Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Βασίλης Φίλιας: Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις – καταναλωτισμός

(Απόσπασμα από τη δέκατη τρίτη έκδοση του βιβλίου «ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ» του Βασίλη Φίλια, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή – Αθήνα 1994. Το βιβλίο περιέχει εργασίες (όπως ο ίδιος ο Βασίλης Ι. Φίλιας τις ονομάζει) που γράφτηκαν μεταξύ του 1977 και 1982. Σήμερα αυτές παραμένουν αξιοπρόσεκτα επίκαιρες και αποτελούν δείγματα διορατικότητας και βαθύτατου προβληματισμού).


Στεκόμαστε βουβοί και παθητικοί μπροστά στην τηλεόραση και δεχόμαστε κάθε ανόητη φαντασμαγορία, κάθε ηλίθιο φιλμ και ασυνάρτητο «σόου» σαν ευχαρίστηση. Οι έμποροι του ελεύθερου χρόνου σερβίρουν αποβλακωτικά «υ­περθεάματα», που μας φαίνονται διασκεδαστικά, επειδή ξε­μάθαμε να επικοινωνούμε φυσιολογικά και νιώθουμε την απει­λή της πλήξης και της μοναξιάς να μας κυκλώνει από παντού.
Σημεία των καιρών, ενδεικτικά μιας γιγάντιας πολιτιστικής κρίσης κι ενός γενικευμένου κλίματος παρακμής. Αναμφισβή­τητα, και το τίμημα, που πληρώνει ο καθένας μας ατομικά και η κοινωνία στο σύνολό της είναι πολύ μεγάλο για να μπορέ­σει ν’ αγνοηθεί. Από κάπου πρέπει ν’ αρχίσει η αντίδραση προς αυτή την καθολική πορεία εκχυδαϊσμού και αλλοτρίωσης, που χαρακτηρίζει την εποχή μας.

Οι νέοι και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι η ελπίδα. Οι νέοι, γιατί διατηρούν μέσα τους ζωντανό το όνειρο και τη μεγάλη προσδοκία και δεν έχουν ακόμα παραιτηθεί ούτε συμβιβαστεί και οι σκεπτόμενοι γιατί αρνούνται τη θυσία των γνήσιων ανθρώπινων αξιών στο Μολώχ της καταναλωτικής «ευ­δαιμονίας» .
Ναρκωτικά, πορνοφίλμ, πορνοέντυπα, εκχυδαϊστικά πρότυ­πα «επιτυχίας», διαφημιστική ακολασία, αποβλακωτική και πα­θητικοποιητική τηλεόραση, η αποθέωση της βίας, της αποκτή­νωσης και της συναισθηματικής ψυχρότητας σ’ όλους τους τόνους και σ’ όλες τις αποχρώσεις και όλα αυτά στο όνο­μα μιας υποθετικής ελεύθερης, πολυχρωμικής, πολυδιάστατης και πολυφωνικής κοινωνίας, την οποία – προσπαθούν να μας πείσουν – έχουμε το τεράστιο προνόμιο να απολαμβάνουμε. Να απολαμβάνουμε με τίμημα την πνευματική, την ψυχική, αλλά και την σωματική απονέκρωση μεγάλων μερίδων του πληθυ­σμού και βεβαίως της νέας γενιάς, που ζουν ένα εντελώς πλαστό όνειρο «ευτυχίας» και «ηδονής», που τους προσφέ­ρεται «προκάτ», μέσα από χίλιους δυο αγωγούς που τους διαποτίζουν μέχρι το κόκαλο, διαμορφώνοντας μια ψεύτικη συνείδηση κι ακόμα πιο ψεύτικη «ιδεολογία».
Εκφράζουν συμφέροντα αυτοί οι αγωγοί; Μα και βέβαια εκφράζουν συμφέροντα. Συμφέροντα μιας οικονομίας, που για να λειτουργήσει και να επιβιώσει έχει απόλυτη ανάγκη από τον καταναλωτικό τύπο ανθρώπου, τον τύπο εκείνο, που συγκεντρώνει όλο το νόημα της ζωής του σε πρότυπα «αφθο­νίας», που του καλλιεργούνται συστηματικά από μια κυριολε­κτικά καταιγιστική διαφήμιση. Μια διαφήμιση ταγμένη να συντη­ρεί το κέρδος, μαστιγώνοντας την καταναλωτική ζήτηση με κάθε εκμαυλιστικό μέσο. Η τρομακτική αντίφαση έγκειται στο ότι όσο πληρέστερα και υπερχειλικά «ικανοποιείται» το άτομο τόσο περισσότερο υποβαθμίζονται και καταστρέ­φονται τα συλλογικά αγαθά της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα δά­ση χάνονται, οι θάλασσες και τα ποτάμια γίνονται βούρκοι, η ατμόσφαιρα μολύνεται, οι πόλεις γίνονται άξενες, αφόρη­τες, ασφυκτικά πιεστικές. Το άτομο – σουπερκαταναλωτής για να λειτουργήσει «σωστά» στην οικονομία του κέρδους του ύστερου καπιταλισμού πρέπει να «απεκδυθεί» κάθε αντίληψη συλλογικού αγαθού.
Η ομορφιά της ζωής πρέπει να περιοριστεί στην ακόρεστη καταβόθρα ενός καταναλωτικού και αποκτητικού «πάθους». Όχι το «είναι» της ζωής μας, αλλά το «έχειν», έλεγε ο μεγά­λος Έριχ Φρομ, είναι ο νόμος της ύπαρξής μας στον σύγ­χρονο κόσμο. Όσο διογκώνεται το «έχει» τόσο συρρικνώ­νεται το «είναι», τόσο λιγότερο ικανοί γινόμαστε να ολο­κληρώσουμε την προσωπικότητά μας και να βιώσουμε πολυδιά­στατα τη ζωή μας. Χάνουμε βαθμιαία την επαφή και την αίσθηση της φύ­σης, χάνουμε την επαφή με το σώμα μας, επικοινωνούμε – τι ειρωνεία στην εποχή της γιγάντιας ανάπτυξης των μέσων μα­ζικής επικοινωνίας – όλο και λιγότερο, σκεφτόμαστε όλο και επιδερμικότερα και βεβαίως στη βάση πάντοτε των διαφημιστι­κο-προπαγανδιστικών υποδειγμάτων.
Ο γραπτός λόγος μας κουράζει, ο προφορικός περιορί­ζεται μόνο στα απολύτως αναγκαία και καθημερινά, μόνο η εικόνα μας «διευκολύνει» για να καταλάβουμε (;;) τον κόσμο μας. Τι άνετη, αλήθεια, κατάσταση για όσους έχουν κάθε λό­γο να μείνει αναλλοίωτος ο κόσμος που ζούμε! Το κράτος στο βαθμό που δεν είναι ταυτισμένο με τα πανίσχυρα συμφέροντα, που καθορίζουν το πλάνο της ζωής μας είναι ανίσχυρο να αντιδράσει στην ασύλληπτη πλύση εγκεφάλου, που υφιστά­μεθα νύχτα – μέρα. Πλύση εγκεφάλου, που κάνει εμάς τους ίδιους πράκτορες απογύμνωσης και εκχυδαϊσμού της ζωής μας στο όνομα της αφθονίας και της υπεραπολαυστικής «αναζή­τησης»…
Κατάλληλα «ντρεσσαρισμένοι» εμείς οι ίδιοι γινόμαστε «ντρεσσαριστές» των παιδιών μας για μια ζωή τελικά χωρίς πραγματική χαρά και αληθινά νόημα. Το «όραμα της ηδονής» δεν είναι νόημα ζωής κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι γνήσια πολιτικοποιημένοι νέοι, οι μόνοι που το ξέρουν. Το «όραμα» της ηδονής» σαν υποκατάστατο μιας ζωής χωρίς νόημα, έξαρ­ση και ιδανικά οδηγεί αναπόδραστα σε μια φυγή χωρίς τέλος. Φυγή από μια πραγματικότητα, που σε τελευταία ανάλυση παρά το λούστρο της, τα φτιασίδια της, το βερνίκω­μά της, είναι απάνθρωπη.
Φυγή, που εκφράσεις της, το αλκοόλ, το πορνό, η βία, η σιωπή, η παθητικοποίηση, η απά­θεια και η αποκτήνωση. Ώσπου το παιδί σε μια επίπονη και μακρόχρονη πάλη, που θα δίνεται σ’ όλα τα επίπεδα – την οικογένεια, τη συνολική κοινωνία, τους μηχανισμούς του κρά­τους – να ξαναποκτήσει την δεκτικότητα του δάσους, αντί να ξεχωρίζει τους διάφορους τύπους αυτοκινήτων από το θό­ρυβο του μοτέρ, ώσπου να ξαναμάθει να χρησιμοποιεί το σώμα του σύμφωνα με τον πολυδιάστατο προορισμό του έως ότου να ξαναδιδαχτεί να ενεργοποιεί κριτικά το μυαλό του, η μάχη θα είναι χαμένη.
Διορθωτικά, περιοριστικά το πράγμα θα ελέγχεται ως ένα βαθμό, οι ρίζες όμως, οι πηγές θα παραμένουν άθικτες. 0 αλλοτριωμένος, ο αποξενωμένος, ο υπερπροστατευμένος και ταυτόχρονα υπεραπειλημένος νέος άνθρωπος θα ψάχνει για λύτρωση εκεί, που δεν υπάρχουν παρά μόνο θανάσιμες πα­γίδες. Και θα Ψάχνει όλο και περισσότερο όσο τα ψεύτικα υποδείγματα ζωής, που του υποβάλλονται μειώνονται αντί να αυξάνουν την ικανότητα να ζει και να χαίρεται. Ίσως τίποτα δεν είναι τόσο ενδεικτικό για τη μείωση αυτής της ικανότητας, όσο η γεωμετρική αύξηση των περι­πτώσεων ψυχολογικής σεξουαλικής ανικανότητας ή ψυχρότη­τας των νέων ανθρώπων που επισημαίνουν οι ψυχίατροι στη χώρα μας. Τώρα όσο ποτέ άλλοτε πρέπει, όπως έλεγε ο ποιη­τής, να συνειδητοποιήσουμε ότι πήραμε τη ζωή μας λάθος και να δούμε πώς και με τι μέσα θα αλλάξουμε ζωή.
*     *     *
Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τα φαινόμενα εξελικτικά, αναζητώντας την πορεία και τους συντελεστές της μεταβολής τους. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο, μπορεί να φτάσει σ’ ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα και να μην μείνει σε μια «φωτογραφική» προσέγγιση της πραγματικότητας όπου βασιλεύει – υποτίθεται – το τυχαίο και το επεισοδιακό. Σε τελευταία ανάλυση τίποτα δεν είναι τυχαίο, αλλά τα πάντα έχουν βαθιές κοινωνικού χαρακτήρα αξίες και συναρτή­σεις, που συνήθως αρνιόμαστε να δούμε. Βαθιές αιτίες, οι οποίες ακριβώς αποκαλύπτονται όταν δεν εξετάζουμε μεμο­νωμένες περιπτώσεις, αλλά μια ορισμένη κατηγορία εκδηλώ­σεων στο σύνολό τους και στη διαδρομή του χρόνου.
Προκαλούνται αυτές οι σκέψεις όταν διαπιστώνουμε την αλματώδη αύξηση του είδους εκείνου της εγκληματικότητας, που αν δεν ήταν τελείως άγνωστο, πάντως ήταν σπάνιο στη χώρα μας: την ένοπλη ληστεία, το περίφημο χόλντ-απ των Αμερικάνων. Ένα είδος εγκληματικότητας, που δείχνει ότι και στην Ελλάδα αναπτύσσεται βήμα προς βήμα ο γκαγκστερισμός και γενικότερα μορφές αντικοινωνικότητας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κάθετη αύξηση της επιθετικότητας, που διαπιστώνουμε κάθε στιγμή στην καθημερινή ζωή με προβλη­ματίζει βαθιά και νομίζω ότι πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Σπείραμε ανέμους, θερίζουμε θύελλες δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. H σύγχρονη ζούγκλα επεκτείνε­ται με ταχύτατους ρυθμούς και το «σκληρό» έγκλημα γίνεται πλέον στοιχείο της καθημερινής μας ζωής. H κοινωνία μας αφού πέρασε μια φάση γενικής χαλάρωσης των ηθών, με την έννοια ότι κάθε τι, που δεν ερχόταν απευθείας σ’ αντίθε­ση με τον Νόμο κατάντησε να είναι κοινωνικά ανεκτό, οδηγή­θηκε μοιραία στη φάση πολλαπλασιασμού των φαινομένων ανοικτής παρανομίας, που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η πρώτη φάση δεν προετοίμασε τη δεύτερη, ότι οι δυο φάσεις δεν συνδέονται άμεσα και στενότατα μεταξύ τους. Ο αμοραλισμός, η κυνικότητα, η ανομία καλλιεργούν και προετοιμάζουν το έδαφος όπου τε­λικά φυτρώνει το έγκλημα.
Οσοδήποτε κι αν φαίνεται παράδοξο, η λεγόμενη «κοι­νωνία της αφθονίας» κι ο υπερκαταναλωτισμός «μαλάκωσαν» και ξέφτισαν τ’ αναχώματα, που κρατούσαν τον γκαγκστερισμό έξω από τη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο γκαγκστερισμός είναι μια μορφή εγκλήματος, που ανθεί α­κριβώς στις κοινωνίες εκείνες που το «ιδεώδες» της κατανάλωσης προωθείται σε υπέρτατη κι αυταπόδεικτη αξία. H «κοινω­νία της αφθονίας» λειτουργεί εξουθενωτικά πάνω στις δυ­νάμεις αναστολής και αυτοσυγκράτησης, που είναι πρωταρ­χικός στόχος κάθε παιδαγωγικού συστήματος. Έτσι άλλωστε εξηγείται ότι νεαρά άτομα κατά κανόνα υιοθετούν αυτές τις μορφές έκνομης δράσης. Είναι γνωστό ότι ο υπερώριμος κα­πιταλισμός επιβιώνει, αναπτύσσοντας τον υπερκαταναλωτισμό, μαστιγώνοντας τις επιθυμίες γι’ απόκτηση, πληθαίνοντας τη σπατάλη. Το τίμημα αυτής της επιβίωσης είναι η τρομακτική αύξηση της επιθετικότητας, η παρόξυνση της ανταγωνιστι­κότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, η επίταση της βίας, το «σκληρό» έγκλημα. Τα κοινωνικά υποδείγματα, που προωθεί η «κοινωνία της αφθονίας» είναι βαθιά εγκληματογόνα, διότι συνδέουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοεπιβίωση του ανθρώ­που με την ικανότητά του να καταναλώνει και να επιδεικνύε­ται καταναλώνοντας. Κάθε μέσο για την απόκτηση της δυ­νατότητας αυτής γίνεται «θεμιτό» από την στιγμή που κοι­νωνικά αναγνωρίζεσαι και «καταξιώνεσαι» στη βάση αυτής σου της ικανότητας. Τα διαφημιστικά ερεθίσματα, τα πρότυπα «επιτυχίας», που προτάσσει η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, ο Τύπος, δεν είναι καθόλου αθώα κι ακίνδυνα, όπως μερικοί επιμένουν να υποστηρίζουν.
Ο σημερινός άνθρωπος και ιδιαίτερα ο αδιάπλαστος άν­θρωπος βρίσκεται κάτω από μια ψυχολογική πίεση που προ­καλεί το με χίλιους δυο τρόπους κι από χίλια δυο κανάλια προβαλλόμενο όραμα της καταναλωτικής «ευτυχίας». Σε τε­λευταία ανάλυση o άνθρωπος μαθαίνει να ψάχνει γύρω του, δεν ψάχνει μέσα του για να βρει το λόγο της ύπαρξής του και το νόημα της ζωής του. Το αδιάκοπο αυτό κυνήγι του φευγαλέου αυτού οράματος μιας τελείωσης μέσα από την από­κτηση και την κατανάλωση έχει ανυπολόγιστες ψυχοκοινωνι­κές επιπτώσεις. Εκεί πρέπει κανείς να αναζητήσει μια από τις σημαντικότερες αιτίες για το άγχος, την επιθετικότητα, την έλλειψη ανθρώπινης επικοινωνίας και τη νεύρωση, αλλά και τον ψυχρό κυνισμό και το έγκλημα. Η αίσθηση της κοινω­νικής αδικίας δημιουργεί μεταρρυθμιστές ή επαναστάτες. Το καταναλωτικό όμως, «όραμα» γεννάει όλες τις μορφές κοινωνικής παθογένειας, από την ανηθικότητα ως το έγκλη­μα, κι αυτό είναι κάτι, που δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσμα­τικά με τη βελτίωση των μέτρων καταστολής, με την κα­λύτερη αστυνόμευση, αλλά με την ανάπτυξη άλλων ανθρωπι­νότερων κι ουσιαστικότερων αξιολογιών.

Χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιούμε δάσκαλοι, δημο­σιογράφοι, ηγέτες της κοινής γνώμης, τύπος και κόμματα λειτουργούμε μέσα στο πλαίσιο και με τις προδιαγραφές της «κοινωνίας της αφθονίας» αντί, όπως θα’ πρεπε, να κηρύσσου­με προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η ζωή είναι κάτι απέραντα ουσιαστικότερο, σημαντικότερο κι ωραιότερο από τον κατανα­λωτικό πυρετό. Δύσκολο βέβαια σε μια κοινωνία, που λει­τουργεί σ’ όλη την γραμμή σ’ αυτή την βάση να δημιουρ­γηθούν αντισταθμίσματα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε δικαίωμα να παραιτηθούμε, ακόμη και κάτω από τις σημερι­νές, τις τόσο αρνητικές συνθήκες.
Ανάρτηση από: http://ellogos.net