Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

«Σύστημα» και Πολιτική Ευθύνη

Γιάννης Ιωαννίδης - Θεόδωρος Ζιάκας

(Συζήτηση με βάση το βιβλίο του Ζακ Ελλύλ για την Τεχνική ως Σύστημα.) 
Όταν συνειδητοποίησα ότι δε
μπορώ να αλλάξω το σύστημα,
άρχισα να αγωνίζομαι να μη με
αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να
μείνω άνθρωπος.
Χρόνης Μίσιος
Περιεχόμενα
 - Εισαγωγή
- Είναι η πολιτική τάξη όμηρος του Τεχνοσυστήματος;
  •  - Ποιο είναι το μυστικό της αυτονομίας του Τεχνοσυστήματος;
  •  - Μπορούμε να απαλλαγούμε από την τεχνοσυστημική ειδωλολατρία;
  •  - Πώς εμείς «λύσαμε» το πρόβλημα!
Θ.Ζ. Γιάννη έχεις μεταφράσει το έργο του Ζακ Ελλύλ Το Τεχνικό Σύστημα, το οποίο μπόρεσε επιτέλους −τριάντα έξη ολόκληρα χρόνια από την πρώτη γαλλική έκδοσή του!− να εκδοθεί και στα ελληνικά (εκδ. Αλήστου Μνήμης, 2012) ώστε και οι πιο άγλωσσοι εξ ημών, να μην έχουμε εφεξής καμιά δικαιολογία, για να μη γνωρίζουμε ότι η Τεχνική είναι πλέον Σύστημα. (1)
Γ.Ι. Είναι αλήθεια ότι άργησε πολύ η έκδοση αυτού του εκπληκτικού στοχαστικού επιτεύγματος στη γλώσσα μας, παρ’ όλο που χάρη στον θεσσαλονικιό φίλο Ζήση Σαρίκα μάς είχε γίνει μια σημαντική πρώτη γνωριμία με τη σκέψη του Ελλύλ πάνω στην Τεχνική ήδη από το 1998 (2). Πράγματι λοιπόν, η γαλλική έκδοση του βιβλίου έγινε το 1977. Κατά μακάβρια σύμπτωση, την ίδια χρονιά σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο Σπύρος Κυριαζόπουλος, το έργο του οποίου, Η καταγωγή του τεχνικού πνεύματος,(3) αποκαλύπτει τις πνευματικές προϋποθέσεις, που επέτρεψαν την θεοποίηση και αυτονόμηση της Τεχνικής ως Συστήματος.
Θ.Ζ. Είναι κι αυτό από τα παράδοξα «των συμπτώσεων με νόημα». Η έκδοση πάντως της «Καταγωγής» το 1965, πέρασε εξ ίσου απαρατήρητη με την έκδοση του Τεχνικού Συστήματος το 2012. Πράγμα βεβαίως διόλου συμπτωματικό. Αν, παρά ταύτα, σου φανεί παράξενο το δικό μου σχετικά όψιμο ενδιαφέρον για τον Ελλύλ, μάθε ότι προκλήθηκε από μια συμπτωματική κουβέντα του Κ. Ζουράρι, −θεσσαλονικιός επίσης!− ότι είμαι «στη γραμμή του Ελλύλ»! 

Γ.Ι. Ωραία. Εφόσον ήσουν «στη γραμμή του Ελλύλ», από πριν γνωρίσεις το έργο του, θα το καταλαβαίνεις και καλύτερα. Οπότε ξεκίνα εσύ τη συζήτηση.   

(Εισαγωγή)

Θ.Ζ. Ευχαρίστως. Στο Τεχνικό Σύστημα ο Ελλύλ αναπτύσσει και τεκμηριώνει την εξής φαινομενικά παράδοξη θεωρία: 

  1. Το κατισχύον γνώρισμα της νεωτερικού τύπου κοινωνίας είναι η ακάθεκτη εκτεχνίκευση τόσο των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση όσο και των διανθρώπινων σχέσεων. 
  2. Η εκτεχνίκευση έχει αναπτυχθεί σε τέτοια κλίμακα, ώστε η Τεχνική έχει γίνει Σύστημα, το οποίο τείνει να καταβροχθίσει τα πάντα. 
  3. Το Τεχνικό Σύστημα είναι πλέον εντελώς ανεξέλεγκτο, αυτόνομο. 

Τον όρο «Σύστημα» (ως οργανωμένου όλου) ο Ελλύλ τον πήρε από την Θεωρία Συστημάτων, όπως αυτή ήταν στην εποχή του. Έκτοτε βέβαια η θεωρία σημείωσε αλματώδη ανάπτυξη. Η λειτουργικότητά της έχει ήδη επαληθευτεί στους πιο διαφορετικούς τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας. Το ενδιαφέρον είναι, ότι η εξέλιξή της τεκμηριώνει περαιτέρω και δικαιώνει πλήρως το έργο του Ελλύλ. 

Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, οι διάφοροι τεχνοθεωρητικοί και οι περί την «Συστημική» φιλοσοφούντες, παρακάμπτουν τον κριτικό-επαναστατικό πυρήνα της ανάλυσης του Ελλύλ: την θεώρηση δηλαδή της Τεχνικής ως Συστήματος, το οποίο αγκαλιάζει όλα τα επί μέρους κοινωνικά συστήματα. Με το επιχείρημα ότι «όλα είναι συστήματα» (τα φυσικά, τα βιολογικά και τα κοινωνικά), επικεντρώνονται στη νοηματοδότηση του όρου «σύστημα» ως καθολικής-ολοποιητικής έννοιας και αποσιωπούν αυτό που διακρίνει απόλυτα το Τεχνοσύστημα από τα μη τεχνικά συστήματα και το οποίο είναι η «καρκινική» του φύση, ότι δηλαδή σαν τον καρκίνο, καταστρέφει το βιοψυχικό περιβάλλον επί του οποίου αναπτύσσεται. 

Στην «καρκινική» φύση του Τεχνοσυστήματος εστιάζεται ολόκληρο το βιβλίο. Είναι το πρόβλημα των προβλημάτων. Λέω πάντως να μην εστιαστούμε κι εμείς εδώ στο πρόβλημα αυτό, αλλά σε κάτι πιο άμεσο και πρακτικό: την σχέση ανάμεσα στην αυτονομία του Τεχνοσυστήματος και στην Πολιτική

Γ.Ι. Σύμφωνοι, αλλά μήπως πρέπει να το κάνεις πιο «λιανά»; 

Θ.Ζ. Κοίτα, κάνω την εξής απλή σκέψη: Αν το Τεχνοσύστημα έχει όντως αγκαλιάσει τα πάντα και είναι όντως αυτονομημένο, τότε είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι κάθε πολιτική δράση, η οποία αντίκειται στην επεκτατική αναπαραγωγική δυναμική του, είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Ότι ήδη βρισκόμαστε στην εποχή «μετά το τέλος» της Πολιτικής. Μήπως, λοιπόν, είναι η ώρα να απαλλάξουμε και τους αποδιοπομπαίους τράγους μας, τους πολιτικούς, από κάθε ευθύνη; Ή όπως το θέτουν ορισμένοι: «Τι να σου κάνουν οι καημένοι, έρημοι κι απρόσωποι. Θύματα είναι κι αυτοί. Όμηροι του Συστήματος!» (4)

Τι θα απαντούσε επ’ αυτού ο Ελλύλ;

Ι
(Είναι η πολιτική τάξη όμηρος του Τεχνοσυστήματος;)

Γ.Ι. Θα παραθέσω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα αρχίζοντας με το εξής: 

«Όταν λένε Κράτος, για ποιο πράγμα μιλούν ακριβώς; [...] Μιλούν για ένα Κράτος παντοδύναμο και παντογνώστη, που με τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει κατάχρηση της δύναμης και της γνώσης του. Αυτό το επικολυρικό ποιηματάκι σε κάνει να νομίζεις πως ονειρεύεσαι! Μα έχει δει ποτέ κανείς ένα τέτοιο Κράτος; [...] Μέχρι σήμερα, το Κράτος -σοσιαλιστικό ή όχι- υπήρξε οργανισμός καταπίεσης, καταστολής, εξόντωσης των αντιπάλων καισυγκρότησης μιας πολιτικής τάξης που κυβερνά για δικό της όφελος.»  (Το Τεχνικό Σύστημα).

Δηλαδή, θύματα ή όχι του Τεχνικού Συστήματος, οι πολιτικοί και ιδιαίτερα οι «hommes d' Etat», μετέχουν σε μια ιδιαίτερη, χωριστή από την κοινωνία, πολιτική τάξη με ίδια συμφέροντα.

«Από την άλλη μεριά πρέπει να σημειώσω πως η Τεχνική προκαλεί μεγέθυνση του Κράτους. Η Τεχνική έκανε το σύγχρονο Κράτος αυτό που είναι. Δεν παρέχει στο Κράτος μόνο τα μέσα και τα πεδία της δραστηριότητάς του αλλά έχει και η ίδια [η Τεχνική] ανάγκη από μια τέτοια συγκεντρωτική, συντονιστική εξουσία. [...] Ταυτόχρονα, μαζί με τις λειτουργίες και τα πεδία παρέμβασής του, διογκώθηκε και ο μηχανισμός του Κράτους.  Αυτό όμως που έχε ενδιαφέρον δεν είναι τόσο ο αριθμός ή η σημασία των υπηρεσιών, όσο η πολυπλοκότητα του σύγχρονου Κράτους. [...] Γι' αυτή την πολλαπλότητα των υπηρεσιών, οι οποίες συνδέονται όλο και λιγότερο μεταξύ τους, πρέπει να δημιουργηθούν νέες υπηρεσίες συντονισμού - δηλαδή μια διοίκηση δευτέρου βαθμού για να διοικεί τη διοίκηση πρώτου βαθμού.» (Στο ίδιο.)

Επομένως: μαζί με την Τεχνική μεγεθύνεται, πυκνώνει και ισχυροποιείται αυτή η ξεχωριστή σφαίρα, στην οποία συγκροτείται η πολιτική τάξη που κυβερνά για ίδιον όφελος

Θ.Ζ. Και με τον πολίτη τι γίνεται;

Γ.Ι. Παραθέτω:

«Όσο μεγαλώνει η σημασία του Κράτους, τόσο μειώνεται αυτή του πολίτη (ο οποίος είναι θεωρητικά ο φορέας της πολιτικής κυριαρχίας). Ωστόσο το αξιοσημείωτο είναι ότι το ίδιο ισχύει και για τον παραδοσιακό πολιτικό -ο βουλευτής, ο γερουσιαστής, ακόμη και ο υπουργός, έχουν ολοένα και λιγότερες πραγματικές εξουσίες. [...] Δεν μπορεί να ασκήσει σχεδόν κανένα έλεγχο: εξαρτάται ολοκληρωτικά από τους ειδήμονες, τους τεχνικούς και τους διαχειριστές. [...] Υπάρχει βέβαια μια διέξοδος για τον πολιτικό: να πάψει να είναι πολιτικός με την παλιά έννοια του όρου, να εξειδικευτεί αυστηρά σε ένα θέμα και να γίνει τεχνικός αυτού του θέματος.» (στο ίδιο).

Εδώ είμαστε! Με την Τεχνική, όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται το Κράτος και η ιδιοτελής πολιτική τάξη, όχι μόνο ισχυροποιείται ο διαχωρισμός της από την Κοινωνία και επομένως τα (όχι κατ' ανάγκη στενά οικονομικά) προνόμιά της, αλλά επιπλέον στον πολιτικό δίνονται νέες δυνατότητες δράσης. Υπό τον όρο να πάψει να είναι παραδοσιακός, δηλαδή να πάψει να εμφορείται από ιδεολογία. Ας προσέξουμε ότι στο βιβλίο του Η πολιτική αυταπάτη,(5) ο Ελλύλ υπογραμμίζει: 

«Πράγματι, οι αληθινές αποφάσεις σήμερα δεν είναι πια για τα θεαματικά ζητήματα που παθιάζουν και αναστατώνουν την κοινή γνώμη και μπορούν να προκαλέσουν πολύ μεγάλες συζητήσεις. Οι αποφάσεις που εμπλέκουν θεμελιωδώς το μέλλον τού έθνους  είναι του τεχνικού, χρηματο-οικονομικού ή αστυνομικού χώρου [...] ή του οικονομικού πλάνου. Αυτές οι αναρίθμητες αποφάσεις  λοιπόν, είναι καρπός της εργασίας των τεχνικών. Ο πολιτικός είναι αξιοσημείωτα αναρμόδιος στους χώρους αυτούς εκτός κι αν είναι ειδικός». 

Επομένως, στην περίπτωση π.χ. που ένας πολιτικός, ο οποίος δεν είναι μανάβης, αλλά ειδικός συνταγματολόγος, αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης και κατασκευάζει έναν ορισμένο «νόμο περί ευθύνης υπουργών», αυτός ο πολιτικός είναι απολύτως αρμόδιος, τουτέστιν υπεύθυνος, για το αν ο νόμος αυτός είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να κουκουλώνει τις ευθύνες της πολιτικής τάξης και έτσι να την διαχωρίζει ακόμα περισσότερο, ως προνομιακή σφαίρα, από την κοινωνία.

«Ασφαλώς ο πολιτικός κόσμος δεν έχει γίνει 'Μηχανή'. [... Έχει όμως εκκενωθεί από την ιδεολογία...]. Αυτή η εκκένωση της ιδεολογίας δεν σημαίνει την εξαφάνιση των πεποιθήσεων, των όρων, κτλ, αλλά [....] μια προσχώρηση στην κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη με τεχνικά κίνητρα και μέσα, και προς την κατεύθυνση μιας συνέχειας της Τεχνικής: η ιδεολογική συζήτηση δεν έχει πια θέση εδώ.» (Στο ίδιο.)

Με άλλα λόγια, δεν είναι ότι οι πολιτικοί δεν λαμβάνουν καθόλου αποφάσεις, ότι είναι απλά έρμαια του Τεχνοσυστήματος. Είναι ότι δεν λαμβάνουν αποφάσεις με ιδεολογικά κριτήρια  αλλά με κριτήρια τεχνικά. Τι θα πει αυτό; Σημαίνει μήπως ότι αυτού του είδους οι αποφάσεις είναι «αξιολογικώς ουδέτερες», «πέρα από το καλό και το κακό», όπως πολλοί τείνουν να πιστεύουν, ευχόμενοι μάλιστα να αναλάβουν οι υποτιθέμενα «ουδέτεροι» τεχνοκράτες την «διακυβέρνηση»; Ορίστε τι απαντά ο Ελλύλ:

«Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε μια θεμελιώδη μετάλλαξη του δικαίου. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα δόγμα που θεμελιώνεται στο συμφέρον. [...] Αυτό είναι η άρνηση του πράγματος που ο άνθρωπος έχει ονομάσει δίκαιο ή πολιτική, δηλαδή  άρνηση της δημιουργίας ενός ανθρωπογενούς σταθεροποιημένου Κόσμου, στον οποίο ο άνθρωπος δίνει τα ονόματα και τις θέσεις και πλάθει μια συνέχεια μέσα στη ρευστότητα του σύμπαντος κι ενάντια σε αυτήν.» (Στο ίδιο.)

Λοιπόν, είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι οι αποφάσεις με βάση μόνο το τεχνικό κριτήριο −έχοντας λοιδωρήσει κι αποτινάξει, μαζί με την ιδεολογία, και κάθε ηθικό κριτήριο− δεν είναι διόλου «ουδέτερες». Απεναντίας, έχουν ως μόνο γνώμονα το συμφέρον και καταβαραθρώνουν το δίκαιο και την πολιτική.  

Θ.Ζ. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό στη νεωτερική πολιτική σφαίρα, την σφαίρα του κράτους;

Γ.Ι. Το λέει πολύ χαρακτηριστικά στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Ο Μακιαβέλι κατέληξε πράγματι σε μια αυτονομία του πολιτικού χώρου. Η θεωρία [ο μακιαβελισμός] εισάγεται όταν ισχυρίζεται ότι αντλεί από αυτό μια γενική πολιτική και όταν διατυπώνει μια ορισμένη πολιτική, η οποία φαίνεται σαν ένα εφικτό, το οποίο διαλέγει σαν το πιο αποτελεσματικό, αφού έχει πάρει ως αξία την αποτελεσματικότητα. [...] Ε λοιπόν, [...] η πολιτική σήμερα είναι ένας αυτόνομος χώρος. [...] Και να η τελευταία όψη, η πιο βαθιά, αυτής της αυτονομίας. Έχουμε υποδείξει το φαινόμενο της αύξησης των μέσων και της ισχύος στον κρατικό οργανισμό. Αυτός είναι ο ουσιώδης χαρακτήρας του, ανεξάρτητα από τα κρατούντα δόγματα. Γιατί μπορούμε να θεωρήσουμε αποφασιστική θεμελιώδη αρχή, το ότι όσο αυξάνει η ισχύς τόσο διαλύονται οι αξίες. [...] Όταν το κράτος έχει επενδυθεί με την ισχύ, τότε δεν υπάρχει πια κανένα εφικτό όριο ανάμεσα στο Δίκαιο και το Άδικο, στο Αληθινό και το Ψεύτικο, στο Καλό και το Κακό. [...] Ό,τι γίνεται εφικτό για το κράτος, το κράτος το κάνει και τότε αυτό αναγορεύεται a priori δίκαιο και αληθινό. [...] Δεν πρέπει να πιστεύουμε πως η αυτονομία του πολιτικού στοιχείου είναι χαρακτηριστικό μόνο των δικτατοριών. Υπάρχει σε διάφορες κλίμακες και στις δημοκρατίες. [...] Και αν εξετάσουμε στο εσωτερικό μιας δημοκρατίας τις σχέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς, ή ανάμεσα στις πολιτικές ομάδες, πολύ σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι σχέσεις δύναμης, εκβιασμού, πίεσης, παζαρέματος, κύρους, καριέρας, συνενοχής και ότι δεν υπάρχει σε αυτές κανένας ηθικός κανόνας, καμιά πρωτοκαθεδρία των αξιών.» (Στο ίδιο.)

Αυτό σημαίνει, ότι η εκτεχνίκευση της κοινωνίας συνεπάγεται την αύξουσα αυτονόμηση της πολιτικής τάξης από την κοινωνία και τη συγκρότησή της σε μια σφαίρα ισχύος με εξοβελισμένα τα αξιακά κριτήρια. Διότι, στο βαθμό που η Τεχνική είναι πρωτίστως εργαλείο ισχύος, η ήδη συγκροτημένη σφαίρα ισχύος μιας κοινωνίας, δηλαδή η πολιτική τάξη, εναρμονίζεται μαζί της και επωφελείται προνομιακά, αποβάλλοντας βεβαίως τις παραδοσιακές αξιακέςθεμελιώσεις της. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι σε αυτό το πλαίσιο:

«Είναι γνωστό τι σημαίνει 'κάνω πολιτική'. Πρόκειται πάντα για μια μεθοδική δράση με στόχο την άνοδο στην εξουσία. Δεν είναι αναγκαίο αυτό να γίνεται για να κάνει κανείς πολιτική καριέρα, ούτε με στόχο μια προσωπική επιτυχία ή για να κερδίσει χρήματα. Αρκεί να του αρέσει η εξουσία. [... Οι μέθοδοι είναι] να εξαλείψεις τους αντιπάλους, να εξασφαλίσεις μια πελατεία, να έχεις στο χέρι τις οδούς πρόσβασης και τις στρατηγικές θέσεις, κτλ. Η πολιτική παίζεται στο εσωτερικό ενός κόμματος για να φτάσεις στις ανώτερες θέσεις. Είναι τα αλληλομαχαιρώματα μεταξύ “συντρόφων” του κόμματος. Κι αφού φτάσεις σ' αυτή τη θέση, πρέπει να διατηρηθείς εκεί. Συγχρόνως πρέπει να ωθήσεις το κόμμα να αποκτήσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα, πιο πολλούς υποστηρικτές ή ψηφοφόρους. [...] Όταν ανέλθει κάποιος στη εξουσία, η βασική μέριμνα είναι να την υπερασπιστεί και να τη διαφυλάξει ενάντια στις παγίδες, τις συνταγματικές, νομικές, ημιπαραβατικές ή καθαρά πολιτικές κτλ παγίδες. Ο πολιτικός μπορεί λοιπόν να είναι μόνον επαγγελματίας πολιτικός. Και επαγγελματίας πολιτικός σημαίνει επιδέξιος τεχνικός στον τομέα της κατάκτησης και διαφύλαξης θέσεων. [...] Είμαστε προφανώς πολύ μακριά από την ευγενή και ιδεαλιστική έννοια της πολιτικής ως “κοινό καλό”, “αναζήτηση δίκαιων θεσμών”, “καλή διαχείριση της πολιτείας”, κ.ο.κ.» (στο ίδιο).

Κοντολογίς, Τεχνική και κατ' επάγγελμα πολιτική, συμβαδίζουν μια χαρά. Και όσο περισσότερο το Κράτος εκτεχνικεύεται:

«Έχουμε μια μετάλλαξη αφάνταστης σπουδαιότητας: αυτό που ήταν σύστημα μεταβίβασης έχει σταδιακά μετασχηματιστεί σε σύστημα λήψης αποφάσεων, αυτό που ήταν Υπουργείο (υπηρεσία) έχει γίνει Εξουσία. Αλλά δεν είμαστε ενώπιον μιας γνήσιας πληθώρας εναντιούμενων διαφορετικών κέντρων λήψης αποφάσεων. Είμαστε ενώπιον μιας πληθώρας συσχετιζόμενων κέντρων λήψης αποφάσεων, που το ένα είναι υπεύθυνο σε συνάρτηση με το άλλο και που περιλαμβάνονται στον ίδιο μηχανισμό. Αυτό ακριβώς είναι σήμερα το κράτος.» (Στο ίδιο.)

Επομένως, η εκτεχνίκευση του Κράτους δεν έχει διόλου καταστήσει την πολιτική τάξη ένα δυστυχισμένο έρμαιο του Τεχνικού Συστήματος. Ούτε το  ίδιο το Κράτος ούτε και η πολιτική τάξη καθίστανται ολοκληρωτικά «όμηροι της Τεχνικής», ζώνεκρα ζόμπις, εφόσον μάλιστα:

«Η τεχνική μεγέθυνση ενδέχεται να καθηλωθεί από τη μεγέθυνση του Κράτους. Φαίνεται πως υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη του Κράτους και στην ανάπτυξη της Τεχνικής. [... Ενώ η μεγέθυνση της Τεχνικής μεγεθύνει το Κράτος,] όσο το Κράτος μεγεθύνεται και γίνεται όλο πιο τεχνικό, τόσο περισσότερο τείνει να εμποδίζει την τεχνική καινοτομία, εξαιτίας της αναπόφευκτης οργανωτικής υπερβολής του (η οποία συχνά αποκαλείται γραφειοκρατία) και της επιβολής στόχων που είναι εξωτερικοί προς την Τεχνική.» (Στο ίδιο.)

Έτσι περιγράφει λοιπόν ο Ελλύλ τη σχέση πολιτικής τάξης και Τεχνικού Συστήματος. Γι' αυτό άλλωστε, εξετάζοντας τη σχέση των δύο με την Κοινωνία, ή το λαό αν θέλεις, αναλύει το ζήτημα της Προπαγάνδας (στο οποίο είχε από το 1962 αφιερώσει άρθρα και βιβλία εξαιρετικής σοβαρότητας, που ελπίζω κάποτε να δούμε και στα ελληνικά). Επειδή δηλαδή σ’ αυτό που λέμε «δημοκρατικές κοινωνίες», ο λαός εκφράζει δεσμευτικά την πολιτική βούλησή του, για να μην διαταραχτεί το όλο Σύστημα από μια «λάθος» λαϊκή βούληση (και διαρραγεί η αυτονομία του Κράτους και της πολιτικής τάξης), είναι απαραίτητο -ανάγκη πάσα- η λαϊκή βούληση  να περισταλθεί σε «κοινή γνώμη», με τη βοήθεια των κατάλληλων τεχνικών (ΜΜΕ κλπ.). Ασφαλώς, η έτσι διαμορφωμένη «κοινή γνώμη» έρχεται να επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει διόλου συμμετοχή του λαού στις πολιτικές αποφάσεις! (Ο Ελλύλ αναπτύσσει το θέμα αυτό αναλυτικά στο έργο του Η πολιτική αυταπάτη.)

Θ.Ζ. Να συμπεράνω, λοιπόν, ότι: εφόσον επ’ ωφελεία δική του ο πολιτικός παρέχει τις υπηρεσίες του στο αυτονομημένο Τεχνοσύστημα, υπηρεσίες που είναι τόσο αποτελεσματικότερες, όσο συμβαίνει να είναι ο ίδιος, ταυτόχρονα, και «ειδικός» (: τεχνικός) και «λαϊκιστής» (: ικανός να επικαλείται ιδεολογίες παρελθούσης τεχνοσυστημικής χρήσεως, αλλά επωφελείς, ως εργαλείο μαζικής χειραγώγησης), θα ήταν παράλογο να μην του αναγνωρίσουμε ευθύνη έναντι των πληττόμενων από τις υπηρεσίες του.

Γ.Ι. Σωστά. Όλα αυτά πάντως, δεν σημαίνουν καθόλου ότι είναι σωστές  οι αντιπολιτικές συνθηματολογίες, που καταλήγουν στο «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» ή στο «πολιτικοί κουφάλες έρχονται κρεμάλες». Αυτή τη στοχοποίηση την θεωρώ τραγικά λαθεμένη, τόσο όσο και την αντίστροφη στοχοποίηση, την οποία απευθύνει η πολιτική τάξη εναντίον της «κοινωνίας» μέσα από την πονηρή, και κάποιες φορές με προκλητική θρασύτητα διατυπωμένη, καθολίκευση της ευθύνης –«όλων» γενικά. Η ισοπέδωση, που χαρακτηρίζει και τις δύο, εμποδίζει την απαιτούμενη διάκριση των δυναμικών και των στάσεων, και δίνει τελικά «συγχωροχάρτι» −επειδή το παραβλέπει− στο κρίσιμο πρόβλημα που υποβόσκει, δηλαδή στην επέλαση της εκτεχνίκευσης και του Τεχνοσυστήματος.

Θ.Ζ. Οπότε;

Γ.Ι. Τι κάνω και τι συνιστώ εγώ;

  •  Αυτοπεριορισμό των πολιτικο-κομματικών παθών μας.
  •  Έξοδο από τον μαγεμένο κύκλο των πολιτικο-κομματικών αντιπαραθέσεων.
  •  Περιγραφή και καταγγελία ή υποστήριξη των πραγμάτων με πιο «αφηρημένους» και λιγότερο «εμπαθείς», όρους.

Αυτά. 

ΙΙ
(Ποιο είναι το μυστικό της αυτονομίας του Τεχνοσυστήματος;)

Θ.Ζ. Γιάννη συμφωνώ με την πρότασή σου. Θα ήθελα όμως να την συζητήσουμε. Είναι εφικτή; Μήπως είμαστε -κι εμείς εδώ- δέσμιοι της τεχνοσυστημικής χειραγώγησης; 

Θα έλεγα ότι, με την πρότασή σου ουσιαστικά, επαναλαμβάνεις το γνωστό από την κεντρική προνεωτερική μας παράδοση: «να είσαι στον κόσμο αλλά να μην ανήκεις στον κόσμο». Και καθώς ο «κόσμος» μας έχει γίνει τεχνικός, «να είμαστε μέσα στο Τεχνοσύστημα αλλά να μην του ανήκουμε». 

Μπορούμε;

Γ.Ι. Ο Ελλύλ πιστεύει ότι μπορούμε. Αρκεί, πριν απ’ όλα, να κατανοήσουμε από πού αντλεί την δύναμή της η αυτονομία του Τεχνοσυστήματος. Φυσικά, αν δεν θέλουμε να είμαστε αξιολογικά ελεύθεροι, η συζήτηση στερείται νοήματος. Ο Ελλύλ μας παρέχει, πάντως, επαρκή βοήθεια για να συλλάβουμε τομυστικό της τεχνοσυστημικής αυτονομίας.

 «Μεταξύ ανθρώπου και φύσης δεν μπορούν να υπάρξουν πλέον άλλου είδους σχέσεις. Εξαφανίζεται όλο εκείνο το πολύπλοκο, εύθραυστο, ποιητικό, μαγικό, μυθικό και συμβολικό σύνολο δεσμών, που ο άνθρωπος είχε υφάνει υπομονετικά. Υπάρχει μόνο η τεχνική διαμεσολάβηση, η οποία επικρατεί απόλυτα και ολοκληρωτικά. Έτσι η Τεχνική σχηματίζει από τη μια μεριά ένα άρρηκτο «κέλυφος» και από την άλλη ένα γενικευμένο τρόπο παρέμβασης. Είναι, αυτή καθεαυτή, τόσο ένα μέσον όσο και ένα σύμπαν μέσων ― σύμπαν με την έννοια του Universum: αποκλειστικό και ολοκληρωτικό. Το γεγονός αυτό φαίνεται και στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, ή στη σχέση μεταξύ ατόμου και ομάδας. Ακόμα και εδώ τα πάντα γίνονται τεχνικά. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούν πια να αφεθούν στο τυχαίο,  ούτε και αποτελούν πλέον αντικείμενο της πείρας, της παράδοσης, των πολιτισμικών κωδίκων, του συμβολικού. Τα πάντα πρέπει να βγαίνουν στο φως (ομαδική δυναμική, ψυχανάλυση, ψυχολογία του βάθους), να διαυγάζονται, και στη συνέχεια να μετασχηματίζονται σε εφαρμοσμένα τεχνικά σχήματα (παιδαγωγική, διανθρώπινες σχέσεις, κ.λπ.), με τρόπον ώστε ο καθένας να συνεισφέρει τις δικές του κατασκευές και ταυτόχρονα να παίζει άψογα το ρόλο, που απαιτούν να παίξει: τότε και  μόνο τότε ανταμείβεται πλήρως ο ίδιος, ενώ και οι άλλοι ανταμείβονται από τη συμμορφωμένη διαγωγή του.» (Το Τεχνικό Σύστημα.) 

Θ.Ζ. Νομίζω πως αυτό το κομμάτι είναι πολύ περιεκτικό. Πριν όμως εμβαθύνουμε πρέπει, με αφορμή την φράση «Τα πάντα πρέπει [...] να διαυγάζονται, και στη συνέχεια να μετασχηματίζονται σε εφαρμοσμένα τεχνικά σχήματα», να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: Μήπως η εκ η μέρους του Ελλύλ διαύγαση του Τεχνοσυστήματος, είναι, και αυτή, «λάδι στη μηχανή» του; 

Γ.Ι. Ο Ελλύλ απαντά αρνητικά. Δεν είναι. Αναφερόμενος στις «ολοποιητικές» προσπάθειες γνωστών διανοουμένων (Τεγιάρ ντε Σαρντέν, Εντγκάρ Μορέν, αλλά και του Μαρξ παλιότερα) να κατασκευάσουν και να επιβάλλουν την αυτοαποδεικνυόμενη «θεωρία των πάντων», η οποία τα βάζει όλα σε λογική τάξη, εξηγεί πώς με τον τρόπο αυτό βοηθούν άθελά τους το Τεχνικό Σύστημα να ολοκληρωθεί και  θεωρητικά, ώστε να κλείσει ό,τι σ’ αυτό παραμένει ακόμη ανοιχτό. Εγώ, λέει ο Ελλύλ, δεν κάνω αυτό το πράγμα. Απλώς γνωστοποιώ κάτι, που ως τώρα δεν είχαμε αντιληφθεί, ένα αντικειμενικό γεγονός: το Τεχνικό Σύστημα. Το περιγράφω και το εξηγώ. Δεν λέω τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνετε. Το τι θα κάνει ο αναγνώστης, όταν το γνωρίσει, είναι δικό του θέμα. Οι ολοκληρωτικές εξηγητικές αξιώσεις εκφράζουν απλώς την αδημονία του τεχνοσυστημικού νου να μας κλείσει αμετάκλητα στην κοιλιά του κήτους! 

Θ.Ζ. Το απολογητικό επιχείρημα –«αρκούμαι στην γνωστοποίηση μιας πραγματικότητας, δεν σου λέω τι να κάνεις»- είναι σωστό αλλά  τρωτό. Θα μπορούσε να το πει κι ο πυρηνικός φυσικός: εγώ σου εξηγώ πώς διασπάται το άτομο, αν εσύ προχωράς στη διάσπαση του ατόμου, με σκοπό να με βομβαρδίσεις, ...δικό σου θέμα! Υπάρχει όμως και πραγματικά ισχυρό επιχείρημα, ότι δηλαδή η γνώση που μας δίνει το βιβλίο για την καρκινική φύση του Τεχνοσυστήματος, διασπά ριζικά κάθε «ολοποιητική» θεωρητική αξίωση, η οποία θα επιχειρούσε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα: τον τεχνοκαρκίνο και τη ζωή. Αλλά την εποχή που ο Ελλύλ έγραφε το Τεχνικό Σύστημα, το επιχείρημα αυτό δεν είχε ασφαλώς το πρακτικό αντίκρισμα που εμφανώς έχει σήμερα και το καθιστά ακλόνητο.

Γ.Ι. Ακριβώς! Διότι, παρ’ όλο που αποφεύγει να σκαρώσει μια «θεωρία των πάντων» με υλικό τις παρατηρήσεις του για το Τεχνικό Σύστημα, ο Ελλύλ δεν το περιγράφει (όπως ο πυρηνικός τη διάσπαση του ατόμου) σαν κάτι το εντελώς «ουδέτερο», κάτι που εξαρτάται από εμάς αν θα το χρησιμοποιήσουμε καλά ή κακά,  αλλά ως μια «ασθένεια», έχοντας εξαρχής ξεκαθαρίσει ότι πρόκειται για μια άκρως προβληματική, απειλητική μάλιστα, για τον άνθρωπο και την κοινωνία πραγματικότητα. Αλλά ας κλείσουμε την απαραίτητη αυτή «επιστημολογική» παρένθεση, προκειμένου να δούμε ποιος είναι πίσω από την διαχρονική τεχνοσυστημική επέκταση, ο «παράξενος ελκυστής» που την διέπει.

Θ.Ζ. Είναι σαφές, σύμφωνα με το προειρημένο απόσπασμα, ότι οι σχέσεις ανθρώπου–φύσης, ατόμου-ομάδας, ατόμου-ατόμου, έχουν τόσο εκτεχνικευθεί, που τείνει να είναι πλέον αδύνατο να λειτουργήσουν διαφορετικά. Αν κοιτάξουμε, ως διαχρονική ενότητα, τη ραγδαία εξέλιξη της Τεχνικής, που ξεκινά τον 18οαιώνα και γίνεται «Σύστημα», παν-περιεκτικών μάλιστα αξιώσεων, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, θα εντοπίσουμε μέσα της ένα παράξενο σταθερό «κέντρο έλξης», η ενέργεια του οποίου είναι ακριβώς η συστηματική εκτεχνίκευση των ανθρωπίνων σχέσεων. Υπό την έννοια αυτή, υπέχει θέση «υπόστασης» του τεχνοσυστημικού πεδίου, ως οιονεί «υποκειμένου» του. Αν τώρα αποδελτιώναμε τα χαρακτηριστικά του, θα αναγνωρίζαμε σ’ αυτό έναυποκειμενοποιό πρότυπο. Παραπέμπει σε ένα Άτομο «θεοειδές» («αυτοθεούμενο» μάλιστα) αλλά όχι «μεταφυσικό», ατομοκεντρικό και όχι κολεκτιβιστικό, «ελεύθερο» στον ιδιωτικό χώρο του αλλά μηχανοποιημένο-δούλο στον δημόσιο. Που θέλει δηλαδή τον άνθρωπο μηχανοποιημένο-δούλο στον δημόσιο χώρο, με τις σχέσεις να είναι εκεί εκτεχνικευμένες, δηλαδή υποκατεστημένες από ρόλους τεχνικούς, προδιαγεγραμμένους να λειτουργούν σαν χρονοανταλλακτικά, για τα τεχνικά συστήματα, στα οποία ανήκει. Βέβαια ο συγκεκριμένος δέκτης-φορέας του τεχνοσυστημικού ανθρωπολογικού ελκυστή-προτύπου, είναι στην ουσία του βιοψυχικό ον και δευτερευόντως συστημικό εκτεχνίκευμα. Ή πιο σωστά: βιοψυχικό μεν, αλλά εφοδιασμένο με την έλξη/παρόρμηση/πίστη –την πολύ δυνατή και επίμονη, καθώς εκ του αποτελέσματος συνάγουμε- ότι είναι καλύτερα γι’ αυτό να γίνεται όλο και πιο τεχνοσυστημικό. -Να «προσαρμόζεται», όπως ρητώς λέγεται, στην «ραγδαία τεχνολογική πρόοδο»!  

Γ.Ι. Μιλάμε λοιπόν για έναν τύπο ανθρώπου, έναν τύπο Ατόμου, το οποίο έχει κάνει «θεό του» την ανάπτυξη της Τεχνικής. Για μιαν αλλόκοτη «θρησκεία», η οποία «δεν δέχεται να την κρίνει κανείς» -όπως επισημαίνει ο Ελλύλ. 

Θ.Ζ. Δεν θα ήταν λογικό να ονομάσουμε τεχνολογικό μεσσιανισμό την παράδοξη αυτή «θρησκεία»; 

Γ.Ι. Εφόσον εμπνέεται από την πίστη, ότι «η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας θα λύσουν μια μέρα όλα τα προβλήματα του ανθρώπου», εύλογο είναι να της δώσουμε αυτό το όνομα. 

Θ.Ζ. Ας έρθουμε τώρα στην τεχνοσυστημική αυτονομία, η οποία σχετίζεται άμεσα με όσα συζητούμε εδώ και είναι ίσως το σημείο, πάνω στο οποίο ο Ελλύλ έχει δεχτεί την περισσότερη κριτική. 

Γ.Ι. Πράγματι. Στο βιβλίο του πάντως την ορίζει και την περιγράφει αρκετά διεξοδικά σε ξεχωριστό κεφάλαιο. Πολύ συνοπτικά λέει:

«“Αυτόνομη Τεχνική” σημαίνει ότι η Τεχνική εξαρτάται τελικά μόνο από τον εαυτό της και χαράζει το δρόμο της από μόνη της, ότι είναι πρωτεύων και όχι δευτερεύων παράγοντας, πως πρέπει να θεωρηθεί σαν ένας “οργανισμός” που τείνει να γίνεται κλειστός και να αυτοκαθορίζεται. Κοντολογίς, σκοπός της Τεχνικής είναι ο εαυτός της. Η αυτονομία αποτελεί την κατεξοχήν προϋπόθεση της τεχνικής ανάπτυξης. […] Ορισμένοι θεώρησαν πως μίλησα για απόλυτηαυτονομία της Τεχνικής −και σε αυτό το απόλυτη εστίασαν την κριτική τους. Είχα όμως ήδη τονίσει ότι όταν μιλάω για αυτονομία της Τεχνικής, δεν θεοποιώ την Τεχνική. Δεν έχει νόημα να λέμε “αν υπάρχει αυτονομία, τότε είναι απόλυτη, κι αν δεν είναι απόλυτη, τότε δεν υπάρχει αυτονομία”. Τέτοια θεωρητικά επιχειρήματα δεν οδηγούν πουθενά. […] Ο άνθρωπος της κοινωνίας μας βλέπει καθαρά πώς το Σύστημα απαιτεί να είναι αυτόνομο (διότι αλλιώς δεν μπορεί να προοδεύσει) και ταυτόχρονα του αναγνωρίζει αυτή την αυτονομία στον βαθμό που δέχεται ότι το Τεχνικό Σύστημα είναι νόμιμο αυτό καθαυτό. Προφανώς, η αυτονομία του Συστήματος δεν οφείλεται στη σύγκρουση μεταξύ δυο προσωποποιημένων θεοτήτων −της Ηθικής και της Τεχνικής! Οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος έγινε ζηλωτής της Τεχνικής και τη θεωρεί σαν κάτι το υπέρτατο, καθώς κάτι που αυτονομιμοποιείται και αυτοδικαιώνεται, δε μπορεί να είναι παρά υπέρτατο!» (Το Τεχνικό Σύστημα.) 

Εδώ βρίσκεται το «ζουμί». Ο νεωτερικός άνθρωπος έχει κάνει «θεό» του την Τεχνική. Αλλά οι «θεοί» είναι αυτόνομοι εξ ορισμού, αλλιώς τι «θεοί» θα ήταν; -Αυτόνομοι όμως όσο οι άνθρωποι τους λατρεύουν. Όταν πάψουν να τους λατρεύουν εξαφανίζονται μαζί με την «αυτονομία» τους. Λοιπόν, το μυστικό της τεχνοσυστημικής αυτονομίας βρίσκεται ακριβώς εδώ: στην κρυμμένη «θρησκευτική» της διάσταση. 

Θ.Ζ. Ο όρος «αυτονομία» είναι αμφίσημος και προκαλεί σύγχυση, διότι ζούμε σε έναν κόσμο, όπου συναρθρώνονται διαφορετικές παραδόσεις με κυρίαρχη την τεχνοσυστημική παράδοση. Αλλιώς αντιλαμβάνεται την αυτονομία της κυρίαρχης θεότητας ο λάτρης της κι αλλιώς ο πιστός των υποτελών της θεοτήτων. Για τον πρώτο η θεότητα είναι καλή-λατρευτή, επειδή αντιπροσωπεύει το αγαθό, το οποίο, εν προκειμένω, συναρτάται με την τεχνική «πρόοδο» και αν, όπως είναι αποδεδειγμένο, η Τεχνική «προοδεύει» ταχύτερα, όταν εμείς οι ανίδεοι δεν μπερδευόμαστε στα πόδια της, η αυτονομία της γίνεται προδήλως και αυτή λατρευτή. Μιλάμε έτσι για σχετική αυτονομία. Στην περίπτωση όμως του λάτρη μιας υποτελούς θεότητας, η αυτονομία της επ’ αυτού κυρίαρχης είναι απόλυτη καθ’ ότι ξένος προς αυτήν και επιπλέον κακή-κάκιστη, καθώς δεν ενσαρκώνει τη δική του λατρευτή θεότητα. Τελικά η συγχώνευση των παραδόσεων (η κατά Ζουράρι απερινόητη μισγάγγεια), δημιουργεί την συνηθισμένη-τυπική αμφισημία της αυτονομίας του συλλογικού: τον ιανόμορφο δηλαδή χαρακτήρα της «θεότητας», το να είναι καλή και κακή μαζί, ή άλλοτε καλή και άλλοτε κακή. 

Γ.Ι. Συνήθως στις κρίσεις είναι που η θεότητα δείχνει την «κακή» της όψη. Εξ ου και «το θείον φθονερόν!», που έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. 

Θ.Ζ. Αν προχωρήσουμε βαθύτερα θα συναντήσουμε την κοινωνιο-οντολογική σημασία της αυτονομίας, διότι κάθε σύσταση κοινωνικού πεδίου δημιουργεί δύο τάξεις αυτονομίας, την ατομική και την συλλογική, οι οποίες είναι σχετικές, υπό την έννοια ότι η μία δεν νοείται δίχως την άλλη. Υφίστανται «ασυγχύτως και αδιαιρέτως». Κατ’ αρχήν και πρωτίστως, η αυτονομία του συλλογικού ορίζεται ως αυτονομία έναντι του ομολόγου συλλογικού άλλου (π.χ. πατρίδας προς πατρίδα).  Έναντι όμως του κάθε ατόμου χωριστά, η αυτονομία του συλλογικού είναι απόλυτη. Η αυτονομία του ατόμου νοείται ως μετοχή στην κεκτημένη συλλογική αυτονομία, ως οιονεί «εξατομίκευση» αυτής της τελευταίας. Υφίσταται όμως πραγματικά μόνο έναντι του άλλου ατόμου, εντός των πλαισίων που καθιερώνει η αυτονομία του συλλογικού. Έναντι της αυτονομίας του συλλογικού η ατομική αυτονομία είναι μόνο δυνητική. Η ατομική αυτονομία μπορεί να προσβάλλει την αυτονομία του συλλογικού, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι θα αλλάξει επίπεδο και αντιπαρατεθεί σ’ αυτήν ως συλλογική δύναμη. Δηλαδή ως μέλος μιας άλλης-αντίπαλης, συλλογικής και πάλι, αυτονομίας, έναντι της οποίας η ατομική περιορίζεται στο διατομικό πεδίο. Δεδομένου τώρα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική αυτονομία δίχως μεταφυσική υποστασιοποίηση, έπεται ότι για να ανατραπεί η κυρίαρχη «θεότητα» πρέπει να αναδυθεί μια άλλη-αντίπαλη «θεότητα», η οποία να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί «ισχυρότερη». Εννοείται, ότι αυτή η τελευταία, θα είναι  και πάλι αυτόνομη έναντι των δικών της μελών-κυττάρων. Μιλάμε για «θεότητα», «λατρεία», «θρησκευτική διάσταση» κλπ επειδή έχουμε να κάνουμε με την συλλογική διαχείριση της ατομικής ελευθερίας, ενός εξ ορισμού μεταφυσικού μεγέθους. 

Γ.Ι. Απλά είναι στη βάση τους τα πράγματα, αλλά χωρίς αυτές τις κουραστικές εννοιολογικές διακρίσεις, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την σύγχυση.

Θ.Ζ. Ας συνοψίσουμε τα παραπάνω σε ένα «πόρισμα»: Όσο ο τεχνομεσσιανικός ανθρωπολογικός ελκυστής κυριαρχεί στην ψυχή των ανθρώπων, το Τεχνοσύστημα θα αναπτύσσεται. Και θα είναι ακαταγώνιστο, παρά τις καταστρεπτικές «κρίσεις» που συνοδεύουν την επέκτασή του. Αντιστρόφως: Αν δούμε την αυτονομία του Συστήματος να γίνεται όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα για τους πιστούς του και ο εξ αυτής καταναγκασμός, όλο και πιο επαχθής (γι’ αυτούς), καλομελέτα κι έρχεται. «Το λυκόφως των ειδώλων» είναι κοντά. 

Γ.Ι. Ο τριγμός, που αναγγέλλει το δεύτερο σκέλος του «πορίσματος», είναι ακριβώς η διαμάχη, για το θέμα της «ευθύνης των πολιτικών» και της «συνενοχής» των πολιτών. «Καθρέφτης μου είσαι κοινωνία και σου μοιάζω» -λέει η πολιτική πονηρία, για να αποσείσει τις ευθύνες της. Άλλωστε, «εσείς δεν είστε που μας ψηφίζετε;»... Οι «πολίτες» διαιρούνται, πιο συγκεκριμένα, στους δυστροπούντες, που δεν θέλουν ωστόσο να αμφισβητήσουν το Σύστημα και στους αρχικώς ελαχίστους εκείνους, που «τραβούν στα άκρα» την διάκριση Συστήματος-Κοινωνίας, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνουν, ότι η «Κοινωνία», ηεκτεχνικευμένη κοινωνία μας, δεν στέκεται ούτε μήνα «εκτός Συστήματος» και ότι, όπως υπογραμμίζει ο Ελλύλ, 

«για να αλλάξουμε αυτή τη δομή ή για να δώσουμε άλλο προσανατολισμό σε αυτή την κίνηση, απαιτείται τεράστια προσπάθεια [αφού] χρειάζεται, με πολύ κόπο, να πάρουμε στα χέρια μας κάτι που φανταζόμασταν ότι μπορούμε να το πλάσουμε και να το κατευθύνουμε όπως εμείς θέλουμε.» (στο ίδιο.) 

 Βεβαίως, όταν οι πρώτοι κατηγορούν τους δεύτερους, ότι «αθωώνουν» την «κοινωνία», ξεχνούν ότι η κοινωνία δεν είναι «ομογενής και ισότροπη», ώστε να επιδέχεται συλλήβδην «αθώωση» ή «ενοχοποίηση». Ξεχνούν ότι διέπεται από διαφορετικούς χρόνους π.χ. διαφορετικές γενιές, πλην των διαφορετικών «τάξεων», «συντεχνιών» και «συμφερόντων». Τέλος, δεν αντιλαμβάνονται καν, ότι αλληλεπιδρούν εκεί διαφορετικές παραδόσεις, που άλλες βρίσκονται στη νεότητά τους ή εν τω γεννάσθαι και δεν φαίνονται ακόμη και άλλες στα πρόθυρα του τέλους τους, μαζί με τις ήδη νεκρές, πλην στρογγυλοκαθισμένες στο πολιτικό προσκήνιο, «ζώνεκρα ζόμπις».

Θ.Ζ. Πράγματι, τυπικά βέβαια σφάλλουν όσοι «τραβούν στα άκρα» την διάκριση Συστήματος-Κοινωνίας, αλλά στην ουσία έχουν δίκιο, γιατί στο βάθος υφίσταται -παρότι κανείς ατομικά δεν την επιδίωξε- και λειτουργεί, η πραγματική και απόλυτη αντίθεση, μεταξύ της τεχνοκαρκινικής και της βιοψυχικήςδιάστασης, η συνύφανση των οποίων συγκροτεί το νεωτερικό κοινωνικό πεδίο. Εισάγοντας την διάκριση αυτή κυριολεκτούμε, διότι το σύστημα, το εκτεχνικευμένο μέρος της κοινωνικής ζωής, δεν είναι κοινωνία στην κυριολεξία, αλλά αλγοριθμική διεκπεραίωση απρόσωπων ρόλων. Μηχανή. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς «σοφός» ή «βαθύς» οικολόγος, για να καταλάβει ότι η κυρίαρχη τεχνοσυστημική παράδοση είναι ο θάνατος στοιχειωμένος, ή (κατά Μαρξ) ένας «βρικόλακας», που το γλυκό του δόντι αποκοιμίζει τα θύματά του, βυθίζοντάς τα σε ροζ ψευδαισθήσεις. Το να νίπτουμε τας χείρας και να «καταδικάζουμε» την «κοινωνία», επειδή αιμοδοτεί τον «βρικόλακα», είναι η απόλυτη παράνοια. Το θέμα είναι πώς στο καλό θα τον αντιμετωπίσουμε. -Αν βέβαια μπορούμε (και προλαβαίνουμε!)

Γ.Ι. Αν είναι θέμα ανθρωπολογικού τύπου και πρακτικά εμπεδωμένης «θρησκευτικού» χαρακτήρα πίστης, τη στιγμή που όλες οι άλλες κείτονται ανίσχυρες, πώς μπορούμε να  φανταστούμε την πιθανή αλλαγή του; Μήπως οι κρίσεις βοηθούν τελικά τον τεχνοσυστημικό άνθρωπο «να έλθει εις εαυτόν» και να αλλάξει, αφού οι κρίσεις θα του έχουν δώσει να καταλάβει ότι:

«Το τεχνικό σύστημα αυτο-αναπαράγεται και είναι τυφλό. Δεν ξέρει κατά πού βαδίζει. Δεν έχει κανένα σχέδιο. Μεγεθύνεται ακατάπαυστα, κάνει το περιβάλλον και τον άνθρωπο όλο και πιο τεχνητούς, και μας οδηγεί προς ένα κόσμο όλο και πιο απρόβλεπτο κι αλλοτριωτικό. Και δεν διορθώνει τα σφάλματά του.» (Το Τεχνικό Σύστημα.) 

Θ.Ζ. Ας δούμε πρώτα τι σημαίνει «κρίση» στο επίπεδο της Τεχνικής ως Συστήματος. Η ιδέα-κλειδί είναι νομίζω αυτή ακριβώς: το Τεχνοσύστημα «δεν διορθώνει τα σφάλματά του». 

Γ.Ι. Το οργανικό πρόβλημα του Τεχνοσυστήματος, όπως διά μακρών αποδεικνύει ο Ελλύλ, είναι ότι «δεν έχει εσωτερικό μηχανισμό αναδράσεων». Δεν έχει μηχανισμό αυτοελέγχου και αυτορρύθμισης, τέτοιον που να διασφαλίζει προληπτικά μια συμβιωτική-βιώσιμη σχέση με το περιβάλλον του: τηνΒιόσφαιρα (όπου ανήκουν όλα τα μη τεχνικά «συστήματα» και μαζί οι άνθρωποι ως βιοψυχικά όντα):

«Όλο το τεχνολογικό δράμα σήμερα έγκειται στο γεγονός ότι βαδίζουμε προς μια κατάσταση, στην οποία η Τεχνική, έχοντας ήδη κατακτήσει την αυτονομία της και καθώς αναπτύσσεται από μόνη της, δεν θα μπορεί να προβεί σε καμία ανάδραση αν δεν υπάρξει εξωτερική πίεση. Το πλέγμα επεξεργασίας πληροφοριών έχει μεν καταστήσει δυνατή την ανάδραση, αλλά η σχέση πρέπει να διαμεσολαβείται από ένα μη τεχνικό στοιχείο, τον άνθρωπο −κάτι που αντίκειται στην αυτονομία της Τεχνικής, κι έτσι απορρίπτεται» (στο ίδιο.) 

Στην πράξη δηλαδή, μόνο αφού έχει μεσολαβήσει η «κρίση», έρχονται οι τεχνοσυστημικοί ειδήμονες να εκπονήσουν την όποια «λύση» (τεχνική εννοείται) στα «προβλήματα», που οι ίδιοι και εκ των υστέρων, θα «διαγνώσουν» ως «αιτίες» της κρίσης. Όμως επειδή δεν διανοούνται καθόλου, ότι καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή των κρίσεων παίζει η ίδια η συστηματική-συστημική εκτεχνίκευση, αυτό που κάνουν είναι να «προλαμβάνουν» την ...προηγούμενη κρίση, ενώ προσθέτοντας Τεχνική πάνω στην Τεχνική, προετοιμάζουν ανεπίγνωστα την επόμενη απρόβλεπτη κρίση. Η περαιτέρω εκτεχνίκευση των σχέσεων ανθρώπου-ανθρώπου και ανθρώπου-φύσης, είναι η αποκλειστική μέθοδος που είναι σε θέση να εφαρμόσουν. Δεν καταλαβαίνουν ότι η Τεχνική δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που η ίδια δημιουργεί. Αλλά και να καταλάβαιναν δεν θα είχαν άλλη επιλογή, γιατί «ανήκουν στο σύστημα». Όπως ακριβώς κι εμείς, οι αδαείς ειδωλολάτρες της Τεχνικής, δεν καταλαβαίνουμε ότι μόνο τεχνικές πολιτικές λύσεις επιδέχεται το «ξεπέρασμα» των κρίσεων

Θ.Ζ. Κατατρώγοντας συστηματικά το βιοψυχικό του υπόβαθρο, το Τεχνοσύστημα λειτουργεί σαν το παράσιτο, που φουσκώνει αφαιμάσσοντας τον ξενιστή του. Το θέμα έχει πολύ βάθος, αλλά είναι αρκετό για τη συζήτησή μας να κρατήσουμε την επισήμανση του Ελλύλ, ότι αυτός ακριβώς ο μηχανισμός (: τεχνική ανάπτυξη – κρίση – τεχνική επέκταση – νέα κρίση) είναι ο τρόπος με το οποίο συντελείται η καρκινική ανάπτυξη του Τεχνοσυστήματος σε βάρος της Βιόσφαιρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τωρινή κρίση, η οποία έχει μεταξύ των όποιων άλλων αιτίων (ανθρωπολογικών κυρίως) άμεση σχέση με την τρομερή ισχύ, που προσέδωσε στο χρηματοπιστωτικό τεχνικό υποσύστημα η αλματώδης ανάπτυξη της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Πράγμα, που του επιτρέπει να ποδοπατά βάναυσα και να πετά εκτός συστήματος, στην εξαθλίωση και στον θάνατο, εκατομμύρια ανθρώπους, επιχειρήσεις, οργανισμούς, παραγωγικούς κλάδους, ακόμα και ολόκληρα κράτη. Παλιά, όταν στερούσαν τα πάντα από τον άνθρωπο, το έκαναν με την πρόθεση να τον έχουν δούλο. Για να τον εκμεταλλεύονται. Τώρα το Τεχνοσύστημα σου αφαιρεί τα πάντα προκειμένου να σε ξεφορτωθεί. Ανακαλύπτει ξαφνικά ότι δεν του χρησιμεύεις σε τίποτα και η θέση σου είναι στη χωματερή. Πρόκειται ασφαλώς για κάτι νέο στην ιστορία. Ένα novum, που θα έλεγε κι ο Κονδύλης. 

Γ.Ι. Ήδη το ζούμε. Όμως μαζί με τα ξερά καίγονται και χλωρά, πράγμα κακό προφανώς για το Σύστημα. Οπότε, γιατί π.χ. να μην έλθει αύριο ένας «έκτακτης ευφυίας επιστήμων» να ανακαλύψει την ασφαλή μέθοδο προληπτικού εντοπισμού των ανεπίδεκτων τεχνοσυστημικής προσαρμογής και μετάλλαξης, -ημών για παράδειγμα-, ώστε να στέλνονται στη χωματερή μόνον «αυτοί οι άχρηστοι»; Παρατηρούμε, πιο συγκεκριμένα, ότι η ραγδαία εκτεχνίκευση των σχέσεων δημιουργεί την Τεχνόσφαιρα, σαν δίκτυο τεχνικών συστημάτων, το οποίο απειλείται με κατάρρευση-ντόμινο από τις κρίσεις. Θα μπορούσε άραγε να φτιαχτεί εκεί ένα διασυστημικό τεχνικό σύστημα «Πρόληψης και Ελέγχου»; Ένα «υπερσύστημα», αν όχι σαν κι αυτά που καταγγέλλουν οι διάφοροι ευφάνταστοι συνωμοσιολόγοι, σαν το «χρηματοπιστωτικό τέρας», ας πούμε. Γιατί, αυτό το τελευταίο ή κάτι σαν κι αυτό, δεν θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός «υπερσυστήματος»;

Θ.Ζ. Με καμία έννοια. Το λένε άλλωστε και οι γκουρού της Τεχνοσυστημικής, όπως ο Λούμαν. Είναι αδύνατον να υπάρξει τεχνικό «υπερσύστημα», δηλαδή ικανό να επιβάλλεται προληπτικά ή έστω κατασταλτικά, επί όλων των υπολοίπων, ώστε να επιτυγχάνεται η αναγκαία βιώσιμη σχέση Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, χώρια η αυτοπροστασία της Τεχνόσφαιρας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το πρόβλημα δεν επιδέχεται τεχνική-συστημική λύση. Ούτε θεωρητικά (καθώς δεν μπορεί να υπάρξει το «σύνολο όλων των συνόλων») και ούτε πρακτικά-τεχνικά, κατά μείζονα βέβαια λόγο. Βεβαίως οι αρμόδιοι κάθε επιμέρους συστήματος φτιάχνουν το δικό τους «σύστημα διαχείρισης κρίσεων», αλλά το περισσότερο που μπορούν να πετύχουν, είναι να «μετακυλίσουν», κατά πώς λένε, τις δικές τους πιέσεις στην διασυστημική αλυσσίδα. Το αποτέλεσμα είναι να «εξωτερικεύονται» οι πιέσεις, να προσλαμβάνουν ανεξέλεγκτο χαρακτήρα και να συσσωρεύονται. Για να ξεσπάσουν τελικά στον «πιο αδύνατο κρίκο»... Οπότε –το ομολογούν τώρα κι οι οικονομολόγοι- ξανά η «κρίση», ξανά ο διασυστημικός κανιβαλισμός, ξανά το «ξεφόρτωμα» ολόκληρων άχρηστων υποσυστημάτων και πληθυσμών στην ανθρωπολογική χωματερή. Η Τεχνόσφαιρα έχει γίνει πλέον κι αυτή «περιβάλλον», για το κάθε επιμέρους σύστημα. Και βέβαια υφίσταται –μαζί με την Βιόσφαιρα- τις καταστροφικές συνέπειες. Διαισθανόμαστε έτσι, ότι εφόσον το πρόβλημα δεν μπορεί να πιαστεί στη ρίζα του, μοιραία θα επανεμφανίζεται σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα.

Γ.Ι. Στις συστημικές κρίσεις μπορεί να δει κανείς, με έναν απτό τρόπο και πώς λειτουργεί ο ανθρωπολογικός ελκυστής του Τεχνοσυστήματος. Για παράδειγμα: Ενώ κατέρρευσε -από μόνη της- η σοσιαλιστική οραματική διέξοδος, την οποία είχε επεξεργαστεί η αριστερή-ιακωβίνικη εκδοχή του νεωτερικού ανθρώπου και συνετρίβη το ομόλογο αντίθετό της, η δεξιά-φασιστοναζιστική εκδοχή του, ο μεταμοντέρνος φιλελεύθερος άνθρωπος ούτε καν διανοείται να απαλείψει από τις οραματικές εξισώσεις του τον τεχνολογικό μεσσιανισμό, τον καταφανώς κοινό παρονομαστή μεταξύ του φιλελευθερισμού και των ηττημένων αντιπάλων του: του σοσιαλισμού και του ναζισμού! Και νάτος πάλι σήμερα να μη μπορεί να διανοηθεί, ως «εναλλακτικές λύσεις», παρά μόνο τα φαντάσματα των χθεσινών του «άκρων». –Ή ακόμα και το μορμολύκειο της  «επιστροφής στο Μεσαίωνα»! 

Αλλά ας συνοψίσω: Η αυτονομία της τεχνοσυστημικής δυναμικής θεμελιώθηκε στην θεοποίηση του τεχνομεσσιανικού ανθρωπολογικού προτύπου και δεν μπορεί να χαλιναγωγηθεί από τα όποια αντιτιθέμενα «ρεύματα» (ιδεολογίες-ομολογίες) στο εσωτερικό της κρατούσας τεχνοσυστημικής ειδωλολατρίας. 

ΙΙΙ
(Μπορούμε να απαλλαγούμε από την τεχνοσυστημική ειδωλολατρία;)

Θ.Ζ. Τεχνικές, λοιπόν, δυνατότητες για τον έλεγχο της αντίθεσης Τεχνόσφαιρας - Βιόσφαιρας και για την αυτοπροστασία της Τεχνόσφαιρας, δεν υπάρχουν. Οπότε δεν μένει παρά να εστιάσουμε την προσοχή μας στην πιθανότητα να υπάρχουν μη τεχνικές δυνατότητες.

Γ.Ι. Η Βιόσφαιρα περιλαμβάνει ό,τι δεν έχει ακόμη εκτεχνικευτεί. Σ’ αυτήν ανήκουν, όπως είδαμε σε προηγούμενο απόσπασμα και τα «συμβολικά» (μεταφυσικά) εκείνα «συστήματα», μέσω των οποίων οι προνεωτερικοί πολιτισμοί διαχειρίζονταν προληπτικά την σχέση της κοινωνίας με το βιοψυχικό «περιβάλλον» της. Δεν ήταν εκατό τοις εκατό αποτελεσματικά, αλλά -κουτσά στραβά- την δουλειά τους την έκαναν. Αυτός είναι και ο λόγος, που η ανάπτυξη της Τεχνόσφαιρας προϋποθέτει την λεγόμενη «απομάγευση» του κόσμου και την καταστροφή ή πράγμα που είναι το ίδιο, την αλλοτριωτική ενσωμάτωση των μεγάλων μεταφυσικών παραδόσεων. (Ειδικά για την ευνουχιστική ενσωμάτωση του χριστιανισμού ο Ελλύλ κάνει συγκλονιστικές παρατηρήσεις στο βιβλίο του Η μεταμόρφωση του Αστού.(6)  Όμως ενώ ο Ελλύλ μας επισημαίνει το πολύ καίριο για την προβληματική μας γεγονός, ότι οι παλιοί πολιτισμοί είχαν τον τρόπο να ρυθμίζουν την σχέση τους με το βιοψυχικό τους υπόβαθρο, δεν μας παρέχει περαιτέρω εξηγήσεις. Ίσως δεν θεωρούσε επαρκείς αυτές που είχε. Μήπως έχουμε εμείς ύστερα από τόσα χρόνια;

Θ.Ζ. Κάτι έχουμε, αλλά θα μας πήγαινε πολύ μακριά να το αναπτύξουμε εδώ. Είναι άλλωστε μια αρκετά παλιά γνώση, παρανοημένη και ξεχασμένη, που την ανακαλύπτουμε τώρα λίγο-λίγο και με πολύ κόπο.

Γ.Ι. Μια συνοπτική αναφορά δεν νομίζω ότι θα ήταν πρόβλημα για τη συζήτησή μας. 

Θ.Ζ. Εξηγούμαι. Στη Βιόσφαιρα εντάσσεται, πριν απ’ όλα, το ανθρώπινο υποκείμενο, το οποίο είναι μεν «κοινωνία», αλλά συγχρόνως «φύση» και «ελευθερία», άρα «μεταφύση». Τα μεταφυσικά «συστήματα» των πολιτισμών του παρελθόντος, νοηματοδοτούσαν την σημασία του υποκειμένου ωςαυτορρυθμιζόμενου. Ως εφοδιασμένου με σύστημα εσωτερικής ρύθμισης των παθών, εξυπακούοντας ως «πάθη» τα αυτονομημένα ψυχικά ενεργήματα του υποκειμένου. (Το «πάθος» είναι «παράστασις αισθήματος κραταιουμένη υπό της έξεως και ζωογονουμένη υπό της φαντασίας», κατά τον Πέτρο Βράϊλα-Αρμένη.) Στις πιο εξελιγμένες μάλιστα μορφές της η ρύθμιση των παθών νοούνταν ως συνειδητά αυθυπερβατική-αυτοθυσιαστική, υπαγορευόμενη από την ανάλογη θέσμιση της μεταφυσικής κεφαλής της κοινότητας. Η «κατ’ εκόνα» και «ομοίωση» της μεταφυσικής κεφαλής θέσμιση της αυτορρύθμισης, αναγόρευε τον άνθρωπο σε μεταφυσικό ον με διαχρονική υπόσταση, υπόσταση που υπερβαίνει τον χωροχρόνο! Γι’ αυτό και ήταν απολύτως ρεαλιστική, η παράδοση αυτή, όταν καλούσε τον καθένα «να είναι μέσα στον κόσμο αλλά να μην ανήκει στον κόσμο». 

Γ.Ι. Συλλογικό υποκείμενο χωρίς «μεταφυσική κεφαλή», δηλαδή χωρίς μια κεντρική-προσανατολιστική αναφορά, που εκπροσωπεί μια σύνθεση μεταξύ φύσης και ελευθερίας, δεν μπορεί πράγματι να συγκροτηθεί και να υπάρξει. Αλλά τι γίνεται εντός του Τεχνικού Συστήματος η μεταφυσική κεφαλή του συλλογικού υποκειμένου; 

Θ.Ζ. Το Τεχνοσύστημα θεσμίζει την μεταφυσική κεφαλή του συλλογικού ως υπαρξιακό Μηδέν. Αφαιρεί από το ατομικό υποκείμενο την μεταφυσική σημασία του, καθώς το βλέπει σαν «προηγμένο θηλαστικό»: προικισμένο με εγκεφαλική μάζα που αν εκπαιδευτεί κατάλληλα, είναι ικανή να σκέπτεται επιστημονικά και να ενεργεί τεχνολογικά. Θεμελιώνοντας την κοινωνία πάνω στην ειδική αυτή νοηματοδότηση του υποκειμένου, το Τεχνοσύστημα μετασκευάζει τον άνθρωπο σε υπόστασή του. Με άλλα λόγια: το υπαρξιακό Μηδέν, το υποσχόμενο το  Παν μεταφυσικό Τίποτε, είναι η «κεφαλή» του τεχνοσυστημικού συλλογικού. Κατά συνέπεια δεν έχει να προσφέρει στα ατομικά υποκείμενα, υπό μορφή «μεταφυσικής συμπίεσης», τα ειδικά εκείνα «προγράμματα» αυτορρύθμισης, η ενεργοποίηση των οποίων θα είχε ως αποτέλεσμα, στο επίπεδο της προσωπικής εκδήλωσης, την προληπτική διασφάλιση βιώσιμων σχέσεων ανάμεσα στην κοινωνία και στο βιοψυχικό της υπόβαθρο. Τα ακριβώς αντίθετα τους εμφυτεύει: αυτά που καθιστούν τα υποκείμενα αναίσθητα στην καταστροφή του ψυχο-βιό-κοσμου. Μιλώ επίτηδες με «κομπιουτερική» ορολογία, για να είμαι «κατανοητός» και από το εκτεχνικευμένο μέρος του εγκεφάλου μου... Όμως είτε είναι «οντολογική» (γενεσιουργός του ανθρώπου) η μετα-φυσική ικανότητα για αυθυπερβατική αυτορρύθμιση, είτε είναι πολιτισμικώς επίκτητη, ως αποτέλεσμα ειδικής θέσμισης και σκόπιμης προσωπικής και συλλογικής εργασίας πάνω στον εαυτό, το θέμα είναι ότι –η τέτοιου τύπου ικανότητα- αντίκειται απόλυτα στην ανάπτυξη του Τεχνοσυστήματος. Γι’ αυτό άλλωστε η εξάλειψή της τίθεται ως -η εκ των ων ουκ άνευ- προϋπόθεση τεχνοσυστημικής «προόδου». Πρόκειται για την θυσία, που ζητά από τους πιστούς του το τεχνομεσσιανικό Είδωλο, η κούφια αυτή «κεφαλή» του νεωτερικού συλλογικού υποκειμένου.

Γ.Ι. Πράγματι και το τραγικό επακόλουθο είναι ότι, όπως λέει ο Ελλύλ στο τελευταίο κεφάλαιο του Τεχνικού Συστήματος, ο άνθρωπος δεν έχει εξωσυστημικό αρχιμήδειο στήριγμα, για να μπορέσει να κρίνει το Τεχνοσύστημα και ενδεχομένως να το αλλάξει: 

«Η τεχνική μεγέθυνση στηρίζεται στην εκ των προτέρων συγκατάθεση του ανθρώπου, ο οποίος βλέπει τις δωρεές κάθε τεχνικής ως απάντηση σε μια ανάγκη του, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνο για να χρησιμοποιηθεί κάποια τεχνολογική δυνατότητα. Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος, σε αυτές τις συνθήκες, θα θελήσει να αμφισβητήσει, να απορρίψει και να καταγγείλει αυτό που μοιάζει (όχι ξεκάθαρα αλλά αυτονόητα) να είναι η μοναδική πηγή των ικανοποιήσεων και των απολαύσεών του, και το οποίο μάλιστα φαίνεται να του εξασφαλίζει ένα βιώσιμο μέλλον, δηλαδή ένα μέλλον στο οποίο οι ανάγκες και οι επιθυμίες του θα ικανοποιούνται απόλυτα; Ιδού λοιπόν η τελευταία πρόταση: Ο άνθρωπος της κοινωνίας μας δεν έχει κανένα διανοητικό, ηθικό και πνευματικό σημείο αναφοράς για κρίνει την Τεχνική και να της ασκήσει κριτική.» 

Εδώ θα ρωτούσε κανείς: Γιατί δεν θα μπορούσε, ο «άνθρωπος της κοινωνίας μας», να στηριχθεί στις μεταφυσικές παραδόσεις του προνεωτερικού παρελθόντος;

Θ.Ζ. Πριν απ’ όλα, γιατί θα αντιλαμβανόταν την αυτορρύθμιση βάσει της διήκουσας την αντιληπτικότητά του «περί εαυτού ιδέας». Η οποία προσδιορίζεται, αφ’ ενός, από τον ιδιωτικοστραφή υπαρξιακό προσανατολισμό του νεωτερικού ατόμου (την αναζήτηση της «ευτυχίας» του στην «ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης») και αφ’ ετέρου, από την κατάσχεση του κοινωνικού του χρόνου και την εκτεχνίκευση-κατάψυξή του σε απρόσωπους τεχνικούς ρόλους, προκειμένου να χρησιμεύσουν ως χρονοανταλλακτικά, για τα συστήματα που ενσωματώνουν τον βίο του. Τα οποία όμως χρονοανταλλακτικά, συγκροτούν –αξερίζωτα- το σύνολο σχεδόν της «προσωπικότητάς» του, ακόμα κι όταν η «κρίση» έρχεται να το θέσει «εκτός συστήματος» (απαξίωση, ανεργία κλπ). Εφαρμοζόμενες στις συνθήκες αυτές, χωρίς το κοινωνικό χρονολειτουργικό τους αντίκρισμα (στήριγμα και ολοκλήρωμα), οι παραδοσιακές μορφές αυτορρύθμισης παράγουν απλώς φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις, οι οποίες επιδεινώνουν την ψυχική στρέβλωση, την ήδη ανήκεστη και δίχως αυτές. Ισχύει εδώ, κατά μείζονα λόγο, αυτό που δίδασκε ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας: «Η αρετή, καθώς ωριμάζει με φρόνηση μέσα στην ψυχή, δείχνει τον Θεό. Αλλά χωρίς αληθινή αρετή κάθε συζήτηση για τον Θεό δεν είναι παρά λόγια».(7) Τι εννοούσε μ’ αυτό ο Πλωτίνος, το καταλαβαίνει κανείς αν πληροφορηθεί, ότι ζώντας ο ίδιος σε μια «εποχή κρίσης», είχε μετατρέψει το σπίτι του σε ορφανοτροφείο! Σήμερα όμως, που οι άνθρωποι δεν θεωρούν απαραίτητο να συνοδεύεται η θεωρία από την πράξη, προκειμένου να είναι αξιοσέβαστη, μπορούν άνετα να δεχθούν το ενδεχόμενο της «αρετής», αρκεί να μην έχει το πρακτικό αντίκρισμα που της αντιστοιχεί, αρκεί να είναι αυστηρώς «εσωτερική». Με τον τρόπο τους έχουν κάποιο δίκιο, αφού όντως η αυτορρύθμιση είναι «εσωτερική». Αναφερόμενη όμως η αυτορρύθμιση-αρετή στον τρόπο δράσης, στον τρόπο «εξωτερίκευσης» του εαυτού, ως υπόστασης κοινωνικού πεδίου, χάνει κάθε νόημα σήμερα, όπου η προσωπικότητα υπόκειται πλήρως σε εξωτερική ρύθμιση και ή υφίσταται ως «ψηφιδωτό» τεχνοσυστημικών χρονοανταλλακτικών ή δεν υφίσταται καθόλου. Απατάται λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος αν νομίσει, ότι ανακαλώντας στο παρόν εξωτικά «συστήματα» του προνεωτερικού παρελθόντος, δύναται να «ξεμπερδέψει» με το Τεχνοσύστημα ...«επί προσωπικού τουλάχιστον επιπέδου». 

Γ.Ι. Η εμπειρία μας από τον σύγχρονο φουνταμενταλισμό δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Στα μεν κέντρα του Συστήματος, το εξωτικό «αναβιώνεται» υπό μορφήν εκτονωτικών βαλβίδων. Ανοίγοντας για λίγο οι βαλβίδες «αναπαύουν» όχι μόνο το υποκείμενό τους, αλλά και τους χειραγωγούς του. Στην δε περιφέρεια, όπου οι παραδοσιακές θρησκείες υποτίθενται κυρίαρχες, πάμπολλα είναι τα παραδείγματα, για το τι απίστευτα δολοφονική εμφυλιοπολεμική παράνοια εκλύει η πρόταξή τους ως αναχωμάτων στην εισβολή του «δυτικού σατανά», του οποίου βέβαια την τεχνολογία δεν διανοούνται να αμφισβητήσουν, καθώς, όπως όλοι, την θεωρούν κι αυτοί κάτι «ουδέτερο». -«Σαν το μαχαίρι», που λένε, η χρήση του οποίου υποτίθεται πως εξαρτάται από το αν αυτός που το βαστά είναι καλός ή κακός, ή αν έχει καλές ή κακές προθέσεις.

Θ.Ζ. Αλλά μην παραλείψουμε και τα δικά μας φουνταμενταλιστικά ανάλογα, που λαμβάνουν χώρα «Πίσω από τους λόφους»... Οι παραδοσιακές μορφές αυτορρύθμισης, το προνεωτερικό αντίστοιχο αυτού που λείπει από τον νεωτερικό άνθρωπο, μπορούν –παρότι «χάσμα μέγα εστήρικται» και τον χωρίζει από την ουσία τους- να του χρησιμεύσουν σαν αρχιμήδειο στήριγμα, αποκλειστικά όμως και μόνο, για να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του: ότι δέχεται, δηλαδή, με την θέλησή του, να είναι ο βίος του αυτό που σιγά-σιγά έπαψε να αντιλαμβάνεται, δηλαδή τεχνοσυστημική «μαριονέτα». Το τι θα κάνει κατόπιν (αφού συνειδητοποιήσει την κατάστασή του), ούτε καν να το διανοηθεί μπορεί εκ των προτέρων. Δεν είναι θέμα «συνταγής», «πρότασης», «προγράμματος» ή «πολιτικής βούλησης», για να το συλλάβει στην κατάσταση που βρίσκεται.  

Γ.Ι. Αν και ρητά στο προηγούμενο απόσπασμα, ο Ελλύλ δεν βλέπει πουθενά αρχιμήδειο στήριγμα, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν πιστεύει, στην λογικώς αναμενόμενη –κατόπιν των ανωτέρω- «αναπόφευκτη καταστροφή της ανθρωπότητας». Κι αυτό γιατί κάποια στιγμή της στοχαστικής του διαδρομής, από άθεος που ήταν, έγινε χριστιανός. Και καθώς ξέρουμε, οι «εκ μεταστροφής» χριστιανοί εννοούν να παίρνουν στα σοβαρά το «Ευφρόσυνο Άγγελμα» (σε αντίθεση με τους «εκ γενετής»). Λοιπόν ο ίδιος –αν και «άνθρωπος της κοινωνίας μας»- βρήκε το ζητούμενο αρχιμήδειο στήριγμα, έξω από τη σφαίρα του τεχνοσυστημικώς προσομοιώσιμου λόγου. –Κάτι που δεν μπόρεσε ο Χάϊντεγγερ, ο φιλόσοφος που είδε την Τεχνική ως το μέγα πρόβλημα της εποχής μας. Εισηγητής του άκρατου οντολογικού μηδενισμού στη νεωτερική φιλοσοφία και μη βλέποντας καμιά διέξοδο, ο Χάϊντεγγερ κατέληξε στην περίφημη ειρωνική αποστροφή: «μόνο ένας θεός θα μας σώσει». Για τον Ελλύλ όμως, που δεν είχε σε καμιά υπόληψη την νεωτερική φιλοσοφία, ο Θεός δεν είναι «τρόπος του λέγειν» ενώπιον της α-πορίας μας, αλλά ένα συγκεκριμένο ιστορικό Πρόσωπο: ο Εσταυρωμένος.   

Θ.Ζ. Εδώ θίγεις ένα «λεπτό ζήτημα». Κάποιοι δικοί μας, θα θορυβηθούν. Ήδη τους ακούω –νομίζω- να διαμαρτύρονται: «καλά δεν βλέπετε ότι ο Ελλύλ ήταν προτεστάντης»;... Πρέπει να τους πούμε ότι δεν έχουν δίκιο. Διότι αν και προτεστάντης, ο Ελλύλ αποδεικνύεται «πιο ορθόδοξος» από μας τους πατενταρισμένους «ορθοδόξους». Ας το πάρουμε απλά-κυριολεκτικά: ορθόδοξη διάσταση υπάρχει εκεί όπου διαπιστώνεται ορθή δόξα για τα ουσιώδη. Και τι είναι πιο ουσιώδες από τον τρόπο ζωής, ώστε να μην τον μεταχειριστούμε σαν λυδία λίθο, προκειμένου να «τεστάρουμε» την «ορθή δόξα»; Λοιπόν, αν ξέρει κανείς κάποιον δικό μας ορθόδοξο, που να έχει ορθότερη από τον Ελλύλ δόξα, για τον κατισχύσαντα τεχνοσυστημικό τρόπο ζωής, να μας τον πει. Ένας ήταν, που δόξαζε με την ανάλογη επί του θέματος ορθότητα: ο Σπ. Κυριαζόπουλος. Αλλά αν το ψάξει κανείς, θα συμφωνήσει μαζί μου πως δεν υπάρχει δεύτερος. 

Γ.Ι. Απλά – πρακτικά, το είδα κι εγώ. Σαν τον γιατρό που τον ακούμε να λέει: «Δεν θα αντέξει άλλο ο ασθενής. Τρεις μήνες το πολύ. Εκτός και γίνει κάποιο θαύμα!»... Στη χριστιανική μεταστροφή του Ελλύλ διαβλέπω την πίστη στην πιθανότητα αναλόγου θαύματος. Στην δυνατότητα δηλαδή να υπερβούμε τον εαυτό μας και να ξεριζώσουμε τον τεχνοκαρκινικό ελκυστή από μέσα μας... Παραμένουμε, έτσι, στο ερώτημα «πώς ενώ είμαστε μέσα στο σύστημα θα κατορθώσουμε να μην του ανήκουμε;» και συνάμα στην παρήγορη υπόθεση, ότι οι κρίσεις είναι τα αλλεπάλληλα σοκ, που έχουμε ανάγκη για να ξυπνήσουμε.  

Θ.Ζ. Σωστά. Οι κρίσεις... Στη διάρκεια των κρίσεων η πίστη στο Σύστημα κλονίζεται. Και δεν αποκλείεται να ενεργοποιηθούν, στο βιοψυχικό υπέδαφος, οι προϋποθέσεις της ζητούμενης «μεταφυσικής επανάστασης», η οποία θα επιτρέψει τελικά στον άνθρωπο να χαλιναγωγήσει την Τεχνική και να εξημερώσει τις εφαρμογές της. Παράδοξο βεβαίως και αναπάντεχο θα είναι. Αλλά κάπως έτσι –παράδοξα και αναπάντεχα- δεν ξεπήδησε από το μεσαιωνικό του υπέδαφος και ο ίδιος ο νεωτερικός-τεχνοσυστημικός πολιτισμός; -Για να μην αναφερθώ στην γένεση των τριών διαδοχικών ελληνικών πολιτισμών. 

Γ.Ι. Ο Ελλύλ, υπό μορφήν «υστερόγραφου» στο τέλος του βιβλίου, υπόσχεται «μια ιδιαίτερη μελέτη» για «τις δυσλειτουργίες του Τεχνικού Συστήματος». Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό πραγματοποίησε αυτό το σχέδιο. Στο βιβλίο Le bluff technologique, που κυκλοφόρησε το 1988 και με το οποίο έκλεισε την «τριλογία» του για την Τεχνική, ασχολήθηκε με το τι σημαίνει να ζούμε μέσα στο Τεχνοσύστημα, ειδικά μετά την εισαγωγή σε αυτό της πληροφορικής «επανάστασης». Δεν έχω ακόμα ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του βιβλίου. Όμως μπορώ να πω ότι, πράγματι, τονίζει εκεί την καλπάζουσα φθορά, ακόμα και στο φυσικό επίπεδο, που μας προκαλεί η τρομακτική δυσαναλογία ανάμεσα «στο περιορισμένο των διανοητικών δυνατοτήτων μας και τα απεριόριστα πεδία στα οποία ο τεχνικός-πληροφορικός καλπασμός μας καλεί να ανταποκριθούμε καθημερινά κι εμείς βαυκαλιζόμαστε ότι θα τα καταφέρουμε». Εξετάζει, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο η Τεχνική «περικυκλώνει με το κοινότοπο και το προφανές» και έτσι «καθησυχάζει» και «ναρκώνει» τους ανθρώπους, με πρώτους-πρώτους τους «διακόνους» του (τεχνοκράτες, νεοφιλελεύθερους διανοούμενους, οικονομολόγους, διαφημιστές, κ.λπ.), απαλλάσσοντάς τους από κάθε ηθική μέριμνα στο όνομα της «καθαρής» τεχνικής αποτελεσματικότητας. Καταγράφει, κυρίως, το πώς μας προσανατολίζει, πολιτισμικά, προς το πρότυπο του «τεχνικού Ανθρώπου», ωθώντας τις κοινωνίες σε ένα «ήπιο παραλήρημα». Και μάλιστα, σημειώνει, πως «δεν βρισκόμαστε καθόλου ενώπιον ενός οικονομικού “αδιεξόδου” αλλά εντός μιας γενικευμένης αποδιάρθρωσης», − το βλέπουμε πλέον  κι εμείς καθαρά, σήμερα.

Πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο, που εύχομαι κάποτε να το δούμε και στα ελληνικά, αφού σίγουρα μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά μια θεωρία για την σχέση ανάμεσα στις κρίσεις και στην  ανθρωπολογική εξέλιξη του νεωτερικού ατόμου. 

Θ.Ζ. Μακάρι. Άλλωστε στην κεντρική μας παράδοση έχουμε ανεκμετάλλευτες ανθρωπολογικές γνώσεις, που υπερβαίνουν την αντιληπτικότητα του ανθρώπου της εποχής μας, τις οποίες όμως μπορεί ίσως να προσεγγίσει η ανθρωπολογική μελέτη της εκτεχνίκευσης ή τουλάχιστο να ανοίξει κάποια δίοδο προς την κατανόηση και αξιοποίησή τους. 

Πάντως αυτό που έχει σημασία, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, είναι να κατακτηθεί η γνώση που μας χάρισε ο Ελλύλ: Ότι η Τεχνική έχει γίνει Σύστημα, ότι το Τεχνοσύστημα είναι καρκινικό ως προς τη φύση του και αυτόνομο ως προς την δυναμική του, και ότι ο εξοπλισμός που χρειαζόμαστε προκειμένου «να μην του ανήκουμε», είναι μη τεχνικός, ή πιο σωστά, τεχνοσυστημικώς ανεντόπιστος

Προηγείται, ας το ξαναπούμε, η νοητική αφύπνιση από την τεχνοσυστημική ύπνωση και έπεται η αναζήτηση του κατάλληλου «εξοπλισμού». Το τι ακριβώς είναι ο «μη τεχνικός εξοπλισμός», που θα αναζητήσουμε μετά, όταν «ξυπνήσουμε», μόνο με ονειρικές εικόνες μπορούμε να το συλλάβουμε, -τώρα, στον ανήσυχο λόγω κρίσης συλλογικό μας ύπνο. Μιλάμε για «κάτι», που στην γλώσσα του μύθου (όπου το όνειρο μεταποιείται σε σύμβολο πολυδύναμο), μοιάζει με την μυστηριώδη εκείνη κατοπτρική ασπίδα, όπου το τέρας μέσα κι έξω μας, θα βλέπει τον εαυτό του και ευθύς θα παραλύει!... Ή μ’ εκείνο το βοτάνι, που όποιος το γεύεται γίνεται άτρωτος από τα μάγια της τεχνοσυστημικής Κίρκης. Και μπορεί άφοβα να ανέβει ακόμα και στο κρεβάτι της. Ώστε, όχι μόνο να την κάνει να επαναφέρει τους χοίρους στην τάξη των ανθρώπων, αλλά να την κάνει και αρωγό στο ταξίδι του για την Ιθάκη!.. Γι’ αυτόν τον «εξοπλισμό» αξίζει «να πουλήσουμε τα πάντα και να πάμε να τον αγοράσουμε». Είναι το ζητούμενο. Το «εν ου έστι χρεία!».

Γ.Ι. Νομίζω ότι πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Αφού πρώτα πούμε δυο λόγια για το πώς εμείς φτάσαμε στην τραγική κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. 


IV
(Πώς εμείς «λύσαμε» το πρόβλημα!)

Θ.Ζ. Φτάσαμε στην σημερινή κατάσταση, επειδή καταλήξαμε στον πιο ακατάλληλο και ευάλωτο τρόπο «να είμαστε μέσα στο Σύστημα, αλλά να μην του ανήκουμε»!

Μοιάζει παράδοξο. Η Ελλάδα δεν πάσχει τόσο από την ανάπτυξη του Τεχνοσυστήματος. Αυτό το πρόβλημα αφορά κυρίως τις λεγόμενες «προηγμένες» χώρες, στις οποίες εξάλλου ξέσπασε και σοβεί η σημερινή κρίση. Η Ελλάδα πάσχει, κυρίως, από την τεχνοσυστημική υπανάπτυξή της. Ή για να είμαι πιο ακριβής: πάσχει από την, εκ μέρους της εγχώριας κομματοκρατίας, πάγια εξουδετέρωση της τεχνοσυσυστημικής ανάπτυξης και την υποκατάστασή της από κάτι ακόμα χειρότερο: από την ανάπτυξη ενός καθ’ ολοκληρίαν παρασιτικού-κλεπτοκρατικού συστήματος.

Πιο συγκεκριμένα, η δική μας κομματοκρατία, η τόσο βαθιά ριζωμένη στις παραδοσιακές «πελατειακές» πρακτικές, ανασυγκροτήθηκε ακαριαία γύρω από την λεγόμενη «διαπλοκή», κατά την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, -της μεταμοντέρνας αυτής φάσης της ελληνικής νεωτερικότητας. Και διατήρησε σκόπιμα το κράτος σε κατάσταση ημιπαράλυτη και τεχνολογικώς τραγελαφική, ώστε, αφ’ ενός, να δραστηριοποιείται απρόσκοπτα στην αφάνεια το σύστημα της λεηλατικής διαπλοκής και αφ’ ετέρου να μπορεί να επικαλείται, ως άλλοθι, την «επάρατη» γραφειοκρατία. (Ενώ παράλληλα, δήθεν για να την «πατάξει», έριχνε πακτωλούς κοινοτικών κονδυλίων στα δίχως πάτο πιθάρια, των κατ’ ευφημισμόν «Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων» -που ποτέ δεν έλεγαν να «ολοκληρωθούν».) Η φοβερή αυτή μηχανή, που κακώς επιμένουμε να την λέμε «πελατειακό σύστημα», κατασκευάστηκε από τους παμπόνηρους πολιτικούς μας και χρηματοδοτήθηκε από τις Βρυξέλλες και τις «αγορές», και υπούλως, από τα συστηματικώς υπεξαιρούμενα αποταμιευτικά (ασφαλιστικά κ.ά.) αποθέματα του πληθυσμού, με σκοπό να είναι όλοι ευχαριστημένοι: αυτοί οι ίδιοι πριν απ’ όλα (εκλεγόμενοι και επανεκλεγόμενοι απρόσκοπτα), οι «εταίροι» τους (άμεσα επωφελούμενοι από την καταναλωτικοποίηση-αποκεφαλαιοποίηση της χώρας), αλλά και η «πελατεία» των αρχικώς αμυνόμενων (και με την πάροδο του χρόνου πλήρως αλωθέντων και ψυχή τε και σώματι παραδοθέντων) ψηφοφόρων τους. 

Η επιτυχία της «αναπτυξιακής» αυτής μηχανής, που βασιζόταν στην αφανή λεηλασία, την υπερχρέωση και τον απροκάλυπτο εκμαυλισμό, υπήρξε τωόντι εντυπωσιακή. Θυμάμαι ακόμη την κατάπληξη, που δοκίμασα ένα πρωινό του 2006, διαβάζοντας  στον τύπο, ότι είχαμε φτάσει να κατέχουμε την 12η θέση στην κλίμακα των 24ων χωρών με το υψηλότερο εισόδημα στον πλανήτη. «Εξ ίσου πλούσιοι με τους Νορβηγούς και πλουσιότεροι από τους Δανούς!»... έλεγε το δημοσίευμα. Το απίστευτο τούτο «θαύμα» ήταν βέβαια –το ξέρουμε τώρα καλά- η απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρει, η κομπορρημονούσα «Ισχυρή Ελλάδα», τον δρόμο προς την χωματερή.

Γ.Ι. Ναι! Δρόμο στον οποίον, ας σημειώσω, θέλουν να επιταχύνουν πλέον την πορεία μας με fast track διαδικασίες. Πράγμα που μου θυμίζει μια επίσης καίρια παρατήρηση του Ελλύλ, η οποία αναφέρεται στις πολιτικές ηγεσίες των τεχνοσυστημικώς υπανάπτυκτων λαών:

«Δεν έχουν καμιά συνείδηση της καθολικότητας των προβλημάτων και το μόνο που τους απασχολεί, είναι πώς θα επωφεληθούν από την τεχνική ανάπτυξη. Αυτό συμβαίνει π.χ. στη Βραζιλία, που υπερηφανεύεται για την έκτασή της, τα δάση της και το μεταλλευτικό της πλούτο: προσκαλεί ανεπιφύλακτα όλες τις βιομηχανίες να εγκατασταθούν εκεί. Όπως ακριβώς έλεγε ο Σ.Βάνεκε στον Le Monde (Αύγουστος 1973), η Βραζιλία διακηρύσσει: «Ελάτε να μας μολύνετε ελεύθερα!» (Το Τεχνικό Σύστημα.)

Οι δικές μας ηγεσίες, κάνοντας τα πάντα, προκειμένου να επιτύχουν την πλήρη, αφ’ ενός, ενσωμάτωση της χώρας στις διεθνείς τεχνοσυστημικές δομές και την ολοκληρωτική, αφ’ ετέρου, καταστροφή των ενδογενών προϋποθέσεων της επιβίωσής της (μέσω της μετατροπής της σε χώρα πελάτη-καταναλωτή), την κατέστησαν έναν εξαιρετικά αδύναμο κρίκο του παγκόσμιου Τεχνοσυστήματος. -Μια χώρα ιδιαίτερα ευάλωτη, κυριολεκτικά «πειραματόζωο», στα πλαίσια των εκάστοτε επιχειρούμενων ανακατατάξεων στους ενδοδυτικούς συσχετισμούς ισχύος. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, όπως υπογραμμίζει συνέχεια ο Ελλύλ, ότι «η Τεχνική δεν είναι τίποτε άλλο από μέσον ισχύος».

Θ.Ζ. Ας κλείσουμε οριοθετώντας τη συζήτηση που μόλις κάναμε, ως προς το εύρος και το βάθος της. Δύο σχόλια, το ένα για τα γενικά και το άλλο για τα καθ’ ημάς: 

α) Είναι σαφές, ότι το Τεχνοσύστημα είναι το νεωτερικό κοινωνικό πεδίο στη φάση της ποιοτικής ολοκλήρωσής του και της εκτατικής «οικουμενικής» επιβολής του. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, η «θάλασσα», όπου «πλέουν» τα συλλογικά και τα ατομικά υποκείμενα. Όμως το πώς ακριβώς η «πλεύση» επηρεάζει τους «ναυτίλους» και τι ακριβώς σημαίνει «σωστή» ή «λάθος» πλοήγηση, για τον καθένα, αυτά δεν αφορούν την θεωρία για την φύση της «θάλασσας» και για την νομιμότητα που την διέπει (: τον «χαρακτήρα» του «Ποσειδώνα»). Συζητώντας λοιπόν το θέμα μας, που ήταν η υποτιθέμενη «ανυπαρξία» πολιτικής ευθύνης λόγω της αυτονόμησης του Τεχνοσυστήματος, οφείλαμε να μην ενδώσουμε στον πειρασμό να ιδούμε πώς ακριβώς συγκεκριμενοποιούνται αυτά τα δύο: οι ανθρωπολογικές συνέπειες της εκτεχνίκευσης και η πολιτική ευθύνη, εκεί όπου όντως έχει νόημα και δύναται να καταλογιστεί, δηλαδή στο εθνικό πεδίο και στο πεδίο των όποιων συγκροτημένων δι-εθνικών σχηματισμών, όπως είναι λ.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά είναι αντικείμενο μιας τελείως άλλης συζήτησης, η οποία προϋποθέτει ασφαλώς αυτήν που ήδη κάναμε. 

β) Η ευθύνη για το ότι εμείς «καταλήξαμε στον πιο ακατάλληλο και ευάλωτο τρόπο να είμαστε μέσα στο Σύστημα, αλλά να μην του ανήκουμε», αποδόθηκε στους διαχειριστές του πολιτικού πυλώνα του εθνο-κρατικού μας συστήματος. Πρέπει όμως να πούμε και του στραβού το δίκιο. Ότι υπάρχει και η ευθύνη των διαχειριστών των δύο άλλων πυλώνων: του μεταφυσικού δηλαδή και του εκπαιδευτικού. Ποιός μας λέει, ότι η δική τους συμβολή στην διαμόρφωση του συλλογικού μας αδιεξόδου, δεν ήταν ακόμα πιο καθοριστική; Αλλά αυτό είναι μια άλλη επίσης συζήτηση.
Σημειώσεις

(1) Ζακ Ελλύλ, Το Τεχνικό Σύστημα, μετάφραση Γιάννης Ιωαννίδης. Εκδόσεις Αλήστου Μνήμης, 2012. (Ο Ελλύλ γεννήθηκε το 1912 και πέθανε το 1994.)
(2) Βλ. Ζακ Ελλύλ, Λιούις Μάμφορντ, κ.ά., Η ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ, κριτικά δοκίμια για τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας. Εκδόσεις Νησίδες, 1998.
 (3) Σπύρος Κυριαζόπουλος, Η Καταγωγή Του Τεχνικού Πνεύματος. Εκδόσεις Γρηγόρης, 1965. (Ο Σπ. Κυριαζόπουλος γεννήθηκε το 1932. Ήταν καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όταν τον βρήκε ο θάνατος το 1977.)
(4) Εννοείται ευθύνη πολιτική και όχι ποινική. (Όμως: ποινική ευθύνη δεν υφίσταται μόνο επί πλημμελημάτων ή εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά -κατά μείζονα λόγο- και επί πολιτικών πράξεων που παραβιάζουν το Σύνταγμα.)
(5) Εκδόσεις Νησίδες.
(6) Εκδόσεις Νησίδες.
(7Αρετή μεν ουν εις τέλος προϊούσα και εν ψυχή εγγενομένη μετά φρονήσεως θεόν δείκνυσιν. Άνευ δε αρετής αληθούς θεός λεγόμενος όνομά εστιν. ΙΙ ix, 15.39. 
Ανάρτηση από: http://www.antifono.gr