι, ότι κανείς δεν προνόησε –ή μάλλον επέλεξε να μην προνοήσει- ώστε οι γιατροί να μην μπουν στο δίλημμα να διαλέγουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει, ότι μπορεί ο κορωνοιός να μην κάνει «ταξικές» διακρίσεις όσον αφορά το ποιόν θα προσβάλλει, αλλά όποιος έχει χρήματα θα έχει πρόσβαση στη περίθαλψη ενώ όποιος δεν έχει, θα αρκεστεί στην επίκληση της τύχης, τώρα ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε εκ νέου το ζήτημα της επιβίωσης.
Ήδη εργαζόμενοι απολύονται με ένα τηλεφώνημα, μικρές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο και τα «μέτρα στήριξης» που παίρνει η πολιτεία μόνο ως κοροϊδία μπορούν να ληφθούν (χιλιάδες εργαζόμενοι μένουν εκτός του επιδόματος των 800 ευρώ ενώ τα «δώρα»στους καναλάρχες , τους κλινικάρχες και τους μεγαλοϊδιοκτήτες ΚΕΚ πάνε και έρχονται).
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε τη μία κρίση μετά την άλλη; Η γενιά μας είναι καταδικασμένη να πληρώνει πάντα τα σπασμένα των κρίσεων; Οι κρίσεις είναι κάποιο φυσικό φαινόμενο, είναι ατυχείς στιγμές που αρκεί να υπομένουμε να περάσουν, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τις αποτρέψουμε;
Οι κρίσεις αφορούν πολιτικές και λογικές που ακολουθούνται, αφορούν τον ίδιο τον καπιταλισμό σαν σύστημα, που για άλλη μια φορά χρεοκοπεί. Πρόκειται για τη λογική και την πολιτική ότι ακόμη και κοινωνικά αγαθά, όπως η υγεία, μπορούν και πρέπει να μετατραπούν σε εμπόρευμα, ότι μπορούν και πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν, γιατί «η αγορά ξέρει καλύτερα από το κράτος». Είναι η λογική ότι το παν είναι η οικονομία και το κέρδος, άρα να θιγεί όσο γίνεται λιγότερο η λειτουργία των επιχειρήσεων, ακόμη και σε συνθήκες πανδημίας, με το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Η λογική του ατομικού δρόμου και η λογική της αποθέωσης του ατόμου. Η λογική ότι «δεν υπάρχουν κοινωνίες, αλλά μόνο άτομα», δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα, άρα δε χρειάζεται και κοινή πάλη των εργαζόμενων τάξεων για τη διεκδίκησή τους.
Προϋπόθεση, λοιπόν, για να μη βιώνουμε συνεχείς κρίσεις, για να μην πληρώνουμε κάθε τρεις και λίγο εμείς ένα σύστημα που έχει ως δομικό του στοιχείο τη χρεοκοπία, είναι να ακολουθήσουμε το μονόδρομο της αμφισβήτησης των παραπάνω λογικών και πολιτικών, του ίδιου αυτού του συστήματος, το μονόδρομο της αμφισβήτησης των αξιών του καπιταλισμού που θέτει τα κέρδη των αγορών πάνω από την ανθρώπινη ζωή και ευτυχία.
Μας είπαν πως είμαστε η γενιά που θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες ∙ μας είπαν πως είμαστε η χαμένη γενιά∙ μας προσέβαλαν θεσπίζοντας για εμάς υποκατώτατους μισθούς και οδηγώντας μας να ζήσουμε υποκατώτατες ζωές.
Προσάρμοσαν τις ζωές μας στα μέτρα του ρεαλισμού τους, αλλά κανείς δεν προβληματίστηκε πώς θα επιβιώσει και με ποια ποιότητα ζωής θα ζήσει μια ολόκληρη γενιά.
Μήπως τελικά, είμαστε εκείνη η γενιά, που μπορεί και πρέπει να αμφισβητήσει και να ανατρέψει το σύστημα αυτό που συνθλίβει τις ζωές των ανθρώπων μπροστά στα κέρδη των λίγων; Μήπως είμαστε εκείνη η γενιά, που της τα πήραν όλα και έτσι δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει και τίποτα άλλο να περιμένει από αυτό το σύστημα;
Το δίλημμα παραμένει και περιμένει απάντηση.
Χαμένη γενιά ή γενιά που δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει και θα πάρει πίσω όλα όσα της στέρησαν;
Η Λένα Τσιλιμίγκρα είναι ασκούμενη δικηγόρος Αθήνας, μέλος της Κίνησης Ασκούμενων και Νέων δικηγόρων ενάντια στην Επισφάλεια.
Ανάρτηση από: https://www.antapocrisis.gr/