Του Κώστα Βεργόπουλου
Ως φαίνεται, η Ευρώπη, αλλά ειδικότερα η Γερμανία, δείχνει πολύ ενοχλημένη με την επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα. Ορισμένοι Ευρωπαίοι από την αυτή πλευρά, όπως η γαλλική Φιγκαρό, διερωτώνται μήπως η επίσκεψη αποτελεί το πρώτο βήμα για την απαγκίστρωση της χώρας μας από την Ευρωζώνη. Κάποιοι περισσότερο ψύχραιμοι προεξοφλούν ότι η ελληνική επίσκεψη θα δημιουργήσει ρήγμα στην ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Ρωσίας.
Ανάλογες, πάντα όμως συγκεχυμένες, ευρωπαϊκές ανησυχίες εκφράζονται επίσης έναντι των θέσεων που καταλαμβάνει η Κίνα στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας, είτε στους τομείς των συγκοινωνιών είτε σε αυτούς των υποδομών. Ωστόσο, είτε η Ρωσία είτε η Κίνα, δεν προσελκύονται από ανταγωνιστική διάθεση έναντι των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά απλά και μόνον επειδή βλέπουν ότι υπάρχει κάποιο κενό και ότι αυτό η πλήρωση αυτού του κενού συνάδει με τα συμφέροντα τους, τα οποία παραμένουν πάντα συνδεδεμένα με την πορεία της Ευρώπης. Απλά, οι ανατολικές χώρες επιδιώκουν θέσεις πρόσβασης στις ευρωπαϊκές αγορές και ιδιαίτερα σε αυτές της ανατολικής Ευρώπης. Ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα επενδύουν στην διάλυση της Ευρωζώνης ούτε της Ευρώπης, αλλά αντίθετα αμφότερες προσβλέπουν στην στενότερη συνεργασία με αυτές, είτε πρόκειται για τα ενεργειακά πεδία είτε για αυτά της μεταφοράς εμπορευμάτων. Άλλωστε και η ελληνική πλευρά δεν διανοείται να αντιπαραθέσει την ενδεχόμενη στενότερη συνεργασία με κάποια ανατολική χώρα στην ευρωπαϊκή ένταξη της. Πρώτος διδάξας σε αυτό παραμένει η ίδια η Γερμανία, η οποία ενώ ηγείται της Ευρώπης και της Ευρωζώνης, δεν παύει να διατηρεί τις στενότερες εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις με την Ρωσία, αλλά και με την Κίνα. Προς τι λοιπόν τόση υπερδιέγερση με την επίσκεψη του Τσίπρα στην Μόσχα;
Οι Ευρωπαίοι και ειδικότερα οι Γερμανοί θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι μια χώρα δεν κερδίζεται μέσω αφαιμάξεων, όπως σήμερα συμβαίνει με την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της, αλλά πάντοτε μέσω παροχής στήριξης και σταθεροποίησης. Στη διάρκεια της πρόσφατης εξαετίας, η ευρωπαϊκή προσφορά στην Ελλάδα φέρει αρνητικό πρόσημο, ενώ παράλληλα διατυπώνεται η ανησυχία ότι η ενδεχόμενη ρωσική ή κινεζική προσφορά θα φέρουν θετικό. Οταν σήμερα η χώρα μας φτάνει στο σημείο να απειλείται ακόμη και για την απλή επιβίωση της, με τον βρόγχο της ανεπάρκειας ρευστότητας να σφίγγει όλο και περισσότερο, πως είναι δυνατόν να μην αναμένονται πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν τουλάχιστον να χαλαρώσουν τις σημερινές συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που βρίσκονται προ των πυλών;
Φυσικά, για την σημερινή ανησυχητική κατάσταση, η ευθύνη αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην αρνητική διαπραγματευτική στάση των εταίρων και συνεπώς σε αυτούς κυρίως εναπόκειται η λήψη μέτρων ικανών να βγάλουν κατεπειγόντως την χώρα από το σημερινό αδιέξοδο στο οποίο οι ίδιοι μέχρι σήμερα την εμμένουν να την καταβυθίζουν. Πρόκειται για μια εσφαλμένη οικονομική πολιτική που ενώ εξασφαλίζει στην Γερμανία αύξοντα πλεονάσματα, εν τούτοις εξ αιτίας τους οδηγεί ολόκληρη την Ευρωζώνη στην κατάρρευση και αποσύνθεση. Οποιος παίζει με την φωτιά κινδυνεύει στο τέλος να καεί ο ίδιος. Εάν η Γερμανία ανησυχεί πραγματικά για την ελληνική προσέγγιση με τις ανατολικές χώρες, δεν έχει παρά να μεταβάλει άμεσα το μείγμα της πολιτικής που επιβάλλει στην Ελλάδα, αλλά και στη υπόλοιπη Νότιο Ευρώπη, ακόμη και στον εαυτόν της. Στην ενδεχόμενη πλειοδοσία των ανατολικών δεν είναι δυνατόν να μην αντιπαρατίθεται από ευρωπαϊκής πλευράς τίποτε άλλο παρά η μειοδοσία.
Πρόσφατα, ο πρώην πρόεδρος της κεντρικής αμερικανικής τράπεζας FED Μπεν Μπερνάνκι αναγνώρισε με κατεπείγοντα τρόπο ότι εάν σήμερα απειλείται η σταθερότητα της Ευρωζώνης, αυτό οφείλεται όχι τόσο στα ελλείμματα του ευρωπαϊκού Νότου, όσο κυρίως στα αυξανόμενα πλεονάσματα του ευρωπαϊκού Βορρά και κυρίως της Γερμανίας, που σήμερα υπερβαίνουν το 7,5% του γερμανικού ΑΕΠ[1]. Ολόκληρη η Ευρωζώνη υφίσταται κατά την πρόσφατη 6ετια κρίσιμες αφαιμάξεις υπέρ της Γερμανίας, με συνέπεια την προϊούσα ευθραυστοποίηση και καθήλωση της σε συνθήκες αρνητικού πληθωρισμού. Ο αμερικανός οικονομολόγος επισημαίνει την καίρια ευθύνη της Γερμανίας στο ότι η χώρα αυτή δεν ανακυκλώνει, ως θα όφειλε, τα πλεονάσματα της ούτε στο εξωτερικό ούτε στο εσωτερικό της. Τα γερμανικά δίκτυα των συγκοινωνιών, αεροδρόμια, δρόμοι, γέφυρες, παραμένουν σε αξιοθρήνητη κατάσταση και υπάρχει επείγουσα ανάγκη συντήρησης και ανακαινισμού τους. Οι εργατικοί μισθοί έχουν καθηλωθεί στο επίπεδο που ευρίσκοντο προ 15ετιας, ενώ παράλληλα δεν υπάρχει καθόλου πολιτική κινήτρων για την προώθηση των επενδύσεων και του σχηματισμού κεφαλαίου στο εσωτερικό της γερμανικής οικονομίας. Οι γερμανικές επιλογές δεν έχουν καθόλου συνεταιρικό ούτε θεμιτό χαρακτήρα και δεν βοηθούν καθόλου τους εταίρους τους να ισοσκελίζουν τα ελλείμματα τους, με συνέπεια οι ανισορροπίες της Ευρωζώνης όχι μόνον να μην απορροφώνται, αλλά να διευρύνονται και να οξύνονται.
Εάν σήμερα η Ελλάδα επιτύχει ένα σημείο δικής της σχετικής ισορροπίας και ελάχιστης σταθεροποίησης, εάν κατορθώσει να μειώσει την χρηματοπιστωτική ασφυξία στην οποία καθηλώνεται σήμερα από τους εταίρους της, γιατί άραγε αυτό να προεξοφλείται ως αρνητικό στοιχείο για την ευρωπαϊκή συνοχή, αφού εάν σήμερα αυτή απειλείται, αυτό δεν οφείλεται τόσο στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, όσο κυρίως στις πλεονασματικές που, ενώ διαθέτουν όλα τα μέσα για αυτό, υπεκφεύγουν από την άσκηση του εξισορροπητικού και σταθεροποιητικού ρόλου τους για λογαριασμό ολόκληρης της νομισματικής περιοχής του ευρώ. Αφού η Ευρώπη αποτελεί σήμερα θετική και ανυποχώρητη κατάκτηση και πολύτιμο πλαίσιο ασφάλειας όχι μόνον για τις χώρες μέλη της, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία, γιατί άραγε κάθε ενδεχόμενη στενότερη συνεργασία μιας χώρας μέλους, όπως π.χ. η απελευθέρωση των ελληνικών αγροτικών εξαγωγών προς την Ρωσία, να κατανοείται ως «παρασπονδία» έναντι των εταίρων στο κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
[1] Βλ Ben BERNANKE, German Surplus is the Problem, Brookings, Ουασιγκτων,
Ανάρτηση από:http://www.presspublica.gr