Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Αριστερή Κυβέρνηση. Μια αισιόδοξη Τραγωδία

Του Γεράσιμου Δεληβοριά

Το 1948, η αριστερά στην Ιταλία ενώθηκε ξανά μετά από 28 χρόνια . Το Κομουνιστικό κόμμα του Τολιάτι και το Σοσιαλιστικό του Νέννι, γίνονταν ένα και κατέβαιναν στις εκλογές ενωμένοι, διεκδικώντας στα σοβαρά την εξουσία. Ο κόσμος όλος κοιτούσε με κομμένη την ανάσα. Η Ιταλία ετοιμαζότανε να προσχωρήσει στο Παραπέτασμα. Την ύστατη ώρα επενέβη ο Πάπας. Απείλησε μ’ αφορισμό όποιον ψήφιζε Αριστερά. Το κόκκινο μέτωπο νικήθηκε. Οι σύντροφοι χωρίστηκαν ξανά. Θα χρειαζόντουσαν εξήντα χρόνια ακόμη, για να υπάρξει κυβέρνηση Αριστεράς στην Ιταλία.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ενότητα της Αριστεράς, έχουμε όμως πολύ σοβαρή πιθανότητα ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα και πυρήνα της νέας κυβέρνησης. Και παρά το γεγονός ότι ορισμένες συνιστώσες του, έχουν κρατήσει μιαν επαναστατική φρασεολογία, κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά πως κινδυνεύει το αστικό καθεστώς στη χώρα μας.
Η κινδυνολογία όμως και οι προσπάθειες εκφοβισμού των ψηφοφόρων, συνεχίζονται καθημερινά και τόσο μονότονα και εκνευριστικά που φαίνεται μάλλον να ωφελούν, παρά να βλάπτουν τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, έκαναν στροφή 180 μοιρών στο θέμα του Ευρώ, δεν φάνηκε σαν κωλοτούμπα και κανείς δεν βρέθηκε να τους κατηγορήσει γι’ αυτό. Αντίθετα, οι επικριτές τους ξεκίνησαν άλλη κινδυνολογία για αντάρτικο πόλης και δυναμικές συγκρούσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα, να ξανακούσουμε για κονσερβοκούτια και την πηγάδα του Μελιγαλά.

Για το μόνο που δεν κατηγορήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνιστώσες του, ήταν για την έλλειψη προγράμματος διαχείρισης της εξουσίας. Κι όμως, αν ήθελε κάποιος να κάνει μια σοβαρή κριτική, όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στα άλλα κόμματα της Αριστεράς και όχι μόνον, θα έπρεπε να ξεκινήσει από την απουσία ενός προγράμματος, ριζοσπαστικού και φιλολαϊκού οπωσδήποτε, αλλά ρεαλιστικού και εφαρμόσιμου στην ελληνική πραγματικότητα.
Αυτή η απουσία προγράμματος, είναι που κάνει τη διαακυβέρνηση από το ΣΥΡΙΖΑ επικίνδυνη κι όχι οι οποιεσδήποτε επαναστατικές κορώνες ορισμένων στελεχών. Άλλωστε, αυτές οι κορώνες μαζεύτηκαν πολύ γρήγορα κι αυτό δεν είναι καθόλου μια πονηρή τακτική κίνηση. Η απουσία προγράμματος, αυτόματα συντάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ με τα κόμματα που κυβέρνησαν από τη μεταπολίτευση και δώ, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα που υπάρχουν και δημιουργούνται συνήθως παραμονές εκλογών. Πολιτικοί σχηματισμοί, ξεκομμένοι από την κοινωνία, τα προβλήματα και τις ανάγκες της, συχνά μάλιστα εχθρικοί απέναντι της, με μοναδικό τους μέλημα και σκοπό να συμμετάσχουν στη διαχείριση και νομή της εξουσίας και τα προνόμια που απορρέουν απ’ αυτές.
Στον ΣΥΡΙΖΑ αυτό φάνηκε έντονα αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μαϊου. Σε μια συγκέντρωση - συζήτηση στελεχών που οργάνωσαν τα Ενθέματα της Αυγής (αχτίφ στελεχών λεγόταν και λέγεται ακόμη στην παλαιοκομμουνιστική ορολογία) την 1η Ιουνίου, πολλοί ομιλητές έτειναν να θεωρητικοποιήσουν την κύρια αδυναμία του κόμματος, την έλλειψη προγράμματος δηλαδή, υποστηρίζοντας ότι «το βασικό δεν είναι το πρόγραμμα, αλλά να ανεβούμε στο τρένο της Ιστορίας» (έτσι λένε τώρα την εξουσία σύντροφοι? Ιστορία?) .
Την ίδια άποψη εξέφρασε γραπτώς στην ΑΥΓΗ προ ημερών και η ομάδα (συνιστώσα) «Ρόζα», φανερώνοντας ότι η πρεμούρα της «βελάδας» δεν ήτανε κάτι συμπτωματικό και μεμονωμένο, αλλά μια τάση που διατρέχει όλο τον κομματικό κορμό και απασχολεί το σύνολο των στελεχών, από τα πιο υψηλόβαθμα, μέχρι τη βάση. Κι όταν κάποιος «αιρετικός» επιμένει σ’ αυτή την αδυναμία, υπενθυμίζοντας την αποτυχία σοβαρών λαϊκών κινημάτων σε άλλες χώρες εξ αιτίας της ίδιας έλλειψης ενός καλά επεξεργασμένου προγράμματος, τον κοιτάζουν εχθρικά.
Την ίδια μέρα, την 1η Ιουνίου, είκοσι πέντε μέρες μετά τις πρώτες εκλογές και δεκαέξι πριν απ’ τις δεύτερες, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε το προεκλογικό της πρόγραμμα. Καθώς κανείς δεν της το ζήτησε, ούτε την κατηγόρησε για την έλλειψη του, η δημοσιοποίηση του εντάσσεται και κατατάσσεται σαν μια τακτική προεκλογική κίνηση κι όχι σαν προσπάθεια θεωρητικού και ιδεολογικού εξοπλισμού μελών και στελεχών του κόμματος (για τα οποία όπως είδαμε είναι αρκετό ένα εισιτήριο της αμαξοστοιχίας «εκλογές-εξουσία»).
Άλλωστε, το πρόγραμμα είναι αρκετά γενικόλογο και στρογγυλεμένο, ώστε να χωρά πολλές ερμηνείες (χωρίς βέβαια να μπορεί να συναγωνιστεί το πρόγραμμα της «Αλλαγής» που χωρούσε τα πάντα).
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς, είναι η απουσία μιας ανάλυσης για τα αίτια της δημιουργίας του δημόσιου χρέους και του παράγωγού του της κρίσης χρέους. Κι όμως ο καθηγητής Κώστας Βεργόπουλος, έκανε τις προάλλες μιαν εξαιρετική ανάλυση – παρουσίαση των αιτίων της κρίσης που βιώνουμε. Κατά συνέπεια λείπει από το πρόγραμμα και η δέσμη των μέτρων για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης, προς όφελος του λαού βέβαια και στη θέση τους μπαίνουν αοριστολογίες του τύπου «φορολόγηση του πλούτου». Κι όταν ο ενοχλητικός σκεπτικιστής αντιτείνει, πως για να τον «φορολογήσεις πρέπει πρώτα να τον βρείς» και «τα λεφτά σύντροφε έχουν φύγει στο εξωτερικό και άντε πιάστα», οι ινστρούχτορες απαντούν με ύφος γεμάτο σημασία «θα τα βρούμε νάσαι σίγουρος».
Μετά τα απαραίτητα φιλολαϊκά μέτρα για αύξηση των βασικών μισθών και των επιδομάτων ανεργίας, μέτρα στα οποία συμφωνούν όλοι, παναπεί λεφτά υπάρχουν, αν και δεν είναι σίγουρο αν αυτές οι αυξήσεις θα δοθούν και πότε και το κυριότερο, αν θα προλάβουν να καλύψουν τον πληθωρισμό ή το λαίμαργο αυτό τέρας θα προλάβει να καταπιεί τις αυξήσεις πριν ακόμη δοθούν. Γιατί και άλλοτε, το 1982, δόθηκαν γενναίες αυξήσεις, πλην δεν πρόλαβαν να μπούν καλά καλά στην τσέπη. Γιατί φιλολαϊκά είναι μέτρα που περιορίζουν την αχαλίνωτη κερδοσκοπία, προφυλάσσοντας τα λαϊκά εισοδήματα. Και τέτοια μέτρα δεν υπάρχουν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει όμως η υπόσχεση της αλλαγής του νόμου περί «ευθύνης υπουργών». Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπόσχεται την κατάργηση του νόμου αυτού και την εξομοίωση όσων ασκούν διοίκηση με τους απλούς πολίτες. Απλώς υπόσχεται την «αλλαγή» του.
Όμως αυτοί οι νόμοι, όσοι ψηφίστηκαν και ίσχυσαν, από 1974 και μετά τουλάχιστον, κάλυψαν όχι μονάχα τη σπέκουλα, τη διαφθορά και την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου προς όφελος ορισμένων τάξεων και μερίδων του πληθυσμού, αλλά και την κατασπατάληση των δημοσίων εσόδων για την οικοδόμηση πελατειακών σχέσεων και την εδραίωση στην εξουσία της πολιτικής νομενκλατούρας που μας κυβερνά εδώ και τριάντα οκτώ χρόνια.
Η κατάργηση όλων των νόμων «περί απαλλαγής», όλων από το 1974 και μετά, η κατάργηση τους από τη στιγμή που ίσχυσαν, η διερεύνηση όλων των σκανδάλων, των χαριστικών διατάξεων και νόμων, η αναζήτηση ευθυνών και αποζημιώσεων για τις βλάβες που προξένησαν στην κοινωνία και το κράτος, είναι ένα έργο τιτάνιο και χρονοβόρο, απαραίτητο όμως για να επιστραφεί ένα μέρος του καταχρασθέντος πλούτου, να διαλυθούν οι πελατειακές σχέσεις και οι φορείς τους, να οικοδομηθεί επιτέλους ένα Κράτος Δικαίου, απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία της χώρας και του λαού.
Και φυσικά δεν γίνεται καμμιά μνεία για την ανάγκη χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος. Είναι φανερό πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιθυμεί ν’ ανοίξει άλλα μέτωπα (μάλλον θυμάται τους Ιταλούς και τον Πάπα). Όμως, το γεγονός πως είμαστε το μοναδικό ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟ κράτος στην Ευρώπη κι απ’ τα ελάχιστα που έχουν απομείνει στον κόσμο (εμείς και κάποια μουσουλμανικά κράτη) εκτός απ’ το δυσβάστακτο βάρος που προκαλεί η μισθοδοσία δεκάδων χιλιάδων παπάδων, επισκόπων, ψαλτάδων και παρατρεχάμενων, είναι κι απ’ τα μεγαλύτερα εμπόδια για την πολιτισμική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Υπάρχει όμως στο πρόγραμμα, το απαραίτητο κερασάκι της απλής αναλογικής, που ουδόλως συγκινεί την ελληνική κοινωνία, η οποία με ωμό ρεαλισμό ενδιαφέρεται να υπάρχει μια ισχυρή κυβέρνηση, ικανή να λύνει τα προβλήματα της. Όμως, εκτός από ιδεολογικό βαρίδι που η Αριστερά το σέρνει απ’ τη δεκαετία του 60, η λύση της απλής αναλογικής βοηθά στην καταπολέμηση του άγχους που προκαλείται από τον εφιάλτη ενός κακού εκλογικού αποτελέσματος.
Και την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια μαζική προσέλευση μεσαίων και πάνω στελεχών του ΠΑΣΟΚ (τα οποία παρεπιμπτόντως καταθέτουν αιτήσεις εγγραφής στην Κουμουνδούρου κι όχι στα τοπικά γραφεία).
Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν – και κανείς δεν τους βεβαιώνει για το αντίθετο – πως ένα καινούργιο πελατειακό κόμμα γεννιέται (κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα) και σπεύδουν να «πιάσουν πόρτα» και καρέκλα σε τραπέζι κοντά στην πίστα.
Γι’ αυτό λοιπόν
«Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον
Το μέλλον που (το) γράφετε όπως θέλετε
(Κι) αφού η Ιστορία σας ανήκει
Σαρώστε το λοιπόν, τι περιμένετε?»