Εξήντα δύο εκατομμύρια αναγνώστες προτιμούν να καταταγούν εθελοντές στο Αφγανιστάν παρά να έρθουν για τουρισμό στην Ελλάδα… Εξήντα δύο εκατομμύρια αναγνώστες από όλο τον κόσμο φέτος το καλοκαίρι θα πάνε Μαγιόρκα για τεκίλες και όχι Μύκονο για …ούζα. Εξήντα δύο εκατομμύρια αναγνώστες πιστεύουν πως είναι καλύτερα να τα κάψουν τα ρημάδια τα λεφτά τους από το να τα αφήσουν ως συνάλλαγμά στην Ελλάδα! Η ναυαρχίδα της οικονομίας μας, ο τουρισμός μας, λαμπάδιασε σαν τη συνονόματή της του Καρά Αλή κι η αιτία είναι «Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά», ένα αστυνομικό μπεστ σέλερ από τη Σουηδία!
Για να πάρουμε όμως την ιστορία απ’ την αρχή, δείτε τι γράφει ο συγγραφέας Στιγκ Λάρσον: «Ο Χάνς Φάστε μισόκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε μια επίσκεψη που είχε κάνει πριν από δυο χρόνια στην ελληνική αστυνομία, στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού ταξιδιού που το είχε συνδυάσει με διακοπές. Παρ’ όλα τα προβλήματα που υπήρχαν, η ελληνική αστυνομία είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τη σουηδική. Αν βρισκόταν στην Ελλάδα και η Σίλα Νορέν κρατούσε την ίδια στάση, εκείνος θα της περνούσε χειροπέδες και θα της έριχνε δυο-τρεις με το κλομπ…»
Αυτά σκέφτηκε το σαΐνι, όταν η κοπέλα με τη χαρντ ροκ εμφάνιση αντέδρασε στις χοντράδες που της έλεγε κατά την ανάκριση. Ο εμπνεόμενος από τις μεθόδους της ελληνικής αστυνομίας ντετέκτιβ ανήκει μάλλον στους αρνητικούς χαρακτήρες του βιβλίου: Αλαζόνας, κομπλεξικός και μισογύνης, αδυνατεί να εμπνεύσει την παραμικρή συμπάθεια, όπως αδυνατεί να συμβάλει στη λύση του μυστηρίου, με τη σκέψη του μονίμως εγκλωβισμένη στα στερεότυπά του… Παρόλα τα κουσούρια του όμως, καταφέρνει να δώσει στα εκατομμύρια των αναγνωστών του βιβλίου μια αναμφίβολα χρηστική πληροφορία: Στην Ελλάδα κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να πέσεις θύμα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας και καλά θα κάνεις να φυλάγεσαι.
Κι όμως, δε διαβάσαμε τίποτε σχετικό στις εφημερίδες, ούτε είδαμε στα παράθυρα της τηλεόρασης τους εκπροσώπους των ξενοδόχων, των πλοιοκτητών ή των ταξιδιωτικών (και όχι μόνο) πρακτόρων, που συνήθως καταγγέλλουν δακρύβρεχτοι τους ναυτεργάτες, τους αγανακτισμένους, τις απεργίες και τις πορείες που τους κλέβουν το ψωμί… Δεν είδαμε υπότιτλους του στυλ «Χαριστική βολή στον πολύπαθο τουρισμό μας» ή «Νέα ανθελληνική επίθεση από ευρωπαϊκά εκδοτικά συμφέροντα» ή «Διώχνει τους τουρίστες η ανεξέλεγκτη βία».
Προς υπεράσπιση του εγχώριου τουριστικού προϊόντος, οφείλω να παρατηρήσω πως το εν λόγω δημοσίευμα ουδόλως πρέπει να πτοήσει τους ριψοκίνδυνους περιηγητές: Η αδρεναλίνη είναι η ίδια, είτε κολυμπάς παρέα με ανθρωποφάγους καρχαρίες στον Ινδικό, είτε κάνεις μπάντζι-τζάμπιν στους καταρράκτες Ιγκουασού, είτε όταν η ομάδα ΔΙΑΣ εφορμά εναντίον σου σαν το ιππικό των Σπαχήδων, ενώ τρως αμέριμνος σουβλάκια στο Μοναστηράκι… Για να λέμε όμως και τα καλά, μόνο για ρατσισμό δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την αστυνομία μας: έλληνες και μετανάστες, γυναίκες και άντρες, ανήλικοι και συνταξιούχοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι έχουν γενικά τις ίδιες πιθανότητες να καταλήξουν στο νοσοκομείο με ανοιγμένα κεφάλια (Βασικό Πακέτο Προστασίας του Πολίτη) ή με ακόμα χειρότερες βλάβες (Πακέτο Σπέσιαλ)…
Είναι κρίμα που ο συγγραφέας του βιβλίου δε ζει πια… Θα μπορούσε σε επόμενο επεισόδιο να γράψει και για τις επιχειρήσεις «σκούπα» ενάντια στους μετανάστες ή για τη δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών κοριτσιών. Ίσως μάλιστα τώρα που σκάνε και τα χρυσά αυγά, να έγραφε και για τα κατορθώματα της …εφεδρικής ΕΛ.ΑΣ., του βαθιά ριζωμένου στη χώρα μας παρακράτους. Τότε πιθανόν να κατάφερνε να ξεσηκώσει τις οργισμένες κραυγές των απολογητών της – σε κάθε περίπτωση – κρατικής σιδερένιας φτέρνας: «Κάνε συ αν θες το μαλακό, και το δικό μου μη μου χτυπάς σκληρόψυχο κι αυθάδη τρόπο», όπως λέει το Κράτος στον Ήφαιστο, την ώρα που οι δυο τους – μαζί με τη Βία – αλυσοδένουν στο βράχο τον Προμηθέα, το αγόρι που έκλεψε τη φωτιά απ’ τους θεούς.
Κάπου εδώ ο έχων δυο δράμια μυαλό στο κεφάλι του καταλαβαίνει πως το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η αστυνομική ή η όποια άλλη βία. Ποτέ δεν ήταν, ο Προμηθέας το ‘χε πιάσει σωστά – το θέμα είναι ποιος θα έχει τη φωτιά, οι «θεοί» ή οι άνθρωποι. Μόνο που οι «θεοί» σήμερα δεν ζουν στον Όλυμπο αλλά πάνε για σκι στα σαλέ των Άλπεων. Δεν πίνουν νέκταρ σαν τα κολιμπρί, αλλά Petrus, που κάνει τρία χιλιάρικα το μπουκάλι. Δεν εξαπολύουν κεραυνούς, αλλά έξυπνες βόμβες, εξυπνάδες και απειλές. Οι άνθρωποι πάλι δεν έχουν αλλάξει και πολύ, καθότι οι φτωχοί στερούνται φαντασίας. Εξακολουθούν ν’ αγωνιούν για το ρημάδι το μεροκάματο, το σχολειό των παιδιών τους και το γιατρό της φουκαριάρας της μάνας τους…
Οι κανόνες του παιχνιδιού με τη φωτιά (που δεν είναι ακριβώς παιχνίδι, αλλά Πόλεμος για τη Φωτιά) είναι απλοί: ή κάθεσαι γυμνός και παγωμένος να τρέμεις στη σπηλιά σου ή σαλτάρεις παρέα με τους υπόλοιπους τρωγλοδύτες κι αρπάζετε τη φωτιά για να ζεσταθεί το κοκαλάκι σας, κόντρα στους θεούς και τους δαίμονες, κόντρα στο Κράτος και τη Βία, κόντρα στους προσκυνημένους Ήφαιστους και τα μαύρα όρνια του φασισμού.
Ισοπαλία δεν υπάρχει…
Ανάρτηση απὀ : http://parallhlografos.wordpress.com
Ευχαριστώ τον φίλο Γιάννη Σ.