Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Τι δεν πρέπει να κάνουμε: Ο Πουλαντζάς και η ανατομία του τρόπου που συζητάμε...

Του Αντώνη Φάρα

Ένα γραμμάριο δράσης αξίζει ένα τόνο θεωρίας, μας διαβεβαίωνε ο Ενγκελς στα τέλη του 19ου αιώνα. Αν αξιολογήσουμε,  με βάση αυτή τη προτροπή του, τη δράση και τη πορεία της αριστεράς των τελευταίων χρόνων θα μπορούσαμε να κρίνουμε τη παρουσία της ως αναντίστοιχη.  Όχι γιατί δεν υπήρξαν κινηματικές διεργασίες (λχ Πλατείες) , όχι γιατί δεν αγωνίστηκε για τη προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και των κοινωνικών ελευθερίων κοκ,  αλλά για το γεγονός ότι μετά τη πλήρη ενσωμάτωση «μιας κάποιας αριστεράς» που έμεινε να εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατάφερε να ξεφύγει από την εσωστρέφεια και να σκιαγραφήσει την προοπτική μιας δικιάς της ηγεμονίας απέναντι στη καπιταλιστική κρίση και στα «προγράμματα» των Μνημονίων.

Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση λοιπόν που το κάθε γραμμάριο δράσης είναι χρήσιμο-ακόμη και αν χρειαστεί για να φτάσουμε σε αυτό να αναμετρηθούμε ξανά και από την αρχή με τον ένα τόνο θεωρίας. Το έργο του Νίκου Πουλαντζά, που γεννήθηκε σαν σήμερα (21 Σεπτεμβρίου) το 1936, με τις δεκάδες δημοσιεύσεις, άρθρα, βιβλία αποτελεί ένα τέτοιο «βαρύ»  ίσως μα αναμφισβήτητα χρήσιμο φορτίο. Προφανώς η συζήτηση πάνω στο έργο του Πουλαντζά θα ήταν καλύτερο να παίρνει τη μορφή που αναλογεί στο περιεχόμενο της: να γίνεται συλλογικό κτήμα των υποκειμένων που δρουν για να μετασχηματίσουν τις ζωές τους και όχι να αφήνεται σε μακροσκελείς αναλύσεις του αν ήταν «συνεπής αριστερός ή λενινιστής» ή αν ήταν κατ’εξοχήν και μόνο «ρεφορμιστής».

Το παραπάνω σχόλιο αντικατοπτρίζει δυστυχώς τους όρους με τους οποίους διεξάγεται στην Ελλάδα η συζήτηση πάνω στο έργο του. Ο Πουλαντζάς τείνει να αποτελεί διαχωριστική πολιτικών ρευμάτων, η συμφωνία ή η διαφωνία μαζί του απόλυτη και οριστική και η επερώτηση των ερωτημάτων που έθεσε αδιάφορη. Μπορεί να υπάρξει ειρηνικός δρόμος για το σοσιαλισμό; -Ναι, απαντούν οι μεν με θέρμη. Όχι, ανταπαντούν οι δε με μεγαλύτερη θέρμη.

Όπως έχει συμβεί σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, το πραγματικό ενδιαφέρον δεν βρίσκεται στην απάντηση αλλά στο τρόπο που διατυπώνεται η ερώτηση. Και όσον, αφορά τον Πουλαντζά και τη παραπάνω κυρίαρχη κριτική ή υποστήριξη στο έργο του, η ερώτηση τίθεται μεροληπτικά. Ας δούμε το συγκεκριμένο παράδειγμα πιο διεξοδικά. Γράφει ο Πουλαντζάς στο βιβλίο του «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός» σ.1:
Εδώ επομένως βρίσκεται η πραγματική εναλλακτική λύση και όχι εκείνη, η απλή ενός «εσωτερικού αγώνα» έναντι ενός «εξωτερικού αγώνα». Σ’ένα δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, οι δύο αυτές μορφές αγώνα πρέπει να συνδυάζονται.
Σύντομα ο ίδιος, προχωράει τη σκέψη του και μας λύνει την απορία του τι είδους περιεχόμενο έχουν αυτές οι μορφές σ.2:
Μόνο μια συνάρθρωση των δύο τρόπων ενέργειας, δηλαδή του μετασχηματισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανάπτυξης των μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση ή του κινήματος για αυτοδιαχείριση, μπορεί να αποτρέψει τον αυταρχικό κρατισμό.
Στα παραπάνω εκφράζεται η θεωρητική τομή στο έργο του και αυτή δεν είναι αν ξαφνικά (ή όχι τόσο) γίνεται απολογητής της σοσιαλδημοκρατίας ή αν τις «κάνει πλάτες». Όπως έχει παρατηρήσει ο Bob Jessop η τομή αυτή είναι ότι ο φιλόσοφος σ.3:
…μοιάζει να εγκαταλείπει την αρχική του άποψη ότι η αστική δημοκρατία ήταν απλώς η θεσμική έκφραση της αστικής πολιτικής κυριαρχίας.

Πράγματι, ο Πουλαντζάς με δεδομένη και τη διεθνή συγκυρία (ρεύματα κριτικής του σοβιετικού μαρξισμού, άνοδος ευρωκομμουνισμού και εκλογικής επιρροής των δυτικών ΚΚ), στο τελευταίο του βιβλίο διαρρηγνύει βιαία τη σχέση του με τη λενινιστική θέση ότι σε τελική ανάλυση το κράτος δεν είναι παρά το κόμμα του κεφαλαίου. Σε αυτήν, ο Πουλαντζάς αντιπροτείνει τη θέση ότι το κράτος  είναι «συμπύκνωση ενός ταξικού συσχετισμού δυνάμεων». Με αυτή τη διατύπωση το κράτος παύει να είναι ένα (ή το κατεξοχήν εργαλείο) του κεφαλαίου για να υπερισχύει στη ταξική πάλη αλλά και το ίδιο ακόμη υπόκειται της ταξικής πάλης. Η κατάσταση του κράτους και η ένταση των μηχανισμών του (ιδεολογικών, κατασταλτικών, οικονομικών κοκ) αντικατοπτρίζει τον περιοδικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ εργατικής και καπιταλιστικής τάξης και των κοινωνικών συμμαχιών που αυτές επιτυγχάνουν τη δεδομένη στιγμή.

Στη περίοδο που διανύουμε η αντίληψη του Πουλαντζά φαίνεται να ηττάται από την ίδια τη πραγματικότητα. Στα χρόνια της κρίσης, φερ’ ειπείν, το ελληνικό κράτος έχει θωρακίσει με κάθε τρόπο το ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου, έχει εγγυηθεί τους όρους που θα του επιτρέψουν να επιδιώξει τη συσσώρευση του, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους γύρους της κρατικά επιδοτούμενης ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος και τις ιδιωτικοποιήσεις πτυχών του κοινωνικού κράτους και δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. Παράλληλα, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής πλατφορμάς που ευαγγελίζεται η εκάστοτε συγκυβέρνηση, το κράτος δρα ισοπεδωτικά απέναντι στα εισοδήματα και τα δικαιώματα των υποτελών τάξεων, είτε κυβερνά ο ακροδεξιός Σαμαράς, είτε ο «αριστερός», που εφαρμόζει το απολύτως αντίθετο μιας αριστερής πολιτικής, Τσίπρας.

Η πραγματικότητα που βιώνουμε μήπως ενδείκνυται για να δώσει απάντηση στην φύση του κράτους; Μήπως πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τον Πουλαντζά, να τον κατηγορήσουμε για δεξιά παρέκκλιση και να πάμε παρακάτω στην αναζήτηση (ή ορθότερα στην  υιοθέτηση) μιας νέας θεωρίας (ή πάλι ορθότερα, μιας παλιάς);

Αυτή είναι η προτροπή των συντρόφων/ισσών, που ασπάζονται μια πιο ορθόδοξη μαρξιστική αντίληψη και πηγάζει όχι μόνο από τη κριτική στον Πουλαντζά αλλά από κριτική σε αρκετούς πολιτικούς διανοητές και αντίστοιχα ρεύματα σκέψης σχετικά με το κράτος (πχ τον αλτουσεριανισμό). Μια τέτοια προτροπή ωστόσο βασίζεται πολλές φορές σε κάποια αντίληψη εκ των παρακάτω:
Α) τη πίστη ότι τα πράγματα γίνονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο
Β) την αναγωγή του ότι αφού έγιναν μια φορά με τον συγκεκριμένο τρόπο, γιατί να μη μπορεί αυτός να επαναληφθεί
Γ) στη ζοφερή πραγματικότητα που καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε και την απίστευτη σύμπνοια κράτους- κεφαλαίου.

Ένας δικηγόρος του διαβόλου, με καταβολές από τον Πουλαντζά, ωστόσο θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτές  τις  σκέψεις σε:
1) Η ζοφερή πραγματικότητα απεικονίζει ότι η ταξική πάλη διεξάγεται και οι κυρίαρχοι θριαμβεύουν. Ο ταξικός συσχετισμός λοιπόν είναι τόσο συντριπτικός που δεν μπορεί παρά το κράτος τη δεδομένη στιγμή να λειτουργεί ως εργαλείο άσκησης της βιοπολιτικής εξουσίας των κυριάρχων.
2) Θα μπορούσε επίσης να καταλογίσει  στα επιχείρηματα Α και Β το ντετερμινισμό που τους αναλογεί.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν σε καμιά των περιπτώσεων περίληψη του πως διεξάγεται η διεθνής θεωρητική συζήτηση πάνω στο έργο του Πουλαντζά. Αναδεικνύουν το πώς διεξάγεται μεταξύ αριστερών συνδικαλιστών/στρίων στα Πανεπιστήμια, στους κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους (με τη περιορισμένη παρουσία που έχει σε αυτήν ομολογούμενος η εξωκοινοβουλευτική αριστερά). Ως εκ τούτου, για να συνοψίσουμε, δεν επιδιώκεται να δοθεί απάντηση περί της φυσιογνωμίας Πουλαντζά- αν δηλαδή είναι σωστή ή λανθασμένη η επίκληση και η πολιτική ταύτιση με το έργο του- στο παρόν κείμενο. Αντίθετα επιχειρείται  να τονιστεί μια εγγενής αδυναμία να απορρίπτουμε το ένα γραμμάριο δράσης, αν πρώτα δεν συμφωνήσουμε στη μοιρασιά του ενός τόνου θεωρίας.

Η ενότητα στη δράση και η ανασύνθεση στις πρακτικές της αριστεράς είναι μια αναγκαία συνθήκη για να βγει από την εσωστρέφεια της, για να εμπνευστεί και να πυροδοτήσει εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι να γίνουν τα παραπάνω δεν θα υπάρχει κοινωνική κίνηση αλλά ότι αν υπάρξει μάλλον η αριστερά είτε δε θα την αντιληφθεί ως τέτοια είτε θα τρέχει από πίσω τους. Και στα δυο σενάρια όμως δε θα μπορέσει να είναι ηγεμονική, να αναδείξει ότι η οργανωμένη δράση έχει πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο, να συνδέσει τα επιμέρους με τη προοπτική της κομμουνιστικής πραγμάτωσης.

Ας σταθεί λοιπόν η μνήμη του Πουλαντζά και αυτή η προσπάθεια ανατομίας του τρόπου που συζητάμε πάνω σε αυτόν, μια αφορμή για να επερωτήσουμε πρακτικές και συνθήκες στο μεταξύ μας διάλογο και τη μηδαμινή γείωση που αυτές μπορεί να έχουν κοινωνικά. Ας σταθεί ακόμη περισσότερο μια αφορμή για να τις ανατρέψουμε.

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η ιδεολογική ηγεμονία δεν είναι σημαντική. Τουναντίον! Και ούτε πρέπει να παράγουμε πολιτικούς χώρους που να ξεχειλίζουν χωρώντας τα πάντα και τίποτα συγκεκριμένο. Ωστόσο το βασικό επίδικο της περιόδου συνοψίζεται στο αν θα καταφέρουμε να είμαστε κοινωνικά χρήσιμοι, αν θα παράγουμε κύτταρα αντίστασης και δημιουργίας, αν θα ανταγωνιστούμε τις δομές καταπίεσης και υποτέλειας. Η ανταπόκριση μας στη συνθήκη λοιπόν δε θα προκύψει από την ιδεολογική συμφωνία αλλά από την επιθυμία μας να δράσουμε συλλογικά.  Όχι σπασμωδικά, αλλά βάση στρατηγικής.
Εξάλλου δεν είναι το ιδεολογικό βάθος ή υπόβαθρο που λείπει αλλά η δράση βάση αυτού. Και αυτό όχι γιατί δεν προσπαθούμε αρκετά ή δεν είμαστε συνεπείς σ’ αυτό αλλά επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων δε μας το επιτρέπει.

ΥΓ. Να μελετάμε τον Πουλαντζά, την Ρόζα, τον Λένιν, τον Πάνεκουκ κοκ ως θεωρητικούς, που έχουν ίσως κάτι να μας πούνε και όχι για να έχουμε κάτι για να την πούμε στους άλλους. Συγκεκριμένα για τον Πουλαντζά, το έργο του συγκεφαλαιώνεται γύρω από πέντε βασικές θεωρητικές εργασίες, σε ισάριθμα βιβλία: Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις Φασισμός και δικτατορία, Οι τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Η κρίση των δικτατοριών, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός.

Ανάρτηση από: http://k-lab.zone