Πηγή: Unsere Zeit (εφημερίδα του Γερμανικού ΚΚ – DKP), μετάφραση: Θ.Ν.
Η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Ο Ουκρανός υπουργός Πολέμου, Ολέξι Ρεσνίκοφ, είχε επίσης ρίξει τη μάσκα: Η Ουκρανία είναι » ντε φάκτο μέλος του ΝΑΤΟ». Το ότι το ΝΑΤΟ διεξάγει έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων υπό τις διαταγές της Ουάσιγκτον με εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανούς ως κρέας για τα κανόνια είναι ένα ανοιχτό μυστικό. Οι χώρες του ΝΑΤΟ είναι εμπόλεμα μέρη, όπως το βλέπει και ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Λαβρόφ. Η Ρωσία δεν βρίσκεται σε έναν υβριδικό πόλεμο, αλλά σε έναν «πραγματικό πόλεμο» με τη Δύση.
Η Μπέρμποκ είχε ξεκαθαρίσει τον στόχο της από την αρχή της σύγκρουσης: «Θέλουμε να καταστρέψουμε τη Ρωσία». Ο υπουργός Πολέμου των ΗΠΑ Λόιντ Όστιν επιβεβαίωσε αργότερα τις δηλώσεις της Μπέρμποκ. Όπως μπορεί να διαβάσει κανείς και στα στρατηγικά έγγραφα της κυβέρνησης Μπάιντεν, στόχος της Ουάσιγκτον είναι η στρατηγική αποδυνάμωση της Ρωσίας και της Κίνας. Αυτή είναι η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ από την εποχή του «πίβοτ στον Ειρηνικό» του Ομπάμα το 2011. Το μόνο που συζητείται έκτοτε είναι η προσέγγιση. Σε αδρές γραμμές διατυπωμένο: Πρώτα η Ρωσία ή πρώτα η Κίνα ή και τα δύο ταυτόχρονα; Η παθολογικά αντιρωσική κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιλέξει ξεκάθαρα την πρώτη επιλογή.
Όπως επιβεβαίωσαν η φράου Μέρκελ και ο μεσιέ Ολάντ, αυτός ο πόλεμος έχει προκληθεί σκόπιμα με την αρωγή τους από το 2014. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Η συνεργασία των αμερικανικών υπηρεσιών με τους Ουκρανούς ναζιστές εντολοδόχους τους πάει πίσω στο χρόνο πάνω από τρία τέταρτα του αιώνα. Οι μαχητικά αντικομμουνιστές Ουκρανοί φασίστες ήταν ένα σημαντικό χαρτί ήδη για τον γερμανικό φασισμό. Επίσης, συμμετείχαν στον υπόγειο πόλεμο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών κατά της Σοβιετικής Ένωσης και από τη δεκαετία του 1990 συμμετέχουν στον πόλεμο κατά της Ρωσίας.
Το 1991, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η «συλλογική Δύση» είχε μια μοναδική ευκαιρία να διεισδύσει στον προηγουμένως κλειστό χώρο τόσο οικονομικά όσο και από άποψη πολιτικής ισχύος. Κρίσιμη σημασία είχε εδώ ο έλεγχος του σοβιετικού/ρωσικού μηχανισμού εξουσίας και η πρόσβαση στις ρωσικές πρώτες ύλες. Μετά την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία, και τα δύο κλονίζονταν όλο και περισσότερο.Το πρόβλημα εδώ δεν ήταν η έλλειψη προθυμίας για συνεργασία εκ μέρους του Ρώσου προέδρου- υπήρχε σίγουρα προθυμία για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλοί λένε ότι ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Το πρόβλημα είναι το τεράστιο μέγεθος της Ρωσίας: γεωγραφικά, από την άποψη των πρώτων υλών, οικονομικά και από την άποψη της πολιτικής ισχύος. Η Ρωσία, όπως και η Κίνα, θα είναι πάντα ένας (ανασφαλής) παράγοντας ισχύος για τη Δύση, εκτός εάν καταστεί δυνατό να διασπαστεί, να βαλκανοποιηθεί. Αυτές οι εκτιμήσεις καθοδηγούν τη γεωστρατηγική των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1990. Για τον λόγο αυτό, το ΝΑΤΟ συνέχισε την πορεία του προς τη Μόσχα. Ακόμα κι αν ο στόχος, ένα είδος «πραξικοπήματος αλά Μαϊντάν» στην Κόκκινη Πλατεία, δεν φαίνεται μέχρι στιγμής πολύ ρεαλιστικός, οι πυρηνικά εξοπλισμένοι αμερικανικοί πύραυλοι στο κατώφλι της Ρωσίας έγιναν μια πραγματική επιλογή.
Μετά τον Ναπολέοντα, το 1812, τον Γερμανό Κάιζερ, το 1914, τον Αδόλφο Χίτλερ, το 1941, η Ρωσία αντιμετωπίζει τώρα μια τέταρτη υπαρξιακή απειλή. Αυτή τη φορά υπό τις διαταγές ενός εμφανώς γηραλέου προέδρου των ΗΠΑ και με την υποστήριξη ολόκληρης της «συλλογικής Δύσης».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ρωσική ηγεσία αντιστάθηκε στην πυρηνική δαμόκλειο σπάθη. Όταν όλες οι διπλωματικές προσπάθειες απέβησαν άκαρπες, άρχισε η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση». Η διακοπή των ρωσο-ουκρανικών διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη από τον Μπόρις Τζόνσον έδειξε στη ρωσική πλευρά ότι η λύση με διαπραγματεύσεις δεν ήταν εφικτή. Η ρωσική ηγεσία έπρεπε να αλλάξει το σκεπτικό της, από ειδική επιχείρηση σε ολοκληρωμένο συμβατικό πόλεμο υψηλής τεχνολογίας. Η Μόσχα προχώρησε σε μερική επιστράτευση και επανεξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών της.
Εν συνεχεία, από το καλοκαίρι του 2022, έγινε φανερό ότι τα αποθέματα υλικού και προσωπικού της Ουκρανίας, τα οποία είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του οκταετούς επανεξοπλισμού της ως κράτος αντιρωσικής εμπροσθοφυλακής, είχαν εξαντληθεί. Στο Κίεβο, η έκκληση για παραδόσεις όπλων από το ΝΑΤΟ έγινε όλο και πιο ηχηρή. Μετά την προμήθεια σχεδόν των πάντων, από αντιαρματικά όπλα μέχρι αντιαεροπορικούς πυραύλους, βαριά οβιδοβόλα και εκτοξευτές πυραύλων, έφτασαν τώρα στα άρματα μάχης. Ο Γερμανός καγκελάριος υποσχέθηκε στο Κίεβο δύο τάγματα αρμάτων μάχης. Η Ουάσινγκτον πρόκειται να παραδώσει ένα τρίτο. Ανάμεσά τους σχεδόν 150 πολύ διαφορετικά άρματα μάχης. Αμέσως, το Κίεβο προέβαλε την απαίτηση για μαχητικά αεροσκάφη, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και υποβρύχια. Δεδομένου ότι η εκπαίδευση ετοιμοπόλεμων πληρωμάτων αρμάτων είναι θέμα πολλών μηνών, αν όχι ετών, η υποψία είναι ότι στο μέτωπο πρόκειται να σταλούν δυτικοί μισθοφόροι ή μυστικά στρατεύματα. Αυτό θα μπορούσε να σημάνει ότι μετά από 80 χρόνια, όχι μόνο γερμανικά άρματα μάχης αλλά και Γερμανοί στρατιώτες μέσα σε αυτά θα οδεύουν και πάλι προς τη Μόσχα.
Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της συγκέντρωσης αρμάτων του ΝΑΤΟ, εάν πραγματοποιηθεί, είναι αρκετά αμφίβολο, για να μην αναφέρουμε τους εφιάλτες της υλικοτεχνικής υποστήριξης και της επισκευής. Για αυτό το τόσο διαφοροποιημένο υλικό υψηλής τεχνολογίας, πρέπει να υπάρχουν σε απόθεμα ανταλλακτικά, εμπειρογνώμονες επισκευής και συνεργεία στην Πολωνία. Η απόσταση από το μέτωπο είναι περίπου 1.000 χιλιόμετρα.
Η Δύση δεν έχει διεξάγει τέτοιο πόλεμο από το 1945. Ο ρωσικός στρατός είναι τεχνικά τουλάχιστον ισάξιος με τις δυτικές δυνάμεις, έχει αεροπορική υπεροχή και ανώτερες δυνάμεις πυραύλων και πυροβολικού, και με την ενσωμάτωση των νέων στρατευμάτων, υπερτερεί και σε ανθρώπινο δυναμικό. Επιπλέον, η προϊούσα νεοφιλελεύθερη αυτό-υπονόμευση έχει περιορίσει σημαντικά τις στρατιωτικο-βιομηχανικές δυνατότητες της Δύσης. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και το «Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών» (CSIS), μια σημαίνουσα αμερικανική δεξαμενή σκέψης, στην τελευταία του μελέτη με τίτλο «Κενά κοντέινερ στον πόλεμο: Η πρόκληση για την αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ», όπου καταλήγει ουσιαστικά στο συμπέρασμα ότι η αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία δεν είναι προετοιμασμένη για τις προκλήσεις του πολέμου στην Ουκρανία και μιας σύγκρουσης με την Κίνα. Θα ξεμείνει πολύ γρήγορα από σημαντικά οπλικά συστήματα και τύπους πυρομαχικών. Στην ουσία, το CSIS επιβεβαιώνει την εκτίμηση που έκανε το βρετανικό Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών (RUSI) πριν από μερικές εβδομάδες, ότι, δηλαδή, είναι σαφές ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον σε θέση να μπορέσει να διεξάγει αποτελεσματικά έναν τέτοιο πόλεμο.
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ιδιαίτερα υψηλόβαθμοι δυτικοί στρατιωτικοί αμφιβάλλουν για το κατά πόσο έχουν νόημα οι παραδόσεις τεθωρακισμένων, και στην πραγματικότητα ο ίδιος αυτός ο πόλεμος του ΝΑΤΟ συνολικά. Το «Rand Corporation», μια από τις πιο επιδραστικές δεξαμενές σκέψης για τη στρατηγική στις ΗΠΑ, δημοσίευσε επίσης πριν από λίγες ημέρες μια αξιοσημείωτη έκθεση με τίτλο «Αποφεύγοντας έναν μακροχρόνιο πόλεμο». Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «το κόστος και οι κίνδυνοι ενός παρατεταμένου πολέμου στην Ουκρανία είναι σημαντικά» και θα ξεπερνούσαν «τα πιθανά οφέλη μιας τέτοιας πορείας για τις Ηνωμένες Πολιτείες». Με απλά λόγια, ανησυχούν για το ζήτημα της Κίνας, το οποίο έχει παραμεληθεί από τη στενή εστίαση στην Ουκρανία. Κατά μία έννοια, εκεί έχουν το μεγαλύτερο ψάρι να τηγανίσουν.
Αυτό, ωστόσο, δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην άποψη των νεοσυντηρητικών που κυριαρχούν στην Ουάσιγκτον. Θέλουν να κερδίσουν τον πόλεμό τους εναντίον της Ρωσίας. Ποιες είναι όμως οι συνέπειες αυτού του πολέμου του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας που διεξάγεται πλέον εκ των πραγμάτων και κηρύσσεται δημοσίως; Οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις χώρες του ΝΑΤΟ έχουν γίνει νόμιμοι στόχοι για ρωσικά στρατιωτικά πλήγματα. Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν οι ρωσικές πυραυλικές δυνάμεις κατέστρεφαν τα πολωνικά κέντρα εφοδιασμού, την αμερικανική βάση στο Ράμσταϊν ή, όπως εύκολα θα μπορούσαν, το Πεντάγωνο; Τι θα γινόταν αν τα Λέοπαρντς, τα Άμπραμς, τα Τσάλεντζερ καταστρέφονταν όπως ακριβώς τα εκατοντάδες ουκρανικά άρματα μάχης που βρέθηκαν μπροστά τους; Τί θα συμβεί τότε;
Ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς. Η κυρία Μπέρμποκ, με την κάλυψη των νονών της στην Ουάσιγκτον, κήρυξε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Εναπόκειται σε εμάς και σε όλους εκείνους που μπορούν ακόμη να επιστρατεύσουν κάποια εναπομένουσα στοιχειώδη λογική να μπούμε εμπόδιο στους πολεμοκάπηλους.
Ανάρτηση από: https://avantgarde2009.wordpress.com/