«Για ποιόν να πολεμήσω..;», αναρωτήθηκε ο Τόμας, λίγο πριν φύγει για το μέτωπο.
Δεν ξέρω αν έχεις ακουστά την ιστορία του νεαρού Τόμας. Μάλλον όχι.
Η ιστορία του έχει ξεχαστεί- όπως τελικά κι οι περισσότερες ιστορίες των ανθρώπων
που πάτησαν το πόδι τους σ' αυτόν τον κόσμο.
Ο Τόμας έζησε κάπου στη Βόρεια Ευρώπη, γύρω στο 1860.
Ήταν 25 χρόνων όταν αποφάσισε να σκοτώσει τον γέρο τοκογλύφο, στον οποίο χρωστούσε χρήματα η οικογένειά του.
Ο πατέρας κι ο γιος ήταν άνεργοι κι ο αδίστακτος δανειστής ζητούσε συνεχώς
όλο και περισσότερες θυσίες για την επόμενη δόση.
Έτσι ο νεαρός βρήκε ένα μαχαίρι κι αποφάσισε να σκοτώσει τον άπληστο τοκογλύφο.
Τότε είναι, όμως, που έμαθε πως η τολμηρή πράξη του, δε θα τον απάλλασσε από το χρέος του.
Ο τοκογλύφος χρωστούσε σ' άλλον πλουσιότερο, που ζούσε στην πόλη.
Εκείνος με την σειρά του χρωστούσε σε κάποιον τρίτο κι η αλυσίδα του χρέους χανόταν , μέχρι που ολόκληρο
κατάληγε στη Μεγάλη Τράπεζα, που βρισκόταν στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Επρόκειτο για ένα χαοτικό σύστημα, όπου όλοι ήταν πνιγμένοι στα χρέη.
Ο Τόμας για να γλιτώσει απ' τα δεινά των τόκων έπρεπε ή να εντοπίσει και να σκοτώσει
δεκάδες- ίσως και εκατοντάδες δανειστές,
πράγμα αδύνατο- ή πολύ απλά να πάει κατευθείαν στην κεντρική τράπεζα και να την κάψει.
Μα η τράπεζα είχε κι άλλα παραρτήματα κι η επίθεση σ' ένα μόνο κτήριο δε θα έσβηνε το χρέος.
Ένιωθε- και ήταν- φυλακισμένος.
«Μήπως με βοηθήσει ο Δήμαρχος, μήπως κάποιος άλλος προύχοντας, ένας υπουργός; Μπορεί κι ο Βασιλιάς;
ή κι ο ίδιος το τραπεζίτης, που δεν ξέρω καν το όνομά του», είπε στον γείτονά του.
«Ίσως δεν είναι τόσο κακοί. Κατέχουν μια θέση με δύναμη και μπορούν, αν θέλουν, να βοηθήσουν τους ανθρώπους»,
πρόσθεσε με τη δέουσα αφέλεια και τον ενθουσιασμό της νιότης του.
«Για να καταλάβεις την ηθική ενός ανθρώπου που διαθέτει κάποια σημαντική θέση» , του απάντησε ο γείτονας,
«πρέπει να ακολουθήσεις τον δρόμο του προς την καταξίωση.
Ποιοι τον βοήθησαν, ποιοι τον ευνόησαν και πως ανελίχθηκε μέχρι το αξίωμά του.
Βεβαίως ένας Βασιλιάς δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα για τον θρόνο του, τον κληρονομεί απ' τον πατέρα του,
ασχέτως αν ο διάδοχος είναι ανόητος, ανίκανος κι επικίνδυνος.
Αλλά ένας τραπεζίτης , για παράδειγμα, πρέπει να ξεχωρίσει μέσα στον κόσμο του χρήματος.
Η επιβράβευσή του δεν εξαρτάται απ' την καλοσύνη του ή απ' το πόσο ωφέλιμος υπήρξε στους πραγματικούς ανθρώπους,
αλλά απ' το πόσα χρήματα- αληθινά ή ψεύτικα- κέρδισε η επιχείρησή του.
Τι κέρδος θα έχει απ' την φιλευσπλαχνία απέναντί σου; Σε τι θα συμμαχήσετε;
Πιστεύεις πως θα διαπραγματευόταν ποτέ υπέρ σου;»
Ο απελπισμένος Τόμας πίστεψε πως, έστω και την ύστατη στιγμή, κάποιος απ' τους
σημαντικούς ανθρώπους θα τον βοηθούσε.
Μα αυτό δεν έγινε ποτέ. Βρήκε κλειστές πόρτες και πολλά λογικοφανή επιχειρήματα
που δικαιολογούσαν την σκληρή συμπεριφορά τους.
Οι εποχές ήταν δύσκολες κι όλοι μπορούσαν να εξηγήσουν την απάνθρωπη στάση τους.
«Τους χαρίζω τα καλύτερά μου χρόνια», σκέφτηκε.« ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ!», σκέφτηκε ,φωναχτά πια.
Ο Τόμας ονειρεύτηκε να διώξει όλους αυτούς τους δυνάστες της ζωής του και να βρει έναν καινούριο Ηγέτη.
Θα έψαχνε παντού, θα έκανε τα πάντα, αρκεί να έβρισκε αυτόν τον έναν που θα γινόταν σωστός αρχηγός κι αληθινός Ηγέτης.
Τότε ήταν, όμως, που ξέσπασε ο πόλεμος.
Και όλοι όσοι είχαν αρνηθεί βαρύγδουπα να τον βοηθήσουν, ήταν εκείνοι που του ζητούσαν τώρα να πολεμήσει.
«Για ποιόν να πολεμήσω;» αναρωτήθηκε.
Και πριν προλάβει να αποτελειώσει τον συλλογισμό του, βρέθηκε στη μάχη.
Σε περιόδους πολέμου, ο χρόνος είναι διαφορετικός.
Χάνεις τη γη κάτω απ' τα πόδια σου πριν καν προλάβεις να σκεφτείς το παραμικρό.
Ο πόλεμος είναι πάντοτε πιο γρήγορος από σένα.
Όταν επέστρεψε κουρασμένος απ' το μέτωπο, ένιωθε τόσο απογοητευμένος
που δεν είχε πλέον τη δύναμη να κάνει το οτιδήποτε.
Είχε αποδεχθεί πλήρως πως σπατάλησε τα καλύτερά του χρόνια για ένα μεγάλο ΤΙΠΟΤΑ.
«Δεν αλλάζει ο κόσμος», είπε.
Τα επόμενα χρόνια αρκέστηκε απλώς στο να περιμένει στωικά και χαμηλόφωνα αυτόν τον έναν Ηγέτη,
τον από μηχανής Θεό που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του. Αλλά ο Ηγέτης δε φάνηκε ποτέ.
Ο Τόμας πέθανε στις αρχές του νέου αιώνα.Η ιστορία του κέντρισε το ενδιαφέρον ενός συγγραφέα.
Άρχισε να την επεξεργάζεται για να τη διαμορφώσει σε διήγημα.
Επειδή είναι εύκολο να βλέπεις και να κρίνεις τη ζωή των άλλων- και όχι τη δική σου- κατέληξε σε δύο παρατηρήσεις
για κομβικά λάθη του ήρωα του:
Τα καλύτερα χρόνια ενός ανθρώπου, είναι ... όλα τα χρόνια ενός ανθρώπου
Αυτό που ποτέ δεν κατάλαβε ο Τόμας, ψάχνοντας τον Ηγέτη, ήταν πως στην πραγματικότητα
ο Ηγέτης ήταν ... ο ίδιος του ο εαυτός.
Εκείνος θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της ζωής του, αλλά δεν έγινε ποτέ.
Θα μπορούσε να είναι ωφέλιμος στον διπλανό του, αλλά δεν έγινε ποτέ.
Εκείνος ήταν ο Ηγέτης, αλλά δεν το 'μαθε ποτέ.
Κάθε ηλικία έχει τη δύναμή της, τη γοητεία της, το λόγο ύπαρξή της.
Στον αποκαμωμένο Τόμας αρκούσε η φράση/διαπίστωση «έχασα τα καλύτερά μου χρόνια»,
για να παραιτηθεί από κάθε όνειρο. Δεν είχε τίποτα και του αρκούσε το ελάχιστο.
Μετά απ' αυτές τις διαπιστώσεις ο συγγραφέας παράτησε το γράψιμο για τον Τόμας, γιατί κατάλαβε πολύ γρήγορα
πως η ιστορία του ήταν η πιο συνηθισμένη ιστορία στον κόσμο.
Έσκισε τα χαρτιά του και άρχισε να γράφει κάτι άλλο.Κάπως έτσι τελειώνει τούτo το γραφτό.
Ο νοών .......νοήτω.Όσο για τον Τόμας,μόνο αυτά γνωρίζω . Είναι ελάχιστες οι πληροφορίες ,γιατί όπως καταλαβαίνεις, έχει περάσει πολύ καιρός απ' τον 19ο αιώνα μέχρι το σήμερα, το 2012, που είναι τα δικά μας χρόνια.
Τα καλύτερά μας χρόνια ..
Ευχαριστώ τον φίλο Μάκη Δ.