Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Το Νοέμβριο του 1974, το δίλημμα – εκβιασμός είχε τεθεί εντελώς ωμά: «Καραμανλής ή τανκς». Το μήνυμα ήταν σαφές. Οι απομένοντες χουντικοί στον στρατό θα ανεχόντουσαν κυβέρνηση Καραμανλή (για ποιόν λόγο άραγε; Γνώριζαν από τότε για το «στιγμιαίο» αδίκημα τους και για τα «ισόβια» που έμειναν ισόβια μονάχα γι' αυτούς που τα επέλεξαν, ενώ οι υπόλοιποι βγήκαν με «προβλήματα υγείας»;).
Σε άλλες συνθήκες το σύνθημα θα είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά λόγω του αστείου σκεπτικού του. Στην ελληνική κοινωνία του 1974 όμως λειτούργησε πραγματικά υπέρ του Καραμανλή εξασφαλίζοντας του έναν εκλογικό θρίαμβο και παντοδυναμία στην Βουλή.
Σήμερα αντίθετα, το δίλημμα – εκβιασμός είναι πιο ραφιναρισμένο. «Μηδενίζοντας το σύνολο του πολιτικού κόσμου, οδηγούμαστε σε αυταρχικές λύσεις». Αυταρχικές λύσεις, δηλαδή τανκς. Η ίδια λογική με το 1974. Μόνο που τώρα δεν επικεντρώνεται σε ένα πρόσωπο ή σε ένα κόμμα. Τώρα είναι «το σύνολο του πολιτικού κόσμου» όλα τα κόμματα δηλαδή (τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» φυσικά). Κι αν κάποιος ζητήσει εξηγήσεις, τον παραπέμπουν στις ταραχές του 2011-2012 και την άνοδο των νεοναζιστών.
Μόνο που ξεχνάνε πως την περίοδο 2010-2012, ολόκληρος ο «πολιτικός κόσμος» έμεινε παράλυτος, ανίκανος να δώσει λύσεις σε προβλήματα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, αδυνατώντας να ελέγξει καταστάσεις, να επιβληθεί, να κυβερνήσει. Οι ταραχές ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πανεθνικής κρίσης, της αδυναμίας του «πολιτικού κόσμου» να συνεχίσει να διοικεί με τον παλιό τρόπο και της άρνησης της κοινωνίας να συνεχίσει να διοικείται με τον παλιό τρόπο. Αυτή η κρίση, η πανεθνική, ήταν που φούσκωσε προσωρινά την Χρυσή Αυγή που δεν είχε δείξει ακόμη ολοκληρωτικά το εγκληματικό της πρόσωπο κι όχι ο «μηδενισμός» του πολιτικού κόσμου. Εξ άλλου όπως είπαμε, δεν χρειαζόταν κανένας μηδενισμός. Ο πολιτικός κόσμος είχε χρεοκοπήσει από μόνος του και χρειαστήκανε μερικά χρόνια ακόμη για να ορθοποδήσει ξανά.
Το δεύτερο δίλημμα – εκβιασμός ακούει στο όνομα «αυτοδυναμία». Αυτοδυναμία φυσικά σημαίνει πρωταρχικά την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών του εκάστοτε υποψήφιου για την πρωθυπουργία. Ο πρωθυπουργός είναι παντοδύναμος, είναι ουσιαστικά ένας μονάρχης που εκλέγεται κάθε τέσσερα χρόνια ή και λιγότερο. Για τα στελέχη του κάθε κόμματος πάλι, αυτοδυναμία σημαίνει τη νομή της εξουσίας και του κρατικού προϋπολογισμού. Σημαίνει κοινωνική και οικονομική άνοδο, αλλά και ικανοποίηση φιλοδοξιών.
Αυτό το σύστημα εξουσίας παράγει όπως είναι φυσικό μονάχα διαφθορά, στασιμότητα, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό μαρασμό. Το κυριότερο όμως είναι πως συγκεντρώνει μια στρατιά άχρηστων και ανεύθυνων, που επιμένουν όμως πως είναι οι μόνοι κατάλληλοι για να διοικούν και να κατευθύνουν την χώρα.
Και φυσικά η ανικανότητα και η ανευθυνότητα δεν περιορίζεται μονάχα στα στελέχη του κόμματος που κυβερνά. Επεκτείνεται και στο στελεχικό δυναμικό του κρατικού μηχανισμού, μόνιμο και έκτακτο, πρώτον μέσω του πελατειακού μηχανισμού και δεύτερον μέσω της μίμησης προς τους ανωτέρους. Αλλά και σε όσες ιδιωτικές εταιρείες που συνεργάζονται με το Δημόσιο.
Το αποτέλεσμα είναι οι διαδοχικές καταστροφές. Φονικές πυρκαγιές και πλημμύρες, εθνικές ταπεινώσεις, πτωχεύσεις και μνημόνια. Αλλά και χιλιάδες άλλες μικρές περιπτώσεις που βαφτίζονται «ατυχήματα», όπως ο θάνατος του εντεκάχρονου μαθητή από έκρηξη λέβητα στο σχολείο του στις Σέρρες.
Αξίζει να σταθούμε στο τελευταίο αυτό περιστατικό, γιατί έδειξε την ανευθυνότητα όλων των εμπλεκομένων, άμεσα ή έμμεσα. Ο πρώτος που έσπευσε να δηλώσει «ανεύθυνος» άρα αθώος, ήταν ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, τονίζοντας το γεγονός πως τα σχολεία είναι ευθύνη των Δήμων. Ακολούθησαν οι δημοτικές και περιφερειακές διοικήσεις ρίχνοντας ο ένας την ευθύνη στον άλλο και σε άλλους, για να ολοκληρωθεί το γαϊτανάκι της ανευθυνότητας με τον ιδιώτη εργολάβο που δήλωσε κι αυτός ανεύθυνος και αθώος. Έτσι τελικά, ο μόνος υπεύθυνος ήταν ο άτυχος εντεκάχρονος, που βρέθηκε στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή.
Το επιχείρημα λοιπόν, πως η αυτοδυναμία θα δώσει την δυνατότητα «ολοκλήρωσης» του κυβερνητικού προγράμματος του ενός ή του άλλου κόμματος, δεν πείθει πια κανέναν.
Κι αν κάποιος χρειάζεται αποδείξεις για τα παραπάνω, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις εκάστοτε δημοσκοπήσεις. Σε μια τέτοια δημοσκόπηση του 2017, σχετικά με την πολιτική και τους πολιτικούς, το 24% δήλωσε απογοήτευση, το 19% αηδία(!), το 14% οργή, το 11% δυσπιστία και το 10% αδιαφορία. Σύνολο, 78%(!).
Στην ίδια δημοσκόπηση ένα ποσοστό 5% των ερωτηθέντων εκδηλώνει επιθυμία συμμετοχής στην πολιτική, ενώ ένα ακόμη 11% βρίσκει ενδιαφέρον σ΄ αυτήν. Σύνολο, 16% των ερωτηθέντων.
Αυτό το 16% όμως, βρίσκεται πολύ κοντά στο 20% της αρχής του Pareto, γνωστή επίσης ως κανόνας 80/20 ή νόμος των ζωτικών λίγων. Μάλιστα βάσει αυτής της αρχής, το 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρωτοπόρος της Διαχείρισης Ποιότητας Δρ. Joseph M. Juran ήταν ο πρώτος που διατύπωσε μια καθολική αρχή την οποία αποκάλεσε κανόνα «των σημαντικών ολίγων και των ασήμαντων πολλών» (Law of the vital few and the trivial many).
Και το 78% της απογοήτευσης, της αηδίας της οργής, της δυσπιστίας και της αδιαφορίας, βρίσκεται σαφώς πολύ κοντά στο ποσοστό 80% των ασήμαντων πολλών, αυτών που αισθάνονται όλα τα παραπάνω για την πολιτική και τους πολιτικούς, μέχρι σήμερα όμως δεν μπορούν να επηρεάσουν το σύστημα εξουσίας ή να το αλλάξουν προς όφελος τους. Αυτό είναι προνόμιο των σημαντικών ολίγων, αυτών που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην πολιτική κι αυτών που βρίσκουν ενδιαφέρον σ’ αυτήν. Αλλά κι αυτών που ήδη μετέχουν στο σημερινό σύστημα εξουσίας κι αυτών που ωφελούνται συνεχώς απ’ αυτό.
Αυτά μέχρι σήμερα. Αύριο όμως; Μπορεί άραγε να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Μπορούν οι «ασήμαντοι πολλοί» να γίνουν κάποτε κι αυτοί σημαντικοί, συμμετέχοντας ισότιμα στο παιχνίδι της εξουσίας;
Το σημερινό σύστημα εξουσίας στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος είναι οι «λίγοι αλλά σημαντικοί» το 20% που ποδηγετεί το υπόλοιπο 80% της κοινωνίας. Ο δεύτερος ακούει στο όνομα «κοινοβουλευτισμός». Κοινοβουλευτισμός μεν, αλλά κουτσός, λειψός, αναιμικός. Οι βουλευτές πρέπει να είναι απόλυτα υπάκουοι στους αρχηγούς , γιατί απ’ αυτούς αντλούν την ύπαρξη τους και χάρη σ’ αυτούς μπορούν να εξασφαλίσουν την εξέλιξη τους. Σε αντάλλαγμα για την υπακοή τους, οι αρχηγοί τους δίνουν παχυλές αμοιβές και προνόμια. Το κυριότερο ίσως από αυτά είναι η δυνατότητα να ασκούν το επάγγελμα τους παράλληλα με την βουλευτική ιδιότητα. Είναι επίσης ελεύθεροι να απουσιάζουν από τις συνεδριάσεις κατά το δοκούν, με μόνη υποχρέωση την παρουσία τους σε ολομέλειες και σε καθοριστικές ψηφοφορίες.
Για να υπάρξει κάποια σοβαρή αλλαγή, θα πρέπει κάποιος από τους δύο πυλώνες να αλλάξει ριζικά, παρασύροντας και τον άλλο. Καθώς όμως καμιά ελίτ δεν παραιτήθηκε οικειοθελώς από τα προνόμια της, κάτι τέτοιο φαντάζει σήμερα αδύνατο. Ή μήπως όχι;
Μέσα στον μήνα Ιανουάριο, δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες μια καινούργια δημοσκόπηση. Το ενδιαφέρον σημείο σ’ αυτήν ήταν οι αναποφάσιστοι. Στο ερώτημα λοιπόν «πιά κυβέρνηση θα προτιμούσατε;» το 25% λοιπόν των αναποφάσιστων δήλωσε πως θέλει οικουμενική κυβέρνηση.
Οι αναποφάσιστοι στην δημοσκόπηση ήταν το 16% των ερωτηθέντων. Άρα, το 25% αυτών ήταν το 4% του συνόλου των ερωτηθέντων.
Υπάρχει λοιπόν ένα ποσοστό, μικρό μεν αλλά υπαρκτό, που έχει βαρεθεί τις αυτοδυναμίες και τις δήθεν ισχυρές κυβερνήσεις που όλο καταστροφές φέρνουν και επιθυμεί την συνεννόηση, την συνεργασία των κομμάτων και μάλιστα όλων των κομμάτων.
Και μάλιστα αυτό το ποσοστό είναι πολύ κοντά στο 5% που οι ειδικοί επιστήμονες θεωρούν σαν την κρίσιμη μάζα, ώστε κάποια τάση, ιδέα, ιδεολογία, αντίληψη κλπ να μπορέσει να μεταβληθεί σε σοβαρή συνιστώσα.
Αν λοιπόν αυτή η επιθυμία μπορέσει να ενισχυθεί, να αποκτήσει φωνή και εκπροσώπηση, μπορεί να γίνει ο μοχλός για πολλές αλλαγές. Με πρώτη ίσως την σταδιακή μεταμόρφωση των «ασήμαντων πολλών» σε σημαντικούς αποφασισμένους πολίτες.
Σίγουρα, μια κυβέρνηση συνεργασίας πολλών κομμάτων, χωρίς ηγεμονισμούς και με διάθεση ειλικρινούς συνεννόησης, ώστε να μπορέσει να εξαντλήσει ολόκληρη την επόμενη τετραετία, θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά αυτή την διαδικασία.