Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Η προοπτική μιας φτωχότερης Δύσης

Τα μεσοστρώματα του ανεπτυγμένου κόσμου μεταξύ της σφύρας των εντονότερων ανισοτήτων και του άκμονος των αναδυόμενων οικονομιών


Του Κώστα Ράπτη

Κρίση, υπερχρέωση, λιτότητα, απώλεια ανταγωνιστικότητας, απορρύθμιση του εργασιακού τοπίου, γήρανση του πληθυσμού, υποχώρηση του κοινωνικού κράτους. Για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού των βιομηχανικών κρατών της Δύσης το όραμα της διαρκώς ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας έχει δώσει τη θέση του στην απειλή της φτωχοποίησης.
Η βεβαιότητα που επικρατούσε μέχρι πρότινος ότι η επόμενη γενιά θα γνωρίσει «ακόμα καλύτερες μέρες» έχει αντιστραφεί, ενώ, την ίδια στιγμή, η έξαρση της ξενοφοβίας υπενθυμίζει την «κούρσα προς τον πάτο» που δημιουργεί στην αγορά εργασίας η εισροή μεταναστών από λιγότερο προνομιούχα μέρη.
Ό,τι για τον «μέσο άνθρωπο» είναι ήδη μια καθημερινότητα ανασφάλειας και δυσαρέσκειας αρχίζει να γίνεται αντικείμενο μιας όλο και πιο ζωηρής δημόσιας συζήτησης μεταξύ ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων και (πολύ λιγότερο) πολιτικών ιθυνόντων, που μέχρι προ ολίγων ετών θα θριαμβολογούσαν για την εγγενή ανωτερότητα του «δυτικού μοντέλου».
Από τη μια, οι επιδόσεις των αναδυόμενων οικονομιών (έστω και αν αυτές αποδεικνύονται ακόμη ιδιαίτερα ευάλωτες στις μεταβολές των διεθνών κεφαλαιακών ροών) γεννούν την αίσθηση ότι το προβάδισμα των ανεπτυγμένων οικονομιών δεν είναι εσαεί εξασφαλισμένο.
Από την άλλη, η εστίαση της προσοχής στην εντεινόμενη ανισότητα εντός του πάλαι ποτέ «Πρώτου Κόσμου» -είτε με το σύνθημα του Occupy Wall Street, «Είμαστε το 99%», είτε με την πολυσυζητημένη ήδη μακροοικονομική μελέτη του Τομά Πικετί «Το κεφάλαιο στο 21ο αιώνα»- αποτυπώνει τον ίδιο φόβο φτωχοποίησης των μεσοστρωμάτων.
Πόσω μάλλον όταν η μεταπολεμική ευημερία για ολοένα και περισσότερους στη Δύσης αποκαλύπτεται, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Πικετί, ως ιστορική «εξαίρεση», οφειλόμενη στη χαλιναγώγηση της φυσικής τάσης του καπιταλισμού προς την όξυνση των ανισοτήτων από λόγους εξωοικονομικούς: τη μεγάλη καταστροφή κεφαλαίου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επιβολή πολιτικών φορολόγησης του πλούτου. Για να μη μιλήσουμε για το ιστορικό πλεονέκτημα που σώρευσε ο πληθυσμός της Δύσης (όχι μόνο η άρχουσα τάξη της…) από την αποικιακή λεηλασία του υπόλοιπου πλανήτη. 
Μηδενική ωφέλεια από την ανάκαμψη
Τίποτα δεν εικονογραφεί πιο χαρακτηριστικά την εν εξελίξει υποχώρηση της «μεσαίας τάξης» από την πορεία που έχει ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια η ηγεμονική δύναμη της Δύσης. Μολονότι η ανάκαμψη από την κρίση του 2008 υπήρξε ισχυρότερη στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, η μέση «εργαζόμενη οικογένεια» σε τίποτα δεν είδε τη θέση της να βελτιώνεται – εξού και η δυσφορία γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό του κοινωνικού τοπίου και μόλις το 30% των ερωτηθέντων στις δημοσκοπήσεις δηλώνει ότι «η χώρα βαδίζει προς τη σωστή κατεύθυνση».
Πρόκειται, μάλιστα, για φαινόμενο με βάθος και όχι συγκυριακό. Ήδη από το 2010 το διάμεσο εισόδημα στον Καναδά έφτασε (και προφανώς έκτοτε ξεπέρασε) αυτό των ΗΠΑ, ήτοι 18.000 δολάρια ετησίως – ενώ και οι Βρετανοί, οι Ολλανδοί και οι Σουηδοί εργαζόμενοι κάλυψαν σε σημαντικό βαθμό κατά την παρελθούσα δεκαετία τη διαφορά που τους χώριζε από τους Αμερικανούς.
Για τους πλέον αδύναμους, τα πράγματα είναι χειρότερα: Το κατώτερο 20% του πληθυσμού στην εισοδηματική πυραμίδα κινείται χαμηλότερα από ό,τι το αντίστοιχο τμήμα σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, αντίστροφα από όσα ίσχυαν προ 35ετίας, οπότε οι Αμερικανοί φτωχοί ήταν, σε απόλυτους αριθμούς, σαφώς πλουσιότεροι των Ευρωπαίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σε βάθος χρόνου στη βάση δεδομένων του Luxembourg Income Study, το αμερικανικό διάμεσο εισόδημα ήταν το 2010 αυξημένο κατά 20% σε σχέση με το 1980, όμως απολύτως στάσιμο σε σχέση με το 2000, όταν την ίδια δεκαετία η Βρετανία και ο Καναδάς γνώρισαν αύξηση κατά 20% και η Ολλανδία κατά 14%.
Βεβαίως, η σύγκριση του διάμεσου με το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα αποκαλύπτει άνοιγμα της εισοδηματικής ψαλίδας υπέρ των ισχυροτέρων, οι οποίοι και είναι οι μόνοι που επωφελήθηκαν από την ανάκαμψη.
Όμως, αν κάτι καθιστά τις ΗΠΑ εξαιρετικά άνιση κοινωνία, δεν είναι τόσο το ακαθάριστο ονομαστικό εισόδημα (market income) όσο οι διαφορές με άλλες χώρες, που αποκαλύπτονται αν συνυπολογιστούν οι φορολογικές επιβαρύνσεις και οι κοινωνικές μεταβιβαστικές πληρωμές. Κοινώς, όπου η φορολογία είναι προοδευτική και οι αναδιανεμητικές πολιτικές ισχυρότερες, το διαθέσιμο εισόδημα είναι υψηλότερο – αλλά και προοπτικές μελλοντικής δημιουργίας καλά αμειβομένων θέσεων εξειδικευμένης εργασίας επίσης.
Αρκεί μόνο να αναλογιστεί κανείς τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παραμέλησης της δημόσιας εκπαίδευσης, που έχουν φέρει τους Αμερικανούς ηλικίας 16-24 ετών στις χαμηλότερες θέσεις της κατάταξης των αναγνωστικών και μαθηματικών δεξιοτήτων που εκπονεί ο ΟΟΣΑ (όταν οι ομοεθνείς τους, ηλικίας 55-64 ετών, υπερέχουν των συνομηλίκων τους από άλλες χώρες).
Το ότι η Σουηδία με το ογκώδες κοινωνικό κράτος επιτυγχάνει εδώ και τρεις δεκαετίες ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανώτερους των ΗΠΑ προφανώς δεν είναι άσχετο με το ότι στη μια χώρα ο αριθμός των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει αυξηθεί, ενώ στην άλλη το φοιτητικό χρέος διογκώνεται.
Ποιος ανήκει στο «πλανητικό 1%»;
Υπάρχει και ο αντίλογος, ο οποίος υπενθυμίζει ότι το κατώτερο 10% του πληθυσμού της «αχαλίνωτης» Αμερικής εξακολουθεί να βρίσκεται, με όρους κοινωνικο-οικονομικού status, όπως το μετρά ο «Economist» (βλ. γράφημα), σε καλύτερη θέση από το κατώτερο 10% των Γερμανών ή των Γάλλων. Ακριβέστερα: σε καλύτερη θέση και από το ανώτερο 10% χωρών όπως η Ρωσία ή η Πορτογαλία.
Πράγματι, αν στο προνομιούχο 1% των Αμερικανών αντιστοιχούν 1.500 δολάρια κατά κεφαλήν ημερησίως, ενώ στο μέσο αμερικανικό νοικοκυριό μόλις 55 δολάρια, το ποσό αυτό παραμένει το πενταπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. Το «πλανητικό 1%» ορίζεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μπράνκο Μιλάνοβιτς της Παγκόσμιας Τράπεζας, από την εξασφάλιση ετήσιου εισοδήματος 34.000 δολαρίων.
Πολλοί από όσους διαδηλώνουν στο όνομα του «99%» μάλλον ανήκουν στο «1%» της υφηλίου. Και θα έπρεπε να ζητούν τη μεγαλύτερη φορολόγησή τους, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα των 900 εκατ. ανθρώπων που ζουν με κάτω από 1,25 δολ./ημέρα…
Από την απόκλιση στη σύγκλιση: Η περιφέρεια ροκανίζει το δυτικό πλεονέκτημα
Όταν, το 2011, εξέδιδε το βιβλίο «The West and the Rest», ο γνωστός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον αμφισβητούσε τον συρμό της καταγγελίας του «ευρωκεντρισμού», υποστηρίζοντας ότι το πλεονέκτημα που έχει αποκτήσει η Δύση έναντι του υπόλοιπου κόσμου έχει σοβαρές πολιτισμικές ρίζες, οι οποίες έχουν να κάνουν με την επιστημονική επανάσταση, την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση και την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Είναι αλήθεια ότι οι προηγούμενοι δύο αιώνες χαρακτηρίστηκαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, από την όλο και μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ της «Δύσης» και των «υπολοίπων» ως προς κάθε δείκτη ισχύος, αρχής γενομένης από το επίπεδο διαβίωσης. Το 1870 η πλουσιότερη χώρα του κόσμου ήταν εννέα φορές πλουσιότερη από την πιο φτωχή. Το 1990 ήταν 44 φορές πλουσιότερη.
Η δεκαετία του 60 σήμανε μια βραχύβια περίοδο σύγκλισης, καθώς η αποαποικιοποίηση είχε άμεσα αναπτυξιακά αποτελέσματα, αλλά η κυριαρχία της απορρύθμισης και η υπερχρέωση του Τρίτου Κόσμου ανέτρεψαν την τάση.
Μακροπρόθεσμα, πάντως, το εκκρεμές κινείται προς την κατεύθυνση της σύγκλισης (αρκεί και μόνο να αναλογιστεί κανείς ότι ο αριθμός όσων ζουν με λιγότερο από 1,25 δολάρια τη μέρα έπεσε μεταξύ 1981 και 2010 από τα 1,9 δισ. στα 900 εκατ. άτομα παγκοσμίως) και ο λόγος είναι απλός: Οι «υπόλοιποι» επωφελούνται από το αγαπημένο πλανητικό project της ίδιας της Δύσης, που ονομάζεται «παγκοσμιοποίηση» και μεταφέρει επενδύσεις και θέσεις εργασίας προς την περιφέρεια…
Συνολικά, από το 1820 έως το 1950 το εισόδημα αυξανόταν κατά 1,3% ετησίως στη Δύση και κατά 0,6% στον υπόλοιπο κόσμο. Από το 1950 έως το 2001 το εισόδημα της Δύσης τετραπλασιάστηκε (2,8% ετησίως) και του υπόλοιπου κόσμου τριπλασιάστηκε (2,2% ετησίως), σημειώνοντας μεγαλύτερη επιτάχυνση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Κατά το ίδιο διάστημα, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού στη Δύση έμεινε σταθερός στο 0,8% ετησίως, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο εκτινάχθηκε από το 0,6% στο 2%, καθώς το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης αυξήθηκε από τα 44 στα 65 χρόνια, για να περιοριστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οπότε η γεννητικότητα άρχισε να επιβραδύνεται, πλησιάζοντας αυτήν της Δύσης.
Ενώ, όμως, η Δύση αποτελεί μια λίγο-πολύ συμπαγή κατηγορία, ο υπόλοιπος κόσμος κινείται με πολλές διαφορετικές ταχύτητες και δεν επωφελείται εξίσου του παιχνιδιού της παγκοσμιοποίησης. Αν η Λατινική Αμερική αντιπροσωπεύει το 8% του παγκόσμιου προϊόντος και του παγκόσμιου πληθυσμού, η Αφρική αντιστοιχεί σε 13% του πληθυσμού και μόλις 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ανάρτηση από:http://www.capital.gr