Του Σταύρου Λυγερού
Η ανάγκη των πολιτικών
αρχηγών να διεγείρουν τον κομματικό πατριωτισμό για να ενισχύουν τη συσπείρωση
και τη μαχητικότητα της παράταξής τους είναι κατανοητή. Το ίδιο και η
προσπάθειά τους να αλιεύσουν ψήφους. Τα είδαμε και τα δύο την περίοδο πριν τις
ευρωεκλογές και πριν τις εθνικές εκλογές. Θα ήταν αφέλεια, λοιπόν, να περιμένει
κανείς από τα κόμματα και τους αρχηγούς τους να κάνουν επίδειξη
αντικειμενικότητας με ακριβοδίκαιες κρίσεις. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός.
Όλα, όμως, έχουν ένα όριο, το οποίο, όπως μας αποδεικνύουν συνεχώς τα γεγονότα,
έχει προ πολλού καταλυθεί.
Η για μεγάλο χρονικό διάστημα αποδοχή εκ
μέρους της κοινωνίας του ξύλινου κομματικού λόγου δεν οφειλόταν μόνο σε
πολιτικό πρωτογονισμό. Συνδεόταν και με τον υψηλό βαθμό κομματικοποίησης των
θεσμών. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, τα κόμματα άσκησαν καθοριστικό
ρόλο στη διαμόρφωση και στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αλλά και έναν
υπερβάλλοντα και ασφυκτικό έλεγχο σε όλο σχεδόν το πλέγμα της δημόσιας ζωής.
Τα κόμματα σύντομα εκφυλίστηκαν σε
μηχανισμούς διαμεσολάβησης, διαχείρισης και νομής της εξουσίας σε όλα της τα
επίπεδα. Ο εκφυλισμός αυτός σταδιακά οδήγησε σε ατροφία την παραγωγή πολιτικής,
η οποία είναι η βασική αποστολή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τα κόμματα
απουσιάζουν οι ιδεολογικοπολιτικές απόψεις. Απόψεις κυκλοφορούν, και μάλιστα τα
κόμματα ήταν και παραμένουν σε σημαντικό βαθμό ανομοιογενή σ’ αυτό το επίπεδο.