Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Κριτικές και αυτοκριτικές, ομιλίες, άρθρα και βιβλία

Του Λευτέρη Ριζά


      Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν μάλλον ραγδαίες[1]. Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας με συνεταίρους τους ΑΝΕΛ και η πάρα πολύ γρήγορη αλλαγή πορείας του – κυβίστηση ή αλλιώς κωλοτούμπα – που από διώκτη των Μνημονίων τον μετέτρεψε σε απόστολο τους, δεν κλόνισε μόνο την εμπιστοσύνη του λαού στην «Αριστερά», αλλά πρώτα, και κυρίως, αυτήν στον ίδιο τον εαυτό του και την δυνατότητα να διαμορφώσει την ζωή του.

       Η επανάληψη του επιχειρήματος της κυβέρνησης ότι ο λαός έχει επιβραβεύσει την πολιτική της με την δεύτερη εκλογική της νίκη, απλώς επιβεβαιώνει την ανικανότητα της να διαβάσει και ερμηνεύσει σωστά το αποτέλεσμα και για άλλη μια φορά ότι γενικά οι εξουσίες (εξουσιαστές) τείνουν να ωραιοποιούν την πραγματικότητα έτσι ώστε να δικαιώνονται οι πράξεις και παραλείψεις τους. Ένα φαινόμενο που το συναντάμε στην Ανατολή και Δύση. Πέρα από αυτό είναι και ένα επιχείρημα εντελώς ανόητο, όταν μάλιστα το λέει κάποιος που θέλει να λέγεται αριστερός. Διότι η εκλογική «επιβράβευση» ενός κόμματος και της πολιτικής του δεν αποτελεί και απόδειξη της ορθότητας της: πόσες φορές δεν εκλέχθηκαν και επανεκλέχθηκαν κόμματα που η πολιτική τους υπήρξε καταστροφική για την χώρα τους ή και ακόμα για την ανθρωπότητα. Ρίξτε ένα βλέμμα στις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και φυσικά την Ελλάδα. Εδώ λατρεύτηκε από τον γερμανικό λαό ο Χίτλερ !! 

       Οι ηγεσίες των «σοσιαλιστικών» χωρών και των κομμάτων τους κάθε φορά βεβαίωναν ότι τα πράγματα κυλούν ομαλά, παρά τα προβλήματα και τις όποιες δυσκολίες, ότι αναπτύσσεται και δυναμώνει ο σοσιαλισμός, κλπ κλπ. Μέχρι την ώρα που άρχισε να ξηλώνεται ο σοσιαλισμός τους, να καταρρέει και οι ηγέτες μαζί με τα «επαναστατικά» κόμματα τους να περνάνε, μισούμενοι από τους λαούς τους, στο περιθώριο ή απευθείας  στον κάδο των σκουπιδιών της Ιστορίας.

       Η νέα αυτή αποτυχία της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι απολύτως φυσικό και ενθαρρυντικό, ότι προκαλεί μια σειρά προσπαθειών για την εξήγηση / ερμηνεία της. Ήδη έχουν εμφανιστεί τα πρώτα βιβλία, ενώ είναι πάρα πολλά τα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Αν λογαριάσουμε δε και αυτά που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ – το γνωστό μας διαδίκτυο – η παραγωγή είναι πλούσια. Τόσο μάλιστα που αδυνατεί όποιος ενδιαφέρεται για το μεγάλο αυτό ζήτημα, να τα παρακολουθήσει.

       Γράφω πώς είναι ενθαρρυντικό ότι αυτή η αποτυχία προκαλεί αυτή την εκτεταμένη προσπάθεια εξήγησης / ερμηνείας της, γιατί δείχνει πώς υπάρχουν πολλοί αγωνιστές που «πονάνε» γι αυτή την μεγάλη υπόθεση της αριστεράς, που προσπαθούνε να εντοπίσουν τα λάθη και τις αδυναμίες της ώστε να βελτιώσουν την επανασυγκρότηση της έτσι ώστε η νέα, μελλοντική, προσπάθεια να είναι πιο επιτυχής.

       Για τις αιτίες της πρώτης μεγάλης ήττας της Αριστεράς, του εργατικού/λαϊκού κινήματος, δηλαδή της Εθνικής Αντίστασης και στη συνέχεια του Εμφυλίου, γράφτηκαν και συνεχίζουν να γράφονται βιβλία, άρθρα, πολεμικές και έρευνες. Χωρίς να υπάρχει κάποια «τελική» ερμηνεία, αποτίμηση της όλης προσπάθειας και απόφανση για το τι και ποιος φταίει για την ήττα της. Ούτε βέβαια, η όλη αυτή προσπάθεια εξόπλισε με γνώση το κίνημα μετά την ήττα του. Η πολυδιάσπαση και η συρρίκνωση της επιρροής της παραδοσιακής αριστεράς  μάλλον μας το επιβεβαιώνει. Όταν λέω δε «παραδοσιακή» αριστερά δεν εννοώ μόνο το ΚΚΕ, αλλά όλα τα πολιτικά σχήματα που έχουν τις πηγές και αναφορές τους στην Εθνική Αντίσταση, τον εμφύλιο, τον υπαρκτό – και πλέον από χρόνια ανύπαρκτο σοσιαλισμό, είτε της Σοβιετικής είτε της Κινέζικης εκδοχής είτε τέλος κάποιου άλλου, τρίτου δρόμου.
       Για την δεύτερη και πιο πρόσφατη ήττα της αριστεράς, αυτή που συνδέεται με την εμφάνιση, άνοδο και πτώση του ΠΑΣΟΚ, έχουν γραφτεί πάρα, μα πάρα πολύ λιγότερα. Από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ ελάχιστοι ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με την «Ιστορία» του, με τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την καθόλου ηρωική και τιμητική πτώση του. Όσοι συνεχίζουν να πασχίζουν να το κρατήσουν στην ζωή ή να εμπνεύσουν κάποιο ανάλογο «κίνημα» δεν έχουν μπει στον κόπο να «διαβάσουν» και ερμηνεύσουν την ιστορία του. Βέβαια η ιστορία του ΠΑΣΟΚ, ενός αριστερού-πατριωτικού-δημοκρατικού και αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος, έχει αποδοθεί στην ηγετική / χαρισματική παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο οποίος παρουσιάστηκε στην πολιτική ζωή της χώρας σίγουρα με τη βοήθεια του πατέρα του, αλλά διέθετε  δικές του απόψεις για την Ελλάδα, την δική του θεωρητική και ιδεολογικο-πολιτική συγκρότηση, που είναι αποτυπωμένη στα έργα του της εποχής εκείνης[2].

       Στην διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ίδρυσε το ΠΑΚ και έδρασε ο ίδιος εκτός Ελλάδας. Παρόλο που το ΠΑΚ δεν έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο στην ανατροπή της Χούντας – όπως άλλωστε και όλες οι άλλες αντιδικτατορικές οργανώσεις, μια και αυτή υπήρξε το αποτέλεσμα της προδοσίας της Κύπρου – κατόρθωσε, με την μετεξέλιξη του σε ΠΑΣΟΚ, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια να γίνει κυβέρνηση. Η αλήθεια είναι ότι την εποχή εκείνη ο λόγος του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα, ήταν πολύ πιο αριστερός, πιο ριζοσπαστικός και πιο φρέσκος, από αυτόν της υπόλοιπης αριστεράς – που δεν εξαντλείται στο αποστεωμένο ΚΚΕ και όλα τα «παρεκκλήσια» του – και προπαντός δεν συνδεότανε με την αριστερά που είχε εδώ μέσα ηττηθεί. Κατηγορήθηκε ότι τις είχε «πάρει» όλα τα μεγάλα συνθήματα της. Το μόνιμο παράπονο του μακαρίτη Χαρίλαου Φλωράκη ήτανε αυτό: ότι το ΠΑΣΟΚ «έκλεψε» τα συνθήματα της «πραγματικής» αριστεράς, που βέβαια δεν ήτανε άλλη από το ΚΚΕ, και με αυτά έφτασε μέχρι την εξουσία.

       Βέβαια το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας δεν «κλέψανε» κανένα σύνθημα. Εκφράσανε αυτό για το οποίο ο λαός είχε αγωνιστεί για χρόνια: την εθνική του ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και μια κοινωνία με δικαιοσύνη, σοσιαλιστική μεν αλλά όχι σαν αυτή του «υπαρκτού», που είχαν μάθει, γνωρίσει και τα αποτελέσματα της έβλεπαν: Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, κλπ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η άνοδος του ΠΑΣΟΚ συμπίπτει – συνδέεται – με την εποχή της ήττας των ΗΠΑ στο Βιετ-Ναμ, της διεκδίκησης ενός Νέου Διεθνούς καταμερισμού εργασίας (μια νέα διεθνή οικονομική τάξη), την κρίση που γνώρισε τότε ο ιμπεριαλισμός, την άνοδο μιας σειράς κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο – το Κίνημα των Αδεσμεύτων –  την πτώση των δικτατοριών στην Πορτογαλία και Ισπανία, την άνοδο των σοσιαλιστικών κομμάτων στις κυβερνήσεις μιας σειράς χωρών στην Ευρώπη. Υπήρχε τότε μια άλλη ατμόσφαιρα, ένας άλλος αέρας, από τις εξελίξεις αυτές, που γέμιζε ελπίδα και αυτοπεποίθηση για κάτι καινούργιο τις λαϊκές μάζες. Η αριστερά και οι ιδέες της, τότε είχανε μεγάλη απήχηση. Ιδίως ανάμεσα στους νέους και νέες, τους φοιτητές, διανοούμενους κλπ  – βλ. Γαλλικό Μάη, άνοδο στην Γερμανία, ακόμα και στις ίδιες τις ΗΠΑ.

       Είναι βέβαια και η εποχή της διαμόρφωσης και «ανόδου» του ευρωκομουνισμού, στον οποίο ο Ανδρέας ασκεί θεωρητική και πολιτική κριτική, συμπορευόμενος σε αυτό με ό,τι καλύτερο διαθέτει τότε παγκόσμια η μαρξιστική αριστερά. Μια αριστερά που ασκούσε ταυτόχρονα εξαντλητική κριτική στον καπιταλισμό / ιμπεριαλισμό και την άνιση ανάπτυξη και  στον σοβιετικό σοσιαλισμό.

       Στην χώρα μας, τις αρχές και ιδέες του «ευρωκομουνισμού» εισήγαγε το ΚΚΕ εσωτ. με τη σοβαρή βοήθεια των «διανοουμένων» του – κύρια από Γαλλία, μαθητών και οπαδών του Αλτουσέρ και από την Ιταλία της οποίας το Κ.Κ υπήρξε ιδρυτικό μέλος, μαζί με το Ισπανικό του Σαντιάγο Καρίγιο, του ευρωκομουνισμού, με θεωρητικό τους όχημα ό,τι είχαν καταλάβει από το έργο του Αντόνιο Γκράμσι. Το «κακό» με αυτούς ήτανε ότι πολλές από τις πολιτικές προτάσεις τους υιοθέτησε το ΠΑΣΟΚ, που τελικά με πολλά «ξένα κόλλυβα έκανε μνημόσυνο». «Πήρε» την εξουσία. Κι έτσι εκτός από τον Φλωράκη τον ίδιο καημό είχε και ο Λ. Κύρκος.  Η παραδοσιακή αριστερά είχε πια ολοσχερώς μετατραπεί σε κόμμα ρεφορμιστικό και καλυμμένα  «αντικομουνιστικό», κάτω από τον μανδύα του «αντι-σταλινισμού».

       Η χρεοκοπία του ΠΑΣΟΚ, ήταν αποτέλεσμα και των γενικότερων παγκόσμιων εξελίξεων, αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας. Η σταδιακή μετακίνηση του προς τις αδιέξοδες σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, που έτσι κι αλλιώς είχαν μπει σε κρίση, ο εκφυλισμός του ίδιου του κόμματος, σε συνδυασμό με την κρίση του ίδιου του συστήματος και την τελική κατάρρευση του υπαρκτού, το οδήγησαν στο τέλος που γνωρίζουμε και καθημερινά βλέπουμε. Όταν το καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό σύστημα άρχισε να έχει προβλήματα τα περιθώρια ανοχής σε χώρες όπως η Ελλάδα λιγόστεψαν. Χρειαζότανε να εκσυγχρονισθεί και ο ελληνικός καπιταλισμός. Κι όταν μάλιστα έπαψε να υπάρχει το «αντίπαλο δέος», τότε έπαψε να είναι και πολύ χρήσιμη η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι κυβερνήσεις τους.

       Οι ντόπιοι σοσιαλιστές έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τις υποδείξεις των κέντρων του ιμπεριαλισμού – στην Ευρώπη ήτανε η ΕΕ, η ΕΚΤ, κλπ – ώστε να γίνουν και πάλι κάπως χρήσιμοι. Ίσως μόνο ο Κ. Σημίτης είχε καταλάβει τι συνέβαινε, τι ζητούσανε και τι έπρεπε να κάνει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο 7ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (κυβέρνηση είναι η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή) ο Κ. Σημίτης κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «δεν δρα και γαντζώνεται από το ιδεολόγημα του αυτόματου πιλότου, κυρίως γιατί φοβάται να διαχειριστεί το εύρος των κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Η πολιτική και ιδίως η προοδευτική παράταξη, πρέπει να εξετάζει σε βάθος τις αιτίες της ελληνικής υστέρησης και να αναμετριόμαστε με αυτές, αν θέλουμε πραγματικά να προσφέρουμε στη χώρα» και αμέσως διευκρινίζει τι εννοεί με τις αιτίες της ελληνικής υστέρησης και πώς θα πρέπει να αναμετρηθούμε με αυτές:
«Η πραγματικότητα είναι ότι, αν θέλουμε να προκόψει ο τόπος, πρέπει να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με δομές κοινωνικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, που προσδιορίζουν αρνητικά την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη.
Το εύρος αυτών των κοινωνικών αντιπαραθέσεων είναι πολύ μεγαλύτερο απ' ότι εμείς όλοι, η ίδια η κοινωνία αντιλαμβάνεται, ή θέλει ν' αναγνωρίσει, απ' ότι οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, επιτρέπουν να γίνει δεκτό»

Προσέξτε πόσο προέβλεπε, τους όρους που θα μας επέβαλαν λίγα χρόνια αργότερα οι «δανειστές» και οι «θεσμοί», που το πραγματικό τους όνομα είναι «ιμπεριαλιστές», κρατικο-χρηματοπιστωτικά κεφάλαια, υπερ-μονοπώλια. Το έλεγε με μια γλώσσα και διατύπωση που μόνο οι πολλοί «ψυλλιασμένοι» μπορούσαν τότε να καταλάβουν – και βέβαια κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε με την συντριπτική πλειοψηφία των συνέδρων, ανάμεσα τους και ο ανθός του συνδικαλισμού. Κι ο ίδιος είχε προσπαθήσει αυτές τις αλλαγές που ούτε η ίδια η κοινωνία δεν ήθελε να αναγνωρίσει κι ακόμα ούτε «οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, επιτρέπουν να γίνει δεκτό».

Όλοι θυμόμαστε την υποδοχή που έτυχαν οι «μεταρρυθμίσεις» που προσπάθησε με το σχέδιο Γιαννίτση κλπ. Τεράστιες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις. Τα συνδικάτα και οι «πράσινοι» συνδικαλιστές στην πρώτη γραμμή. Τις αλλαγές αυτές, τις τομές που ζητούσε το σύστημα, ευρωπαϊκό κλπ, τον «εκσυγχρονισμό» του που θεωρούσε αναγκαίο, ούτε και Ν.Δ. κατόρθωσε να  φέρει σε πέρας. Εκσυγχρονισμός σημαίνει ότι ο μηχανισμός εκμετάλλευσης, στυψίματος, της εργατικής τάξης, των αγροτών, των εργαζομένων, και του ίδιου του πλούτου της χώρας, έχει κάπου φρακάρει και χρειάζεται «επισκευή», ανταλλακτικά. Και κάποιος πρέπει να τα κάνει όλα αυτά: να πειθαρχήσει τον λαό και τις αντιδράσεις που θα προκληθούν, ακόμα και να «στριμώξει» και τις «κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις». Εννοείται ένα μέρος τους, αυτό που δεν θέλει τις «αναγκαίες» αλλαγές, γιατί θίγονται τα συμφέροντα τους.

Είναι στο ίδιο συνέδριο που η κ. Άννα Διαμαντοπούλου – θυμόμαστε όλοι μας ότι είχε προσκληθεί, για επιμόρφωση και από την Λέσχη Bilderberg – είχε πει ότι :
«Αυτό που έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν ουσιαστικά να προτείνει μία νέα ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο, το ιδιωτικό και το κοινωνικό, χωρίς να δαιμονοποιεί και χωρίς να θεοποιεί κανένα απ' αυτά». Οκτώ χρόνια αργότερα ακριβώς αυτό θα εισηγηθεί και στο πρώτο Επιχειρηματικό Συνέδριο της Ναυτεμπορικής ο πολύ γνωστός μας κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος, όπως είδαμε σε προηγούμενο άρθρο μας[3]. Η κ. Διαμαντοπούλου δεν αρκέστηκε σε αυτό, προχώρησε πάρα πέρα, χωρίς κανένας μέσα στο συνέδριο να φρίξει – ιδιαίτερα οι συνδικαλιστάδες του ΠΑΣΟΚ. Προανήγγειλε αυτό που συμβαίνει με τα Μνημόνια – ιδιαίτερα το τρίτο που μετά από «σκληρή» διαπραγμάτευση υπέγραψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην το αποδεχτούν και οι άλλοι που έτσι κι αλλιώς το είχαν στο παρελθόν επιδιώξει. Είπε:
«Αυτό σημαίνει πλήρη ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης με το κράτος. Σύντροφοι, ίσως είμαστε η τελευταία Κομμουνιστική χώρα στην Ευρώπη. Το κράτος καταδυναστεύει το 55% της οικονομίας, δεν συμβαίνει ούτε στις νέες χώρες και καταδυναστεύει όλους τους θεσμούς.
Μια νέα επιλογή για το κράτος σημαίνει και συγκρούσεις. Σημαίνει λιγότερα Υπουργεία, σημαίνει λιγότεροι Κρατικοί Οργανισμοί, σημαίνει ένα νέο τοπίο όπου το δημόσιο, το ιδιωτικό και το κοινωνικό συνεργάζονται σε μια διαφορετική βάση.
Οι ανατροπές για την επιλογή αυτού του μοντέλου είναι πάνω απ' όλα εσωτερική μας υπόθεση, να συμφωνήσουμε και να τις παλέψουμε».
     Δεν πιστεύω να μην αναγνωρίζετε σε αυτά το περιεχόμενο του 3ου Μνημονίου και αυτά που σήμερα προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και στηρίζουν τόσο οι κοινοβουλευτικές ομάδες όσο και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ.

     Η Τρίτη ήττα της αριστεράς είναι αυτή που συμβαίνει τώρα. Το «σύστημα» βρέθηκε μπροστά σε πολλές και ποικίλες δυσκολίες να εφαρμόσει τον «εκσυγχρονισμό», όπως τον εννοούσε και ήθελε. Και όταν πια το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, χρόνια συνηθισμένο, να υπακούει τελικά και να εφαρμόζει τις εντολές του δεν μπορούσε πια να «πετάξει την μπάλα» στην εξέδρα, οδηγήθηκε στην μεγάλη φθορά, στην απαξίωση του. Ο λαός σε έξαλλη κατάσταση, καθημερινά αγρίευε περισσότερο. Το ξέσπασμα του στην Θεσσαλονίκη ήτανε αυτό που κατατρόμαξε το πολιτικό μας σύστημα. Ταυτόχρονα έδειξε ότι το λαϊκό κίνημα δεν είχε κανένα σχέδιο δράσης πέρα από τις αυθόρμητες αντιδράσεις του και το σημαντικότερο δεν διέθετε μια οργάνωση, ένα κόμμα πραγματικά λαϊκό και ριζοσπαστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ φοβήθηκε κι αυτός το αυθόρμητο, άλλωστε η κοινωνική σύνθεση μελών και ηγεσίας, ήτανε τέτοια που δεν του επέτρεπε να συγχωνευθεί με τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και να τις καθοδηγήσει σε μια πραγματική σύγκρουση με τις δυνάμεις που ήθελαν να τον γονατίσουν. Η μικροαστική-μεσοαστική και διανοουμενίστικη ηγεσία του, ήτανε κομμάτι και ως ένα βαθμό εκφραστής της μεγάλης μικροαστικής μάζας του ελληνικού λαού. Που μπορεί άνετα να κινηθεί από την μικροαστική επαναστατικότητα στην εξίσου μικροαστική ηττοπάθεια. Στην χώρα μας, δυστυχώς και παρά τα μεγάλα λόγια των «επαναστατών» μικροαστών διανοουμένων / φοιτητών και άλλων σχετικών κοινωνικών ομάδων, όπως βέβαια και σε άλλες χώρες, το εργατικό κίνημα είναι από όλες τις πλευρές και απόψεις πολύ αδύναμο. Πολιτικά και ιδεολογικά σχεδόν ανύπαρκτο. Έτσι η λαϊκή αγανάκτηση, το αντιμνημονιακό εν δυνάμει κοινωνικό μέτωπο, δεν διέθετε κοινωνικό «μπροστάρη», ώστε να δώσει ώθηση και κατεύθυνση στο κίνημα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του και ο βασικός κορμός του δεν μπορούσε να ηγηθεί ενός τέτοιου αγωνιστικού μετώπου. Μπορούσε όμως θαυμάσια, και αυτό έκανε, να εκτονώσει τη λαϊκή αγανάκτηση, να εκφυλίσει την αγωνιστική διάθεση των λαϊκών μαζών καλλιεργώντας του τις γνωστές «κοινοβουλευτικές» αυταπάτες, πασπαλισμένες τώρα με έντονη «ευρωλαγνεία», φόβο μην τυχόν και μας πετάξουν έξω από την Ευρώπη, ανανεώνοντας ταυτόχρονα  με λίγα λόγια όλη την αστική παράδοση της «προστασίας». Προστάτης τώρα δεν παρουσιαζότανε, όπως παλιά, κάποια μεγάλη δύναμη, αλλά η Ευρώπη. Η Ευρώπη του Διαφωτισμού, των δημοκρατικών αξιών και μια σειρά τέτοιες άλλες ανοησίες.  Βέβαια στο βάθος του πίνακα κάθε ένας έβαφε ή φώτιζε περισσότερο την Γαλλία ή την Γερμανία, τις ΗΠΑ και μερικοί θυμόντουσαν και τη Ρωσία. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε ως ο σύγχρονος Σωτήρας, Μεσσίας, που θα έβγαζε τον λαό από το αδιέξοδο, θα έσχιζε τα μνημόνια και θα έβαζε τα θεμέλια για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Αλλά, προσοχή. Όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και των κανόνων της – που βέβαια είναι αυτοί που απαιτούσαν τον εκσυγχρονισμό που επεδίωκε και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, αλλά υπήρχαν αντιδράσεις λαϊκές και συμφερόντων. Και όλο αυτό το σκηνικό εμπόδιζε την «ανάπτυξη» μας. Μας το λέει άλλωστε και η "ανεξάρτητη" αξιολόγηση που έκανε το ΔΝΤ!!

Ο διψασμένος για κάποια νίκη – μετά από τόσες ήττες – κόσμος της «αριστεράς», τόσο της παραδοσιακής όσο και αυτής του ΠΑΣΟΚ – ήτανε πολύ φυσιολογικό να ακουμπήσει τα «σπαθιά του» και να τα «λυγίσει» στο νέο οδηγητή: Τσίπρας / ΣΥΡΙΖΑ.  Που, όμως, δεν είχε καμία διάθεση να τα πάρει στα χέρια του και να πολεμήσει τον εχθρό. Τα πήρε και αμέσως και όλα μαζί του τα παρέδωσε. Γιατί λένε τώρα, χωρίς να ντρέπονται, να παραιτούνται ή και να αυτοκτονούν όπως χιλιάδες άλλοι δύστυχοι, ότι είχανε ψευδαισθήσεις, αυταπάτες, ρομαντισμό κλπ κλπ. Τα είπε αυτά και ο κ. Τσίπρας στην τελευταία συνέντευξη του στον Αλ. Παπαχελά.

Για να επανέλθουμε  στο θέμα μας. Ποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι τους ξεγέλασε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας, η στενή παρέα του και ότι δεν περίμεναν μια τέτοια εξέλιξη. Πολλοί. Πάρα πολλοί. Η μεγάλη μάζα που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ την πρώτη φορά και την δεύτερη – αν και πολύ λιγότεροι μετά μάλιστα το φιάσκο του δημοψηφίσματος. Δεν μπορούν, όμως, να το λένε άνθρωποι που ασχολούνται με την πολιτική, την αριστερά, τις θεωρίες της, την ιστορία της εδώ και πολλά χρόνια και που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα.

Τελευταία καταβάλλεται συστηματικά προσπάθεια να ασκηθεί σκληρή κριτική στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησε την χώρα – και την αριστερά – εδώ που όλοι γνωρίζουμε, αλλά ταυτόχρονα να δικαιολογήσουν την δική τους παρουσία στον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα στα ανώτερα καθοδηγητικά του όργανα, μέχρι την στιγμή που πια κατάλαβαν ότι δεν είχαν κάτι κοινό με αυτό τον πολιτικό φορέα. «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο», που έλεγε και ο Νίτσε, αλλά ελάχιστα «επαναστατικό»: λενινιστικό ή γκραμσιανό. Για να δικαιολογήσουν την ενεργή παρουσία τους στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν βρει, επινοήσει και «λανσάρει» μια νέα θεωρία για την πολιτική συμπεριφορά. Της συγκυρίας.
Θα παραθέσω μια τέτοια αυτοκριτική – χωρίς πω ποιος και που το έγραψε γιατί στόχος μου είναι η «άποψη» και όχι ο άνθρωπος, ο αναμφισβήτητα αγωνιστής της αριστεράς πολλά χρόνια .
«Κάθε επιλογή πρέπει να κρίνεται με βάση τη συγκυρία και τους όρους που έγινε και όχι μονάχα από το αποτέλεσμά της. Οι επιλογές δεν γίνονται με βάση ποια θα είναι η τελική έκβαση, διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξής λανθασμένη επαγωγή: Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει καταλήξει ένα μεταλλαγμένο μνημονιακό κεντροαριστερό κόμμα, ολόκληρη η πορεία του είναι λαθεμένη, άρα η όποια συμμετοχή σε αυτόν ήταν εξ ορισμού μεγάλο πολιτικό λάθος». 
       Πεντακάθαρο το τι θέλει να μας πει και να δικαιολογήσει. Θα μπορούσε να το κάνει ανοιχτά και σταράτα, χωρίς να επικαλεσθεί την συγκυρία με βάση την οποία έκανε την επιλογή του. Ούτε πολύ περισσότερο ότι οι επιλογές δεν γίνονται με βάση ποια θα είναι η τελική έκβαση. Κι αυτό διότι δεν είναι η συγκυρία με βάση την οποία κάνουμε την επιλογή μας και ούτε ποτέ δεν μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα.
       Αν ήταν έτσι τότε η συγκυρία για τον λαό, το κίνημα, την χώρα, ήτανε απείρως πιο ευνοϊκή το 1980 – δεν λέω από το 1974 – για να είχε ενταχθεί π.χ. στο ΠΑΣΟΚ. Ούτε και μπορεί να είχε προβλέψει το τελικό του αποτέλεσμα. Γιατί τότε αποφάσισε ενάντια στην συγκυρία και προφανώς δεν διαισθανότανε κάποιο άσχημο τέλος. Και δεν το λέω αυτό ως κάποιο ιδρυτικό μέλος ή στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα. Πριν από τις εκλογές του 1981 είχα γράψει και δημοσιεύσει ένα μεγάλο άρθρο στο περιοδικό «ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ-πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής»[4], όπου εκεί εξηγούσα και το τι είναι το ΠΑΣΟΚ. Επίσης προσπαθούσα, εν όψει των εκλογών, να χαράξω τα καθήκοντα της δικιάς μας αριστεράς. Καθήκοντα έξω από το ΠΑΣΟΚ, με γνώση τους πραγματικούς σκοπούς και δυνατότητες του, δηλαδή προβλέποντας πια θα είναι τα αποτελέσματα. Την ίδια στάση κράτησα και στα άρθρα μου στο Monthly Review (Μηνιαία Επιθεώρηση) – ως εκδότης του μάλιστα – σε όλη την διάρκεια της πολιτικής του κυριαρχίας, παρόλο ότι υπηρετούσα στην Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης, που στο Σύλλογο των εργαζομένων της  υπήρξα μέλος  και πρόεδρος του ΔΣ, όπως μέλος και Γεν. Γραμματέας του Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Υπουργείου Παιδείας (ΠΟΣΥΠ).  
       Τα βαθύτερα πιστεύω μας, κάθε φορά, είναι αυτά που αποφασίζουν με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε και όχι η συγκυρία. Το ότι το 1980 δεν εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ούτε και στο ΚΚΕ ή το ΚΚΕ εσωτ., κάτι λέει. Διαφορετικό από αυτό που τον οδήγησε στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήτανε μόνο το μνημόνιο που τον έφερε εκεί. Άλλωστε είχε προϋπάρξει, στο σχήμα αυτό, των μνημονίων. Εγώ πιστεύω ότι σκέφτηκε – όπως και άλλοι πολλοί από όσους πήραν μέρος τότε στον ΣΥΝ και ύστερα στον ΣΥΡΙΖΑ – όπως η πλειοψηφία των αριστερών –πριν και μετά από αυτόν – ότι εκεί μέσα θα υπάρξει χώρος να κάνουμε γνωστές τις ιδιαίτερες απόψεις και θέσεις μας, κλπ κλπ. Οι συνήθειες του παλιού και γνωστού εισοδισμού. Όταν μάλιστα φανταζόμαστε ότι το κύριο ρεύμα στερείται σφιχτής οργάνωσης, σταθερής ιδεολογίας κλπ, τότε ο νους καλπάζει. Όποιοι σκέφτηκαν έτσι έκαναν μεγάλο λάθος. Ως φαίνεται δεν είχαν διαβάσει το έξοχο εκείνο βιβλίο του Ρόμπερτ Μίχελς «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στην σύγχρονη δημοκρατία – έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου»[5], στο οποίο εξετάζει ιδιαίτερα τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό των σοσιαλιστικών κομμάτων, δεν πρόλαβε τα κομουνιστικά.
       Τα κόμματα αυτά – το ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτ., ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ αργότερα διαθέτουν έναν πολύ σκληρό και ανθεκτικό γραφειοκρατικό σκελετό, με διάφορα «προνόμια» και συμφέροντα, που δεν σπάει καθόλου εύκολα, απλά και μόνο από την είσοδο κάποιων «άλλων», με τους οποίους μάλιστα τους χωρίζουν και άλλες αντιλήψεις κλπ.
       Όποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν και να λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάχτηκε σε ένα μνημονιακό κεντροαριστερό κόμμα και γι αυτό δεν ήταν όλα λάθος του από την αρχή, πέφτουν οι ίδιοι σε ένα διπλό λάθος. Πρώτον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μεταλλάχτηκε. Το DNA του ήταν τέτοιο που εκεί, σε αυτή τη μετάλλαξη θα κατέληγε. Που διαφορετικά κατάληξε κόμμα του ευρωκομουνισμού, του ευρωσοσιαλισμού, της ευρωαριστεράς; Δεύτερον αυτό που παραβλέπει είναι ότι και μέσα στα  κόμματα – ακόμα και τα πιο επαναστατικά, όπως ήτανε κάποτε τα κομουνιστικά -  διεξάγεται  ιδεολογική πάλη, πάλη γραμμών, που δεν είναι τίποτα άλλο από την πάλη των τάξεων μέσα στο κόμμα.
       Θα πρέπει να είναι γνωστό ότι  ο πρόεδρος Μάο είχε πολύ έγκαιρα προειδοποιήσει ότι τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούν από κόκκινα  να μετατραπούν σε μαύρα, αντιδραστικά. Και λίγο αργότερα παρατήρησε πως η πλειοψηφία των Κ.Κ., δεν πιστεύει στον μαρξισμό, ότι έχουν αλλάξει γενικά κατεύθυνση[6]. Από αυτή την κατάσταση ήτανε αδύνατο να ξεφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει και σε αυτό δεν έχω διαβάσει απάντηση – όχι μόνο από τον ίδιο αγωνιστή – είναι πώς και πότε, όταν ήταν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα σε ανώτερα καθοδηγητικά του όργανα, διεξήγαγαν ανοιχτά και δημόσια, μέσα σε όλον τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδεολογικό και πολιτικό αγώνα υψώνοντας έστω κάποια σοβαρά εμπόδια στην μετεξέλιξη του σε μνημονιακό κόμμα – ούτε καν κεντροαριστερό δεν είναι γιατί και αυτά ακόμα δεν έχουν πραγματικό ρόλο και χώρο ύπαρξης.
 
       Διάβασα σε κάποιον άλλο αποχωρήσαντα αγανακτισμένο από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ο μεταμορφισμός και αστικοποίηση του έγιναν βίαια. Αυτό δεν πρέπει να λέγεται. Μια χαρά πηγαίνανε όλοι τους στα συνέδρια – εκλιπαρώντας ή τέλος πάντων οργανώνοντας την ψήφιση τους στα κεντρικά όργανα του – πάντοτε με την δικαιολογία/ ψευδαίσθηση ότι από εκεί μέσα θα έδιναν καλύτερα τη μάχη για έναν άλλο ΣΥΡΙΖΑ, πιο αγωνιστικό, πιο πατριωτικό κλπ ότι θα επηρέαζαν τον Τσίπρα, κλπ κλπ. Συνήθως δεν πετύχαιναν ούτε την εκλογή τους, διότι οι μηχανισμοί εκλογής/ αποκλεισμού λειτουργούσαν θαυμάσια. Τέλος πάντων ακόμα και αν εκφράζανε κάποια διαφορετική άποψη – δειλά και σεμνά – προφορικά ή ακόμα και γραπτά η πρόταση τους καταψηφιζότανε νομιμότατα και αυτοί αυτό πετύχαιναν: να νομιμοποιούν τον μεταμορφισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Καμία βία δεν ασκήθηκε. Γιατί αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα έπρεπε υπερασπιζόμενοι τις ιδέες τους και τον λαό, να έχουν αντιδράσει και αυτοί εξίσου βίαια. Να έχει πέσει ξύλο δηλαδή. Αλλιώς θα ήτανε μεγάλα κορόιδα ή «κότες» όπως λένε οι νεολαίοι.

       Ρωτάει ένας άλλος φίλος της αριστεράς παρουσιάζοντας το βιβλίο του «φυγάδα»:

« Το βιβλίο όμως αυτό, μπορεί δικαιολογημένα να γεννήσει το ερώτημα πώς ύστερα από την τραυματική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ το 1981, ο συγγραφέας αλλά και όλοι όσοι από εμάς συγκρότησαν μιαν διακριτή αντιπολίτευση εντός του ΣΥΡΙΖΑ, υποπέσαμε στα ίδια ή περίπου στα ίδια λάθη.
          Η απάντηση βρίσκεται στην άποψη ότι, θέλουμε, κατά πρώτο λόγο, να έχουμε λογική ενεργού πολίτη και όχι παθητικού σχολιαστή».

       Ερώτημα: γιατί αφού θέλατε να έχετε «λογική ενεργού πολίτη και όχι παθητικού σχολιαστή» δεν προσχωρήσατε ποτέ π.χ. στο ΚΚΕ. Θα είχατε μάλιστα πολύ περισσότερη πρακτική δουλειά και τρεχάλα. Και σε πιο λαϊκά στρώματα – αρκεί να παρατηρήσεις το ντύσιμο των οπαδών του, ακόμα και τα πρόσωπα τους, σε κάποια μαζική εκδήλωση και να τα συγκρίνεις με αυτά του συριζέικου κοινού – θα είχατε πολλά να προσφέρετε σε γνώσεις κλπ. Αλλά κι ακόμα μια ερώτηση σχετική με τον ενεργό πολίτη:  δεν είναι ενεργός αυτός που συμμετέχει στο συνδικάτο του, που «παλεύει» μαζί με τους συναδέλφους του ή αυτός που συμμετέχει ολόψυχα στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του σχολείου του παιδιού του η σε έναν πολιτιστικό σύλλογο του δήμου του κλπ κλπ; Αλήθεια πόσοι από αυτούς τους ενεργούς πολίτες και όχι παθητικούς σχολιαστές συμμετέχουν σε άλλες οργανωμένες προσπάθειες μαζί με απλούς ανθρώπους του μόχθου και της ζωής; Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που απαιτεί και μια πιο κρίσιμη απάντηση. 

       Για να δικαιολογήσει μάλιστα αυτή την απόφαση, παρά την εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, βρίσκει πολύ σοφό αυτό που μέσα από την φυλακή είπε κάποτε ο γερμανός κομουνιστής Πάουλ Λεβί το 1920:
«Θεωρούσα πάντοτε ότι είμαστε ξεκάθαροι στη συμφωνία μας στο εξής σημείο : Όταν ξεκινάει η δράση ακόμη και για ηλίθιους σκοπούς, συμμετέχουμε σε αυτήν την δράση, ώστε με τα συνθήματά μας να την οδηγήσουμε πέρα από αυτούς τους ηλίθιους σκοπούς και ότι δεν τσιρίζουμε ‘μη σηκώσετε ούτε το δακτυλάκι σας’ αν οι σκοποί αυτοί δεν μας ικανοποιούν».  

       Βέβαια τον Πάουλ Λεβί κανένας τώρα πια δεν το θυμάται για αυτό που είπε. Για τον απλούστατο λόγο ότι και η αγαπημένη του Ρόζα έλεγε και έκανε τα εντελώς αντίθετα – πχ. είχε διαφωνήσει με τον όχι ηλίθιο σκοπό των Σπαρτακιστών να προκαλέσουν ένοπλη εξέγερση στο Βερολίνο, όπως και με άλλες δράσεις. Ξαναδιαβάζοντας προσεκτικά τα έργα της, ιδίως σε αυτά που ασχολείται με τις απεργίες, το συνδικαλισμό κλπ. διαπιστώνει κανείς  ότι ποτέ της δεν ταύτισε το αυθόρμητο κίνημα με αυτό που έχει ηλίθιους σκοπούς και έτσι κι αλλιώτικα ένα κίνημα ηλίθιων σκοπών – από ηλίθιους ανθρώπους ; - δεν αποκτάει σοβαρότητα με τα συνθήματα που θα ρίξουν μερικοί σοβαροί που θα βρεθούν εκεί κατά τύχη. Δεν έχουν πει πάντοτε σοβαρά πράγματα όσοι ήτανε κομουνιστές και βρεθήκανε στη φυλακή.
      
Συνεχίζει ο φίλος, της αριστεράς:  

       «Διότι το πράγμα ήταν απλό. Τα Μνημόνια και η κατακρήμνιση εκατομμυρίων Ελλήνων σε καθεστώς φτώχειας, ανέχειας, ανεργίας και πείνας, διαμόρφωσαν δυνητικά μια νέα κοινωνική Αριστερά, που αναζήτησε πολιτική διέξοδο. Αυτή ή θα την εύρισκε προς τα Δεξιά και την βρήκε εν μέρει μέσω της Χρυσής Αυγής και των ΑΝΕΛ ή θα την εύρισκε προς τα Αριστερά. Και προς Αριστερά  δεδομένης της πολιτικής ανεπάρκειας του ΚΚΕ και των εξωκοινοβουλευτικών Αριστερών συσπειρώσεων, ως μόνη σχετικά επαρκής και ίσως ικανή δύναμη φάνταζε ο ΣΥΡΙΖΑ». 

       Το μνημόνιο και τα όσα το ακλούθησαν – η κρίση  βέβαια είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα η δε ανεργία και φτώχεια ήταν χρόνια πιο μπροστά στο 23-25% - πραγματικά δημιούργησαν ένα μεγάλο – δυνητικά – κοινωνικό μέτωπο αντι-μνημονιακό. Το πόσο αριστερό μπορούσε να γίνει ήτανε μια υπόθεση ανοιχτή. Θα αποφάσιζε γι αυτό η ποιότητα της αριστεράς που θα αναδείχνονταν πολιτικός και ιδεολογικός ηγέτης και οργανωτής. Ήδη το 2012 είχα δημοσιεύσει ένα σχετικό  άρθρο μου[7] για τα προβλήματα του αντι-μνημονιακού μετώπου και την στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί από τότε είχε παρατηρηθεί η σταθερή και σιωπηλή διαπήδηση κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ και η «επιχείρηση» απολύμανσης και κάθαρσης τους από όσα είχαν πράξει όντας στελέχη – και κυβερνητικά του.

       Αυτήν ακριβώς την ποιότητα δεν την είχε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήτανε «χτισμένος»  ούτε με καλά υλικά ούτε και σχεδιασμένος σωστά[8]. Όποιος το ξαναδιαβάσει τώρα θα διαπιστώσει πόσο δίκιο είχα. Πράγματι το ΚΚΕ ήτανε αυτό που γνωρίζουμε, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά – δυστυχώς παντού, όχι μόνο σε εμάς – είναι βουτηγμένη σε ένα άκρατο υποκειμενισμό που την καθιστά εντελώς μα εντελώς ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ίσως επικίνδυνη για το κίνημα – και φάνηκε πολύ βολική η συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Που και πάλι «φάνταζε» ως  «ως μόνη σχετικά επαρκής και ίσως ικανή δύναμη». Φάνταζε. Δεν ήτανε. Αλλά αυτό όλο βόλεψε και όσους αριστερούς είχανε μάθει να είναι «ελεύθερα ηλεκτρόνια», χωρίς συγκεκριμένα καθήκοντα τα τελευταία 10-15 χρόνια της ζωής τους. Ρέμπελοι και ωραίοι φαντάστηκαν ότι τώρα ήρθε η ώρα τους να φέρουν κι αυτοί την αριστερά στην εξουσία. Δεν το πολυψάξανε ούτε το πολυσκεφτήκανε για το ποιοι ήτανε οι διπλανοί τους, τι τους  ένωνε αλλά και τι τους χώριζε με πολλούς από αυτούς. Συνεπώς πως όλοι αυτοί θα μπορούσαν όχι απλώς να απομακρύνουν τους μνημονιακούς από την εξουσία αλλά το κυριότερο να ασκήσουν εξουσία – διακυβέρνηση, διαπραγματεύσεις ή σύγκρουση κλπ. Αυτά δεν τους απασχόλησαν, όπως και το σημαντικότερο πώς όλοι αυτοί που συγκροτούσαν μια διακριτή αντιπολίτευση – γιατί συνιστούσαν «διακριτή» αντιπολίτευση που και πώς είναι μια απορία μου – θα οργάνωναν τη δική τους δραστηριότητα απευθυνόμενοι στον εν κινήσει λαό. Τίποτα από αυτά δεν έγινε κι έτσι η διολίσθηση, η μετάλλαξη, ο μεταμορφισμός του ΣΥΡΙΖΑ – όπως τον ήθελε το ηγετικό του «απαράτ», εύχονταν και ήθελαν οι άνθρωποι και τα κέντρα του ιμπεριαλιστικού συστήματος – προχώρησε χωρίς καμιά σοβαρή αντίσταση.   

       Το μεγάλο ερώτημα παραμένει : τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει ο εργαζόμενος λαός, θα έλεγα η μεγάλη μάζα του λαού, για να υπερασπιστεί την ύπαρξη του, ως λαός και έθνος, ως δημιουργός του πλούτου και ιδιοκτήτης αυτού του τόπου. Και βέβαια το ερώτημα αυτό συνοδεύεται πάντοτε με το τι θα κάνει, τι μπορεί να κάνει, εκείνο το κομμάτι των αριστερών, δημοκρατών και πατριωτών, για να γίνει ο λαός κυρίαρχος, ανεξάρτητος και ελεύθερος.  

 [1] Στον ΟΙΣΤΡΟ από πολύ νωρίς είχαμε σε σειρά άρθρων προβλέψει το αδιέξοδο του και την μεγάλη αλλαγή του.
[2] Και τα οποία κανένα τμήμα της αριστεράς δεν μπήκε στον κόπο να κρίνει και αντικρούσει. Περιορίστηκαν σε κριτικές διάφορων πολιτικών  προτάσεων και εφαρμογών τους. Αλλά ποτέ δεν ασκήθηκε σοβαρή κριτική στο επιστημονικό έργο του.
[3] βλ. Λ. Ριζάς: «Ο Αλέξης Τσίπρας στον ΣΚΑΪ και τον Αλέξανδρο Παπαχελά.»  Νο 5 http://istrilatis.blogspot.gr/2016/07/blog-post_28.html
  [4] Σταύρος Ελευθερίου: «Ο ελληνικός καπιταλισμός: προβλήματα και διλήμματα» ΤΕΤΡΑΔΙΑ, τ. 2-3, Φθινόπωρο 1981, σελ.41- 114.
[5] Ρόμπερτ Μίχελς «Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στην σύγχρονη δημοκρατία – έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου», εκδ. ΓΝΩΣΗ, ΑΘΗΝΑ, 1997.  
[6] βλ. «Ο χρουτσωφικός ψευδοκομουνισμός και τα ιστορικά διδάγματα που δίνει στον κόσμο», Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975,σελ. 72, και Μάο Τσε- Τουνγκ : «άγνωστα κείμενα (λόγοι, συζητήσεις, συνεντεύξεις, επιστολές)»:  «Τίγρης στα βουνά – Δυσαρέσκεια για την προσωπολατρία που καλλιεργεί ο Λιν Πιάο για το Μάο κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης». εκδ. Νέα Σύνορα, ΑΘΗΝΑ , χχ, σελ. 227
 [7] βλ. Λ Ριζάς «Δρόμος της Αριστεράς» Παρασκευή 15 – Σάββατο 16 Ιουνίου, τ. 120, σελ. 29., αναδημοσιεύτηκε στον ΟΙΣΤΡΟ στις 19/6 »  http://www.istrilatis.blogspot.gr/
 [8] βλ. Λ. Ριζάς «Τι κόμμα;» 28/ Μαΐου 2013 http://istrilatis.blogspot.gr/2013/05/1.html#!/2013/05/1.html

Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr