Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Αν. Καθηγητής της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Διευθυντής
του περιοδικού «Σύναξη»
«Φέρε να πιω για να μου φύγει το βάρος, γιατί απόψε θα πεθάνει ο χάρος».
Έτσι τραγούδησε η Σωτηρία Μπέλλου
στα «Ρεμπέτικά της» τους στίχους του Κώστα Βίρβου. Τι έκανε εδώ ο Βίρβος; Αποτύπωσε
μια πολυχρονεμένη λαϊκή ιαχή, που ξεστομίζεται στεντόρια σε γλέντια. Πόσες
φορές δεν έχουμε ακούσει (ή δεν έχουμε κραυγάσει οι ίδιοι) πλάι στα κάρβουνα,
μέσα στον χορό, αγκαλιά με το κρασοπότηρο, «Να πεθάνει ο χάρος!»; Ωστόσο, καταγράφοντας την λαϊκή ψυχή ο Βίρβος,
έκανε μαζί της ένα βήμα παραπέρα: Η φράση «να πεθάνει ο χάρος» είναι ευχή. Πόθος
δηλαδή για να συμβεί κάποτε κάτι όμορφο. Μα ο Βίρβος το έκανε βεβαιότητα. Το
«να» το έκανε «θα»!
Όμως, γίνεται άραγε να υπάρχει βεβαιότητα
για το μέλλον; Η απάντηση είναι εύκολη: Δεν γίνεται. Το μέλλον είναι το ακόμη
ανύπαρκτο.
Οπότε, τι λογής είναι αυτό το
«θα» του ρεμπέτικου;
Είναι το «θα» της πίστης. Είναι το «θα» το οραματικό, εκείνων που δεν νοούν το μέλλον απλώς ως προέκταση του παρόντος, αλλά το λαχταρούν ως έκπληξη, ως δημιουργία, ως ερχομό της ομορφιάς που δεν υπάρχει τώρα. Στην ιαχή των γλεντοκόπων ο λόγος είναι για ομορφιά: για θανάτωση του θανάτου, για ημερομηνία λήξης αυτού το οποίο σήμερα βάζει ημερομηνία λήξης στα πάντα και στους πάντες (το τονίζω αυτό, γιατί υπάρχουν και οραματιστές της ασχήμιας, της νίκης κάθε λογής θανάτου πάνω στη ζωή). Και το ξαναλέω: Θάνατος είναι κάθε σάπισμα, κάθε σβήσιμο του ανθρώπου: είναι το βιολογικό ξεψύχισμα, μα είναι και η μιασαλλοδοξία, η εκμετάλλευση, ο ναρκισσισμός…
Αυτό το ατίθασο οραματικό της πίστης, η ταλάντωση ανάμεσα στο «να» και στο «θα», εκρήγνυται πανηγυρικά και πανηγυριώτικα τον Δεκαπενταύγουστο. Και παράδοξα˙ περίπου αντιφατικά! Πώς γίνεται, γλέντι σε μια κηδεία; Πώς γίνεται, ξέσπασμα χαράς την ώρα πένθους; Γιατί αυτό γιορτάζεται στις 15 Αυγούστου: ο θάνατος της Παναγίας. Μα γιορτάζεται με ξεφάντωμα!Τίποτα δεν είναι αυτονόητο, ούτε και
τα νοήματα είναι πάντα διαυγή. Η συνήθεια, το κιτς και η εμπορευματοποίηση δεν
χαμπαριάζουν από νοήματα, κι έτσι συχνά δεν απομένει παρά το κέλυφος των
νοημάτων, δηλαδή έθιμα δίχως βάθος. Ωστόσο, μπορεί αυτό το κέλυφος να είναι μια
υπόμνηση, μια πρόσκληση, ας πούμε, για όποιον ζει το ρεμπέτικο (και δεν το
καταναλώνει απλώς) – όπως και για όποιον ζει τους ύμνους της Εκκλησίας (και δεν
τους έχει για ξόρκια).
Η ονομασία της γιορτής είναι
«Κοίμηση» της Θεοτόκου. Να το κέλυφος που στέκει σαν εκκωφαντικός σιωπηλός
μάρτυρας του νοήματος! «Κοίμηση» σημαίνει ύπνο, σημαίνει αναμονή ξυπνήματος,
προσδοκία ανταμώματος. Υπάρχει μήπως χαρά χωρίς αντάμωμα; Με δυο λόγια,
λέγοντας «Κοίμηση» παραπέμπουμε όχι στην αποσύνθεση, αλλά στην Ανάσταση! Και
ακριβώς γι’ αυτό έχουμε και παραέχουμε λόγο, να κάνουμε γλέντι σ’ αυτή την
κηδεία!
Κι έχουμε λόγο, γιατί η υπόθεση
αυτή δεν αφορά ένα είδωλο απέναντι κι απόμακρα από τους φανς του. Αφορά την
καθεμιά και τον καθένα, πάντα ως πρόσκληση της πίστης, ως τάνυσμα ανάμεσα στο
«να» και στο «θα». Και μας αφορά για δύο λόγους:
1. Η Ανάσταση είναι για όλους. Στη
χριστιανική αντίληψη, η Ανάσταση του Χριστού δεν ήταν απλώς η ατομική νίκη του
μπάτμαν. Ήταν το ξεκίνημα αυτού που θα χαριστεί σε όλους. Οπότε, η γιορτή του
Δεκαπενταύγουστου είναι σαν τρέιλερ που φανερώνει το μελλοντικό έργο, την
υπόσχεση για ολόκληρο το σύμπαν.
2. Η Παναγία είναι πρότυπο όλων. Όχι μόνο των
μανάδων, όπως συχνά λένε διάφοροι πανάσχετοι. Και είναι πρότυπο όλων (κάθε
φύλου, σε γάμο και χωρίς γάμο, με παιδιά και χωρίς παιδιά) διότι είναι το
πρότυπο της ανθρώπινης ελευθερίας και ευθύνης. Η Παναγία σηματοδοτεί την
ιλιγγιώδη σπουδαιότητα καθενός και καθεμιάς. Κατέχει εξαιρετική θέση στη
χριστιανική οπτική, διότι το ότι γέννησε τον Θεό δεν της «συνέβη» (σαν η ίδια να
ήταν ένας παθητικός σωλήνας παροχέτευσης του Θεού), αλλά πραγματο-ποιήθηκε με
τη δική της συμμετοχή. Αν η ίδια δεν έλεγε «συμφωνώ» κατά τον Ευαγγελισμό της
(αν δηλαδή δεν έλεγε «συμφωνώ» στον άγγελο που, κατά την αφήγηση του
ευαγγελίου, της ανακοίνωσε ποιον θα γεννούσε), τότε ο Θεός δεν θα μπορούσε να
γίνει άνθρωπος. Το ελεύθερο «ναι» ή το ελεύθερο «όχι» θα επέτρεπε στον Θεό ή θα
εμπόδιζε τον Θεό να γίνει άνθρωπος.
Ξέρω ότι πολλοί θρησκευόμενοι θα
δυσανασχετήσουν μ’ αυτές τις φράσεις. Και θα δυσανασχετήσουν, διότι δίνουν
έμφαση στην παντοδυναμία του Θεού, ενώ ο ίδιος –πώς να το κάνουμε;– δίνει
έμφαση στην αγάπη του. Και η αγάπη δεν επιβάλλει. Η αγάπη περιστέλλει την
δύναμη, ώστε να αναδυθεί αλώβητο το πρόσωπο του άλλου. Ναι, ο παντοδύναμος
φέρνει τον εαυτό του σε κατάσταση αδυναμίας, επειδή ζητά την καρδιά – όχι την
καθυπόταξη. Έρωτα θυμίζει αυτό, και πάντως όχι «Θεό - αφέντη»! Και για όσους
παρόλα αυτά συνεχίζουν να δυσανασχετούν, ηρεμώ τη συνείδησή τους πληροφορώντας τους
ότι τα σχετικά με το «συμφωνώ» της Παναγίας τα έχουν πει Πατέρες της Εκκλησίας,
όπως για παράδειγμα ο Θεσσαλονικιός άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τον 14ον
αιώνα.
Η Παναγία έχει εκατοντάδες
ονομασίες. Κάποιες δηλώνουν απλώς τόπο (όπως Προυσιώτισσα), πολλές όμως
δηλώνουν ιδιότητα, σε έναν ρόλο πανανθρώπινης και συνανθρώπινης αλληλεγγύης (όπως
Ελευθερώτρια, Ελπίδα των απελπισμένων, Ελεούσα, Καρδιοβαστάζουσα κ.ά.). Κέντημα
αληθινό, για μια ζωντανή παρουσία. Όχι για μια ανάμνηση. Το καίριο εδώ είναι
ότι η πλειονότητα αυτών των ονομασιών δεν έχει δοθεί επισήμως (όπως δόθηκε π.χ.
η ονομασία Θεοτόκος), αλλά είναι αυθόρμητη δημιουργία της λαϊκής ψυχής.
Εκφράζουν ακριβώς την αίσθηση της εγγύτητας μαζί της, εγγύτητα βιωμένη στη χαρά
και στην οδύνη. Και παραπέμπουν τρυφερά στο όραμα της απελευθέρωσης από κάθε
θανατίλα. «Φέρε να τα πιω [και μαζί: φέρε να τα πω] για να μου φύγει το βάρος».
*
[Δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Δήμος και Πολιτεία», φ. 22, Ιούλιος-Αύγουστος 2022, σ. 9. Η ζωγραφιά,
Samuel Guswuchi].