Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

Ο Π.Κονδύλης, ο νέος ελληνισμός και το εθνικό ζήτημα

Περιοδικό: Νέος Λόγιος Ερμής τ.10

Α
 Η ενασχόληση του Π.Κονδύλη με το εθνικό ζήτημα,  τα έθνη εν γένει και  το ελληνικό έθνος ειδικότερα, του χάρισε την πρώτη σημαντική δημοσιότητα στην χώρα μας και του έδωσε την ευκαιρία να τον γνωρίσει ένα κοινό που προηγουμένως δεν είχε ασχοληθεί με το έργο του. 
Βεβαίως το γεγονός αυτό είχε πολλές αρνητικές συνέπειες. Πρώτα-πρώτα δέχθηκε την επίθεση κάποιων δημοσιογράφων  που δεν γνώριζαν ούτε το έργο του, ούτε το τι αυτό εκπροσωπεί. Δεύτερον το μεγαλύτερο μέρος  του κοινού τον ταύτισε με τις όψιμες απόψεις του για το εθνικό ζήτημα, με αποτέλεσμα να ασχοληθούν ελάχιστα με τα υπόλοιπα πολύ σημαντικά δοκίμια του.
Ο ίδιος απέφευγε συστηματικά την δημοσιότητα, ενώ  είχε μια ριζική απέχθεια για την ελληνική πολιτική και πνευματική  πραγματικότητα με αποτέλεσμα  να στέκεται σε μεγάλη απόσταση από αυτή. Τα έργα του μπορεί να εκδίδονται από αναγνωρισμένους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, όπως το «Θεμέλιο», η «Γνώση», και η «Στιγμή» αλλά τα δοκίμια του δημοσιεύονται σε περιοδικά με περιορισμένο κοινό, όπως ήταν το «Λεβιάθαν», η «Ίνδικτος», και η «Νέα Κοινωνιολογία», ενώ σπανιότερα δημοσιεύονταν σε εφημερίδες όπως η «Καθημερινή» και το «Βήμα».
Παρόλα αυτά οι απόψεις του για το εθνικό ζήτημα είναι εξαιρετικά σημαντικές, επίκαιρες και παραμένουν η πλέον διεισδυτική   και διαυγής κριτική της νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Χαρακτηρίζονται από την υποδειγματική χρήση της λογικής σκέψης και την λιτή,  ώριμη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Την εποχή  που ο Κονδύλης ανακαλύπτεται με επεισοδιακό τρόπο από το ελληνικό κοινό, η συντηρητική διανόηση ήταν εντυπωσιακά ανύπαρκτη, ενώ η αντίστοιχη αριστερή στην μεγάλη της πλειοψηφία είχε απορροφηθεί από τους κρατικούς μηχανισμούς, είτε ως βουλευτές ή υπουργοί είτε ως μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που δεχόταν εισροές από ευρωπαϊκά προγράμματα και πολλών άλλων ειδών παροχές, αλλά και είτε  ως καλοπληρωμένα στελέχη των μέσων ενημέρωσης. Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντί να οδηγήσει την τελευταία σε ένα σοβαρό προβληματισμό, την ώθησε, εκτός ορισμένων τιμητικών εξαιρέσεων, να αναπαράγει τα αναγκαία ιδεολογήματα της νέας μονοπολικής τάξης  και της παγκοσμιοποίησης  δηλαδή τον κοσμοπολιτισμό, την πολυπολιτισμικότητα και βέβαια την εχθρότητα στο τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση του θαυμαστού καινούργιου κόσμου, το έθνος-κράτος. Συγχρόνως η ακαδημαϊκή κοινότητα μετέβαλε το θεσμικό πλαίσιο στο πιο ισχυρό όπλο  της για να αποκλειστούν από αυτή όσοι δεν ανήκουν σε κάποιες συγκεκριμένες συσσωματώσεις (κομματικές, οικογενειακές και άλλες) και δεν αναπαράγανε  ορισμένες συναφείς, προς την «νέα τάξη», αξίες. Το πιο γόνιμο πνευματικό ρεύμα υπήρξε η λεγόμενη «νέο-ορθοδοξία», η οποία όμως σύντομα  θα εξασθενίσει και  θα χάσει την ορμητικότητά της.
Ο Π.Κονδύλης θα ξεχωρίσει από όλους αυτούς καταρχήν από την ποιότητα και την πρωτοτυπία του έργου του, που θεμελιώνεται στην καθολική και σε βάθος γνώση   αυτού που  έχει αποκληθεί  ευρωπαϊκός πολιτισμός. Η προσέγγιση του έθνους που αναπτύσσει,  δεν στηρίζεται σε ιδεολογικά προαπαιτούμενα, ούτε σε επιρροές από την ορθοδοξία, ή τον «ελληνοκεντρισμό», όπως συμβαίνει σε άλλους στοχαστές. Γι’ αυτό τα πορίσματα του θα αποτελέσουν, έκπληξη πρώτου μεγέθους, για όσους ανέμεναν από αυτό μια στάση περισσότερο ευθυγραμμισμένη προς τον «εξευρωπαϊσμό» και τον «εκσυγχρονισμό», αλλά και απόδειξη ότι η ολοκληρωμένη γνώση του Διαφωτισμού και η αντιμεταφυσική στάση μπορεί να συνάπτεται, χωρίς προβλήματα, με το γνήσιο ενδιαφέρον για το μέλλον του εθνικού κράτους. 
Βέβαια η αντιμεταφυσική  στάση είναι μια σταθερά του έργου του Π. Κονδύλη, που εναρμονίζεται εκτός των άλλων με τον αξιακό σκεπτικισμό. Η ανάλυση του θεμελιώνεται στην υποδειγματική χρήση του ορθού λόγου που λαμβάνει μακροσκοπικά χαρακτηριστικά, αφού μπορεί να διαβλέπει με καθαρότητα τις συνέπειες που  έχουν τα γεγονότα σε επάλληλες σειρές. Κραυγές και ιδεοληψίες  δεν βρίσκουν θέση στον λόγο του, σε αντίθεση με αυτόν των αντιπάλων του, ο οποίος συνήθως  ξεχείλιζε από ύβρεις, προσωπικές προσβολές και απουσία επιχειρημάτων.  Όταν αναλύει την πραγματικότητα δεν είναι ούτε εθνικιστής, ούτε αντιεθνικιστής καθώς η «γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι κατ’ αρχήν δυνατή – υπό την προϋπόθεση μιας συνεπούς αποκοπής από την ηθική-κανονιστική σκέψη»[1]. Συγχρόνως ως παρατηρητής επιδιώκει να τα περιγράφει ψυχρά, χωρίς αξιακές φορτίσεις δεδομένου ότι  η προσχώρηση σε  απόλυτες αξίες «σώζει το γνωστό μας  αξίωμα της κοινωνικής πειθάρχησης και παρέχει στον (έμπρακτα) κυριαρχούμενο την κατά κανόνα επαρκή υποκατάστατη ικανοποίηση, ότι και ο ίδιος, ακριβώς ως κυριαρχούμενος, υπηρετεί την ίδια αρχή όπως ο κυρίαρχος του, παραμένοντας έτσι  από μιαν υψηλότερη σκοπιά ισότιμος με τούτον»[2], αλλά  μας εμποδίζει από την γνώση του πραγματικού  και κατά συνέπεια από την λήψη των κάθε φορά ορθών αποφάσεων.
Η εξέταση του εθνικού ζητήματος, της θέσης των εθνών στον σύγχρονο κόσμο και ειδικότερα του ελληνικού έθνους  συναντάται σε πολλά κείμενα του, τα οποία είτε έχουν δημοσιευθεί αυτοτελώς είτε αποτελούν το ελληνικό επίμετρο άλλων εργασιών του, με σπουδαιότερη το επίμετρο στην «Θεωρία του πολέμου». Τα πορίσματα στα οποία καταλήγει σφραγίζονται από την συνολική κοσμοθεωρία του, η οποία βλέπει την ύπαρξη ενός κόσμου όπου τα υποκείμενα αγωνίζονται για την αυτοσυντήρηση τους και την διεύρυνση της ισχύος τους και κατά συνέπεια συναντώνται είτε ως φίλοι είτε ως εχθροί. Έχει αποφασίσει, ότι γι’ αυτόν η ύπαρξη του ελληνικού εθνικού κράτους  έχει θεμελιώδη σημασία. Ο αξιακός σκεπτικισμός του δεν τον εμποδίζει να θέτει μια αρχή που μπορεί να μην έχει την ίδια σημασία για κάθε έθνος και παντού αλλά έχει ιδιαίτερη βαρύτητα  για το ελληνικό εθνικό κράτος: οφείλει να θέτει στόχους και να χρησιμοποιεί τα απαραίτητα μέσα για να τους επιτύχει.
Επί του προκειμένου πολύ διαφωτιστικές είναι σκέψεις του Π.Κονδύλη, που διατύπωσε  απαντώντας στα ερωτήματα του Σ.Τσακνιά. Ομολογεί δύο φορές «ότι με την Ελλάδα με συνδέουν οι υπαρξιακοί εκείνοι δεσμοί που γίνονται πρόδηλοι ακόμα και στον πιο ξεσκολισμένο κοσμοπολίτη όταν διαθέτει επαρκή αυτογνωσία και στοχαστεί σοβαρά πάνω στους παράγοντες που τον διαμόρφωσαν. Ο κοσμοπολιτισμός δεν μου είναι καθόλου ξένος, και είχα την ευκαιρία να τον ασκήσω πρακτικά πολύ περισσότερο από πλείστους όσους παρ’ ημίν, οι οποίοι τον κηρύσσουν θεωρητικά κατακεραυνώντας τον «εθνικισμό» κάθε είδους. Όμως ο αντικειμενικά υφιστάμενος δεσμός μου με την Ελλάδα παρέμεινε πάντοτε υποκειμενικά ενεργός υπό τη μορφή ενός υπαρξιακού και όχι μόνον θεωρητικού ενδιαφέροντας».[3]
  Σημαντικότερη είναι η διαυγής έκθεση της σχέσης του με την ελληνική γλώσσα. Περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο την διαχρονική της ενότητα, την υπέρβαση την φορμαλιστικής διάκρισης ανάμεσα στην λόγια και δημοτική γλώσσα, την μακρά διάρκεια της και  την εξαιρετική σημασία πού έχει  ανάμεσα στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Δίχως αμφιβολία είναι δύσκολο να βρούμε κείμενα που να συνδυάζουν σε τέτοια ποιότητα και πυκνότητα την  ρεαλιστική προσέγγιση με την θερμή κατάφαση  στην αξία της ελληνικής γλώσσας, που περιγράφεται ως  κάτι πολύ περισσότερο από ένα χρηστικό μέσο επικοινωνίας : «μιλώντας για τέτοιες ιδίως μεταφράσεις μου η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα, καθώς αναπλάθω την ήδη μακρά ιστορία ενός πολύ προσφιλούς κεφαλαίου της πνευματικής μου ζωής: εννοώ τη σχέση μου με την ελληνική γλώσσα. Είναι η μοναδική, ευρωπαϊκή τουλάχιστον, γλώσσα που έχει πίσω της μιάν αδιάκοπή ιστορία τριών περίπου χιλιάδων ετών και συνάμα πέρασε από ποικίλες μετεξελίξεις και μεταλλαγές. Όμως οι προγενέστερες μορφές της δεν εξανεμίστηκαν, αλλά ζουν ακόμα διαφοροτρόπως μέσα της, ως ιζήματα και στρώματα, που κάνουν τη διαχρονία συγχρονία. Ο Όμηρος και η κλασσική αττική, η κοινή και η λόγια βυζαντινή, η εκκλησιαστική γλώσσα και η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και των κρητικών επών, η αρχαΐζουσα και η απλή καθαρεύουσα, η αστική τρέχουσα και τα ιδιωτικά κατάλοιπα – όλα αυτά αποτελούν ακόμα σήμερα πηγές απ’ όπου μπορεί ν’ αντλήσει η γλωσσική καλαισθησία, αλλά και η εκφραστική ανάγκη. Στη μοναδικότητα αυτής της γλώσσας οφείλεται πιστεύω, το κατά τα άλλα παράδοξο γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα, που τίποτε δεν πρόσφερε στη θεωρητική σκέψη ή στον τεχνικό πολιτισμό, έδωσε και δίνει υψηλή ποίηση∙ την ποίηση τη γεννά-την ξεβράζει, θα έλεγα- από μόνη της η δυναμική της ανεπανάληπτης αυτής γλώσσας. Εξ αρχής την αισθάνθηκα ως ενότητα και τη διάβασα αχόρταγα ως ενότητα, στα μνημεία όλων των εποχών της. Έχοντάς την προδώσει, κατά κάποιο τρόπο, αφού ο ίδιος γράφω σε μια ξένη γλώσσα, μπόρεσα ωστόσο μέσα από την αναγκαστική απόσταση να την κατανοήσω, και μάλιστα να την αγαπήσω, περισσότερο».[4]  Βεβαίως η απόδοση από τον Π.Κονδύλη κυριαρχικής σημασίας στην ελληνική γλώσσα έναντι των ποιητών, που την χρησιμοποίησαν δεν πρέπει να συγχέεται με αντίστοιχες μεταμοντέρνες θέσεις, που εξαφανίζουν τον ρόλο του ποιητή έναντι της γλώσσας εν γένει.
Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία»[5], που τέθηκε ως εισαγωγή στο έργο του «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού» και μεταθανάτια εκδόθηκε αυτοτελώς, επιχειρεί να απαντήσει στο γεγονός πως ενώ η νεοελληνική κοινωνία δεν ανέπτυξε αστική τάξη με τα χαρακτηριστικά που αποσαφηνίστηκαν στην Δυτική Ευρώπη, βρέθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα μαζί με τον υπόλοιπο λεγόμενο δυτικό κόσμο να αποκρυσταλλώνει τα στοιχεία του μεταμοντερνισμού και της μαζικής δημοκρατίας, με συνέπειες απόλυτα δραματικές για το ήθος της και τελικά για τις προϋποθέσεις της  ύπαρξή της.  Ο Κονδύλης κλείνει αυτό το δοκίμιο με ένα απαισιόδοξο ύφος, αφού βλέπει να ολοκληρώνεται  η «νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια»[6].
Η νεοελληνική εκδοχή της μαζικής δημοκρατίας και του μεταμοντερνισμού, η ροπή προς τον ηδονισμό και την μαζική κατανάλωση ακολούθησε την «διάλυση των εντόπιων ιδεολογημάτων, μαζί με τη διεθνή ρευστοποίηση των σαφών ψυχροπολεμικών ιδεολογικών ορίων».[7]Ισχυρίζεται ότι η έλλειψη μίας παράδοσης  σκληρού εργασιακού  ήθους, ευνοούσε «την πνευματική νωθρότητα, τον εξυπνακιδισμό, την ημιμάθεια»[8], ώστε «οι μίμοι και γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης»[9]. Τελικά η νεοελληνική εκδοχή του μεταμοντερνισμού θα λάμβανε εξόχως τραγικά χαρακτηριστικά: «η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευθεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση  μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων και αν η φθορά των ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που –ακριβώς χάρη στη μοναδική δυναμική μιας πολυστρωματικής και παμπάλαιας γλώσσας- έχει παραχθεί ως τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση»[10].   
Ο Κονδύλης συμπεραίνει, σε αντίθεση με τις πρώιμες αναλύσεις του Σκληρού και του Κορδάτου,  ότι στον ελληνικό χώρο δεν διαμορφώθηκε ούτε αστική τάξη με τα χαρακτηριστικά εκείνα που έσπασαν τις πατριαρχικές σχέσεις και την πατριαρχική νοοτροπία και οδήγησαν στην κυριαρχία «του σταθμιστικού και εργαλειακού λογισμού, της απρόσωπης διαμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης, στην συσσωρευτική πρόθεση με την καπιταλιστική έννοια»[11], αλλά ούτε και αστικός πολιτισμός. Το γεγονός αυτό ερμηνεύεται από την ανυπαρξία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές φεουδαλισμού δυτικοευρωπαϊκού τύπου καθώς η «αστική ανάπτυξη και η αστική τάξη, με την ειδοποιό έννοια των όρων, συνιστούσαν ακριβώς τη διαλεκτική άρνηση της φεουδαλικής οικονομικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων και μόνον αυτής- και όπου αυτή έλειπε δεν μπορούσε φυσικά να ανακύψει ούτε και η άρνησή της»[12]. Βεβαίως το ερμηνευτικό σχήμα είναι αναγκαστικά  αρκετά αφοριστικό και επιγραμματικό και παραλείπει ορισμένες καίριες επισημάνσεις του Μάρξ, από έργα που ο ίδιος ο Κονδύλης μετάφρασε και αφορούν την Ελλάδα, την Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα. Πιο συγκεκριμένα, συνοψίζοντας την ανάλυση του Μάρξ και του Ένγκελς, χαρακτηρίζει την οθωμανική αυτοκρατορία, ως στρατιωτικό φεουδαλισμό, ως ανατολική δεσποτεία, που αποκλίνει από τον δυτικό φεουδαλισμό. Η διαφθορά και η δωροδοκία    είναι τα χαρακτηριστικά της ενώ «είναι ασυμβίβαστη με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις του καπιταλισμού, αφού εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια  ζωής και περιουσίας ικανή να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα την συσσώρευση της υπεραξίας∙ αντίθετα ο συσσωρευμένος πλούτος βρίσκεται στην διάκριση των πασάδων και της αυθαιρεσίας του»[13]. Επιπλέον η τουρκική στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία «δεν συμπεριφέρεται με βάση πάγιους κι απρόσωπους κανόνες και κατά συνέπεια αγνοεί τον θεμελιώδη χωρισμό προσώπου και αξιώματος, οπότε το αξίωμα θεωρείται κατά πρώτο λόγο όχι ως λειτούργημα και ως υπηρεσία προς ένα έννομο κράτος, αλλά αφ’ ενός ως υπηρεσία προς το πρόσωπο του απόλυτου μονάρχη και αφ’ ετέρου ως μέσο πορισμού προσωπικών ωφελημάτων∙ συνάμα οι σχέσεις αξιωματούχων και απλών υπηκόων δεν ρυθμίζονται με βάση γενικούς κι απροσωπόληπτους   νόμους, αλλά σύμφωνα με τις επιταγές ενός άγραφου κώδικα απαρτιζόμενου από τυπικές, συγγενικές και προσωπικές νομιμοφροσύνες, συμπάθειας ή αντιπάθειας»[14]. Για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα του Κ.Καστοριάδη  η τουρκοκρατία δεν δημιούργησε φαντασιακές θεσμίσεις και ανθρωπολογικούς τύπους παρόμοιους με αυτούς, που στην Δυτική Ευρώπη οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση της αστικής οικονομίας και κοινωνίας.
Ο Κονδύλης, ακολουθώντας σε αυτό το σημείο παρόμοια συμπεράσματα  με αυτά στοχαστών όπως ο Ν.Ψυρούκης, καταλήγει ότι «άτομα και ομάδες του παροικιακού  Ελληνισμού απέκτησαν αξιόλογη οικονομική ισχύ ακριβώς χάρη στη συνύφανση των δραστηριοτήτων τους ή, κυριολεκτικότερα, χάρη στην ταύτιση των συμφερόντων τους με τα συμφέροντα αγγλικών, ιδιαίτερα, μεγάλων εταιρειών. Στο πλαίσιο αυτό μπορούσαν βέβαια να ευημερήσουν, όμως δεν μπορούσαν να παίξουν ρόλους ιστορικά ρηξικέλευθους, παρά επιδόθηκαν κατά πρώτο λόγο σε μεσιτικές και διαμετακομιστικές εργασίες. Αντίστοιχο χαρακτήρα είχε και η μεταφύτευση ενός μέρους της δραστηριότητάς τους στο έδαφος του ελληνικού κράτους, όπου η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών γενικότερα αναπτύχθηκε λιγότερο ή πολύ λιγότερο απ’ ότι η ναυτιλία, το εμπόριο και το τραπεζικό σύστημα»[15].
Συγχρόνως οξύμωρο ήταν η εισαγωγή σε μια προαστική κοινωνία, των πιο προηγμένων  θεσμών της νεωτερικότητας, δηλαδή της βασιλευομένης δημοκρατίας και της καθολικής ψηφοφορίας. Ο Κονδύλης θεωρεί, σε αντίθεση με τις επικρατούσες στην αριστερά αντιλήψεις, ότι την απουσία αστικής τάξης, θα μπορούσε να υποκαταστήσει ένα ισχυρό κράτος, που όμως θα είχε τα χαρακτηριστικά ισχυρής φωτισμένης δεσποτείας, όπως  αυτή που επιχείρησε να δημιουργήσει στο σύντομο διάστημα που κυβέρνησε ο Ι.Καποδίστριας, παρά ένας κοινοβουλευτισμός «που όχι μόνον ήταν όργανο ιμπεριαλιστικής επιρροής, αλλά και αγωγός των παραδοσιακών, ενάντιων προς τον ριζικό εκσυγχρονισμό πατριαρχικών δομών και νοοτροπιών»[16]. Η απουσία ευδιάκριτων κοινωνικών τάξεων με τα αποσαφηνισμένα χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν στην Δυτική Ευρώπη, ανέστειλαν μεν τις ισχυρές κοινωνικές συγκρούσεις, που σημειώθηκαν εκεί, δημιούργησε όμως  «μιαν ευρύτατη μάζα μικροαστών και μικροιδιοκτητών»[17], που θα σφραγίσει τον χαρακτήρα του νεοελληνισμού ως τα ύστερα χρόνια της μεταπολίτευσης, ώστε προσφυώς να χαρακτηριστεί, από τον Γ.Καραμπελιά, ως «μικρομεσαία δημοκρατία»[18]. Οι πελατειακές σχέσεις θα δώσουν τον τόνο στο πολιτικό σύστημα και θα ενισχύσουν το φούσκωμα του κράτους και την τοποθέτηση των μερικών συμφερόντων υπεράνω του γενικού συμφέροντος.
Ο Κονδύλης θεωρεί εν προκειμένω την αδυναμία ταύτισης του ελληνικού έθνους με το νεοελληνικό κράτος, όχι μόνο ως αποτυχία της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά σαν άλλη μία απόδειξη της ανεπαρκούς ανάπτυξης του αστικού στοιχείου, που υποκαταστάθηκε, αντι να υποκαταστήσει, από τα υφιστάμενα πατριαρχικά δίκτυα. Ακολουθώντας κάποια κείμενα του ένα αντικληρικαλισμό, που δεν  δικαιολογείται στην ελληνική περίπτωση, απομειώνει  τον ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας ως ενός από του πιο βασικούς παράγοντες  που διατήρησαν κατά την τουρκοκρατία  την ελληνική ταυτότητα και κατά το μέτρο του εφικτού την παιδεία, θεωρώντας την έναν θεσμό μη εθνικό, που δεν ένοιωσε δυσάρεστα μέσα σε πολυεθνικές αυτοκρατορίες, περιοριζόμενη αυστηρά στον ρόλο της «ως ποιμένα και ταγό χριστιανικών πληθυσμών αναγκασμένων να ζουν κάτω από αλλόθρησκο ηγεμόνα »[19]. Βεβαίως στο έργο του για τον «Νεοελληνικό Διαφωτισμό», αντίθετα προς τα παραπάνω, διακρίνει με σαφήνεια και ιστορική ωριμότητα τον  διαφορετικό κοινωνικό-πολιτικό ρόλο της ορθόδοξης από την καθολική  εκκλησία καθώς και την συμβολή της στην συνοχή του ελληνικού έθνους: «η Καθολική Εκκλησία –ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων διαφωτιστών- κινείται ως δύναμη υπερεθνική  στα όρια εθνικών κρατών, τα οποία όφειλαν την εθνική τους ομοιογένεια σε παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και γεωγραφικούς  και όχι θρησκευτικούς, η Εκκλησία η ορθόδοξη λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα: μέσα στην τεράστια και πολυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται ο μητροπολιτικός και παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί, αντικειμενικά τουλάχιστον, δύναμη εθνικής συνοχής ενάντια σ’ έναν αλλόθρησκο κατακτητή. Έτσι, η στάση των Ελλήνων διαφωτιστών απέναντι στη θρησκεία έχει κοντά στίς παραπάνω γενικές αιτίες έναν πρόσθετο λόγο να είναι εφεκτική. Όταν, ωστόσο, μιλάμε για την εθνική λειτουργία της Ορθοδοξίας δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η Εκκλησία αντιλαμβανόταν την έννοια του έθνους με τρόπο πατριαρχικό-προαστικό, σε αντίθεση με την αστική-διαφωτιστική αντίληψη, που προσανατολιζόταν στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα δημιουργίας εθνών-κρατών πάνω στη βάση ορισμένων κοινωνικοπολιτικών δεδομένων».[20] Συμπληρώνει  μάλιστα ότι οι διαφωτιστές είναι αναγκασμένοι να λαμβάνουν υπόψη τους την ουσιαστική ιδεολογική παντοδυναμία της Εκκλησίας, «η οποία, επιπλέον, εκπληρώνει (αντικειμενικά) λειτουργία εθνική»[21].
 Στον στόχο του θα βρεθεί επίσης ο «ελληνοκεντρισμός», μια ιδεολογία που αντιστοιχεί στον προαστικό χαρακτήρα του νεοελληνισμού, που απορρόφησε και συγχρόνως ευνούχισε τις ιστορικές προοπτικές του αστικού εθνικισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ αποδέχεται τον διαχρονικό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας, απορρίπτει ορθά την φυλετική καθαρότητα του ελληνισμού, αλλά ατυχώς και τα ευδιάκριτα πολιτιστικά στοιχεία συνέχειας, ενώ κακίζει την αριστερά διότι εγκατέλειψε  την άποψη ότι «το νεοελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δεν νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνοτήτων»[22]. Βεβαίως απαντώντας στην εργασία του Α.Αγγέλου με τον τίτλο Πλάτωνος Τύχαι, θεωρεί ως λανθασμένο το συμπέρασμα του τελευταίου ότι η απουσία πλατωνισμού και πλατωνικών επιρροών κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας,  αποδεικνύει «την έλλειψη συνέχειας της βυζαντινής παράδοσης  και τον αυτόνομο χαρακτήρα της νεοελληνικής σκέψης», διότι υποκαταστάθηκε από την «κυρίαρχη παρουσία του θεολογικά κυρωμένου αριστοτελισμού, ο οποίος, βέβαια, δεν πρόβαλε ως νεοελληνική αντίθεση προς το Βυζάντιο, παρά αποτελεί όψιμο βυζαντινό προϊόν (Σχολάριος π.χ.), που δέσποσε πνευματικά και στην εποχή της Τουρκοκρατίας»[23]. Συνεπώς παρά το γεγονός ότι βλέπει παντού τα τεκμήρια ότι ο ελληνισμός έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιστορικού έθνους, η αμφίσημη  υπεράσπιση της σχετικής πρόσφατης ανάδυσης του, εξηγείται από την υιοθέτηση του  αστικού εθνικισμού, που ταυτίζει το έθνος με το κράτος και την κυριαρχία του τελευταίου   πάνω σε εδάφη που έχουν οριοθετηθεί. 
Η σπουδή του, να επικρίνει τον ελληνοκεντρισμό τον οδηγεί  να επικρίνει τον  κλασσικισμό, που νοείται στην παραφθαρμένη μορφή του,  όχι ως προσπάθεια να ξαναπιαστούν ορισμένα θεμελιώδη αρχαιοελληνικά κείμενα,  αλλά  ως ιδεολογική μορφή   που αντιλαμβάνεται την αρχαία Ελλάδα «ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων και επίσης ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους»[24]. Κατανοεί όμως ότι ο ελληνοκεντρισμός αν δεν διευρυνόταν ώστε να περιλάβει αφενός την τρισχιλιετή ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και αφετέρου την «ουσιώδη ενότητα ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος», αν δηλαδή δεν μεταμορφωνόταν σε «ελληνοχριστιανισμό», δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει κοινωνικά τον ρόλο που επιδίωκε. Το τίμημα που θα πληρώσει είναι ότι εκφυλίζεται από εθνική ιδεολογία, που ενοποιεί την κοινωνία και την αντιπροσωπεύει έναντι τρίτων, σε παραταξιακή ιδεολογία, που υπηρετεί τρέχοντες σκοπούς, και  όπου αντιπαρατίθεται «το «ελληνοχριστιανικό πνεύμα της Δύσης» στον «ασιατικό μπολσεβικισμό».[25] Συγχρόνως οι  «χριστιανορθόδοξοι ελληνοκεντριστές », ελάχιστα πρωτότυποι «ανανεώνουν και παραλλάσουν τα θεμελιώδη μοτίβα των σλαβοφίλων και πανσλαβιστών από τις αρχές του 19ου αι., αντιπαρατάσσοντας στην «πνευματική» Ανατολή την «υλιστική» Δύση» και στην «αγάπη» ή στις «δωρεές της χάριτος» τη στεγνή νοησιαρχία των φιλοσοφικών και θρησκευτικών μεταφυσικών δογμάτων»[26]. Στα όρια της ερμηνείας αυτής, ο Κονδύλης συμπεραίνει, ότι η ποίηση αρδεύεται από τον ελληνοκεντρισμό , ακόμη και στην πρωτοποριακή της μορφή, ενώ το μυθιστόρημα περιθωριακά και μόνο  προβάλλει τον αστό «με την πειθαρχημένη ζωή και τους μακροπρόθεσμους στόχους, με την τυπική κύμανση ανάμεσα σε αίσθημα και καθήκον, πατριωτισμό και κοσμοπολιτισμό, πνευματική καλλιέργεια και υλικό πλούτο»[27]. Ορθά τονίζει την φορμαλιστική  και αποπροσανατολιστική διαμάχη ανάμεσα σε καθαρεύουσα και δημοτική, που επενδύθηκε με τα χαρακτηριστικά σύγκρουσης ανάμεσα στην πρόοδο και στην συντήρηση, ενώ για παράδειγμα στον δημοτικισμό  συγκαταλέγονται τόσο ριζοσπαστικοί (Γ. Κορδάτος )  όσο και συντηρητικοί στοχαστές ( Π. Βλαστός ).
Ο Κονδύλης επισημαίνει ότι τα γεγονότα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου, που ακολούθησε, άλλαξαν τα στοιχεία του νέου ελληνισμού που καταχρηστικά ονομάζονταν «αστικά». Πλέον απαρτίζονται «από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη  σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, τις οποίες εξέθρεψαν, μετά τη μαύρη αγορά, η «ανοικοδόμηση» και τα «μεγάλα δημόσια έργα» καθώς και η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγωγών στην εσωτερική αγορά »[28]. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο λοιπόν ότι τα «όσα συμβαίνουν στα γήπεδα ή στα νυκτερινά κέντρα διασκεδάσεως»[29] καθορίζουν το επίπεδο του πολιτισμού τους  και τους πνευματικούς τους ορίζοντες.  Η μετανάστευση και ο τουρισμός ενσωμάτωσαν περαιτέρω τον νεοελληνισμό στην διεθνή οικονομία  και «κατέλυσαν οριστικά την πατριαρχική κοινωνική διάρθρωση»[30] και έφεραν στην επιφάνεια «ένα όλο και πολυπληθέστερο μεσαίο στρώμα  χαρακτηριζόμενο από τον μιμητικό καταναλωτισμό και από την έπαρση της νεοαπόκτητης ευημερίας και της επίσης νεοαπόκτητης ημιμάθειας»[31]. Επιπρόσθετα το λαϊκό τραγούδι στις διάφορες μορφές του κατέλυσε τις διακρίσεις  ανάμεσα στην λόγια και λαϊκή παράδοση  και δημιούργησαν ένα νέο μείγμα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της μεταμοντέρνας κουλτούρας ώστε « το ζεϊμπέκικο έγινε «συρτάκι» ή ο τεκές «μπάρ» »[32]. Η δημαγωγία και ο λαϊκισμός ανταποκρίθηκαν στις εξαγριωμένες απαιτήσεις μαζικής κατανάλωσης, από μια κοινωνία που δεν μπορούσε να παράγει ούτε ένα μικρό μέρος αυτών που επιθυμούσε να καταναλώσει, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν ήταν μόνο το βασικό εμπόδιο στην εθνική και οικονομική ανάπτυξη, αλλά πολύ περισσότερο «ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου»[33]. Ο Κονδύλης τονίζει ότι «ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας  και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού  και της εκποίησης της χώρας»[34]. Η αριστερά μάλιστα υιοθετώντας αδιάκριτα κάθε αίτημα, αρκεί να προβάλλεται από κάποιον που μιλά στο όνομα του «λαού», έχει την δική της ευθύνη στην εκποίηση του τόπου.
Πριν πούμε κάτι αυτονόητο, ότι δηλαδή ο Κονδύλης είχε προβλέψει με λογικό τρόπο την χρεοκοπία και την πλήρη υποδούλωση της χώρας μας στους δανειστές της, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ξετίναξε τις ιδεολογικές βάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά. Ο ελληνοκεντρισμός,  στην αρχαιοκεντρική ή στην ελληνοχριστιανική του μορφή δέχτηκαν την ανελέητη  κριτική του. Αλλά και έναντι της αριστεράς επιτέθηκε σκληρά. Κατέληξε ότι αστική τάξη με την μορφή που την γνωρίσαμε στην  Δυτική Ευρώπη, δεν συγκροτήθηκε στην Ελλάδα. Μόνο στις παροικίες αναφύεται ένα υβρίδιο αστικής τάξης με εξαρτημένα όμως χαρακτηριστικά, ενώ ο «λαός» όπως και τα αιτήματα της αριστεράς για αυτοπραγμάτωση χρησιμοποιούνται για την μεταμοντέρνα εκποίηση της χώρας. Το εντυπωσιακό είναι με ότι αυτές τις προκείμενες, ο Κονδύλης , θα διατυπώσει ορθολογικά, δίχως αξιακές, ιδεολογικές και μεταφυσικές εμμονές έναν λόγο,  εξαιρετικής διαύγειας  και  πατριωτικής κατεύθυνσης, που θα του χαρίσει κατά την διάκρισή του, τους νέους «φίλους» και τους νέους «εχθρούς».  

                                                           B’     

Η παγκοσμιοποίηση ερμηνεύεται από τον Π.Κονδύλη, ως κυριαρχία της οικονομίας πάνω στην πολιτική και τους θεσμούς,  ως γενικευμένη ανομία, που μπορεί να  εμποδιστεί  μόνο από την ενίσχυση των εθνικών κρατών. Επισημαίνει  ότι «η έμπρακτη αυτονόμηση μιας διεθνοποιημένης ιδιωτικής οικονομίας πάνω από τα κεφάλια αποδυναμωμένων κρατών θα συνεπέφερε μια κατάσταση βαθειάς ανομίας, δηλ. την επιστροφή στο νόμο της ζούγκλας. Όμως, έτσι όπως είναι σήμερα διαρθρωμένη η παγκόσμια κοινωνία, η ανομία μπορεί να καταπολεμηθεί μονάχα με τα παραδοσιακά μέσα του κυρίαρχου κράτους. Τούτη η σύνδεση οικονομικών λειτουργιών με το γιγάντιο μελλοντικό έργο της συγκράτησης της ανομίας θα αποτελέσει μέσα στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής το θεμέλιο εκείνο, πάνω στο οποίο το κυρίαρχο κράτος θα εξακολουθήσει να υπάρχει σε παλαιότερες και σε νεότερες μορφές»[35]. Επιπρόσθετα  η δεσμευτική ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέχει το πεδίο παρέμβασης ενός κράτους  σε ένα άλλο, δημιουργώντας αντίστοιχες ανησυχίες για την δυνατότητα κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Από αυτή την οπτική «η κρατική οργάνωση θα είναι το καταφύγιο τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών εθνών μπροστά στις αβεβαιότητες των αρχών της οικουμενικής ηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μόνον ως οργανωμένη κρατική ισχύς μπορεί ένα μεγάλο ή μικρό έθνος να αντισταθεί σε ερμηνείες αυτών των αρχών, τις οποίες θεωρεί ως προπέτασμα για επικίνδυνες ορέξεις άλλων εθνών. Μόνον ως κράτος μπορεί ένα μεγάλο έθνος να αντιμετωπίσει σε περίπτωση ανάγκης ακόμα και ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Και μόνον ως κράτος μπορεί ένα μικρό έθνος να μιλήσει ως ίσος προς ίσον μ’ ένα μεγάλο έθνος, εφ’ όσον τόσο το μικρό όσο και το μεγάλο έθνος αποτελούν, το καθένα για τον εαυτό του, ένα κράτος»[36]
 Το δοκίμιο με τον τίτλο «Εθνικισμός, ανάμεσα σε ριζοσπαστικοποιημένη παράδοση και μαζικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό»[37] θα μπορούσε να θεωρηθεί και  ως ο εντοπισμός του χώρου όπου προνομιακά λειτουργεί ο δόλος της ιστορίας, η ετερογονία των σκοπών της ιστορίας,  αφού τα υποκείμενα  που δρουν παράγουν συχνά διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που  επιδιώκουν. Ο εθνικισμός και τα εθνικά κινήματα, διαλύουν πολυεθνικές αυτοκρατορίες, ενώ μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο ο αγώνας κατά της αποικιοκρατίας δημιουργεί νέα έθνη-κράτη, κρατώντας μάλιστα με επιδεικτικό και επίμονο τρόπο τις κόκκινες σημαίες της αριστεράς. Στην θέση των χωριστικών και τοπικιστικών τάσεων ο αστικός εθνικισμός ενοποιεί τον χώρο πολιτικά, οικονομικά και νομοθετικά. Στην εποχή της πλανητικής πολιτικής «η συγκρότηση του έθνους σε ανεξάρτητο κράτος αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα συμμετοχής του σε μια παγκόσμια κοινωνία, από την οποία κανείς δεν μπορούσε να μείνει απ’ έξω χωρίς μακροπρόθεσμα να διαπράξει πολιτική και οικονομική αυτοκτονία»[38] , ενώ το «κάθε έθνος θέλει να πραγματοποιήσει την παραπάνω ένταξη αυτοτελώς, δηλ. θέλει να αναλάβει μόνο του την εκπροσώπηση των συμφερόντων του πιστεύοντας ότι χάρη στην άμεση επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας θα μπορούσε να πετύχει περισσότερα για τον εαυτό του- κι επί πλέον ότι η οικονομική του αυτοδιάθεση, δηλ. ο τερματισμός της πραγματικής ή υποτιθέμενης εκμετάλλευσης από ένα ξένο έθνος, θα επιτρέψει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων του»[39].
Ο Π.Κονδύλης εξυμνεί την σημασία του έθνους-κράτους και  καταλήγει ότι «το έθνος αποτελεί την εγγύτερη ελάχιστη πολιτική μονάδα, η οποία μπορεί να διατυπώσει επιθυμίες ανακατανομής τόσο απέναντι στους χθεσινούς ομόσπονδους όσο και  απέναντι στην παγκόσμια κοινωνία (οικονομική και στρατιωτική βοήθεια). Άτομα και ιδιωτικοί σύλλογοι δεν έχουν καμμιά τέτοια δυνατότητα, όποιος επομένως θέλει κάτι να ζητήσει και να πάρει, ενώ συνάμα δεν θέλει να το μοιρασθεί με άλλους, αυτός μπορεί να εμφανισθεί μονάχα ως έθνος υπό την έννοια της εγγύτερης ελάχιστης πολιτικής μονάδας. Το έθνος αποτελεί λοιπόν σήμερα τη μικρότερη δυνατή ομάδα προς επιδίωξη ενός κοινού συμφέροντος μέσα στην παγκόσμια κοινωνία- υπό τον όρο βέβαια ότι θα συγκροτηθεί ως κυρίαρχο κράτος»[40].
Ιδεολογίες όπως ήταν στο παρελθόν ο προλεταριακός διεθνισμός και στην συνέχεια τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα, παρέχουν την ευκαιρία στον εκάστοτε κυρίαρχο της δεσμευτικής τους ερμηνείας και συνεπώς την δυνατότητα παρέμβασης στα μικρότερα κράτη. Η εισαγωγή από τα νέα ευρασιατικά κράτη ενός αυταρχικού ψευδοκοινοβουλευτισμού, με προφανή στόχο την κατάκτηση από αυτά των επιπέδων κατανάλωσης της δυτικής κοινωνίας,  θα έχει ως αποτέλεσμα, η ενδεχόμενη αποτυχία του στόχου της να τα στρέψει κατά της Δύσης. Συγχρόνως «το μεγαλύτερο έθνος του κόσμου, το κινέζικο, εξακολουθεί να αντιπαρατίθεται στη Δύση με την κομμουνιστική μεταμφίεση του εθνικισμού του»[41], αλλά ενώ σε κάθε ευκαιρία υπογραμμίζει την διαφορά της παράδοσής του από την δυτική, «απέναντι στη Δύση δεν επιστρατεύεται η παραδοσιολατρία ως κοσμοθεωρία και τρόπος ζωής, παρά αντίθετα η τεχνική ορθολογικότητα προωθείται ανοιχτά και προγραμματικά, παράλληλα με την κατάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών ».[42] Είναι εντυπωσιακό- και σε αυτό το σημείο επιβεβαιώνεται η ετερογονία των σκοπών- τα «εκσυγχρονιστικά στοιχεία υιοθετούνται πολύ ευκολότερα κάτω από την παραδοσιακή τους μεταμφίεση, χωρίς να δημιουργείται το ταπεινωτικό αίσθημα ότι πιθηκίζει κανείς τη μισητή Δύση ή προδίδει τη δική του ταυτότητα, ενώ η εντύπωση ότι έτσι κι αλλιώς δεν ξέκοψε ποτέ από την παράδοσή του τον προστατεύει από απογοητεύσεις αν αποδειχθεί ότι η προσπάθεια εκσυγχρονισμού απέτυχε»[43].
Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής»[44] διερευνά τις δυνατότητες στρατηγικής του ελληνικού κράτους, σε ένα κόσμο όπου συγχωνεύεται και κυριαρχεί η πλανητική πολιτική. Ξεκινά από την παραδοχή ότι στο νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο τα έθνη-κράτη δεν διαλύονται, αλλά αναλαμβάνουν νέους ρόλους, με στόχο την εξασφάλιση μίας θέσης «σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική κοινωνία», που όμως συχνά περιορίζεται «σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης»[45]. Οι εθνικοί μύθοι θα μπορούσαν να παίξουν ένα ενεργητικό και θετικό ρόλο υπό τον όρο ότι υπάρχει μια «εθνική ζωτικότητα». Στην ελληνική όμως περίπτωση συγχωνεύονται η περίπτωση ενός φθίνοντος έθνους  με την σύγχυση ανάμεσα στις έμμονες μυθολογικές ιδέες  και την αδυναμία να συνειδητοποιήσει την πραγματική του κατάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται στον τόπο μας καμία συζήτηση για ποιες δυνάμεις προωθούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση και για ποιους λόγους ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν και ποια θα είναι η θέση της χώρας μας,  μέσα σε αυτές τις εξελίξεις.  Αλλά επίσης  κανένας προβληματισμός δεν αναπτύσσεται «για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα»[46].
Ο Π.Κονδύλης εξετάζει τις «προϋποθέσεις για την άσκηση μακρόπνοης και επιτυχούς εθνικής πολιτικής»[47], δηλαδή «πώς πρέπει να είναι δομημένο ένα έθνος ικανό να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο του ανθρωπίνως δυνατού οποιαδήποτε ενδεχόμενα, ακόμα και απότομες μεταλλαγές της συγκυρίας»[48]. Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να συγχέονται τα εθνικά δίκαια με τα εθνικά συμφέροντα. Μάλιστα για να έχει πιθανότητα επιτυχίας στην υποστήριξη των συμφερόντων του, θα πρέπει να έχει θετικά Ισχύ (με την πολλαπλή σημασία που έχει ο όρος αυτός στον Κονδύλη) και αρνητικά την απουσία διπλωματικής επιπολαιότητας. Επισημαίνει ότι «όποιος λ.χ.  μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαια » του»[49]. Μπορεί να διεκδικεί κάποιος με  πειθώ και επιτυχία «μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα»[50]. Στα πλαίσια αυτά «καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιάς συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας»[51].
Στο σημείο αυτό ο Π.Κονδύλης τονίζει το  γεγονός  της «συνεχής και αμετάκλητης γεωπολιτικής συρρίκνωσης του ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα»[52], που διαδέχθηκε μία κατάσταση όπου ο ελληνισμός ήταν ευρύτερος από το κράτος του. Άν ταυτίζεται, πλέον, μαζί του σε μεγάλο βαθμό, αυτό δεν οφείλεται στην διεύρυνση του κράτους όσο στην γεωγραφική συρρίκνωση του έθνους. Την δυσμενή του  κατάσταση θα επιδεινώσει η «απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής που δίνονται για το κυπριακό –ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη»: γιατί προς αυτήν ωθεί μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση»[53]. Επιπλέον η γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού, θα συμπληρωθεί «από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντας του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι…Ο όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή  Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση – και αξιοπρέπεια- ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ΄ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, όπου υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντας τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, όπου έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για   να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό»[54]. Σε αυτή την πολιτική παρασιτισμού, που οδήγησε στο «ξεπούλημα ολόκληρου του έθνους στη διεθνή αγορά»[55] ταυτίζονται όλες οι πολιτικές δεξιές και αριστερές, δικτατορικές και κοινοβουλευτικές. Το τελικό αντιαισθητικό αποτέλεσμα είναι πως «ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών»[56].
Την κατάσταση αυτή, όπως μας είναι σήμερα γνωστό, ο ελληνισμός την πληρώνει με πολύ βαρύ τρόπο. Αλλά, ήδη από το 1992, ο Κονδύλης συμπεραίνει πως  η υπερχρέωση του ελληνικού κράτους προκειμένου  να συντηρεί τον παρασιτικό καταναλωτισμό αντί να προβαίνει σε παραγωγικές επενδύσεις «θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών επιλογών»[57], αφού στα μάτια των εταίρων φαντάζει ως «ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης»[58] . Ο ελληνικός λαός έχει εγκλωβιστεί στην παρακμή, η οποία τον εμποδίζει να εκλογικεύσει την κατάσταση του, αλλά και να μεταρρυθμίσει ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα. Μάλιστα «ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό∙ αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με την σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, που έχουν γνώση και συνείδηση, που κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση».[59] Η ελληνική εθνική πολιτική είναι θύμα της μικροπολιτικής, ενώ ούτε οι συγκαιρινοί Έλληνες διανοούμενοι μπορούν «να δώσουν ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος “πολιτικός κόσμος”».[60] Η προσδοκία ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα επίλυε αυτόματα όλα τα προβλήματα του ελληνισμού, είναι κατά τον Κονδύλη, καθαρά μυθολογική και έωλη. Η γερμανική ενοποίηση θα ενισχύσει μακροπρόθεσμα τις κεντρόφυγες τάσεις[61] και θα ρίξει «το κάθε έθνος πίσω στις δικές του δυνάμεις»[62], ώστε «στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα έχουμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν»[63]. Θεωρεί ότι αν και δεν μπορούμε να αποδεσμευτούμε από τους διεθνείς οργανισμούς που συμμετέχουμε, ο εκσυγχρονισμός θα διευρύνει τις αντικειμενικές δυνατότητες ανεξαρτησίας, αφού θα ευνοήσει την αποταμίευση και την συσσώρευση έναντι του υπερδανεισμού και την παραγωγή έναντι της παρασιτικής κατανάλωσης. Διαφορετικά θα κυριαρχήσουν δυο μεγέθη, που ενώ εμφανίζονται ότι βρίσκονται σε διάσταση και σύγκρουση, είναι ευθέως ανάλογα και συμμετρικά: ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός και ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός[64].  
Ο Κονδύλης απαντά στον εξ αριστερών οικουμενισμό  και «ειρηνισμό», ότι είναι πολιτικά νήπιο όποιος βλέπει τάσεις υπέρβασης του εθνικού κράτους  και πτώσης των συνόρων αφού «είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορά σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους».[65] Σαρκάζοντας την  κατάσταση μας γράφει «η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά»[66].


                                                                  Γ’


Η σημαντικότερη και πλέον ολοκληρωμένη προσέγγιση της στρατηγικής του ελληνικού κράτους με τον τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου», αποτελεί  το επίμετρο της ελληνικής έκδοσης, του σπουδαίου έργου του Π. Κονδύλη, «Θεωρία του πολέμου».[67] Στο  δοκίμιο αυτό συνοψίζονται, αποκρυσταλλώνονται και ολοκληρώνονται σκέψεις που είχε διατυπώσει σε προηγούμενα έργα του. Όμως αντί να αναδειχθεί σε αφορμή για μια σοβαρή ανάλυση της εξέλιξης του ελληνισμού, υπήρξε η αιτία για ένα δημόσιο ιδεολογικό λιντσάρισμα του συγγραφέα και η αφετηρία να αποκλειστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ακαδημαϊκή ιδιαίτερα πνευματική κίνηση. Δημοσιογράφοι που όπως είπαμε, γνώριζαν ελάχιστα το έργο του Π.Κονδύλη, ανέλαβαν  το έργο  της δημόσιας διαπόμπευσης και του σιωπηρού αποκλεισμού του. Βεβαίως αυτά συνέβαιναν την στιγμή που στην Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη  γνώριζε σημαντική αποδοχή, αρθρογραφώντας σε μια από τις εγκυρότερες γερμανικές εφημερίδες ενώ μεταθανάτια γίνεται αντικείμενο μεθοδικής  και συστηματικής μελέτης.
Τι όμως, από όσα υποστήριξε, ενόχλησε περισσότερο; Ο Π.Κονδύλης εξέταζε σε ένα σενάριο βέβαιης και αναπόφευκτης ελληνοτουρκικής σύρραξης, τι δυνατότητες και τι τρόπους είχε για να αντιδράσει το ελληνικό κράτος και έθνος. Λαμβάνοντας υπόψην την διαφορά ισχύος ανάμεσα στα δύο κράτη, τις γεωπολιτικές τους δυνατότητες, την γεωγραφία του ελληνικού αρχιπελάγους, που αποτελείται από απειράριθμα ευάλωτα νησιά, κατέληγε ότι για να έχει πιθανότητες επιτυχίας η ελληνική άμυνα, θα έπρεπε  αφενός να εξετάσει την πιθανότητα προέλασης στην ανατολική Θράκη και αφετέρου να έχει την ικανότητα να επιτύχει το πρώτο και πιο δραστικό κτύπημα, που θα εκμηδένιζε «τα ζωτικά σημεία του εχθρικού δυναμικού»[68]. Πρόκειται για ένα από τα πιο συνηθισμένα σενάρια, που εφαρμόστηκαν με επιτυχία από διάφορα κράτη, σε ανάλογες περιπτώσεις. Μάλιστα ο Π.Κονδύλης τονίζει ότι «το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια «πολεμοχαρής » διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων»[69], αλλά και το γεγονός  ότι είναι διαφορετικά πράγματα ο στόχος της άμυνας και η αμυντική διεξαγωγή του πολέμου, αφού η «καθαρά αμυντική διεξαγωγή του πολέμου στερείται νοήματος και είναι πρακτικά αδύνατη»[70]. Επ’ αυτού ενδεικτικό είναι ότι ο Στάλιν, Ρούσβελτ και ο Τσόρτσιλ, δεν σταμάτησαν τα στρατεύματά  τους στα γερμανικά σύνορα, αφού εκδίωξαν τις γερμανικές-ναζιστικές  δυνάμεις από τα ξένα εδάφη που κατείχαν, αλλά τις κυνήγησαν ως την καρδιά του Βερολίνου, ώστε να πετύχουν την πλήρη και συντριπτική νίκη  επί του εχθρού. 
Η προσέγγιση αυτή, που υποτίθεται, θα ωθούσε το ελληνικό κράτος να ξεκινήσει πρώτο μια πολεμική  περιπέτεια  με την Τουρκία, δεν είναι ο λόγος, που οι «ειρηνιστές» και η ιθύνουσα τάξη, οδηγήθηκαν από κοινού στην θορυβώδη καταδίκη του Π.Κονδύλη και στην συνέχεια στον σιωπηρό αποκλεισμό του από την δημόσια συζήτηση. Στην πραγματικότητα οι λόγοι είναι εντελώς διαφορετικοί.
Στο δοκίμιο  και στα άρθρα που ακολούθησαν, ο Π.Κονδύλης τονίζει ότι οι πολεμικές ενέργειες που περιγράφει αναφέρονται σε ένα χρόνο, όπου όλα τα άλλα μέσα έχουν εξαντληθεί και ο πόλεμος πλέον είναι αναπόφευκτος, ενώ τονίζει ότι «η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή».[71]  Όμως έπραξε κάτι άλλο που δεν μπορούσε να  του συγχωρεθεί. Τόνισε, σε μια εποχή που τα ευρωπαϊκά ιδεολογήματα είχαν υπαρξιακή σημασία για τις ελληνικές ελίτ, ότι η Ευρώπη απέχει πολύ από το να είναι η οριστική λύση του ελληνικού οικονομικού προβλήματος,  όπως και ότι  είναι εξωπραγματικό να πιστεύουμε ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί οποιαδήποτε στρατιωτική απειλή  από το γεγονός και μόνο ότι συμμετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επιλογή της Ευρώπης δεν υπήρξε μια προσπάθεια για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά «η διαφοροτρόπως καρυκευμένη και μεταμφιεσμένη επιθυμία άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορά  μας»[72]. Επιπρόσθετα  αποδόμησε τα ιδεολογήματα που διακινούνταν από πιο σοβαρές ελληνικές εφημερίδες, αφού τόνισε ότι ούτε το εμπόριο αντικαθιστά τον πόλεμο, ούτε ο υποτιθέμενος εξευρωπαϊσμός και εκδημοκρατισμός της Τουρκίας θα ακυρώσει τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες. Η τουρκική αστική τάξη δεν έχει λόγο να μην υποστηρίξει την γεωπολιτική εξόρμηση του τουρκικού κράτους, ενώ το τουρκικό προλεταριάτο, όπως έπραξε και το ευρωπαϊκό προλεταριάτο στο παρελθόν, δεν πρόκειται να συμμεριστεί την  αρχή «οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε», αλλά μπορεί εξίσου ένθερμα να ακολουθήσει μια πολεμική περιπέτεια από την λεία της οποίας να προσδοκά οφέλη.
Ο Π.Κονδύλης επαναλαμβάνει την διαπίστωση  της συρρίκνωσης του ελληνισμού, στον τελευταίο αιώνα, όπου το έθνος σταδιακά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα εκτεταμένα εδάφη που απλωνόταν  και  περιορίστηκε σε ένα μικρότερο κράτος. Γράφει: «πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική άποψη- εβδομήντα μόλις χρόνια»[73]. Στην τραγική αυτή εξέλιξη «το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την καταστροφή την προκάλεσε, άμεσα τουλάχιστον, η ολέθρια πραξικοπηματική ενέργεια που προήλθε από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδραση τους απέναντι στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος- δηλαδή να επιτελέσει  την κατ’ εξοχήν αποστολή του- συνιστά το πιο δυσοίωνο σημάδι για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του»[74].
Το τουρκικό κράτος, που μετά την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, περιορίστηκε και αυτό σημαντικά, χάρις όμως την προσωπικότητα του Κεμάλ δεν οδηγήθηκε στον μαρασμό, ούτε στον αποκλεισμό μίας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής , αλλά  τράφηκε από  «ένα αίσθημα ανάτασης και με μια νέα συλλογική μυθολογία»[75].  Η ραγδαία  δημογραφική αύξηση της Τουρκίας συνιστά μια αχαλίνωτη στοιχειακή δύναμη που την ωθεί προς την επέκταση. Τα ίδια χαρακτηριστικά έχει στα Βαλκάνια, ο αλβανικός πληθυσμός, γεγονός που θα το οδηγήσει σε μια αντίστοιχη συμπεριφορά.  Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας, είναι το γεγονός ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος όπως και της Κύπρου διαχρονικά περιορίζεται με δραματικούς ρυθμούς έναντι της Τουρκίας, αλλά και τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την ανισορροπία αυτή. Η τουρκική οικονομία έχει παραγωγικά χαρακτηριστικά – με αιχμή τις πολεμικές της βιομηχανίες-, ενώ η ελλαδική και κυπριακή επικεντρώνονται στην παροχή υπηρεσιών με αποτέλεσμα να καλλιεργούν τον παρασιτισμό και την εξάρτηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο μοναδικός παράγοντας που θα μπορούσε να επιβραδύνει ή να αναστείλει την τουρκική γεωπολιτική επέκταση είναι «μονάχα μια ισχυρή εθνικιστική και επεκτατική Ρωσία».[76] Η Ε.Ε. δεν πρόκειται να υπερασπιστεί την Ελλάδα, αλλά αντίθετα επειδή δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, θα «επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο»[77],  ώστε ενώ η «Ελλάδα προσανατολίστηκε  ψυχή τε και σώματι στην «Ευρώπη»  για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de factoμετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας. Η τουρκική επιρροή θα ασκείται πάνω στην Ελλάδα όχι άμεσα, αλλά –κάπως μετριασμένη- μέσω των ευρωπαϊκών και των αμερικάνικων αγωγών, και δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά, ανίσχυρη κι αναζητώντας παρηγοριές ή εκλογικεύσεις, ν’ αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις  έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και αυτονόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού»  της- αφού μάλιστα οι «πολιτισμένοι άνθρωποι», που έχουν ξεπεράσει τους «εθνικιστικούς αταβισμούς», δεν ξεκινούν πολέμους για πράγματα τόσο απαρχαιωμένα μέσα στον εκλεπτυσμένο μας κόσμο όσο είναι δα τα κυριαρχικά δικαιώματα. Μήπως αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σημερινές της συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει»[78], αλλά και  «καμμιά  συμμαχία και καμμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης»[79].
Με βάση αυτή την οπτική η Ελλάδα μεταβάλλεται σε χώρα με περιορισμένα κυρίαρχα δικαιώματα, γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας ενώ θα είναι κέρδος- γράφει το 1998- αν δεν χάσει εδάφη. Ο ελληνικός λαός βυθίζεται στις απαιτήσεις της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης του και αποδέχεται ως χαρακτηριστικό στοιχείο της ύπαρξής του, τον παρασιτικό καταναλωτισμό. Βεβαίως «μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναρπατίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό  κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους –ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο∙ γιατί, αν ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής, ποιος πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική;»[80] Ο μοναδικός, κατά τον Π.Κονδύλη, έλληνας πολιτικός, που μπορούσε να εκμεταλλεύεται με αριστοτεχνικό τρόπο τις διεθνείς συγκρούσεις και αντιφάσεις, ώστε να κερδίζει το μέγιστο όφελος για την χώρα του, υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ο Π.Κονδύλης θα  απαντήσει στις αιτιάσεις και επικρίσεις που δέχθηκε με το άρθρο που’ χε  τίτλο «Ιδεολογίες και εθνική στρατηγική» που θα δημοσιεύθηκε  στην εφημερίδα Βήμα στις 4.1.1998[81]. Επισήμανε την απουσία ενός αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου, που αποτρέπει την κομματική εκμετάλλευση των εθνικών θεμάτων. Συμπέρανε ότι «οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική –όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός. Η φυλετική και πολιτισμική υποτίμηση της Τουρκίας ενέχει τον κίνδυνο της στρατηγικής της υποτίμησης, αφού συνεπάγεται ότι η δήθεν ανώτερη ελληνική ποιότητα μπορεί να εξουδετερώσει την τουρκική ποσότητα∙ είναι βέβαια γνωστό πως τιμωρείται η στρατηγική υποτίμηση του αντιπάλου όταν, π.χ., παρασύρει στην κήρυξη πολέμου»[82]. Επιτέθηκε  τόσο κατά των «ειρηνιστών», των οικουμενιστών, των ευρωπαϊστών  όσο και κατά των εθνικιστών.  Οι τελευταίοι βύθισαν την χώρα στον παρασιτικό καταναλωτισμό και μοιραία στην εξάρτηση από τους ξένους δανειστές. Οι «ειρηνιστές», αν ήταν συνεπείς προς όσα ισχυρίζονται, θα έπρεπε «να ζητούν ρητά τη διάλυση των ενόπλων δυνάμεων, αφού έτσι κι αλλιώς αποκλείουν τον πόλεμο και πιστεύουν στην παντοδυναμία του «διαλόγου μεταξύ λογικών ανθρώπων». Είναι προφανές γιατί δεν τολμούν να το κάμουν: ακόμη και οι ηθικολόγοι φοβούνται τις λεμονόκουπες»[83].
  Η εθνική στρατηγική, κατά την βεμπεριανή αξιολογική ουδετερότητα, «δεν είναι ούτε «δεξιά», ούτε «αριστερή», ούτε «εθνικιστική», ούτε «διεθνιστική». Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλίμονο στη χώρα και στην πολιτική της ηγεσία αν ερμηνεύει τη συγκεκριμένη κατάσταση με βάση «δεξιές» ή «αριστερές» προτιμήσεις, αντί να προσαρμόζει τις προτιμήσεις στην κατά το δυνατόν ψυχρή ερμηνεία της συγκεκριμένης κατάστασης»[84]. Αναφερόμενος δε στο αποφασιστικό πρώτο πλήγμα, γράφει ότι στην Γαλλία, στην Αγγλία ή στις ΗΠΑ «τα πάντα, ακόμη και τα πιο απίθανα σενάρια πολέμου, γίνονται εδώ αντικείμενο εξέτασης και στάθμισης, και το κύριο μέλημα των αναλυτών δεν είναι να εκφράσουν τα ιδεολογικά τους γούστα (λες και δεν υπάρχει σοβαρότερο πράγμα στον κόσμο από αυτά ), παρά να εξονυχίσουν δεδομένα και δυνατότητες προκειμένου να διευκολύνουν την υπεύθυνη ηγεσία στο έργο της. Η προσπάθεια επιβολής ιδεολογικής λογοκρισίας στις στρατηγικές συζητήσεις, όσο και αν καλύπτεται πίσω από υψιπετείς ηθικολογίες, δεν αποτελεί μόνον ένδειξη πνευματικού επαρχιωτισμού. Προ παντός βλάπτει τον τόπο»[85]. Βεβαίως δεν είναι αντίθετος να εξετάσουμε την δυνατότητα  ενός έντιμου συμβιβασμού με την Τουρκία, αρκεί «ότι αυτός θα είναι τελειωτικός, ότι δηλαδή η άλλη πλευρά δεν θα τον χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο νέων αξιώσεων, οπότε σε λίγα χρόνια ή λίγους μήνες θα επιδεινωνόταν η κατάσταση σε σχέση με πριν»[86]
Σε συνέντευξη του Π.Κονδύλη στον γράφοντα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία(τ.25 Άνοιξη 1998)[87] συνοψίζει και επαναλαμβάνει σκέψεις και συμπεράσματα που είχε εν πολλοίς διατυπώσει σε άλλα έργα του. Θεωρεί το δημογραφικό, ως  το σημαντικότερο πρόβλημα του ελληνισμού.  Αξιολογεί τον αλβανικό εθνικισμό, ως πιο επικίνδυνο από εκείνο της FYROM και με αναθεωρητικές στο μέλλον προθέσεις, ακριβώς διότι θεμελιώνεται στη γοργή δημογραφική μεγέθυνση. Θεωρεί ανέφικτη την βαλκανική συνεργασία διότι αυτή προϋποθέτει κατασταλαγμένες κρατικές οντότητες, που όμως δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα καθεμία  από αυτές να αναζητά εξωβαλκανικά στηρίγματα. Βεβαίως δεν εξετάζει το ενδεχόμενο συνεργασίας ορισμένων και όχι όλων των βαλκανικών κρατών, υπό την πίεση της τουρκικής επιθετικότητας. Σε ερώτημα για την μελλοντική ανάδυση του πολιτισμού των  κοινοτήτων- κοινός στα περισσότερα βαλκανικά κράτη σε κάποιες περιόδους της ιστορίας τους- αντιλέγει, αν και αποδέχεται την σημασία της αποκέντρωσης ορισμένων εξουσιών, ότι μια τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει την παρουσία ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Κατακεραυνώνει για πολλοστή φορά  τον παρασιτικό καταναλωτισμό, που υποθηκεύει μακροπρόθεσμα την ανεξαρτησία του ελληνισμού ενώ τονίζει πώς  «ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολιτικός πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους».[88] Αυτό που ίσως δεν μπορούσε, να προβλέψει, είναι ότι μπορεί οι δύο τάσεις να ενσαρκώνονται κάποτε στο ίδιο πρόσωπο, στον ίδιο στοχαστή.  Συγκρίνοντας επίσης τον αντικαπιταλισμό που αρχικά είχε ο συντηρητισμός στις δυτικές κοινωνίες, με τον αντίστοιχο που εμφανίζεται ιστορικά στην ελληνική κοινωνία, συμπεραίνει ότι ο ελληνικός συντηρητικός αντικαπιταλισμός  έλαβε την μορφή ή του  βυζαντινού κοινοβιακού-μοναστικού ιδεώδους ή εκείνης του ρομαντικού αντικαπιταλισμού που εκπροσώπησαν στοχαστές  σαν τον Ι. Δραγούμη.
Ο Κονδύλης επαναλαμβάνει ότι η ενίσχυση της Ρωσίας μπορεί να συγκρατήσει τις τουρκικές φιλοδοξίες, ενώ τονίζει ότι δεν είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα αποτελεί για την Ευρώπη «αναπόσπαστο τμήμα ή διαπραγματεύσιμη επαρχία»[89]. Τελειώνει με την απόφανση ότι «δεν είμαι «εθνικιστής», και δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο»[90].   
 Στο διάστημα που πέρασε από τότε, που ο αναπάντεχος φυσικός θάνατος, αναγκαστικά διέκοψε το έργο του Κονδύλη, πολλές τάσεις κινήθηκαν με τον τρόπο που αυτός επεσήμανε. Επιπλέον πολλά γεγονότα έγιναν με τον τρόπο που αυτός ανέμενε. Η ελληνική πολιτική τάξη χρεοκόπησε παρασύροντας στην πτώση της και την χώρα μας. Οι ευθύνες όσων την ανέχτηκαν δεν είναι ευκαταφρόνητες. Συγχρόνως η δημόσια διοίκηση, παρά τις θορυβώδεις φιλοευρωπαϊκές διακηρύξεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό, από την ανώτερη μέχρι την κατώτερη βαθμίδα, αναποτελεσματικά, με τα οθωμανικά πρότυπα του δοσίματος και της μίζας. Η οικονομία διατήρησε τον παρασιτικό της χαρακτήρα, γι’ αυτό και στην κορύφωση της κρίσης, το 2008,  το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 14% του ΑΕΠ (από 4% στο τέλος της δεκαετίας του '90) . Φυσικά το ελληνικό κράτος αγνόησε επιδεικτικά το έργο του Κονδύλη και  δεν διαμόρφωσε ένα αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο, δίχως κομματικές ή άλλες δεσμεύσεις, για να είναι σε θέση να παράγει επιτυχή και αποτελεσματική πολιτική. Εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένο στην κομματοκρατία και σε ιδεοληψίες που παράγουν ιδρύματα, που εν μέρει χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό, όπως είναι το ΕΛΙΑΜΕΠ, ώστε ο καθορισμός στόχων και αποστολής και η επιλογή των κατάλληλων μέσων για την επίτευξή τους, να παραμένει γι’ αυτό ένα πολύ μακρινό ενδεχόμενο. 
Η νέο-οθωμανική Τουρκία διεύρυνε, σε όλα τα μεγέθη, την διαφορά ισχύος από το ελλαδικό και κυπριακό κράτος. Όμως οι υπερφίαλες φιλοδοξίες της, την φέρνουν σε σύγκρουση με άλλες δυνάμεις της περιοχής όπως είναι οι Κούρδοι και το Ισραήλ. Η χώρα μας δεν απώλεσε μέρος της εδαφικής της ακεραιότητας, αλλά μεταβλήθηκε συνολικά σε κράτος με περιορισμένη κυριαρχία. Η οικονομία και η πολιτική της υπαγορεύονται από αλλότριες δυνάμεις, καταστρατηγώντας πολλαπλά το σύνταγμα της  και λειτουργώντας πολιτικά υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Ο νέο-οθωμανισμός απόκτησε ερείσματα οικονομικά και πολιτικά, εξαγόρασε λιμάνια, ξενοδοχεία, ελληνικές επιχειρήσεις, κατέκτησε συμπάθειες και προσβάσεις στον χώρο του πολιτισμού και των επιχειρήσεων και έγινε σε μεγάλο βαθμό εσωτερική ελληνική υπόθεση. Το δημογραφικό εξακολουθεί να έχει την ίδια δραματική τροπή, από τον χρόνο που ο Π.Κονδύλης είχε εντοπίσει το πρόβλημα, αλλά και την ίδια αμέριμνη, ανεύθυνη και αδιάφορη αντιμετώπιση από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Οι αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρέθηκαν στην Κύπρο και αυτά που ενδεχομένως υπάρχουν στην ελλαδική ΑΟΖ , φέρνουν νέες γεωπολιτικές δυνατότητες αλλά και νέους κινδύνους  για την χώρα μας. Για παράδειγμα η επιλογή από την Ελλάδα να διέλθει από την χώρα μας ο αζέρικος αγωγός ΤΑR  ενίσχυσε την θέση  της Τουρκίας αλλά και των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας. Στην περίπτωση της Κύπρου, οι ΗΠΑ πιέζουν, το φυσικό αέριο να μεταβιβάζεται με αγωγό προς την Τουρκία και όχι δια μέσου του ελληνικού χώρου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί υποβιβάζεται περαιτέρω ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας μας έναντι της Τουρκίας, ενώ η Κύπρος και το Ισραήλ καθίστανται όμηροι των τουρκικών προθέσεων. 
 Στον ευρωπαϊκό χώρο, η Γερμανία νοιώθει αρκετά ισχυρή ώστε να μην την απασχολεί, αν  οι επιλογές  της, μπορεί να οδηγήσουν σε διάλυση της Ευρώπης. Προφανώς και δεν έχει πλέον λόγους να τροφοδοτεί τον ελληνικό παρασιτισμό και ευδαιμονισμό.  Οι γερμανικές εταιρείες έπαιξαν βασικό ρόλο τον εκμαυλισμό των Ελλήνων πολιτικών, γεγονός που άλλωστε  επέτεινε την εξάρτηση από την γερμανική πολιτική και την αδιαμαρτύρητη αποδοχή της, όσο και αν αυτή έβλαπτε τα ελληνικά συμφέροντα. Παραμένει ορθή η σκέψη του Π.Κονδύλη ότι έναντι της διεθνούς παρεμβατικότητας και ανομίας τα εθνικά κράτη είναι το σταθερότερο, ίσως  και μοναδικό, ανάχωμα.
 Συνοψίζοντας και επισκοπώντας, το έργο του Π.Κονδύλη, όσον αφορά το εθνικό ζήτημα,  καταλήγουμε ότι αυτό δεν αποτελεί, ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν μνημείο, ή θρησκευτικό κειμήλιο, αλλά σαν μια κληρονομιά υψηλού πνευματικού ήθους και μια απαραίτητος μέθοδος για να αντιμετωπίζουμε και να ερμηνεύουμε την συγκεκριμένη πραγματικότητα, αξιολογικά ουδέτερα, χωρίς κανενός είδους ιδεοληπτικές δεσμεύσεις ή φορτίσεις.

 Ιανουάριος- Μάρτιος 2014. 

[1] Π.Κονδύλης, απαντήσεις σε δέκα ερωτήματα του Marin Terpstra, στο Αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998,σελ. 23.
[2] Π.Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1991, σελ.99.
[3] Π.Κονδύλης απαντήσεις σε οκτώ ερωτήματα του Σ.Τσακνιά, στο Αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998,σελ. 56,57.
[4] Ό. π., σελ. 79,80.
[5] Π.Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού- από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σελ. 9-47.
[6] Ό. π. , σελ.47.
[7] Ό. π., σελ.46.
[8] Ό. π., σελ.47.
[9] Ό. π., σελ.47.
[10] Ό. π.,σελ.47.
[11] Ό. π., σελ.16.
[12] Ό. π.,  σελ.17.
[13] Κ. Μάρξ-Φρ. Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, εισαγωγή- μετάφραση- υπομνηματισμός Π.Κονδύλη,σελ.44
[14] Ό. π.,  σελ.45-46.
[15] Π.Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού- από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σελ. 19.
[16] Ό. π., σελ.26.
[17]Ό. π.,  σελ.23.
[18] Γιώργος ΚαραμπελιάςΜικρομεσαία Δημοκρατία, εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα 1982.
[19] Π.Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού- από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σελ. 29.
[20] Π.Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός-οι φιλοσοφικές ιδέες, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σελ. 91.
[21] Ό. π.,  σελ.91.
[22] Ό. π.,  σελ.31.
[23] Π.Κονδύλης, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός-οι φιλοσοφικές ιδέες, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σελ. 234.
[24] Π.Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού- από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σελ. 32.
[25]Ό. π., σελ.35.
[26] Ό. π., σελ.37.
[27] Ό. π., σελ.39.
[28] Ό. π., σελ.41.
[29] Ό. π.,. σελ.41.
[30] Ό. π., σελ.41. 
[31] Ό. π., σελ.41.
[32] Ό. π., σελ.42.
[33] Ό. π.,  σελ.43.
[34] Ό. π.,  σελ.44.
[35] Π.Κονδύλης, Πλανητική μετά τον ψυχρό πόλεμο, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σελ.48.
[36] Ό. π.,  σελ.48,49.
[37] Π.Κονδύλης, Πλανητική μετά τον ψυχρό πόλεμο, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σελ.48, σελ.71-86.
[38] Ό.,π.σελ.75.
[39] Ό.,π.σελ.76.
[40] Ό.,π.σελ.77.
[41] Ό.,π.σελ.79.
[42] Ό.,π.σελ.79.
[43] Ό.,π.σελ.82.
[44] Ό.,π.σελ.151.
[45] Ό.,π.σελ.152.
[46] Ό.,π.σελ.153.
[47] Ό.,π.σελ.155.
[48] Ό.,π.σελ.155.
[49] Ό.,π.σελ.156.
[50] Ό.,π.σελ.156.
[51] Ό.,π.σελ.156.
[52] Ό.,π.σελ.157.
[53] Ό.,π.σελ.158.
[54] Ό.,π.σελ.159.
[55] Ό.,π.σελ.160.
[56] Ό.,π.σελ.160,161.
[57] Ό.,π.σελ.161.
[58] Ό.,π.σελ.161.
[59] Ό.,π.σελ.170.
[60] Ό.,π.σελ.171.
[61] Ό.,π.σελ.173.
[62] Ό.,π.σελ.173.
[63] Ό.,π.σελ.173.
[64] Ό.,π.σελ.176.
[65] Ό.,π.σελ.177.
[66] Ό.,π.σελ.178.
[67]Π.Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ.435..
[68] Ό. π., σελ.397.
[69] Ό. π., σελ.397.
[70] Ό. π.,  σελ.398.
[71] Ό. π., σελ.410.
[72] Ό. π.,  σελ.389.
[73] Ό. π.,  σελ.384.
[74] Ό. π.,  σελ.385.
[75] Ό. π.,  σελ.385.
[76] Ό. π.,  σελ.392.
[77] Ό. π.,  σελ.408.
[78] Ό. π., σελ.409.
[79] Ό. π., σελ.409.
[80] Ό. π., σελ.411.
[81] περιλαμβάνεται στο Π.Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα-Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ.181-188.
[82] Ό.π.σελ.182,183.
[83] Ό.π.σελ.187.
[84] Ό.π.σελ.184.
[85] Ό.π.σελ.185.
[86] Ό.π.σελ.186.
[87] Απαντήσεις σε δέκα ερωτήματα του Σπύρου Κουτρούλη, στο  Π.Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδόσεις ΝεφέληΑθήνα 1998, σελ.87-144.
[88] Ό. π. σελ. 125.
[89] Ό. π. σελ. 143.
[90] Ό. π. σελ. 143,144.

Ανάρτηση από: http://koutroulis-spyros.blogspot.gr