Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Ο διάσπαρτος πόλεμος και οι αναπόφευκτες αποφάσεις

Του Δημήτρη Σεβαστάκη

Όταν μπουν στα χειμερινά ανάκτορα ο ΣΥΡΙΖΑ και τα συμμαχικά σχήματα, θα αντιμετωπίσουν έναν συμπαγή πόλεμο; Πολλοί το φοβούνται. Νομίζω όμως ότι οι όροι που ήδη έχουν στηθεί από τα συμβόλαια των Μνημονίων αλλά και από προγενέστερα κανονιστικά πραξικοπήματα οδηγούν σε ένα είδος πολυεπίπεδου, αποκεντρωμένου πολέμου και όχι σε μια σύγκρουση μετωπική, με έναν ευδιάκριτο εχθρό.
Δηλαδή αυτό που περιμένει την κυβερνητική Αριστερά (πέρα από τις οργανωσιακές ανεπάρκειες ή τους εγωισμούς ενός πολιτικού νεοπλουτισμού που την ταλαιπωρούν), δεν είναι μόνο η πίεση που θα συνεχίσουν να ασκούν οι δανειστές ή κάποια πολεμοχαρής συμβολική χειρονομία τους. Είναι κυρίως ότι δεν υπάρχουν έτοιμα λειτουργικά εργαλεία για να υλοποιήσει έστω και μερικά από τα ελπιδοφόρα και φιλόδοξα που προσπαθεί και εκφωνεί: φορολογική εξισορρόπηση, καθαρούς κανόνες, λειτουργικότητα του κράτους, ροή των πραγμάτων. Και όλ' αυτά ως προϋπόθεση του μεγάλου και κεντρικού εγχειρήματος, της παραγωγικής ανασυγκρότησης, και του ολικού ανασχεδιασμού της οικονομίας. Το τελευταίο, όμως, δεν μπορεί να γίνει από «τα πάνω», γιατί τότε εκπίπτει στη γραφειοκρατία και τον οικονομικό φορμαλισμό (ή το πλιάτσικο, κατά τον κ. Φλωρίδη) του ΕΣΠΑ. Η παραγωγική ανασυγκρότηση γίνεται από την ίδια τη ζωή, από την κοινωνία, από τις ωθήσεις μιας αδιαμεσολάβητης παραγωγικής κουλτούρας που αφομοιώνει τις κοινωνικές ανάγκες. Όμως διευκολύνεται, επιταχύνεται από τους διοικητικούς και πολιτικούς χειρισμούς.
Η παραγωγή εμποδίζεται από τον γραφειοκρατικό γύψο. Αυτός δημιουργείται από το κράτος - λένε οι νεοφιλελεύθεροι. Ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο αντιπαραγωγικός γύψος -απαντά η αριστερά- ο οποίος φτιάχνει το πιο συγκεντρωτικό και αρρωστημένο μοντέλο «ανάπτυξης».
Είν' αλήθεια. Στην περίπτωση της χώρας μας, ένα αφόρητο κανονιστικό πλέγμα που έχει υφάνει η νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής κατεύθυνσης ευρωπαϊκή γραφειοκρατία μιξάρεται με την απίθανη μεταβλητότητα κανόνων που επινοεί η πανικόβλητη και ανίκανη ντόπια πολιτική ελίτ και εμποδίζει, νεκρώνει κάθε δημιουργική, παραγωγική απόπειρα. Μια απέραντη πεδιάδα από γρίφους, κανόνες, υποσημειώσεις, δίκτυα νομικών εμποδίων, παλιότερες συμφωνίες, ευρωπαϊκές οδηγίες, εκκρεμή πρόστιμα, αλλά και ένας βορειοευρωπαϊκός οικονομικός εθνικισμός, εμποδίζουν κάθε παραγωγική δραστηριότητα στον τόπο μας.
Έτσι, για να κάνει η νέα εξουσία στοιχειώδες βήμα, θα πρέπει να συγκρούεται διαρκώς με πολλά επίπεδα θεσμίσεων, επιβολών, συμφερόντων και αδρανειών. Π.χ., για να ληφθούν μερικά άμεσα ανακουφιστικά μέτρα ανθρωπιστικού χαρακτήρα που θα δώσουν θάρρος στην καταπτοημένη και περίλυπη κοινωνία και θα προεκφράσουν το διαφορετικό που φέρει η Αριστερά, θα πρέπει να βρεθούν πόροι.
Για να βρεθούν πόροι, θα πρέπει να υπάρξει φορολογική εξισορρόπηση, που και θα αποκαλύψει -αξιοποιήσει κρυμμένα κεφάλαια και παράλληλα θα φέρει, έστω δειγματικά, ένα αίσθημα δικαιοσύνης στους πολίτες. Τότε, αναγκαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έρθει αντιμέτωπος με το ζήτημα του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Ούτως ή άλλως τίθενται εδώ και χρόνια ζητήματα αναμόρφωσης των δομών του δημόσιου τομέα, μετατροπής τους σε παραγωγικά εργαλεία (από εργαλεία ανάσχεσης που είναι). Όμως υπάρχουν τρεις παράγοντες ακινησίας που κάνουν το εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο.
Το «Δημόσιο» είναι αντιπαθητική έννοια -στρέβλωση ενός πολύτιμου δημοκρατικού κληροδοτήματος- για το μεγαλύτερο τμήμα της μικροαστικής και λαϊκής ερμηνευτικής. Ο καθένας έχει την τραυματική του εμπειρία από το Δημόσιο, αφού ξέρουμε ότι οι κομματικές στρούγκες που καθόρισαν (εξοργιστικά) την ανθρωπογεωγραφία του δεν διατρέχονταν από υψηλά ποιοτικά κριτήρια. Επομένως δεν υπάρχει η ανοχή και ιδεολογική συνέργεια της κοινωνίας για την αναμόρφωση του Δημοσίου, δεν δίνεται ο χρόνος για μια ανασυγκρότηση των δομών ενός τόσο αδικαίωτου μορφώματος.
Ο δεύτερος παράγοντας ακινησίας είναι η καχυποψία του υπαλλήλου ότι αυτό που του κάνει η εξουσία είναι να χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να τον πετάξει έξω και να βάλει τους δικούς της στη θέση του. Αυτό του επιβεβαιώνουν οι κυβερνητικές πρακτικές τόσων χρόνων. Έτσι πλάστηκε ο δημόσιος υπάλληλος, αυτό πιστεύει ότι συμβαίνει, αφού κι ο ίδιος είναι απότοκο μιας τέτοιας πρακτικής. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να είναι αρνητικός και καχύποπτος σε οποιαδήποτε αναμορφωτική απόπειρα.
Ο τρίτος παράγοντας ακινησίας είναι ότι δεν «σπρώχνεται», δεν πιέζεται, το Δημόσιο, από μια υψηλή παραγωγική ενέργεια της κοινωνίας, που θα το ανάγκαζε να εκσυγχρονιστεί και να γίνει πιο έξυπνο. Η παγωμάρα στην παραγωγή αναδιπλασιάζει την παγωμάρα στη διοίκηση. Τροφοδοτούνται οι «λαμογιές», ο πλάγιος δρόμος, η ευθυνοφοβία, η αναβλητικότητα, παρά η διοικητική ορθοφροσύνη. Η γραφειοκρατία όχι μόνο δεν καταπολεμήθηκε τα χρόνια της κρίσης, αλλά πολλαπλασιάστηκε. Στη γνωστή δαιδαλώδη παραδοσιακή γραφειοκρατία προστέθηκε η e-γραφειοκρατία, που «τελειώνει» μια παραγωγική απόπειρα πριν καν αρχίσει.
Υπ' αυτές τις συνθήκες η Αριστερά θα είναι σαν ατέρμων βίδα σε κατεστραμμένο σπείρωμα. Χωρίς τίμια προετοιμασία του κόσμου και ρεαλισμό στην αφήγηση, αυτή η δαιδαλώδης χασμωδία, ανάμεσα στην αδρανή παραγωγή, την ανισόρροπη διοίκηση, τις πολιτικές στρεβλώσεις και το άρρωστο ιδεολογικό - πολιτισμικό υπόστρωμα, θα είναι δυσεπίλυτη τρύπα.
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ. dsevastakis@arch.ntua.gr
Ανάρτηση από: http://www.avgi.gr