Του Θέμη Τζήμα
Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ θεμελιώδη: ο πλανήτης είναι εγγύτερα παρά ποτέ σε έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και δεν βρίσκεται απλώς εγγύτερα παρά ποτέ, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται πολύ κοντά. Χωρίς να θέλουμε να σταθούμε επί μακρόν σε πράγματα που έχουμε αναλύσει ήδη σε προηγούμενα άρθρα, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αιτίες δεν πρέπει να αναζητώνται, ούτε στον «παρανοϊκό δικτάτορα» Πούτιν, ούτε στον «γεροξεκούτη» Μπάιντεν, ούτε στους σαλτιμπάγκους που παριστάνουν τους πολιτικούς ηγέτες στην Ε.Ε. Ακόμα και αν κάποιες από αυτές τις κατηγορίες ευσταθούν, κανένας παγκόσμιος (και όχι μόνο) πόλεμος δεν ξεκινά από το καπρίτσιο ή τις ιδιότητες ενός ανθρώπου.
Φυσικά, είναι πιθανό οι προσωπικές ιδιότητες των ηγετών να επιταχύνουν και να χειροτερεύουν τα πράγματα. Όμως στην πραγματικότητα, ακόμα και αν ο άνθρωπος αποτελεί τον κρίσιμο πυροκροτητή την κρίσιμη στιγμή, η εκρηκτική ύλη μαζεύεται πολύ καιρό πριν και από άλλες, δομικές αιτίες.
Η αναζήτηση των ευθυνών σε συγκεκριμένες ομάδες εξουσίας, παρότι πληρέστερη και πάλι δεν μπορεί να φωτίσει επαρκώς τις αιτίες. Είναι βέβαιο, ότι η άνοδος των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου μας «έδωσε» μια νέα εποχή βαρβαρότητας, με διαρκείς, καταστροφικούς πολέμους: Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Υεμένη, χιλιάδες εξωδικαστικές δολοφονίες συνιστούν μερικά από τα αποτελέσματα της νεοσυντηρητικής κυριαρχίας. Πώς όμως και γιατί ισχυροποιήθηκαν τόσο αυτές οι ομάδες εξουσίας; Πώς κατόρθωσαν να ξεκινήσουν τόσους πολέμους, να τους χάσουν όλους και παρόλα αυτά να παραμένουν στην εξουσία;
Το 2021, η Παγκόσμια Τράπεζα κυκλοφόρησε έναν συλλογικό τόμο, με τίτλο “Global Productivity: Trends, Drivers, and Policies”. Σε ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια του τόμου, το βασικό εύρημα συνίσταται στο ότι η παραγωγικότητα της εργασίας, από την δεκαετία του ’80 έχει μειωθεί στο μισό και “η επακόλουθη ύφεση κινδυνεύει να καταστεί εδραιωμένη επιβράδυνση”. Επιπλέον, η πτώση της παραγωγικότητας, μετά την κρίση του 2007- 2008 είναι η πιο μακρόχρονη, η πιο βαθιά και η πιο πολύχρονη πτώση ποτέ, τις τελευταίες 4 δεκαετίες, επηρεάζοντας το 70% των οικονομιών του κόσμου. Οι αναπτυγμένες οικονομίες εμφανίζουν σταθερά άσχημα αποτελέσματα, ενώ μετά την κρίση του 2007 επλήγησαν καίρια και οι αναδυόμενες οικονομίες. Οι παραγωγικές επενδύσεις μειώθηκαν δραματικώς, ενώ οι αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις δεν βρέθηκαν – προφανώς ελέω νεοφιλελευθερισμού, θα συμπληρώναμε εμείς.Παρόλη την ποσοτική χαλάρωση, κοινώς παρόλο το χρήμα που κόπηκε από τις κεντρικές τράπεζες, και παρά την περηφάνια μας για τις εξωτικές τεχνολογίες που ανακαλύπτουμε (Τεχνητή Νοημοσύνη, πέρασμα από τον αυτοματισμό στην αυτονομία, εξυπνο-οτιδήποτε, από εργοστάσια έως κινητά, βιοτεχνολογίες) η εργασία είναι πολύ λιγότερο αποδοτική από ό,τι στο παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνούμε μάλιστα, ότι από πλευράς παραγωγικότητας, χάνει σταθερά ο αναπτυγμένος κόσμος.
Τα τρις δολάρια και ευρώ, αντί να γίνουν παραγωγή, εργοστάσια, κοινωνικές παροχές, δικαιώματα με υλική υπόσταση, έγιναν σε πολύ μεγάλο βαθμό θαλασσοδάνεια, κρυπτονομίσματα, παιχνίδια ομολόγων, σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, η φούσκα που έσκασε το 2008, αντιμετωπίστηκε με νέες φούσκες. Επιπλέον, η ανισότητα γιγαντώθηκε, με αποτέλεσμα, αφενός τα μεγάλα δυτικά μονοπώλια να πνίγουν την ανάπτυξη της οικονομίας και αφετέρου ακόμα περισσότερο, η πολιτική εξουσία να μετατρέπεται σε φέουδο των υπερπλουσίων και των λίγων, ισχυρών ομάδων πίεσης.
Διαμορφώθηκε έτσι μια τριπλά προβληματική κατάσταση: Ατελείωτες φούσκες, με ελάχιστη πραγματική υλική βάση στον δυτικό (και όχι μόνο βέβαια) καπιταλισμό. Μετακίνηση του κέντρου ισχύος του καπιταλισμού μακριά από την Δύση. Διεύρυνση της οικονομικοκοινωνικής και επομένως πολιτικής ανισότητας, με αποτέλεσμα την παρακμή της αστικής δημοκρατίας στην Δύση, λόγω απώλειας της σχετικής αυτονομίας του κράτους και περιορισμού του λαϊκού στοιχείου σε διακοσμητικό ρόλο.
Από τη στιγμή που διαμορφώθηκαν οι τρεις παραπάνω συνθήκες συνδυαστικά, ήταν σαφές ότι η τόσο αναγκαία δημιουργική καταστροφή του καπιταλισμού, θα εκδηλωνόταν μέσα από μια λυσσαλέα σύγκρουση για την πλανητική κυριαρχία μεταξύ ΗΠΑ (της μόνης ολοκληρωμένης, ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης) και της Κίνας, του βασικού εκπροσώπου του αναδυομένου κόσμου. Οι συνήθεις νεοφιλελεύθερες μέθοδοι, απλώς δεν δουλεύουν. Οι «σούπερ-σταρ» κεντρικοί τραπεζίτες έριξαν χρήμα «από το ελικόπτερο», αλλά απέτυχαν να αναζωογονήσουν θεμελιωδώς τον καπιταλισμό και ιδίως στην Δύση. Ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε ξεκινήσει πριν ακόμα τον πόλεμο, η διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων εν μέσω πανδημίας και η ενεργειακή κρίση επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση. Η σύγκρουση σε παγκόσμια κλίμακα καθίσταται μονόδρομος. Μια τέτοια σύγκρουση φυσικά, δεν μπορεί παρά να γίνει και στρατιωτική τελικά.
Σε αυτήν την σύγκρουση, η επιθετική πλευρά μοιραία είναι οι ΗΠΑ. Όχι γιατί οι Αμερικανοί είναι χειρότεροι άνθρωποι, αλλά επειδή η υποχωρούσα δύναμη αισθάνεται τον χρόνο να τρέχει εις βάρος της από την μια, ενώ διαθέτει (ή αισθάνεται ότι διαθέτει) ακόμα υπέρτερη ισχύ από τους ανταγωνιστές της. Προσθέστε τον θεμελιωμένο «εξαιρετισμό» στην κουλτούρα των ΗΠΑ, τις μανιχαϊστικές αναλύσεις και την τάση της Δύσης να πιστεύει την προπαγάνδα της και έχουμε την συνταγή του πολέμου.
Από εκεί και πέρα, όλα τα υπόλοιπα αποτελούν επιμέρους ζητήματα. Σημαντικά, πλην όμως επιμέρους. Το ότι λ.χ. οι ΗΠΑ εκδήλωσαν πιο έντονα την επιθετικότητά τους προς την Ρωσία, αντί για την Κίνα, με την προσέγγιση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της πρώτης, έχει να κάνει με την γεωγραφία, την ίδια την νατοϊκή δομή, την εκτίμηση των δυτικών περί της ρωσικής ισχύος και με τους μηχανισμούς εξουσίας μέσα στην Ουάσιγκτον. Το ποιος κάθε φορά στο πεδίο, σε τακτικό επίπεδο φαίνεται πιο επιθετικός έναντι του άλλου, επίσης αποτελεί επιμέρους ζήτημα. Εύκολο άλλωστε είναι για τις ΗΠΑ να προβοκάρουν την αντίδραση ενός ανταγωνιστή τους και δεν είναι η πρώτη φορά που το πράττουν, εν προκειμένω στην Ουκρανία.
Η μεγάλη εικόνα συνίσταται στο ότι ο καπιταλισμός χρειάζεται μια δημιουργική καταστροφή και ότι ο πόλεμος την προσφέρει με τον καλύτερο τρόπο. Κεφάλαια, άνθρωποι, υποδομές, μηχανές θα καταστραφούν. Ένα πάρτι κατανάλωσης θα λάβει χώρα. Λεφτά θα επενδυθούν. Αγορές θα κατακτηθούν ή θα επανακτηθούν. Η άλλη πτυχή της μεγάλης εικόνας είναι ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται να νικήσουν στρατιωτικώς τους αντιπάλους τους και να τους καταστρέψουν οικονομικώς (και μάλιστα τους ισχυρότερους εξ αυτών). διότι δεν έχουν άλλον τρόπο και χρόνο.
Άλλωστε, τι έδειξαν οι κυρώσεις, τις οποίες επέβαλε η Δύση στην Ρωσία; Ότι οι ΗΠΑ, πέραν της Ε.Ε., της Ιαπωνίας και της Βρετανίας, δυσκολεύονται να πείσουν σχεδόν οποιονδήποτε άλλον να τις ακολουθήσει. Στην πραγματικότητα, η επιρροή τους, χωρίς να είναι ασήμαντη (κάθε άλλο) βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ούτε συγκινείται από τις εικόνες του πολέμου (πολλοί τις έχουν ζήσει, εξαιτίας των ΗΠΑ), ούτε είναι διατεθειμένο να ποντάρει για νικητή αυτής της αντιπαράθεσης, προτού να έχει κριθεί το παιχνίδι. Σε έναν κυνικώς φτιαγμένο κόσμο, ο κυνισμός θεωρείται σοφία, όχι καιροσκοπισμός.
Γυρνώντας στα παραπάνω, το πρόβλημα έγκειται στο ότι η «δημιουργική καταστροφή» του πολέμου, όταν εξασκείται συμπεριλαμβάνοντας απειλούμενες πυρηνικές δυνάμεις (ή έστω πυρηνικές δυνάμεις που νιώθουν ότι απειλούνται) μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε «καταστροφική καταστροφή».
Αλλά και αυτό να μην συμβεί, τρία άλλα πράγματα θα συμβούν: πρώτον, θα διεξαχθούν πολλοί, πολύ αιματηροί πόλεμοι. Όπως έχουμε γράψει και αλλού, το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει παγκόσμιος πόλεμος, αλλά πώς διεξάγεται. Σπονδυλωτά ή άμεσα. Προς το παρόν, ισχύει το πρώτο αλλά το δεύτερο ενδεχόμενο καθίσταται πιθανότερο. Δεύτερον, στο όνομα του σε εξέλιξη παγκοσμίου (και πολεμικού) ανταγωνισμού, επιβάλλεται ήδη, μια περαιτέρω συρρίκνωση της δημοκρατίας παντού και επομένως και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το τρίτο είναι ότι τα δύο παραπάνω, σε συνδυασμό με την νέα φάση καπιταλιστικής κρίσης την οποία ήδη βιώνουμε θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση τόσο του πολιτικού ρόλου του κόσμου της εργασίας όσο και του βιοτικού του επιπέδου. Θα υπάρξει άμεση καταστροφή ανθρωπίνων και υλικών πόρων και καταπίεση των υπολοίπων, προκειμένου να διασωθεί και να ανακάμψει η κερδοφορία του τμήματος του πολύ μεγάλου κεφαλαίου, που θα επιβιώσει.
Εδώ έχουμε το εξής εντυπωσιακό όμως ή και όχι τόσο εντυπωσιακό: ενώ μεγάλα τμήματα του λαϊκού κόσμου, έστω θολά αντιλαμβάνονται τα παραπάνω και στρέφονται με σκεπτικισμό απέναντι στην δυτική προπαγάνδα και στον υστερικό, ρατσιστικό αντιρωσισμό, τα κόμματα των διαφόρων εκδοχών της αριστεράς και τα στρώματα της διανόησης, επιμένουν σε όλες τις στερεοτυπικές, τυφλωμένες από την συγκίνηση και από την κυριαρχία του ειδικού επί του γενικού, προσεγγίσεις.
Πρόκειται για απόδειξη του αδιεξόδου στο οποίο έχουν περιέλθει, αλλά και των ντροπιαστικών συμβιβασμών έως βαθμού πλήρους υποταγής της σοσιαλδημοκρατίας, του δικαιωματισμού, ακόμα και ευρύτερων πλευρών της κομμουνιστικής αριστεράς και του αναρχισμού. Μάλιστα είναι εντυπωσιακή η διαφορά στάσης μεταξύ αντιστοίχων τμημάτων της αριστεράς από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, σε σχέση με εκείνα της «Δύσης». Δεν μας ενδιαφέρει να πάρουμε κάποιο «αριστερόμετρο» εν προκειμένω. Μας ενδιαφέρει γιατί έχει παρακμάσει τόσο η «αριστερά» στην Δύση και τι φιλειρηνικό κίνημα χρειαζόμαστε, προκειμένου να αναχαιτίσουμε ή και να ανατρέψουμε τις προαναφερθείσες εξελίξεις.
Χρειάζεται όμως να πούμε ότι η διάκριση μεταξύ αριστεράς της Δύσης και εκτός Δύσης αποδεικνύει κάτι το οποίο είναι από παλιά γνωστό, αλλά έχει ξεχαστεί: το εθνικό πλαίσιο εντός του οποίου δρα κάθε πολιτικός φορέας (ως εκπρόσωπος ενός κοινωνικού μπλοκ ή ακόμα περισσότερο ως όργανο του εν λόγω μπλοκ) επικαθορίζει τις πολιτικές του θέσεις. Τις επικαθορίζει επειδή το επίπεδο ανάπτυξης αλλά και το πολιτικό- πολιτιστικό εποικοδόμημα επηρεάζει την συνείδηση όλων των κοινωνικών στρωμάτων, αν και με διαφορετικό τρόπο ή ένταση.
Με άλλα λόγια, ο Βρετανός, ο Έλληνας, ο Γερμανός και ο Σύρος εργάτης δεν μπορούν να βλέπουν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, ή τουλάχιστον όχι πάντα και παντού, διότι ζουν ακόμα σε έναν καπιταλιστικό κόσμο, με πανίσχυρο τον ρόλο των εθνικών κρατών και με γιγαντιαίες διακρατικές, εκτός των άλλων, ανισότητες. Χωρίς ένα πραγματικό σχέδιο, μεγαλύτερης διακρατικής ισότητας, στο πλαίσιο μιας νέας, διεθνούς οικονομικής τάξης, οι όποιες εκκλήσεις ή τα σχετικά ευχολόγια, δεν πετυχαίνουν τίποτα άλλο πέρα από το να προδίδουν διάχυτο μικροαστισμό.
Στην πραγματικότητα μάλιστα, πίσω από τις ψευτο-διεθνιστικές προσεγγίσεις δεν κρύβεται τίποτε περισσότερο από την αδυναμία της «δυτικής» αριστεράς να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να μην θέλει ο οποιοσδήποτε να γίνει «Δύση» (από την μια) και επιπλέον να μην αποδέχεται οποιαδήποτε εξαγώγιμη εκδοχή «Δύσης», ως τουλάχιστον καλύτερη από οποιαδήποτε εκδοχή μη-Δύσης.
Η δυτική αριστερά είναι περισσότερο δυτική, παρά αριστερά. Όχι μόνο γιατί οι ηγεσίες της έχουν εγκαταλείψει συνειδητώς τα θεμελιωδέστερα και ριζοσπαστικότερα προτάγματα των εκδοχών της αριστεράς. Αλλά επιπλέον, επειδή όταν βλέπεις τον κόσμο κατά βάση μέσα από την λογική της ανωτερότητας της Δύσης επί των υπολοίπων, μέσα από την Δύση ως «τέλος της ιστορίας», καταλήγεις αναγκαστικώς στην απολογητική της νεοαποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, στην αποδοχή του καπιταλισμού και του αστικού φιλελευθερισμού ως μονοδρόμου – ακόμα και όταν έχεις, όχι αστικοφιλελεύθερη δημοκρατία αλλά αστικοφιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως συμβαίνει σήμερα.
Επιπλέον, η μακρόχρονη απαξίωση των οργανωμένων κομμάτων μαζών, ιδίως στην Δύση, οδήγησε σε έναν αποκομμένο από το ζωντανό λαϊκό στοιχείο, ταυτοτισμό: στην λατρεία των ομάδων πίεσης, του επιμέρους, του σχετικισμού και του υποκειμενισμού, γιγαντώνοντας την κυριαρχία των στελεχών, των ειδικών (οι «επαγγελματίες- τεχνοκράτες» στα κόμματά μας) εις βάρος της λαϊκής στράτευσης μέσα στα κόμματα και μάλιστα τα αριστερά.
Η κυριαρχία των «ειδικών της πολιτικής», μιας κάστας με δικά της, ειδικά συμφέροντα, επεκτάθηκε και στα αριστερά (ή πρώην αριστερά) κόμματα κάθε είδους. Και μαντέψτε τι: αυτά τα στελέχη, αυτοί οι επαγγελματίες, νιώθουν πολύ πιο ωραία με τις ανέσεις του δυτικού τρόπου άσκησης πολιτικής, ο οποίος στην πραγματικότητα εξασφαλίζει μονιμότητα και ησυχία, παρά με τις βίαιες αναταράξεις ενός κόσμου του οποίου τα κέντρα ισχύος μετατοπίζονται. Συνεπώς, είτε δεν μπορούν, είτε και δεν θέλουν να αναλύσουν την πραγματικότητα και να δράσουν επί αυτής.
Η άρνηση των στελεχών της αριστεράς να σκεφτούν πέρα από την Δύση, προστίθεται λοιπόν στην άρνηση των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων της Δύσης να δούνε τον κόσμο γενικά και πέρα από την δυτική ματιά. Η οποία δυτική ματιά είναι γεμάτη συγκίνηση, θέαμα, υποκειμενισμό, δαιμονοποίηση, απλούστευση και εντελώς μυωπική.
Κάπως έτσι και στην συγκεκριμένη περίπτωση, του πολέμου στην Ουκρανία, ή κατεξοχήν σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε τις κλασικές τακτικές χειραγώγησης των λαών, με πρωταγωνιστές τους μικροαστούς διανοουμένους, οι οποίοι πια είναι ενδημικοί στον χώρο της αριστεράς:
α) Έμφαση μόνο στο επιμέρους. Η Ρωσία στις 24 Φεβρουαρίου κήρυξε τον πόλεμο στην Ουκρανία, άρα η Ρωσία φέρει την ευθύνη. Ενώ είναι η αλήθεια ότι η συγκεκριμένη κήρυξη έγινε από την Ρωσία, η συγκεκριμένη επιχείρηση, αποτελεί μόνο τμήμα ενός ευρύτερου πολέμου και ανταγωνισμού. Ενός πολέμου που ξεκίνησε από το 2014 και ενός ανταγωνισμού που, όπως εξηγούμε παραπάνω, ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με στρατηγικώς επιτιθέμενη την Δύση. Οι τωρινές συγκρούσεις στην Ουκρανία αποτελούν επομένως στρατηγικώς αμυντική και τακτικώς μόνο επιθετική κίνηση της Ρωσίας – ή αλλιώς, αντεπίθεση στον δυτικό, ιμπεριαλιστικό μπλοκ.
β) Έμφαση στην συγκίνηση, με τα εργαλεία της κοινωνίας του θεάματος. Φυσικά και είναι τραγικό να σκοτώνονται άνθρωποι. Αλλά σε ποιον ακριβώς πόλεμο δεν συμβαίνει αυτό; Θα λέγαμε ότι κακώς πολεμήσαμε μέχρι την τελική και ολοκληρωτική ήττα του ναζισμού-φασισμού, επειδή σε αυτόν τον πόλεμο, εμείς, οι σύμμαχοι, σκοτώσαμε χιλιάδες αμάχων Γερμανών, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών, για παράδειγμα με το carpet-bombing που εφαρμόσαμε; Έχουμε ξεχάσει τις δύο πυρηνικές βόμβες; Βεβαίως πρέπει να υπάρχει πρόνοια ως προς το ποιοι στόχοι χτυπιούνται και να τιμωρηθούν όσοι χτυπούν αμάχους χωρίς να πράττουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν τέτοιες επιθέσεις. Να ελεγχθούν όλοι λοιπόν. Όλοι οι εμπλεκόμενοι και σε αυτήν την σύγκρουση και στον οκταετή πόλεμο αλλά και στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους της Δύσης συνολικά. Ξεχνάμε ότι σήμερα, τις ίδιες ακριβώς στιγμές, λαμβάνει χώρα η κατοχή στην Παλαιστίνη και στο ένα τρίτο της Συρίας, καθώς και ο πόλεμος στην Υεμένη. Φοβάμαι όμως ότι δεν θα βρούμε πολλούς προθύμους για συνολική απονομή δικαιοσύνης.
γ) Έμφαση στον υποκειμενισμό. Είναι ο Πούτιν παρανοϊκός; Κακός άνθρωπος; Μήπως είναι αντικομμουνιστής; Μήπως είναι δεξιός; Δικτάτορας; Είναι εντυπωσιακό ότι αυτήν την υποκειμενιστική θεώρηση έναντι της αντικειμενικής (όχι ποιος λέω εγώ ή λένε οι άλλοι ότι είμαι αλλά τι κάνω) την έχει ασπαστεί ακόμα και το ΚΚΕ, αποστασιοποιούμενο από την βασική μαρξική μεθοδολογία – και όχι μόνο μαρξική, εδώ που τα λέμε. Ξεκίνησε με την γραμμή περί αντιπάλων ιμπεριαλιστών και όταν αυτή η προσέγγιση κατέρρευσε (δύσκολο να υποστηρίξεις ότι η Ρωσία δια των εταιρειών της κατέχει μείζονα θέση στα παγκόσμια μονοπώλια) στράφηκε στην ανάλυση περί «ληστών» των λαών. Αλλά, ένα λεπτό! Όλοι οι καπιταλιστές-αστοί δεν είναι με έναν τρόπο «ληστές» των λαών; Όποτε λοιπόν πολεμούν μεταξύ τους αστικά κράτη, οι κομμουνιστές δεν παίρνουν θέση υπέρ κανενός; Διότι ακόμα και αν είχαμε μια επανάληψη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έναν ενδο-ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η λενινιστική γραμμή επιβάλλει να πολεμήσουμε εναντίον του δικού μας ιμπεριαλιστή, δηλαδή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Όχι να κρατούμε ίσες αποστάσεις. Ασχέτως του ποιος είναι και τι θέλει ο Πούτιν, η Ρωσία στην Συρία σταμάτησε το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο βίαιου επανασχεδιασμού του χάρτη της Μέσης Ανατολής. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα στην καρδιά της Ευρώπης. Η αναίρεση της εξάπλωσης της επέκτασης του ΝΑΤΟ, ο τραυματισμός και η ταπείνωση του ΝΑΤΟ περνάει μέσα από την ρωσική νίκη. Όσο και αν δεν συμπαθεί κάποιος το πολιτικό και οικονομικό σύστημα στην Ρωσία, η αντικειμενική πραγματικότητα είναι ότι ή το ΝΑΤΟ θα θριαμβεύσει ή το ΝΑΤΟ θα ηττηθεί δια της ρωσικής ήττας ή νίκης αντιστοίχως. Άλλωστε, ούτε ο Μιλόσεβιτς, ούτε ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν οι μέγιστοι δημοκράτες. Και λοιπόν; Έπρεπε να σταθούμε στην μέση και τότε, με τα «ούτε… ούτε»;
δ) Λογοκρισία και απόκρυψη πληροφοριών. Χωρίς καν να βρισκόμαστε σε πόλεμο επισήμως (ανεπισήμως και χωρίς να έχουν ερωτηθεί οι λαοί, ήδη συμμετέχουμε στον εξελισσόμενο πόλεμο) η λογοκρισία έχει ήδη επιβληθεί, τόσο ευθέως, όσο και εμμέσως. Η διακοπή αναμετάδοσης του RT και του Sputnik, σε συνδυασμό με τoν σχεδόν πλήρη αποκλεισμό των μη αντιρωσικών προσεγγίσεων από τον δημόσιο διάλογο, αποδεικνύουν πόσο ευάλωτες είναι οι αστικοφιλελεύθερες ολιγαρχίες μας εν μέσω ιστορικών γεγονότων, προς οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση. Το ζήσαμε και επί μνημονίων και ακόμα εντονότερα εν μέσω πανδημίας. Οι μικροαστοί διανοούμενοί μας ωστόσο, ενώ είναι πολύ πρόθυμοι να ξεψαχνίσουν λ.χ. την δημοκρατικότητα ή μη της Ρωσίας, προτιμούν να σωπαίνουν όταν αφορά τα του οίκου μας ή να τα υποβαθμίζουν, σαν ένα δυσάρεστο, μεμονωμένο επεισόδιο. Δεν είναι στην πραγματικότητα μεμονωμένα επεισόδια, αλλά μια μόνιμη κατάσταση. Η λειτουργία των δυτικών μέσων ενημέρωσης ως προπαγανδιστικών μηχανισμών ελάχιστα διαφέρει από εκείνη των ρωσικών. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, το RT υπήρξε πολύ πιο αποκαλυπτικό από τα αντίστοιχα δυτικά μέσα. Ξεχνούμε επίσης ότι εν μέσω πανδημίας κυβερνώμεθα με διατάγματα.
Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν (και ισχύουν) το γνήσια φιλειρηνικό και αντιπολεμικό κίνημα δεν έχει καμία σχέση με τα αντικειμενικώς φιλονατοϊκά ξεσπάσματα, ούτε με τις ίσες αποστάσεις. Το πραγματικό φιλειρηνικό κίνημα, μετά από δεκαετίες πραξικοπημάτων και πολέμων ερωτά ποια είναι η μεγάλη, η κατεξοχήν ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη. Απαντά ότι είναι οι ΗΠΑ, είτε μόνες τους, είτε με την βοήθεια του ΝΑΤΟ.
Απαντά ότι για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν την Ρωσία και την Κίνα ως εχθρούς, τόσο στο πεδίο της οικονομίας, όσο και το στρατιωτικό και αυτή η επιλογή μπορεί να οδηγήσει στο ξέσπασμα παγκοσμίου πολέμου.
Ακόμα και σήμερα, είναι η νατοϊκή εμπλοκή εκείνη η οποία γεννά τον κίνδυνο ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου. Επομένως, το φιλειρηνικό κίνημα πρέπει να έχει ένα σύνθημα: «να ηττηθεί το ΝΑΤΟ». Είναι πολύ δυσάρεστο, αλλά δυστυχώς, οι στρατιωτικοί συνασπισμοί, μόνο στρατιωτικο-πολιτικώς ηττώνται.
Το φιλειρηνικό κίνημα πρέπει να θέλει έναν μη δυτικο-κεντρικό ή αν προτιμάτε, μη ευρωπαιογενή κόσμο, αλλά έναν κόσμο στον οποίο θα χωρά με ίσους όρους, κάθε ήπειρος. Το φιλειρηνικό κίνημα δεν μπορεί παρά να ηγεμονεύεται στον πυρήνα του από εκείνες τις σοσιαλιστικές δυνάμεις που βλέπουν ότι το σύμπλεγμα ιμπεριαλισμού-καπιταλισμού πρέπει δομικώς να αντιμετωπιστεί και να ηττηθεί.
Ένας κόσμος στον οποίο θα σταματήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ και στον οποίο το ΝΑΤΟ θα τραυματιστεί καίρια, θα είναι ένας σοσιαλιστικός παράδεισος; Όχι βέβαια. Είναι ο Πούτιν ο νέος Λένιν; Επίσης όχι. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αν κατορθώσουν να μετατραπούν σε παγκόσμιους κυρίαρχους οι χώρες τους, η κινεζική και η ρωσική μεγαλοαστική τάξη δεν θα αποδειχτούν καλύτερες από του Αγγλοσάξονες «συναδέλφους» τους. Όμως κάθε φορά πρέπει να επιλέγουμε τον κύριο αντίπαλο. Και σήμερα, ο κύριος αντίπαλος είναι ο γιγαντωμένος ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ. Η ήττα τους και η ήττα του ΝΑΤΟ θα απελευθερώσει δυνάμεις. Ίσως μάλιστα δώσει στην Ευρώπη επιτέλους, δυνάμεις οι οποίες θα επιδιώκουν γνήσια, έναν ισχυρό ευρωπαϊκό ρόλο, αντί για το σημερινό παράρτημα της Ουάσιγκτον που έχουμε ως Ε.Ε.
Οι μικροαστοί διανοούμενοι έχουν ήδη βρει το νέο τους «πιστεύω» και στα καθ’ ημάς. Εξευρωπαΐστηκαν πια. Η αριστερά στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήδη από τους βομβαρδισμούς στην Σερβία είχε ανακαλύψει πόσο βολικό είναι να καλύπτεις τον φιλονατοϊσμό σου πίσω από τις κατηγορίες περί δικτατόρων και γενοκτόνων. Κάποιοι μάλιστα, οι πλέον «προοδευτικοί», έφτασαν να μιλούν για τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό του Πούτιν, που πρέπει να ηττηθεί. Προφανώς από τον «ελευθεριακό νεοφιλελευθερισμό» των ΗΠΑ. Άλλοι θυμήθηκαν ότι πρέπει να ηττηθούν οι Ρώσοι ολιγάρχες. Προφανώς από τους δυτικούς «σταρ» του καπιταλισμού, οι οποίο δεν φτιάχνουν μονοπώλια, δεν έχουν γιοτ, δεν καταπιέζουν τον κόσμο της εργασίας, δεν κάνουν βρωμοδουλειές με μαφίες. Τι και αν στις 100 μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες του κόσμου δεν βρίσκεις ούτε μία ρωσική; Ακόμα μάλιστα και όταν ο Πούτιν στρέφεται εναντίον των δικών του ολιγαρχών, ανακαλύπτουμε ότι είναι κρυπτοφασίστας, εθνικιστής. Θα έπρεπε να είναι διεθνιστής, όπως οι πρόεδροι των ΗΠΑ και να στήνει πραξικοπήματα υπέρ των εταιρειών της χώρας του, για να τον αποδεχτούμε προφανώς.
Όλοι αυτοί οι «φίλοι» της Ουκρανίας, πρόθυμοι να πολεμήσουν έκ του ασφαλούς τη Ρωσία μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό, τάσσονται υπέρ της παράτασης του πολεμικού δράματος σε αυτή την αναλώσιμη, όπως την αντιμετωπίζουν, χώρα ή και κάποιοι, με ακόμη μεγαλύτερη ανευθυνότητα, ζητούν την επέκτασή του, λ.χ. με την καθιέρωση μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων, που ο ίδιος ο Μπάιντεν προειδοποιεί ότι συνιστά κήρυξη παγκοσμίου πολέμου. Και βέβαια υποβαθμίζουν και σχετικοποιούν διαρκώς την πολιτική και οικονομική βία που υφίσταντο όλα τα προηγούμενα χρόνια οι Ουκρανοί.
Σήμερα για όποιον έχει καθαρή ματιά, αντικειμενικώς και ασχέτως υποκειμενικών προθέσεων, λαμβάνει χώρα μια σύγκρουση, η οποία θα κρίνει αν το ΝΑΤΟ θα αποδυναμωθεί ή αν θα ισχυροποιηθεί. Πάνω σε αυτήν την πρωτεύουσα αντίθεση οφείλει να τοποθετηθεί η αριστερά, οι σοσιαλιστές, έντιμα. Όποιοι τολμούν να το πράξουν φυσικά.
Ανάρτηση από: https://www.antapocrisis.gr/