Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Στην Κύπρο μιλούμεν ελληνικά... Αλλά πιο πολύ απ’ όλα, μιλούμεν μνήμη.

 Ακούγεται ως ύβρις η ερώτηση:

-Νιώθετε Ελληνίδα ή Κυπρία;
 Ποια είναι η πατρίδα σας;

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη απαντά χωρίς εκδίκηση, χωρίς κραυγή. Η φωνή της δεν είναι εθνική. Είναι θεατρική. Δηλαδή υπαρξιακή. Και γι’ αυτό πιο ελληνική απ’ όσο αντέχει η Αθήνα.

-Στην Κύπρο μιλούμεν ελληνικά, κυρία Λοβέρδου. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα, μιλούμεν μνήμη.


Του Μάνου Λαμπράκη 


Στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας Το Βήμα, της 7ης Σεπτεμβρίου 2025, στη συνέντευξη που φιλοξενείται στο ένθετο BΗΜΑgazino, η δημοσιογράφος Μυρτώ Λοβέρδου απευθύνει στην εμβληματική ηθοποιό Δέσποινα Μπεμπεδέλη την εξής ερώτηση:

«Νιώθετε Ελληνίδα ή Κυπρία; Ποια είναι η πατρίδα σας;»

Η Μπεμπεδέλη βρισκόταν χθες στην Αθήνα, στο Εθνικό Θέατρο, για να παρουσιάσει την παράσταση «Εκ κοιλίας μητρός μου»– παρούσα, αθόρυβη και μεγαλόπρεπη, σαν μάρτυρας ενός θεάτρου που όλο χάνεται. Η ίδια, επί δεκαετίες, χτίζει υπομονετικά μια καλλιτεχνική γέφυρα που ενώνει τον Ελληνισμό της Κύπρου με τον πυρήνα της νεοελληνικής θεατρικής ζωής. Και την ώρα που προσφέρει το σώμα της στη μνήμη και στην ποίηση, της υποβάλλεται ένα ερώτημα που δεν ανήκει στην τέχνη αλλά στην ψυχρή διοικητική λογική της «ταυτότητας».

Γιατί όταν μια δημοσιογράφος της μητροπολιτικής πρωτεύουσας ρωτά μια Κύπρια καλλιτέχνιδα αν νιώθει «Ελληνίδα ή Κυπρία», δεν θέτει ζήτημα βιογραφίας. Επικυρώνει μια υπόγεια διάσπαση. Δεν πρόκειται για άγνοια. Πρόκειται για αποκαλυπτική στιγμή μιας κρατικής και πολιτισμικής αντίληψης που βλέπει το «έθνος» σαν εταιρική ταμπέλα, και τους ανθρώπους του σαν φορείς ISO. Είναι μια φαινομενικά «ουδέτερη» ερώτηση που φέρει μέσα της ολόκληρο τον ηγεμονισμό της πρωτεύουσας – αυτήν την εγγεγραμμένη αλαζονεία που θεωρεί την περιφέρεια προσάρτημα και τους Κυπρίους ως «άλλους», μέχρις αποδείξεως του εθνικώς ανήκειν.
Το ότι η Δέσποινα Μπεμπεδέλη χρειάζεται ακόμα το 2025 να απολογείται για το ποια είναι —και μάλιστα όχι σε κάποιο διεθνές Μέσο αλλά σε ελληνική εφημερίδα με ιστορικό εκτόπισμα— είναι απόδειξη πολιτισμικής γύμνιας. Στην ερώτηση υπολανθάνει το ερώτημα που κάθε Κύπριος (ή Ποντιακής καταγωγής, ή Κρητικός, ή Βορειοηπειρώτης) έχει κάποτε ακούσει: «Είσαι από ’δω ή από αλλού;» Σαν να μην είναι ήδη το «αλλού» μέσα μας.

Η απάντηση της Μπεμπεδέλη, λιτή και συγκινητικά γαλήνια, λειτούργησε σαν λιτανεία:
«Οι Κύπριοι είναι Έλληνες. Έχω δύο πατρίδες, ουσιαστικά η Κύπρος είναι η πατρίδα μου, γιατί εδώ ρίζωσα. Δεν ένιωσα ποτέ ξένη…»
Και όμως, το τραύμα είναι εκεί. Πίσω από την αξιοπρέπεια της φράσης, διακρίνεται ο κόπος μιας ζωής που έπρεπε να αποδείξει ότι ανήκει. Όχι επειδή δεν το ήξερε. Επειδή κάποιοι δεν το αντέχουν.

Και ποια μπορεί να είναι πιο Ελληνίδα από μια γυναίκα γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη —την καρδιά του εξόριστου Ελληνισμού— που έζησε στην Αθήνα και ρίζωσε στην Κύπρο; Το πρόβλημα δεν είναι η ταυτότητά της, αλλά η αδυναμία της Αθήνας να αναγνωρίσει τον Ελληνισμό όταν αυτός δεν χωρά στα διοικητικά της όρια.

Στην Κύπρο δεν μιλούν «κυπριακά». Μιλούν ελληνικά. Σε μια γη αιματοβαμμένη που για αιώνες υπήρξε ακρίτας του ελληνισμού και σήμερα λειτουργεί ως φράγμα, ανάμεσα στην αποικιοκρατική φαντασίωση της Ευρώπης και στην ανατολική πειθάρχηση. Εκεί γεννήθηκε μια μορφή ελληνικότητας λιγότερο ρητορική και περισσότερο υπαρξιακή. Ο ελληνισμός στην Κύπρο δεν είναι ιθαγένεια. Είναι μνήμη και αγώνας. Είναι η απουσία του πατέρα, η αρπαγή της γης, ο ήχος της καμπάνας από τον κατεχόμενο Βαρώσι, το πείσμα του θιάσου που δεν έπαψε να παίζει όταν έπεφταν οι βόμβες.

Και είναι ύβρις να έρχεται ο λόγος της πρωτεύουσας —πάλι— να ζητά αποδείξεις, να ζητά δήλωση υπηκοότητας, όταν η ίδια η Μπεμπεδέλη έχει υπάρξει η ίδια μια μορφή πατρίδας, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την Ελλάδα.

Η ελληνική πολιτισμική ελίτ, εγκλωβισμένη στην ανασφάλειά της, χρειάζεται «διαβατήρια» για να αναγνωρίσει το ανήκειν. Δεν αναγνωρίζει το άγραφο, το πένθιμο, το τοπικό. Δεν διαβάζει τις ρυτίδες της Μαρίας Σινιόρη, της Ρίτας Σεκερτζή, της Ελένης Κυπραίου. Θέλει να επιβεβαιώσει ότι το έθνος είναι ένα και αδιαίρετο, αρκεί να έχει έδρα την Κολοκοτρώνη και να εκπέμπει από το Ραδιομέγαρο.

Αυτό που αποκαλύπτει η κυρία Λοβέρδου —χωρίς, ίσως, να το επιθυμεί— είναι η τερατώδης αποξένωση ανάμεσα στην Αθήνα και τον υπόλοιπο κόσμο. Σαν η Κύπρος να υπάρχει μόνο όταν μας χρειάζεται να σηκώσουμε μια σημαία. Και ο Κύπριος να είναι Έλληνας μόνο όταν πεθαίνει στον Άγιο Ιλαρίωνα.

Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν μπορεί να διαχειριστεί την ετερότητα. Και οι Κύπριοι —ίσως περισσότερο από όλους— την ενσαρκώνουν: είναι και μέσα και έξω. Και νιώθουν. Και δεν ανήκουν. Ή, μάλλον, ανήκουν εκεί όπου δεν χωρούν: στο ενδιάμεσο. Εκεί που το πατρίδα δεν είναι διοικητικός όρος, αλλά τραύμα και άσκηση.

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη το ξέρει. Γι’ αυτό και απαντά χωρίς εκδίκηση, χωρίς κραυγή. Η φωνή της δεν είναι εθνική. Είναι θεατρική. Δηλαδή υπαρξιακή. Και γι’ αυτό πιο ελληνική απ’ όσο αντέχει η Αθήνα.

Στην Κύπρο μιλούμεν ελληνικά, κυρία Λοβέρδου. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα, μιλούμεν μνήμη.

ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/p/1JVDF2poep/

Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com/