Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Felix Guattari, Σοσιαλδημοκράτες και ευρωκομμουνιστές απέναντι στο Κράτος (Πρώτο Μέρος)

Felix Guattari, Μοριακή Επανάσταση, εκδόσεις Κομμούνα/Αντιπαραθέσεις. 

Κείμενο-Χέσιμο, σε ευρωκομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, του Felix Guattari, γραμμένο τον Ιούλιο του 1977, πριν από τις βουλευτικές εκλογές που οδήγησαν στην ήττα της ''αριστεράς''. Αφιερωμένο σε όσους επιεικώς γελοίους θέλουν να δικαιολογήσουν τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ''θεωρητικά'' με βάση τους...Deleuze-Guattari. Δημοσιεύουμε εκτεταμένα αποσπάσματα του κειμένου.

Ο Guattari ζει την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης του 1970, την ανάδυση των νέων οικονομικών και κρατικών δομών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, και διατυπώνει το αίτημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Βλέποντας το παλιό να πεθαίνει και το νέο να πασχίζει να γεννηθεί, ο Felix Guattari, όπως και ο Gilles Deleuze, υπήρξαν γνήσια τέκνα της ιστορικής αναγκαιότητας επαναθεμελίωσης του κομμουνιστικού δρόμου.


  ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

  Δεν παύουν να αναφέρονται στο πρόγραμμά τους. Αλλά για να επιχειρήσουν να φθάσουν στην εξουσία, οι γάλλοι σοσιαλιστές και κομμουνιστές στηρίζονται μάλλον πάνω στην εμπιστοσύνη που εμπνέουν σε όλο και πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού, καθώς και στην όλο και πιο συστηματική χρησιμοποίηση των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο οι παλιές μέθοδοι φαίνεται να έχουν διατηρηθεί. Μερικοί σύμβουλοι, με μεγάλη επιρροή στο ''περιβάλλον'' του Francois Miterrand επαναλαμβάνουν το παλιό μοτίβο: "Στην αρχή μας χρειάζεται ένα ισχυρό κόμμα, μας χρειάζεται μάλιστα ένα ισχυρό Κράτος, για να δημιουργηθούν στη συνέχεια οι όροι ανάπτυξης ενός αυτοδιαχειριστικού κινήματος...'' (!!!)

Βέβαια, ο μπολσεβικισμός δεν είναι πια της μόδας, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να σκεφτούμε, πως με τέτοιου είδους επιχειρήματα δικαιολογήθηκε τότε, στην επαναστατική Ρωσία, η διαδοχική κατάργηση των Σοβιέτ, του κομματικού πλουραλισμού, του πλουραλισμού τάσεων και όλων των ''αποκλινόντων'' συναισθημάτων. Δεν μπαίνει εδώ θέμα να επιβάλλουμε στην αριστερά μια δίκη προθέσεων: δεν μπορούμε να προδικάσουμε ποιά θα ήταν η στάση της στην περίπτωση που αναπτύσσονταν επιτροπές βάσης οι οποίες θα ξέφευγαν από τον έλεγχό της. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι στο σημερινό στάδιο δεν θα ενθαρρύνει καθόλου την ανάπτυξη ενός πλατιού αυτοδιαχειριζόμενου κινήματος και ότι η έντονη εκλογομανία της-''όχι φασαρίες μέχρι τις εκλογές''-την οδηγεί στη σιωπηρή καταδίκη του καθετί που θα μπορούσε να θυμίζει περισσότερο ή λιγότερο, κάποια εστία αντι-εξουσίας. Απ'αυτή την άποψη η θέση της απέναντι στις επιτροπές στρατιωτών και τους ελεύθερους ραδιοσταθμούς είναι τελείως ενδεικτική.

  Το νέο στυλ, η χρησιμοποίηση των μαζικών μέσων, απόδωσε τους καρπούς τους. Ιδιαίτερα σε σχέση με τους αναποφάσιστους εκλογείς. Μπορούμε όμως να αναρωτηθούμε αν, από την άλλη, η αριστερά δεν έχει αρχίσει να κλονίζει τις πεποιθήσεις των πιο παραδοσιακών της εκλογέων, που είναι πιο παθητικοί από ποτέ άλλοτε και λιγότερο πεισμένοι πως κάτι το καινούργιο μπορεί να βγει από τις επόμενες εκλογές. Όποιες και να'ναι οι συνθήκες, η έκκληση για μαζική εμπιστοσύνη, που συνοδεύεται από ένα συστηματικό κονφορμισμό ''για να καθησυχάζει τους μέσους ανθρώπους'' δεν έδωσε ποτέ πολύ θεαματικά αποτελέσματα, σε περιόδους μεγάλης κοινωνικής κρίσης. Δεν είναι εύκολο να σβήσει κανείς από τη συλλογική μνήμη τόσες ανόδους της αριστεράς, κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων, που κατέληξαν όλες σε οπισθοδρομήσεις, συμβιβασμούς με αστικά κόμματα, σε σταθεροποίηση του καπιταλισμού, και που είχαν σαν αποτέλεσμα μακροχρόνιες περιόδους απογοήτευσης και ατονίας των λαϊκών δυνάμεων.


  Και αν είναι αλήθεια πως οι πεποιθήσεις των αγωνιστών δεν ενισχύονται, πως οι αγωνιστές δεν πληθαίνουν ανάλογα με την αύξηση της απήχησης των κομμάτων της αριστεράς, αντίθετα, οι μηχανισμοί αυτοί, δεν παύουν να σταθεροποιούνται, να σκληραίνουν, να γραφειοκρατικοποιούνται. Πριν αρχίσουν να παίζουν ένα ρόλο ομαλοποίησης και υπεράσπισης της καθεστηκυίας τάξης σε εθνικό επίπεδο-αυτό συμβαίνει ήδη με τα στελέχη του ιταλικού ΚΚ-ζητιέται από τους υπεύθυνους να επαγρυπνούν για την πειθαρχία μέσα στην οργάνωση και να παρακολουθούν αδιάκοπα κάθε στοιχεία που θα μπορούσε να σπείρει τη σύγχυση μέσα στα μυαλά των συμπαθούντων...Ό,τι δεν συνδέεται με την εκλογική εκστρατεία του 1977 θεωρείται βλαβερό και ιδίως οι εσωτερικές συζητήσεις και οι προβλέψεις για το μέλλον. Όχι μόνο εγκαταλείφθηκε η ''θριαμβολογία'' του περασμένου χρόνου (που θα'ταν άλλωστε καλό πράγμα) αλλά και όλες οι δημιουργικές παρορμήσεις, οι κληρονομημένες ή όχι από το 68, όλες οι προσπάθειες για νέους αγώνες και μεθόδους, όλες οι απρόβλεπτες στρατηγικές και επιθυμίες φαίνεται να ξυπνούν την υποψία.


  Αυτός ο συνετός ''ρεφορμισμός'' της αριστεράς δεν θα δικαιολογούνταν ίσως, αν η σημερινή κρίση δεν ήταν παρά απλά συγκυριακή και δεν έβαζε σε αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων. Αν αντίθετα αποδεικνυόταν ότι κανένας συνδυασμός, κανένας ''φιλικός'' συμβιβασμός δεν θα ήταν ικανός να την ξεπεράσει, τότε θα αποκαλυπτόταν σίγουρα ο αποδυναμωτικός χαρακτήρας μιας συμπεριφοράς που συνίσταται στο να καθησυχάζει τις μάζες με κάθε μέσο. Τί μέσα διαθέτουν οι ηγέτες της αριστεράς για να επέμβουν στη κρίση, στο σαμποτάρισμα των αφεντικών και των επιχειρηματικών κύκλων, στη διαφυγή των κεφαλαίων, στη γκρίνια του στρατού, στις πιέσεις του διεθνούς καπιταλισμού; Νιώθοντας δυνατοί εξαιτίας της υποστήριξης των σοσιαλδημοκρατικών μηχανισμών που ελέγχουν, προεξοφλούν πως θα εξασφαλίσουν μια ορισμένη ανακωχή στο κοινωνικό μέτωπο. Για πόσο καιρό όμως; Η γενική απεργία του 1936 ξέσπασε ταυτόχρονα με την αναγγελία της νίκης της αριστεράς.


  Είναι αλήθεια πως έχουμε μια έντονη τάση να βλέπουμε τη σύγχρονη κατάσταση αναφερόμενοι σε συμβάντα του παρελθόντος. Αν αποπειραθούμε να εντοπίσουμε καλύτερα τα ειδικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης κρίσης και κατά συνέπεια την αξιοπιστία του νέου Λαικού Μετώπου που διαγράφεται στον ορίζοντα, δεν πρέπει να αρκούμαστε στο να παίρνουμε υπόψη μας μόνο τους λόγους ή τις υποτιθέμενες προθέσεις των ηγετών της αριστεράς, αλλά πάνω απ'όλα να τις αντιπαραθέτουμε στην πραγματική κατάσταση και τη σύγχρονη εξέλιξη των κοινωνικών ομάδων που διατείνονται ότι εκπροσωπούν.


  Δύο κατηγορίες παραγόντων κάνουν τη σύγχρονη κρίση, μια κρίση ''αλλοιώτικη από τις άλλες''. Η πρώτη είναι σχετική με τις μεταλλαγές της σχέσης ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τις οικονομικές δομές. Και η δεύτερη, με την εξέλιξη εκείνου που ονομάζουμε ''λαικές μάζες'', οι οποίες εξάλλου δεν ήταν ποτέ τόσο μάζες όσο θέλαμε να τις παρουσιάζουμε και που τείνουν σήμερα να οξύνουν τις ιδιομορφίες τους και προκαλούν την ανάδυση μιας ποικιλίας από μέτωπα αγώνων που θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τους πολιτικούς και συνδικαλιστές να διατείνονται πως τα ελέγχουν.


  Θα μπορούσε άραγε σήμερα μια ''παρεμβατική'' πολιτική της παραγωγής μέσω κρατικών παραγγελιών, δηλαδή δημιουργία μιας νέας ζήτησης μέσα στα πλαίσια του παλιού πολιτικού συστήματος, να αποκαταστήσει τη πλήρη απασχόληση, να σταματήσει τον πληθωρισμό, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδύσεων; Μια αριστερή κυβέρνηση για εργατικές κατοικίες, νοσοκομεία, σχολεία, αυτοκινητόδρομους, υπερηχητικά αεροπλάνα, ατομικές μπαταρίες. Μια τέτοια όμως πολιτική έχει τα όριά της-όρια οικονομικά μέσα στη παγκόσμια αγορά! Όταν, σ'εφαρμογή των υποσχέσεων του Κοινού Προγράμματος, θα έχουμε φέρει μερικές Τράπεζες , μερικά προβληματικά τράστ, κάτω από τον έλεγχο του Κράτους-ενός Κράτους που είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό στην υπηρεσία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων-τί θα έχουμε αλλάξει στην ουσία; Πράγματι, το Κράτος θα συνεχίσει να περνάει κάτω από τον έλεγχο του εκσυγχρονιστικού καπιταλισμού και η αριστερά για μια ακόμα φορά θα έχει συμβάλλει στην επιτάχυνση αυτού του περάσματος. Ο κοινός νους-αυτό το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό του κόσμου-θα απαιτούσε να δεχτούμε σαν αυτονόητη την ιδέα πως μια προοδευτική επέκταση των εθνικοποιήσεων μπορεί να αποτελέσει μοχλό, ικανό να μετασχηματίσει την κοινωνία προς την κατεύθυνση ''σοσιαλισμού αλά γαλλικά''! Έτσι, οι σοσιαλιστές δεν παύουν να επαναλαμβάνουν ότι πρόθεσή τους είναι η προώθηση δημοκρατικών εθνικοποιήσεων και όχι η γραφειοκρατική κρατικοποίηση. Ωστόσο, μας είναι δύσκολο να δούμε πως ένας εθνικός τομέας, αυτόνομος και αυτοδιαχειριζόμενος, θα μπορούσε να αναπτυχθεί μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Ή θα εξελιχθεί παράλληλα το σύνολο των επιχειρήσεων ή τίποτα δεν θα εξελιχθεί. Όλα είναι αλληλένδετα στην καπιταλιστική οικονομία: στο εθνικό επίπεδο, ο ιδιωτικός και δημόσιος τομέας και στο διεθνές, το καπιταλιστικό σύστημα, το γραφειοκρατικό σοσιαλιστικό σύστημα και η εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου. Και εξαιτίας της απορρύθμισης-ή της επαναδιευθέτησης-αυτού του πραγματικού πλανητικού καπιταλισμού, πολλαπλασιάζονται οι κρίσεις και αποσυντίθενται οι εθνικές και τοπικές οικονομίες. Τέλος, ακόμα και η ιδέα, η πολύ λιγότερο φιλόδοξη από εκείνη ενός προοδευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό, που προτάθηκε από τους πιο ''ρεαλιστές'' ηγέτες του Κοινού Προγράμματος και η οποία συνίσταται στην προώθηση μιας περιορισμένης επέκτασης του εθνικοποιημένου τομέα-λόγω δεν ξέρω ποιάς εγγενούς του ιδιότητας-για να αναχαιτιστεί η κρίση στη Γαλλία, ακόμα λοιπόν κι αυτή η ιδέα, με το πολύ τεχνοκρατικό της περίγραμμα θα αποδεικνυόταν πιθανά απατηλή!


Ανάρτηση από: http://bestimmung.blogspot.gr