Υποκριτικά η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι δεν υπάρχει αύξηση των φαρμάκων, και κρύβει τη νέα επιδρομή στην τσέπη των ασφαλισμένων με τις αυξημένες συμμετοχές
Του Παύλου Δερμενάκη
Ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, από την πρώτη μέρα που ανέλαβε, προσπαθεί να υπηρετήσει με πολλαπλούς τρόπους τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στο χώρο της Υγείας. Έτσι μεθοδεύει: α) τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση της δημόσιας Υγείας, β) τη μεταφορά δραστηριοτήτων των νοσοκομείων στον ιδιωτικό τομέα, γ) την παράδοση των δημόσιων υποδομών των νοσοκομείων στα ιδιωτικά συμφέροντα ξεκινώντας με τα απογευματινά χειρουργεία με πληρωμή, δ) την ικανοποίηση των πάγιων αιτημάτων των συναλλασσόμενων με το δημόσιο μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων (φαρμακευτικές, θεραπευτήρια, διαγνωστικά κέντρα κ.λπ.) για τον δραστικό περιορισμό του clawback (επιστροφή στο δημόσιο ενός ποσοστού των εσόδων που πραγματοποιούν στο χώρο της Υγείας, μέσω των πληρωμών του δημοσίου για υπηρεσίες σε ασφαλισμένους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης).
Ειδικά το θέμα του clawback και της ικανοποίησης των ιδιωτικών συμφερόντων το έθεσε ως προτεραιότητά του. Βρήκε μάλιστα άμεσα και τα επιχειρήματα να στηρίξει αυτή την επιλογή: Να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων ώστε να μην απειλείται η πρόσβαση των Ελλήνων σε φάρμακα και εξετάσεις. Έτσι από τη Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου ισχύουν οι νέες τιμές στα φάρμακα που αποφάσισε η κυβέρνηση. Με βάση τις νέες τιμές και τον τρόπο υπολογισμού τους για τους ασφαλισμένους προκύπτουν πολύ μεγάλες αυξήσεις στην επιβάρυνσή τους, που φθάνουν ακόμα και στο 80% σύμφωνα με τον Φαρμακευτικό Σύλλογο Αττικής. Η επιβάρυνση αφορά σε πάνω από 1.700 γενόσημα φάρμακα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να αυξηθεί η επιβάρυνση των ασφαλισμένων κατά 30 εκατ. ευρώ για να ωφεληθούν άμεσα οι φαρμακευτικές εταιρείες. Για μία ακόμα φορά, η κυβέρνηση της Ν.Δ. προχωρά σε ένα μέτρο που αφαιρεί, κοινώς κλέβει εισόδημα από τα λαϊκά στρώματα, και το μεταφέρει στο μεγάλο κεφάλαιο – στη συγκεκριμένη περίπτωση τις φαρμακοβιομηχανίες.
Τι ακριβώς συμβαίνει;Οι τιμές στα φάρμακα για τον υπολογισμό της συμμετοχής του ασφαλισμένου είναι δύο. Η «λιανική τιμή» που ορίζεται από τη φαρμακοβιομηχανία και ελέγχεται από το κράτος, το οποίο παρεμβαίνει στη διαμόρφωσή της, και η «ασφαλιστική τιμή» που αποφασίζεται από το κράτος, δηλαδή το Υπουργείο Υγείας. Εάν η τιμή «λιανική» και «ασφαλιστική» είναι η ίδια, ο ασφαλισμένος πληρώνει το 25% της τιμής που είναι η συμμετοχή του. Αν η ασφαλιστική τιμή είναι μικρότερη από τη λιανική, ο ασφαλισμένος καταβάλλει τη διαφορά μεταξύ της λιανικής και της ασφαλιστική, συν το 25% της ασφαλιστικής.
Με την αλλαγή-μείωση των ασφαλιστικών τιμών από τη 12η Φεβρουαρίου σε μεγάλο αριθμό φαρμάκων ευρείας χρήσης, το κράτος μετέφερε αυτόματα στους πολίτες το σύνολο της δαπάνης. Π.χ. όταν ένα φάρμακο είχε ίδια «λιανική τιμή» και «ασφαλιστική τιμή» (ενδεικτικά) 20 ευρώ, ο ασφαλισμένος είχε συμμετοχή 5 ευρώ (25%). Μετά τη 12η Φεβρουαρίου, που το ίδιο φάρμακο έχει λιανική τιμή 20 ευρώ αλλά το Υπουργείο μείωσε την ασφαλιστική τιμή του σε 10 ευρώ, η συμμετοχή του ασφαλισμένου είναι 10 ευρώ (η διαφορά τιμής 20-10=10) συν 2,5 ευρώ (το 25% της ασφαλιστικής τιμής), ήτοι 12,5 ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο αυξήθηκε η συμμετοχή του ασφαλισμένου κατά 150% (από 5 ευρώ σε 12,5 ευρώ). Από περιπτώσεις που δημοσιοποιήθηκαν στον Τύπο προέκυψαν αυξήσεις που φτάνουν ακόμα και στο 180%.
80% φτάνουν οι αυξήσεις με τις νέες κυβερνητικές τιμές στα φάρμακα
1.700 πρώτης γραμμής γενόσημα φάρμακα γίνονται πιο ακριβά για τους ασφαλισμένους
30 εκατ. ευρώ η επιβάρυνση των ασφαλισμένων για να ωφεληθούν άμεσα οι φαρμακευτικές εταιρείες
Ποιος ωφελείται;
Με βάση τη νομοθεσία, οι φαρμακοβιομηχανίες επιστρέφουν ποσοστιαία, μέσω του clawback, στο δημόσιο ένα μέρος από τα χρήματα που λαμβάνουν από αυτό. Όσο πιο κοντά ή ακόμα και ταυτόσημη είναι η ασφαλιστική τιμή με την λιανική, τόσο υψηλότερο ποσό πληρώνει το δημόσιο στην φαρμακευτική, και κατ’ αναλογία είναι υψηλή η επιστροφή μέσω του clawback. Όταν όμως η λιανική τιμή παραμένει σταθερή και μειώνεται η ασφαλιστική τιμή, όπως έπραξε η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσω του υπουργού Υγείας, τότε: α) η φαρμακευτική εισπράττει το ίδιο ποσό αρχικά, β) μειώνεται η δαπάνη του δημοσίου κατά τη μείωση της ασφαλιστικής τιμής, γ) μειώθηκε η επιστροφή της φαρμακευτικής καθώς μειώθηκε η βάση πάνω στην οποία υπολογίζεται (πληρωμή δημοσίου), δ) αυξήθηκε συνεπώς η κερδοφορία της φαρμακευτικής αφού επέστρεψε λιγότερα αν και συνολικά εισέπραξε τα ίδια, και ε) ο μόνος χαμένος είναι ο ασφαλισμένος, που πλήρωσε αυτή τη διαφορά για να μειωθεί η κρατική δαπάνη και η επιστροφή της φαρμακευτικής. Πρακτικά δηλαδή για άλλη μια φορά το κράτος κλέβει διπλά τον ασφαλισμένο. Μειώνει την κρατική δαπάνη, και ταυτόχρονα επιδοτεί τη φαρμακοβιομηχανία αδειάζοντας την τσέπη του ασφαλισμένου. Στο παράδειγμά μας, εάν το clawback είναι 50% (ενδεικτικό για το παράδειγμα), τότε πριν τη 12η Φεβρουαρίου η φαρμακευτική επέστρεφε 7,5 ευρώ από τα 15 ευρώ που της κατέβαλε το κράτος, και το τελικό της έσοδο ήταν 12,5 ευρώ. Με την αλλαγή ασφαλιστικής τιμής επιστρέφει 3,75 ευρώ και εισπράττει συνολικά 16,25 ευρώ. Έχει δηλαδή αύξηση κερδών από 12,5 ευρώ σε 16,25 ευρώ (+30%). Παράλληλα η τελική επιβάρυνση του δημοσίου είναι 3,75 ευρώ, ενώ πριν ήταν 7,5 ευρώ (-50%).
Συμπέρασμα: με τα «εφευρήματα» του κ. Γεωργιάδη για την προστασία της πρόσβασης των Ελλήνων στα φάρμακα μέσω της αλλαγής στη διαδικασία τιμολόγησης έχουμε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Αυξάνεται υπέρμετρα η συμμετοχή του ασφαλισμένου και ωφελούνται οι φαρμακοβιομηχανίες που αυξάνουν τα κέρδη τους, και το κράτος που μειώνει τη σχετική δαπάνη για να έχουν να μοιράζουν σε νέες λίστες…. «ανάπτυξης».
Eurostat: Πρώτη η Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. για τη μη κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών υγείας των πολιτών
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2022, η Ελλάδα του Μητσοτάκη είναι η πρώτη χώρα στην Ε.Ε. που οι ανάγκες της υγείας των πολιτών της δεν καλύπτονται λόγω των συνθηκών φτώχειας, της ατέρμονης αναμονής σε λίστες και των αποστάσεων για την επαρχία των ελάχιστων που έχουν απομείνει, ουσιαστικών ως προς τις δυνατότητες, δομών δημόσιας υγείας. Στην Ελλάδα το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπόρεσε να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες υγείας σε εξετάσεις για τους παραπάνω λόγους το 2022 ανερχόταν σε 16,7%, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν 3,3% και στην Κύπρο, που και αυτή πέρασε από μνημόνια, ήταν 0,1% και βρίσκεται στην καλύτερη θέση στην Ε.Ε.
Ένα ενδεικτικό στοιχείο της κατάστασης και της πολιτικής της κυβέρνησης της Ν.Δ. το 2022 ήταν η κατάργηση, από 1ης Ιουλίου 2022, της συνταγογράφησης για ανασφάλιστους από ιδιώτες γιατρούς, όταν για να κλείσεις ραντεβού σε δημόσιες δομές υγείας πρέπει «να έχεις τον Θεό μπάρμπα» που λέει ο λαός μας.
Αυτή η αδυναμία του κόσμου, να έχει την αναγκαία, ελάχιστη στήριξη στην Υγεία του, όχι μόνο δεν θορύβησε την ανάλγητη κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά, αντιθέτως, η αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική συνεχίστηκε και επιδεινώνεται με ταχύτερους ρυθμούς.
Ανασφάλιστοι 400.000 ελεύθεροι επαγγελματίες
Η κρίση των μνημονίων και η συνέχειά της με την ακρίβεια είχε και έχει σαν αποτέλεσμα 400.000 ελεύθεροι επαγγελματίες να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στην καταβολή των ασφαλιστικών τους εισφορών. Έχοντας όλοι αυτοί ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον e-ΕΦΚΑ βρέθηκαν χωρίς ασφαλιστική κάλυψη. Την περίοδο της πανδημίας δόθηκε ως λύση η δυνατότητα καταβολής της τρέχουσας ασφαλιστικής εισφοράς για την υγεία ώστε να θεωρούνται ενήμεροι και να έχουν πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Η διαδικασία αυτή τελειώνει στις 29 Φεβρουαρίου 2024. Ενδεικτικό της άκρως προβληματικής κατάστασης που αντιμετωπίζουν οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι είναι το γεγονός ότι το 90% από αυτούς έχουν επιλέξει την 1η ασφαλιστική κατηγορία με τη χαμηλότερη εισφορά.
Τώρα η κυβέρνηση θεωρεί ότι έχουν λυθεί (!) όλα τα προβλήματα των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων και, μαζί με τη φορολογική επιδρομή που εξαπέλυσε σε βάρος τους, με την τεκμαρτή φορολόγηση, προχωρά στη διακοπή της ιατροφαρμακευτικής κάλυψης σε όλους όσοι δεν εξοφλήσουν ή έστω δεν ρυθμίσουν τις συσσωρευμένες οφειλές έως 31 Μαρτίου. Όμως με τα δεδομένα ρυθμίσεων του ΚΕΑΟ-ΕΦΚΑ κάτι τέτοιο για τους περισσότερους από αυτούς είναι αδύνατον, καθώς το ποσό εκτοκίζεται με υψηλά επιτόκια, ο αριθμός δόσεων είναι δεδομένος, έως 24, και οι διαδικασίες είναι αυστηρά περιοριστικές. Συνεπώς όσοι έχουν συσσωρευμένες οφειλές, άρα έχουν κατά τεκμήριο δυσκολία να καλύψουν την τρέχουσα μηνιαία εισφορά, τους είναι πρακτικά αδύνατο να ανταποκριθούν και σε μία καταβολή επιπλέον (δόση έναντι οφειλών) που θα ισοδυναμεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, με το πολλαπλάσιο της μηνιαίας εισφοράς. Ενδεικτικό της πλήρους ανεπάρκειας των μέτρων ρύθμισης είναι το γεγονός ότι 50% και πλέον από τις ρυθμίσεις του ΚΕΑΟ έχουν χαθεί. Το ποσοστό αυτό περιλαμβάνει και τις ρυθμίσεις των 100 και των 120 δόσεων. Αν μείνουμε μόνο στις ρυθμίσεις των έως 24 δόσεων, το ποσοστό των χαμένων ρυθμίσεων σε αριθμό είναι της τάξης του 75% και, σε ποσά, της τάξης του 83%!
Έτσι η κυβέρνηση καταδικάζει 400.000 πολίτες σε στέρηση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η «λύση» κατά την κυβέρνηση, για αυτούς τους πολίτες, είναι οι ατέλειωτες λίστες ως ανασφάλιστοι στην πρωτοβάθμια δημόσια περίθαλψη και στα δημόσια νοσοκομεία… που φυσικά θα επιδεινώσουν την ήδη ανεπαρκή-προβληματική λειτουργία τους, σε σχέση με τις ανάγκες και τα διεθνή στάνταρντ. Οι φορείς των αυτοαπασχολούμενων, καθώς και τα επιμελητήρια, ζητούν από την κυβέρνηση ρυθμίσεις με λογικά ποσά καταβολών, που σημαίνει πολλές δόσεις και χαμηλό επιτόκιο. Όμως για την κυβέρνηση ισχύει η γνωστή λαϊκή ρήση «όσο θέλεις βρόντα στου κουφού την πόρτα».
Ανάρτηση από: https://edromos.gr/