Εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Γόρδιος» το μυθιστόρημα του Δημήτρη Μάρτου «Τα παιδιά της Πλάκας»
Τα παιδιά της Πλάκας
Το έργο αναφέρεται σ’ ένα πραγματικό γεγονός, που επαναπροσδιόρισε το νόημα της λέξης «Πλάκα»· από τοπωνύμιο την κατίσχυσε σε προσδιορισμό συμπεριφοράς. Το ζήτημα αφορά μια παρέα νεαρών φοιτητών, η οποία, σε κάποιο σημείο της συνοικίας Πλάκας της Αθήνας, κατά πάσα πιθανότητα σ’ ένα καφενείο, διακήρυττε ότι είχε το σθένος ν’ αντισταθεί στους Άγγλους, σε ενδεχόμενη απόπειρα τους να καταλάβουν την Αθήνα, κατά τον αποκλεισμό του 1850 (Παρκερικά). Όταν, όμως, φημολογήθηκε ότι οι Άγγλοι ανέβαιναν στην Αθήνα οι νεαροί δείλιασαν και διαλύθηκαν. Η φράση ‘’Παιδιά της Πλάκας’’ σηματοδότησε από τότε το λεονταρισμό, την ανημποριά και τη λιγοψυχία. Σταδιακά επεκτάθηκε σε ό,τι ήθελε να στιγματίσει σαν αναξιόπιστο και γελοίο. «Πλάκα κάνεις», δηλαδή, αστειεύεσαι, λες πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις, «αυτός είναι της πλάκας», «σπάω πλάκα» κλπ.
Στο έργο, πρόσωπα και γεγονότα είναι φανταστικά, συναρθρώνονται, όμως, με αληθινά. Πολλές φορές, αληθινά περιστατικά, αν και συνέβησαν σε απόσταση χρονική το ένα από το άλλο και σε διαφορετικά μέρη, συνθέτονται σε μια συμπυκνωμένη χρονική στιγμή, μυθιστορηματικά, περισσότερο για να αποδώσουν την ιστορική ατμόσφαιρα που μεταμόρφωσε τον κοινωνικογεωγραφικό προσδιορισμό ‘’παιδιά της Πλάκας’’ σε προσδιορισμό συμπεριφοράς.
Ο μύθος, παρακολουθεί έναν μπαρουτοκαπνισμένο καπετάνιο του 1821, που ένα πρωινό του Απρίλη, θ’ ανηφορήσει με τη δεκαεξάχρονη εγγόνα του προς την πλακιώτικη πλατεία. Εκεί, στο καφενείο ‘’Ο γενναίος Έλλην’’, σύχναζαν παρέες φοιτητών, που δημιουργούσαν πηγαδάκια σφοδρής αντιπαράθεσης, ενόψει του αποκλεισμού των ελληνικών λιμανιών από τον αγγλικό στόλο. Αυτές οι παρέες πήραν το προσωνύμιο ‘’παιδιά της Πλάκας’’, εξ αιτίας, κυρίως, μιας παρέας που εντυπωσίαζε με τις απόψεις και τις υποσχέσεις της ν’ αντιμετωπίσει τους Άγγλους στην περίπτωση που αυτοί ανέβαιναν στην Αθήνα.
Τον καπετάν Γιάγκο τον ενδιέφεραν οι αντιπαραθέσεις των νεαρών γιατί προσδοκούσε να βρει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που του δημιούργησε η επαναστατική του δράση, ενώ την Ελένη την παρακινούσε ο έρωτάς της για έναν πρωταγωνιστή εκείνων των αντιπαραθέσεων. Αφού έκαναν τα πρωινιάτικά τους πήραν το δρόμο για την Πλάκα.
Αρχικά έγιναν μάρτυρες ενός περιστατικού (αναφέρεται σε αληθινό γεγονός) ανάμεσα σ’ έναν περιφερόμενο επαγγελματία Γάλλο παλαιστή και έναν Αρναούτη βοσκό της περιοχής, ο οποίος βρέθηκε στην αρένα να παλεύει με τον Γάλλο, μετά από μια σπρωξιά κάποιων νεαρών που ήθελαν να αστειευτούν μαζί του. Ο βοσκός, όμως, ξυλοφόρτωσε τον Γάλλο παλαιστή, δημιουργώντας αισθήματα εθνικής ανάτασης στους παρευρισκομένους και σε λίγο σε όλη την Αθήνα, η οποία τότε μαστιζόταν από τις προσβολές των Άγγλων κατακτητών.
Ο καπετάν Γιάγκος και η Ελένη πήραν μετά το δρόμο της Ερμού, όπου θα γίνουν κάποιοι διάλογοι με συμπολεμιστές του καπετάνιου και θα διαδραματιστούν διάφορα περιστατικά που αποκαλύπτουν κάποια κοινωνικά χαρακτηριστικά και ήθη της Αθήνας.
Όταν φτάνουν στο καφενείο ‘’Ο γενναίος Έλλην’’ γίνονταν ήδη κάποιες αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών της πρωταγωνίστριας παρέας, της οποίας η ‘’ψυχή’’ ήταν ο Δημητρός, ένας εύελπις αξιωματικός του ελληνικού στρατού, που πρόκρινε τη διαμαρτύρησή τους στην Ακρόπολη στην περίπτωση που οι Άγγλοι έρχονταν στην Αθήνα. Μ’ αυτόν ήταν ερωτευμένη η Ελένη και γι’ αυτόν η παρουσία της στο καφενείο.
Η μετατροπή, όμως, του καφενείου σε μια αρένα λογομαχιών θ’ αρχίσει με την εμφάνιση μιας τετραμελούς παρέας που ήταν υπέρ του αγγλικού αποκλεισμού. Οι αντιπαραθέσεις θα θέσουν διαχρονικούς προβληματισμούς και διλλήματα τα οποία στη σκέψη του καπετάνιου συναρθρώνονταν με προβληματισμούς που ανέδειξαν οι αγώνες του για την ανεξαρτησία και υπό το φως των αγωνιστικών σχέσεών του με τον Καραϊσκάκη.
Οι αντιπαραθέσεις διανθίζονται και από την παρουσία στο καφενείο διάσημων προσώπων και παρεμβάσεων των θαμώνων, που βοηθούν να κατανοήσουμε την κοινωνικοπολιτική πνευματικότητα, τις αντιθέσεις και την ψυχολογία της εποχής. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αντιπαραθέσεις πάνω σε θέματα που αφορούν τις έννοιες της πατρίδας, του Δικαίου του Δυνατού και του Διεθνούς Δικαίου, της γενναιότητας και της δειλίας, των διαχρονικών δικαιωμάτων ενός λαού που λεηλατήθηκαν οι πόροι του, ιδίως οι αρχαιολογικοί, καθώς και θέματα που αφορούν κοινωνικές και πολιτικές επιλογές που έχουν να κάνουν με την βιωσιμότητα και την πρόοδο μιας χώρας.
Η αλλαγή της στάσης της κυβέρνησης, με την αποδοχή των όρων που έθεσαν οι Άγγλοι για να λήξει ο αποκλεισμός, αλλά και η φήμη ότι οι Άγγλοι αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και κατευθύνονταν προς την Αθήνα θα έχει απρόσμενα αποτελέσματα, για τις υποσχέσεις, τις προσδοκίες και τους έρωτες. Με εξαίρεση τον Δημητρό όλοι οι νεολαίοι, που μέχρι τότε διακήρυτταν ότι θα πραγματοποιήσουν μια πράξη διαμαρτυρίας, δείλιασαν και απαρνήθηκαν τις υποσχέσεις τους.
Ο Δημητρός, απογοητευμένος από τη στάση των συντρόφων του, θα πετάξει τη στρατιωτική στολή, θα ντυθεί φουστανελοφόρος και θα φύγει στα βουνά, στους ληστές, γιατί πίστευε ότι εκεί και όχι στους στρατώνες της Αθήνας βρίσκονταν οι δυνάμεις της λευτεριάς, αφήνοντας έκπληκτους τους νεολαίους του καφενείου και απαρηγόρητη την Ελένη.
Η λιγοψυχία των ‘’πατριωτών’’ και η δικαίωση της παρέας των ‘’αγγλιζόντων’’ θα διαψεύσει τον καπετάν Γιάγκο που έβλεπε στους πρώτους τους εκφραστές μιας γενιάς που θα ολοκλήρωνε τους δικούς του αγώνες και τα οράματα. Εκεί που τα παιδιά της Πλάκας ήταν μέχρι τότε συνώνυμο της γενναιότητας και της ελπίδας έγιναν συνώνυμο των λεονταρισμών, της λιγοψυχίας και της κοροϊδίας.
Όμως, το κύρος του καπετάνιου και η γνωριμία του με το λήσταρχο, στο λημέρι του οποίου κατευθύνθηκε ο Δημητρός, θ’ ανοίξει ένα παράθυρο ελπίδας τουλάχιστον για την εγγονή του.
Σημ. Το σκίτσο του εξωφύλλου το φιλοτέχνησε ο συγγραφέας και αποδίδει μια στιγμή των αντιπαραθέσεων στο πλακιώτικο καφενείο
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com/