Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ή το πρόγραμμα των Βρυξελλών;

Του Γιώργου Ρακκά

Η επιμονή του μεγαλύτερου κομματιού του αντιμνημονιακού χώρου στην «κατοχή» που βιώνει η χώρα από την Γερμανική Ευρώπη ήταν σωστή και λάθος ταυτόχρονα. Σωστή, γιατί ορθώς επισήμανε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης μέσα στο μπλοκ των αδυνάμων οικονομιών της Ευρωζώνης, καθώς ούτε η Ιταλία, ούτε η Ισπανία ούτε καν η… Κύπρος βρίσκεται σε καθεστώς τόσου ασφυκτικού ελέγχου από τους «θεσμούς». Λάθος, γιατί ποτέ δεν έκανε τον κόπο (δείγμα της απίστευτης ιδεολογικής καθυστέρησης-παρακμής της ελληνικής κοινωνίας) να προσδιορίσει επακριβώς την φύση και τα χαρακτηριστικά αυτής της ιδιότυπης «κατοχής». Με συνέπεια, να καταντήσει να καλλιεργεί μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για τα πράγματα σύμφωνα με την οποία αρκεί να δηλώνει κανείς «αντιμνημονιακός» και αυτόματα τίθεται έξω από το κάδρο της αποικίας χρέους, και βρίσκεται εξ ορισμού απέναντι από τις δυνάμεις που ασκούν αυτήν την ιδιότυπη επικυριαρχία πάνω στην χώρα μας.

Έτσι, η «αντιμνημονιακή ενότητα» υπήρξε το άλλοθι για συγκεκριμένες επιλογές των τωρινών κυβερνητικών δυνάμεων, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά. Προεκλογικά λειτούργησε ως ιδεολογικό επιστέγασμα πολιτικών μεταγραφών της τελευταίας στιγμής, κυρίως από το παλαιό «όλον ΠΑΣΟΚ» (Κατσέλη, Τζάκρη κ.ο.κ.) αλλά και από την Νέα Δημοκρατία (Νικολόπουλος), καθώς και δικαιολογία για εκλεκτικούς «συγχρωτισμούς» (λέγε με Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη).

Μετεκλογικά, λειτούργησε εξ ίσου ως νομιμοποιητικό άλλοθι για τους διορισμούς στελεχών του κατεστημένου σε κυβερνητικές θέσεις –αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Καθώς η διαπραγμάτευση προχωράει, και συντελείται σταδιακά η διολίσθηση τούτης της κυβέρνησης εντός του κάδρου της «αποικίας χρέους», το πρόταγμα της «αντιμνημονιακής ενότητας» εκφυλίζεται περαιτέρω, για να καταντήσει προπαγανδιστικό προπέτασμα που συγκαλύπτει την ενσωμάτωση των βασικών συνιστωσών του πάλαι «αντιμνημονιακού χώρου»: Είναι πλέον ένα τρύπιο λάβαρο, και εργαλείο ποικίλων πολιτικών εκβιασμών που συγκαλύπτει τι συντελείται πραγματικά σε επίπεδο κυβερνητικής εξουσίας πίσω από την επίκληση του μπαμπούλα των Σαμαρά-Βενιζέλου-Άδωνη και Βορίδη.

Διολίσθηση/Ενσωμάτωση
Αυτό που συμβαίνει αυτήν την στιγμή, κατά πάσα πιθανότητα, είναι μια βίαιη ενσωμάτωση της παρούσας κυβέρνησης στο κάδρο της αποικίας χρέους. Οι κραυγές του Λαφαζάνη και του Καμμένου δεν αρκούν για να την αποτρέψουν, εξάλλου, ο οποιοσδήποτε που έχει στοιχειώδη μνήμη της εγχώριας, αλλά και της διεθνούς πολιτικής ιστορίας των τελευταίων τριάντα ή σαράντα χρόνων, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι τάσεις ενσωμάτωσης που έχει το σύστημα είναι πολύ ισχυρές και κατάφεραν με αποτελεσματικότητα να εξουδετερώσουν πολύ πιο οργανωμένα και με βαθιά κοινωνικά ερείσματα κινήματα απ’ ό,τι υπήρξε ποτέ το “αντιμνημονιακό κίνημα” –το οποίο επιπρόσθετα είχε παιδικές, και μάλλον ανίατες ασθένειες που κανουν πολύ πιο πιθανό αυτό το ενδεχόμενο: Ανυπαρξία οράματος και στρατηγικής, εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ιδεολογικής και πολιτικής συνειδητοποίησης, κυριαρχία των καιροσκοπισμών κ.ο.κ.

Μοχλός της ενσωμάτωσης αυτής της κυβέρνησης είναι, όλοι το βλέπουμε, ο εκβιασμός μέσω της ρευστότητας που πραγματοποιείται με δύο μέσα. Κεντρικά, των θεσμών, και της ΕΚΤ, που αρνείται να “προχωρήσει” την συμφωνία εκταμιεύοντας τις δόσεις που κανονικά θα τις εκταμίευαν τον… προηγούμενο Αύγουστο, και αφετέρου ο ELA, ο πανάκριβος δανεισμός της Έκτακτης Βοήθειας Ρευστότητας, που έχει δέσει χειροπόδαρα της ελληνικές τράπεζες, και δια μέσω αυτών ολόκληρη την ελληνική οικονομία. Βέβαια, για να είμαστε εντελώς ειλικρινείς, η παρελκυστική τακτική που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση στις παρούσες διαπραγματεύσεις είναι εκείνη που επιδεινώνει το πρόβλημα, καθώς όσο περισσότερο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, άλλο τόσο επιτείνεται η φυγή των καταθέσεων, η κρίση στην αγορά, και άρα η κρίση ρευστότητας –με συνέπεια να καθίσταται εντονότερη η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον ELA, δηλαδή… από τα εργαλεία εκβιασμών των δανειστών!

Οι τελευταίοι έχουν υιοθετήσει μια τακτική απέναντι στη χώρα μας, η οποία θυμίζει το κινέζικο βασανιστήριο της σταγόνας. Χρησιμοποιούν τα μέσα παροχής ρευστότητας στην χώρα μας, τόσο για την εξυπηρέτηση των δόσεών της, όσο και για την λειτουργία της ελληνικής οικονομίας ως μέσο “συνετισμού” της κυβέρνησης και ευθυγράμμισής της με τις απαιτήσεις τους.

Γι’ αυτό και, σήμερα, μάλλον σχεδιάζουν να διοχετεύσουν μερικά ψίχουλα (έως 7 δισ. €) σε αντάλλαγμα της ενδιάμεσης συμφωνίας, και να εκβιάσουν περαιτέρω μέτρα μέσα στο καλοκαίρι, καθώς η κυβέρνηση έχει να ικανοποιήσει οφειλές ύψους… 24 δισ.(!) μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου[1].

Ως προς αυτό, ποια είναι η στάση της κυβέρνησης; Σε πρώτη ανάλυση, μπορεί κανείς να διακρίνει κινήσεις πανικού, και μια ύστατη προσπάθεια υπεράσπισης της έσχατης κόκκινης γραμμής που έχει θέσει στις διαπραγματεύσεις –την υπεράσπιση των μισθών και του ύψους των συντάξεων, ως καθοριστική γραμμή άμυνας και άρνησης υφεσιακών μέτρων.

Εν τοις πράγμασι, όμως, δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχάς, η δραματική παράταση της διαπραγμάτευσης, έχει εκ των πραγμάτων υφεσιακό χαρακτήρα, ο οποίος μάλιστα πλήττει την ελληνική κοινωνία ανισομερώς, μετακυλώντας τα βάρη κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, και άρα στους εργαζόμενους σε αυτόν, ο οποίος έχει καταρρεύσει. Δεύτερον, με δοσμένο το πλαίσιο της έλλειψης ρευστότητας, η κυβέρνηση έχει μια τακτική να απορροφάει όλα τα αποθεματικά ταμείων, δήμων κ.ο.κ. προκειμένου να πληρώσει τις άμεσες υποχρεώσεις της σε μισθούς και συντάξεις.

Επειδή, όμως, η τακτική των δανειστών είναι να αναπαράγεται μόνιμα η κρίση ρευστότητας και να συντηρείται η κατάσταση σ’ ένα έσχατο και οριακό σημείο ισορροπίας, η τακτική της κυβέρνησης επί της ουσίας αφενός εξαντλεί όλα τα αποθέματα που δεν ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο των δανειστών (και άρα κάνει ακόμα μεγαλύτερη την σημασία της εξάρτησής μας από τους ξένους πάροχους ρευστότητας) και αφετέρου δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει μια τεράστια κρίση βιωσιμότητας στους ΟΤΑ και, κυριότερα, στις συντάξεις.

 Την ίδια στιγμή, και εξαιτίας όλων αυτών των ιδιαιτεροτήτων, η επιμονή στην ύστατη γραμμή άμυνας (μισθοί, στην ουσία μισθοί του δημοσίου, καθώς ο ιδιωτικός τομέας έχει καταρρεύσειέχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί ως μέσο άρνησης συνέχισης των υφεσιακών πολιτικών. Αντίθετα, αυτό που κάνει στην πράξη, είναι να διατηρεί “νησίδες εξασφάλισης” σ’ έναν ωκεανό ανεργίας, περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων, και ραγδαίας υποτίμησης της εργασίας που συμβαίνει de facto λόγω της καταβύθισης της χώρας. Διόλου τυχαία, αυτές οι “νησίδες εξασφάλισης” που εντοπίζονται κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία στον δημόσιο τομέα λειτουργούν και ως προπύργια υποστήριξης της παρούσας κυβέρνησης –κι έτσι βλέπουμε εν τοις πράγμασι να συντελείται μπροστά στα μάτια μας, μια παλινόρθωση πελατειακών σχέσεων, οι οποίες μάλιστα αποκαλύφθηκαν ρητώς από τον Στάθη Παναγούλη που υπερασπίστηκε την επαναπρόσληψη στην ΕΡΤ όλων όσων “βοήθησαν” (sic!) στην άνοδο της κυβέρνησης στην εξουσία!

Προφανώς, όλα αυτά συνθέτουν ένα σκηνικό “ήττας-ήττας” για την κυβέρνηση. Το χειρότερο πρόβλημα είναι ότι αυτή η ήττα δεν αφορά μόνο στην κυβέρνηση, αλλά σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η ενδιάμεση συμφωνία, στην περίπτωση που υλοποιηθεί και λειτουργήσει, θα αποτελέσει ένα τεστ “ενσωμάτωσης” και δοκιμής αντοχών στις εσωτερικές έριδες που θα δημιουργήσει εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου. Ήδη το μπλοκ Λαφαζάνη, κανοναρχεί, ότι είναι προτιμότερη η ρήξη από μια τέτοια συμφωνία. Το Crash του Τράγκα επέλεξε να φιλοξενήσει το άρθρο Λαφαζάνη, με το οποίο σαλπίζει την απαρχή μιας σφοδρής εσωκομματικής αντιπαράθεσης: Ούτως ή άλλως, ο Σαμαράς το δικό του μπλοκ εντός της ΝΔ, δεν ντρέπεται να δείχνει καθημερινά ότι επιθυμεί διακαώς μια ολοκληρωτική κυβερνητική αποτυχία και την… καταστροφή ολόκληρης της χώρας, για να δικαιωθεί, να διασωθεί πολιτικά, και να θέσει έτσι υποψηφιότητα στην μελλοντική διεκδίκηση της εξουσίας ως ο κύριος κορμός ενός σκληρού και αυταρχικού δεξιού μπλοκ.

Από την άλλη, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Καμμένου διαμηνύουν σε κάθε τόνο ότι δεν θα ανεχτούν κάποια σοβαρή διολίσθηση στις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, αυτό μπορεί να έρθει μπούμερανγκ, διότι ενδεχόμενη κρίση στις σχέσεις της συγκυβέρνησης πάνω στο περιεχόμενο της ενδιάμεσης συμφωνίας, θα φέρει πιο κοντά στην εξουσία το Ποτάμι, ίσως και το ΠΑΣΟΚ (δίχως τον Βενιζέλο) κι έτσι οι δανειστές θα έχουν πετύχει με έναν σμπάρο πολλά τρυγόνια. 

Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θα αναρωτηθεί κανείς ποια άραγε θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική λύση, όχι μόνον για την κυβέρνηση, αλλά για την χώρα. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, επιθυμεί μια συμφωνία και γρήγορα και ως προς αυτό δεν έχει άδικο. Έστω και διαισθητικά, οι περισσότεροι κατανοούν ότι η παρελκυστική πολιτική της κυβέρνησης απλώς αυξάνει τις απαιτήσεις των αντιπάλων τους, και επίσης τους διευκολύνει για να τις επιβάλουν στην χώρα μας. Από την άλλη, εμείς δεν θέλαμε καμία αντιμνημονιακή κυβέρνηση, έστω και αν αυτή είναι κυβέρνηση τυχοδιωκτών και οπορτουνιστών, να μπει στη λογική της ήττας με το μικρότερο δυνατό κόστος, γι’ αυτό εξαρχής αντιταχθήκαμε σφοδρά στο εγχείρημα της πρόωρης ανάληψης της εξουσίας. Ο γέγονε γέγονε, ωστόσο το εγκληματικό σφάλμα που έγινε την 25η Ιανουαρίου δεν είναι στιγμιαίο, αλλά διαρκές, γιατί μετά η κυβέρνηση μπήκε σε έναν κυκεώνα παλινωδιών που δυσχεραίνουν κάθε μέρα την θέση της, και την θέση της χώρας.
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Άμεση, οριστική λύση δεν υπάρχει –γι’ αυτό εξ άλλου προκρίναμε συστηματικά στην γραμμή του «αντάρτικου» απέναντι στην ξένη ιδιότυπη επικυριαρχία, σε συνδυασμό με μια προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής αναβάθμισης της ελληνικής κοινωνίας έτσι ώστε να κατανοήσει επιτέλους ότι το μνημόνιο ήταν το επιστέγασμα μιας βαθιάς υπαρξιακής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας (που συνδυάζει εθνικά, κοινωνικά, και πολιτισμικά αδιέξοδα) και όχι η αιτία της. Άρα δεν πρόκειται να βγούμε από αυτό, αν δεν δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις απάντησης στα αδιέξοδα που το δημιούργησαν.

Από αυτήν την θέση αρχής, μπορούν να προκύψουν πολλαπλές θέσεις στην πράξη. Επί της ουσίας, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η στροφή της γεωργίας προς την υποκατάσταση των εισαγωγών, μέσω της οικολογικής γεωργίας, η πολιτιστική ανασυγκρότηση, η εκπαιδευτική αναγέννηση, το μεταναστευτικό, όλα τα άλλα ζητήματα που καίνε την ελληνική κοινωνία και που η επίλυσή τους μπορεί να εγγυηθεί μια αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ξένων εκβιασμών δεν εμπίπτουν μέσα στις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας. Καμία ΚΑΠ δεν αποτρέπει την οικολογική ανασυγκρότηση της γεωργίας, και τον ενδογενή προσανατολισμό της, κανένα μνημόνιο δεν αποτρέπει τα ελληνικά πανεπιστήμια να επενδύσουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ώστε να δώσουν αποφασιστική ώθηση στην ανασυγκρότηση της παραγωγής κ.ο.κ.

Στην πραγματικότητα, το δίλημμα που θέτει το μνημόνιο δεν ήταν το μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Ουσιαστικά αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, είναι ότι το 2009 πέθανε ένα σύστημα, ένα μοντέλο που σφράγισε την κοινωνία μας κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα. Η Γερμανική Ευρώπη, οι ΗΠΑ μέσω του ΔΝΤ, και οι εν Ελλάδι πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές άρχουσες τάξεις πρόκριναν μια στρατηγική ‘διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων’ που διά της κοινωνικής και εθνικής καταστροφής θα καθιστούσαν εκ νέου βιώσιμο το ίδιο παρασιτικό μοντέλο. Το οποίο πλέον είναι σαν το βαμπίρ, τρέφεται δηλαδή με τις τελευταίες σάρκες που έχουν απομείνει σε αυτήν την χώρα. Απέναντι σε αυτό, δεν μπορεί να σταθεί καμία λογική «συντηρητική», δηλαδή μια λογική αντιμνημονιακή, στείρας υπεράσπισης κάποιων ελάχιστων κοινωνικών κεκτημένων. Απέναντι στις εθνικά και κοινωνικά καταστροφικές ‘διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις’ θα πρέπει να αντιτάξουμε μια λογική «επαναστατικών» και «μη ρεφορμιστικών» μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μεταβολής ολόκληρου του παρασιτικού μοντέλου της ύστερης μεταπολίτευσης. Όπως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, έτσι και οι δομικές, είναι καταφανώς συγκεκριμένες και έπρεπε να αρχίσουν χθες. Το «αντιμνημονιακό» τέλος του ελληνικού δράματος, θα μπορέσει να έλθει μόνον όταν αντιτάξουμε ένα εναλλακτικό μνημόνιο από την σκοπιά του έθνους και του λαού, στο μνημόνιο της νέας αποικιοκρατίας και της ντόπιας ολιγαρχίας. Ένα μνημόνιο με πρόσημο εθνικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης που να θέτει μια προοπτική βιωσιμότητας αυτής της χώρας μέσα στον 21ο αιώνα.

Σημειώσεις:
[1] Βλέπε το πολύ κατατοπιστικό χρονολόγιο των ελληνικών υποχρεώσεων προς τους ξένους δανειστές: Charles Forelle, Pat Minczeski and Elliot Bentley, «Greece’s Debt Due: What Greece Owes When», The Wall Street Journal, 28/04/2015. Ηλεκτρονική Διεύθυνση: http://graphics.wsj.com/greece-debt-timeline/.

Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr