Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Η «αξιοπρέπεια» του ακέραιου παρθενικού υμένα

Φίλε Πιτσιρίκο, τα χρόνια πριν την δημιουργία της ΕΕ -και στην συνέχεια της Ευρωζώνης-, οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου ήταν φτωχές και ανοργάνωτες, με κρατικές δομές υποτυπώδεις και οικονομίες βασισμένες στον νόμο της άγριας και πάλαι ποτέ απολίτιστης Δύσης.
Δηλαδή ό,τι προλάβει και όποιος προλάβει πρώτος τρώει, ο επόμενος να πάει να γ@μηθεί.
Ο φτωχός συνέχιζε φτωχός και σε γενικές γραμμές ο μοναδικός τρόπος εξόδου από την τρύπα ήταν η «επαφή» με το παράνομο -είτε με το νόμιμο- έγκλημα.
Στις λαϊκές παραδόσεις, οι ηγέτες των νόμιμων, ημιπαράνομων και παράνομων οικονομικοπολιτικών συστημάτων συναλλαγής απέκτησαν χαρακτηριστικά λαϊκού ήρωα, αγγέλου και διαβόλου μοιαζεί.
Παντού συνέβη αυτό, στην νότια Ιταλία όμως απέκτησε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έγινε αφορμή για την δημιουργία αμέτρητων ταινιών και βιβλίων.
Τα χρόνια της γενικευμένης κοινωνικής φτώχειας, εκείνος που δεν είχε τίποτα πέρα από τα απολύτως απαραίτητα για να επιβιώσει, έπρεπε να αποκτήσει κάτι σημαντικό –στα μάτια του τουλάχιστον καθώς και στα μάτια των διπλανών του– για το οποίο να αισθάνεται υπερήφανος.
Το μαγικό φίλτρο ενάντια στην δυστυχία της μίζερης ζωής δεν άργησε να βρεθεί και ολόκληροι λαοί βούτηξαν μέσα στην χύτρα με τον μαγικό ζωμό.
«Αξιοπρέπεια»!
Φτωχοί μεν, τίμιοι και αξιοπρεπείς δε.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε ατομικό επίπεδο έπαιρνε την μορφή που συναντούσαμε κατά κόρον στις παλιές ελληνικές δραματικές ταινίες.
Είτε είχε την μορφή του «έμεινα παρθένα για το παιδί μου» δηλαδή της συνειδητής και υπερήφανης υποκρισίας, είτε κινούνταν πάνω στην λογική του «κράτησα με νύχια και με δόντια την όμορφη κόρη μου παρθένα για να έρθεις να την πάρεις εσύ, πλούσιε μπρατσαρά μου» δηλαδή της συναλλαγής και του ξεπουλήματος.
Σε συλλογικό επίπεδο η μαγική συνταγή δεν διαφέρει και πάρα πολύ.
Πάντα στην σύγχρονη ιστορία μας οι Έλληνες πολεμάμε σαν λιοντάρια και ορμάμε στον εχθρό όπως οι αετοί, ποτέ όμως δεν θα βρεις πουθενά στα βιβλία της ιστορίας την φράση «τρέχαμε να σωθούμε όπως τρέχουνε οι λαγοί» -πχ ήττα στον Σαγγάριο και διάλυση του «νικηφόρου» στρατεύματος μέσα σε χρόνο dt-, ούτε θα ακούσεις ποτέ κανέναν να λέει ότι «καθίσαμε σαν τις κότες τις λειράτες», πχ αυτοδιάλυση του νικηφόρου και απειροπόλεμου στρατεύματος στα βουνά της Αλβανίας, μόλις οι Γερμανοί περάσανε τα βόρεια σύνορα της χώρας ή ακόμα πιο πρόσφατα και πιο οδυνηρά όταν ο Αττίλας ξέσχιζε την μαρτυρική Κύπρο κι εμείς αποχωρούσαμε …αξιοπρεπώς και προσωρινώς, βεβαίως-βεβαίως, από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Μετά ήρθε η ΕΟΚ-ΕΕ, τα ΜΟΠ, η Ολυμπιάδα, τα ΕΣΠΑ και τα χαμηλά –λόγω ευρώ– επιτόκια δανεισμού.
Η ρεμούλα και η πελατειακή «δημοκρατία ανέβηκε σε άλλα πρωτόγνωρα για την ψαροκώσταινα επίπεδα.
Τώρα μπορούσε το σύστημα να ταΐσει πολύ περισσότερες συνειδήσεις από ό,τι παλαιότερα και φυσικά το έκανε.
Η «αξιοπρέπεια του συμπαγούς παρθενικού υμένα» μετατράπηκε σε «αξιοπρέπεια» της Μυκόνου και των Καγιέν.
Η όμορφη κόρη δεν έπρεπε να μείνει πια παρθένα μέχρι να την ερωτευτεί το πριγκιπόπουλο.
Πήγαινε στην τράπεζα έπαιρνε το δάνειο, αγόραζε το Gucci, το Peugeot το κάμπριο, πήγαινε Μύκονο, πήγαινε στον Ρέμο, στην Βανδή, στην Βίσση, ανέβαινε στα τραπέζια, τραλαλά και τραλαλό.
Επιχείρηση, κωδικό όνομα Μουνοπαγίδα.
Και μετά ξαφνικά (;) ήρθε η χρεοκοπία. Και τα μνημόνια. Και η Βουλγαροποίηση.
Και η παλιά, καλή (;) εποχή του ακέραιου παρθενικού υμένα όλο και πλησιάζει.
Καμία πρόοδος.
Τίποτα επί της ουσίας δεν αλλάζει.
Ίδιες νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Καμία εξέγερση. Υποταγή όπως πάντα. Μπόχα.
Την περίοδο λοιπόν που εμείς στον Νότο το είχαμε ρίξει στην «αξιοπρέπεια» άλλοι λαοί σε τόπους μακρινούς, παράξενους και πρωτόγονους για τα δικά μας τα μέτρα και σταθμά, έπαιρναν μαθήματα από τους βασανιστές και βιαστές τους κι αντιλαμβάνονταν πως ο σοβαρότερος παράγοντας που δικαιολογούσε την συντριπτική ανωτερότητα των «δυτικών» σε όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών, της τεχνολογίας και της οικονομίας δεν ήταν ούτε τα όμορφα γαλανά τους μάτια και μακριά κατάξανθα μαλλιά τους, ούτε ακόμα περισσότερο ο πιο δημιουργικός εγκέφαλός τους.
Κατάλαβαν πως η διαφορά βρίσκονταν στην οργανωτική τους δομή.
Την οποία φυσικά αποφάσισαν και να αντιγράψουν.
Τα αποτελέσματα γνωστά.
Αν έλεγες σε κάποιον την δεκαετία του ’50 και του ’60 ότι πενήντα χρόνια μετά στις πρώτες θέσεις στην τεχνολογική κι επιστημονική καινοτομία θα βρίσκονταν χώρες όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα, η Ταίβάν, η Μαλαισία και η Σιγκαπούρη θα έπεφτε κάτω ξερός από τα γέλια.
Αν μάλιστα έλεγες σε κάποιον νότιο Ευρωπαίο σήμερα πως και οι χώρες του Νότου θα μπορούσαν επενδύοντας στην αλλαγή όλων των θλιβερών νοοτροπιών και δομών που ταιριάζουν σε προηγούμενους αιώνες, να διεκδικήσουν μια διαφορετική θέση στο παγκόσμιο στερέωμα, θα σε κοιτούσε θλιμμένα και θα σου έλεγε με την φωνή της γιαγιάς που περιμένει τον χάροντα από ώρα σε ώρα να την πάρει: «και ποιος μας αφήνει εμάς παιδάκι μου; Για εμάς αποφασίζουν οι Άγγλοι, οι Αμερικάνοι, οι Γερμανοί, οι Ρώσοι».
Κι αυτή είναι η πλέον συνηθισμένη αντίδραση. Γιατί υπάρχει κι η άλλη. Εκείνη του τρελού ενθουσιασμού.
«Ουάου, θα τους σκίσουμε! Let’s do it man!».
Χαίρεσαι. Ωραία ρωτάς, τί πρέπει να αλλάξουμε από αυτά που υπάρχουν σήμερα, τι σχέδιο πρέπει να ακολουθήσουμε, τι εναλλακτικές έχουμε.
Κι ακούς την απάντηση που σε αφήνει μετέωρο:
«Όλα πρέπει να τα αλλάξουμε».
Τέλεια λες από μέσα σου, αλλά ρωτάς ξανά. Ποιο είναι το πλάνο;
«Θα φέρουμε ξανά την δικαιοσύνη στον τόπο (πότε είχαμε;), θα κλείσουμε τους ενόχους φυλακή (πότε τους κλείσαμε παλαιότερα;), θα απαιτήσουμε τις γερμανικές αποζημιώσεις (που ξέρουμε καλά πως δεν πρόκειται να μας τις δώσουνε), θα διαγράψουμε μονομερώς το χρέος (δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι λέγεται ακόμα αυτό, αλλά ας είναι).
Ωραία, αυτά είναι τα αυτονόητα.
Με τα υπόλοιπα τι κάνουμε;
Με την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με την αναδιοργάνωση της διοίκησης, με τον επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής, με την πλήρη, ορθολογική και αποδοτική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, της υγειονομικής φροντίδας, της κοινωνικής ασφάλισης -που θα πρέπει να είναι πολλά κιλά ηλίθιος κάποιος για να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι- του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, κλπ, κλπ.
Καμία απολύτως συγκεκριμένη απάντηση.
Κανένα συγκεκριμένο – έστω και γενικό – πλάνο.
Συνεχή ευχολόγια και «έχει ο θεός».
Θα δούμε στην πορεία ανάλογα με τις καταστάσεις, το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη, ας διώξουμε πρώτα τους Γερμανούς και θα δούμε μετά, κλπ, κλπ.
Βαρέθηκα. Και σιχάθηκα.
Ας είναι καλά κι ο Άρης που στο τελευταίο του κείμενο μου θύμισε όσα έλεγε ο μακαρίτης ο Ραφαηλίδης για το «ελληνοχριστιανικό» ΚΚΕ και το αντίδωρο της σωτηρίας που προσφέρει στους –λιγοστούς του πια– πιστούς, παρηγοριά που μοιάζει θλιβερά με τα πνευματικά συσσίτια της Εκκλησίας.
Στα ίδια πλαίσια κινούνται και τα σημερινά υπόλοιπα της αριστεράς από τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον Λαφαζάνη και την Κωνσταντοπούλου, μέχρι τον σοσιαλδημοκράτη ποπολάρο Βαρουφάκη.
Αριστεροί κύκλοι ομαδικής ψυχοθεραπείας.
Κι αν τους ρωτήσεις σχετικά με τις εντυπώσεις τους από την περίοδο της άνευ όρων υποταγής της αριστεράς μετά τις εκλογές του 2012, θα σου μιλήσουν για τον βρωμερό προδότη Τσίπρα, για τις αφόρητες πιέσεις από τον ξένο παράγοντα, και για την παροδική έστω ανάταση και «αξιοπρέπεια» που πρόσφερε «ο αγώνας» στον λαό.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι «αξιοπρέπεια» υπήρχε πάντοτε εν αφθονία, πολιτικό και οργανωτικό σχέδιο απουσίαζε και συνεχίζει να απουσιάζει.
Μετά το δημοψήφισμα, ο Κομπανιέρο –όποτε γράφει– είναι καταιγιστικός. Τα χώνει και επισημαίνει αλήθειες που θα έπρεπε να μας πονάνε όλους.
Η αλήθεια όμως είναι ότι πονάνε πολύ λίγους.
Κι εσύ θα το έχεις διαπιστώσει πως το πόπολο γουστάρει βρισίδια σε Κυριάκο και Τσίπρα και πλακίτσα.
Ο προβληματισμός περιορίζεται στην απάντηση του θεμελιώδους ερωτήματος για τον νεο-ελληνισμό:
Ποιος είναι ο λιγότερο πουλημένος και ξεφτιλισμένος Έλληνας πολιτικός;
Βαρέθηκα.
Φιλιά πολλά από την Εσπερία
Ηλίας

Υ.Γ. Νομίζω πως τα όσα γράφεις για την … Αγία Τριάδα, περιγράφουν το τίποτα που είμαστε σαν κοινωνία και το τίποτα που θα μείνουμε. Άλλωστε, η «αξιοπρέπεια του ακέραιου παρθενικού υμένα» ταιριάζει πολύ με τις προσευχές και τα σταυρουδάκια. Όπως ταιριάζει και το μαρτίνι με την βότκα. Τουλάχιστον από τότε που εγκατέλειψα την χώρα δεν πληρώνω δεκάρα τσακιστή για το παπαδαριό.

(Αγαπητέ Ηλία, το πόσο οργανωμένη είναι η Ελλλάδα και το πόσο πιστεύει στην οργάνωση, φάνηκε με το ότι έχασε μέσα σε μερικά χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Και μάλιστα, έχασε τους Έλληνες που μπορούν να την αλλάξουν. Και κανείς δεν μιλάει για αυτό. Κανένα πλάνο για αξιοποίηση των Ελλήνων, κανένα πλάνο για τη χώρα. Η Παναγία, τα Θρησκευτικά, πούλιες, αυγερινοί, ξωκκλήσια, πανηγύρια, τσίπουρα και τέτοια. Ηλία, δεν αξίζει τον κόπο. Άκουσέ με. Έχουμε και μια ψυχή να σώσουμε. Να είσαι καλά.)


Ανάρτηση από: http://pitsirikos.net