Του Κυριάκου Μελέτη [1]
Αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο, Κυριάκος Μελέτη, «Κεφαλαιοκρατών μέτρον καταστροφή. Πρακτικές και επιστημονικές αναπαραστάσεις», Εκδόσεις Γόρδιος, 2016. Το πρώτο απόσπασμα: «Η βιολογική λειτουργία» είναι επιλεγμένο από το έκτο κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας, αντίθετα τόσο από τη μαρξιστική αναπαράσταση, που θεωρεί ότι ο κοινωνικός σχηματισμός συντίθεται από τρεις λειτουργίες, την οικονομική την πολιτική και την ιδεολογική, όσο και από την αστική, που κονιορτοποιεί την κοινωνία σε άπειρα γνωστικά αντικείμενα, προσπαθεί να θεμελιώσει την πρόταση, ότι ο ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός συγκροτείται από επτά λειτουργίες, την οικονομική, την πολιτική, την ιδεολογική, τη βιολογική (τη γνωστή ως αναπαραγωγική), την τεχνική, τη στρατιωτική και την αναδημιουργική (αυτήν του ελεύθερου χρόνου).
Το δεύτερο απόσπασμα είναι παρμένο από το όγδοο κεφάλαιο και έχει ως αντικείμενο την έννοια της μετάβασης.
Πρώτο απόσπασμα
Η βιολογική λειτουργία, η γνωστή ως αναπαραγωγική, οργανώνεται σε τρόπους παραγωγής και διανομής των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών. Αντικείμενο εργασίας και αντικείμενο πάλης είναι οι βιολογικοί οργανισμοί των ανθρώπων, δηλαδή η τεκνοποίηση. Ως βιολογικοί τρόποι παραγωγής μπορούν να θεωρηθούν οι διάφορες μορφές οικογένειας και, στις μέρες μας, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, τα γυμναστήρια, τα φυσιοθεραπευτήρια και τα νοσοκομεία.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αναπαράσταση, οι οικιακές δραστηριότητες των νοικοκυρών δεν αποτελούν εργασία. Οι φεμινίστριες της δεκαετίας του 1970, συγκρίνοντας τις δραστηριότητες των νοικοκυρών, στο σπίτι, με αυτές που ασκούνται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στον κρατικό τομέα, έδειξαν ότι αυτές αποτελούν κοινωνικά αναγκαία εργασία, μόνο που δεν ασκούνται αντί ενός χρηματικού αντιτίμου. Η πιο πάνω αναπαράσταση δεν είναι ισχυρή, διότι φαίνεται να ταυτίζει την εργασία με τη μισθωτή εργασία, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν ανταποκρίνεται σε ένα μισθό, όπως π. χ. αυτή των αγροτών, δεν αποτελεί εργασία. Είναι άκυρη, επίσης, διότι περιορίζει την έννοια της εργασίας στα πλαίσια των εκχρήματων κοινωνιών. Όμως, γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, εργαζόντουσαν τόσο στις εκχρήματες, όσο και στις αχρήματες κοινωνίες. Εργαζόντουσαν, επίσης, και πριν την επινόηση της έννοιας της εργασίας.
Οι φεμινίστριες, στις προσπάθειές τους να νομιμοποιήσουν τη γυναικεία εργασία, στον οικογενειακό χώρο, χρησιμοποίησαν τον όρο οικονομία της φροντίδας για να αναπαραστήσουν τις δραστηριότητες, που σχετίζονται με την ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα των ενηλίκων, των ασθενών και των γερόντων (Barker, Feiner, 2009). Θα γράφαμε ότι οι προσπάθειες τους, δεν στέφθηκαν με επιτυχία, διότι δεν ξεπέρασαν το επίπεδο διαμόρφωσης παρατηρησιακών προτάσεων. Δεν τα κατάφεραν να οικοδομήσουν μια επιστημονική αναπαράσταση της γυναικείας απασχόλησης, στα πλαίσια της οικογένειας. Παγιδεύτηκαν μέσα στην αστική οικονομική αναπαράσταση, η οποία τις έκανε, πρώτον, να προσεγγίσουν στατιστικά το θέμα τους και, δεύτερον, να το ταξινομήσουν από την πλευρά της οικονομίας. Όμως, γνωρίζουμε ότι η στατιστική ανάλυση δεν αποτελεί επιστημονική προσέγγιση. Είναι ένα μέσο βοηθητικό της τελευταίας. Όσον αφορά τη φροντίδα των παιδιών και των γερόντων, δεν αποτελεί οικονομική λειτουργία, διότι δεν αφορά την παραγωγή υλικών αγαθών. Αφορά τη βιολογική παραγωγή του ανθρώπων, η οποία είναι μια αυτόνομη λειτουργία διακριτή από την οικονομική.
Η έννοια, η οποία αναπαριστάνει πιστά τις οικογενειακές δραστηριότητες των γυναικών, που αφορούν τη φροντίδα, είναι αυτή του βιολογικού τρόπου παραγωγής των ανθρωπίνων υπάρξεων, η οποία μας οδηγεί να κατασκευάσουμε τις έννοιες της γυναίκας ως βιολογικά εργαζόμενης και της βιολογικής εργασίας. Ο προσδιορισμός βιολογική , μας κάνει να δούμε ότι εργασία δεν αποτελεί μόνο η φροντίδα των παιδιών, αλλά και η βιολογική λειτουργία της κύησης (Tabet, 1985, s. 61 - 145). Η διεργασία ανάπτυξης του εμβρύου μέσα στη μήτρα, από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό, αποτελεί εργασία. Το ότι η γυναίκα, κατά την περίοδο της κύησης, τείνει να ακινητοποιηθεί στα περιορισμένα πλαίσια του οίκου, οφείλεται στην εσωτερικευμένη βιολογική εργασία. Αυτή η τελευταία, εμφανίζει την γυναίκα ως προστατευόμενη του άνδρα, ο οποίος αναλαμβάνει τον πόλεμο και τις βαριές οικονομικές λειτουργίες. Η βιολογική εργασία της γυναίκας αντισταθμίζει την εργασία του πολέμου και της οικονομίας του άνδρα.
Θα μπορούσε να διατυπωθεί η υπόθεση ότι, στο πεδίο της οικονομικής σχέσης των φύλων του οικογενειακού τρόπου παραγωγής, ο άνδρας εκμεταλλεύεται τη γυναίκα, στο βαθμό που η τελευταία θεωρείται ανίκανη να διαχειριστεί την περιουσία της. Στη συζυγική βιολογική σχέση, όμως, δεν εντοπίζουμε, από τη μια, τη γυναίκα , η οποία είναι βιολογικά εργαζόμενη και, από την άλλη, τον άνδρα, ο οποίος δεν είναι εργαζόμενος. Δεν εντοπίζουμε, μια σχέση, όπου ο άνδρας ιδιοποιείται τα παιδιά, δηλαδή εκμεταλλευτική. Βέβαια, στους ταξικούς ανθρωπο-κοινωνικούς σχηματισμούς, οι βιολογικές σχέσεις των φύλων είναι ασύμμετρες. Όμως, η ασυμμετρία δεν εγκαθίσταται, κατά ένα γενικό τρόπο, μεταξύ των ανδρών και των γυναικών. Εγκαθίσταται π. χ. μεταξύ της κυρίαρχης αστικής τάξης των ανδρών, από τη μια, και των κυριαρχούμενων γυναικών, από την άλλη, διότι παρατηρούμε την πρώτη, ως πραγματικό ιδιοκτήτη, να στέλνει, κατά τρόπο μαζικό, τα αγόρια των δεύτερων, στους πολέμους, όπου σφαγιάζονται (Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος) χωρίς κανένα όφελος. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι οι Η. Π. Α., δεν έκαναν τους πολέμους στο Βιετνάμ ή στο Ιράκ για να έχουν όφελος οι μητέρες των φαντάρων, αλλά για να ελεγχθούν οι πετρελαιοπηγές και οι πετρελαιαγωγοί από τις πετρελαιακές εταιρείες. Να τονίσουμε, επίσης, ότι εάν στη συζυγική σχέση ο άνδρας, εκτός από τη στιγμή της σεξουαλικής πράξης, δεν είναι εργαζόμενος, δεν είναι επειδή είναι εκμεταλλευτής, αλλά , όντας ελεύθερος από τη βιολογική εργασία της τεκνοποίησης, για να δράσει ως εργαζόμενος στο πεδίο του πολέμου και της οικονομίας. Η εργασία του αντισταθμίζει τη βιολογική εργασία της γυναίκας.
Εάν στηριχθούμε στις πιο πάνω παρατηρήσεις, θα δούμε ότι η θεώρηση, που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1970, ότι ο κύριος αντίπαλος των γυναικών είναι ο άνδρας (Dupont, 1972, s. 112 - 139), δεν είναι ισχυρή. Οι μαρξίστριες-φεμινίστριες, δεν κατάλαβαν ότι οι ασυμμετρίες που δημιουργήθηκαν (διπλή μέρα εργασίας των γυναικών, καταπίεση των γυναικών, άρνηση της ελεύθερης διάθεσης του σώματος των γυναικών), δεν ήταν δημιούργημα των ανδρών γενικά, αλλά των ανδρών-κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι αρνούμενοι να υπάρξουν έξω από την αύξηση του κέρδους και τη μείωση του εργατικού κόστους, δεν καταβάλλουν τους ανάλογους μισθούς για την επιβίωση και την αναπαραγωγή της οικογένειας, πράγμα που έχει ως συνέπεια την καταταλαιπώρηση των γυναικών με τη διπλή μέρα εργασίας. Οι γυναίκες, διεκδικώντας τόσο την απελευθέρωσή τους από την «οικογενειακή φυλακή», όσο και το δικαίωμα εργασίας στους κρατικούς και κεφαλαιοκρατικούς θεσμούς, μπήκαν στην προοπτική των κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι τις ευνόησαν να συμμετάσχουν στην οικονομική διαδικασία, με το σκοπό να ρίξουν το κόστος παραγωγής και ακυρώνοντας ταυτόχρονα μια ενδεχόμενη αντικεφαλαιοκρατική συμμαχία με το εργατικό και φοιτητικό κίνημα, που άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη δεκαετία του 1960 και 1970 (Meillassoux, 1982).
Η διαμόρφωση της βιοκοινωνικής σχέσης μεταξύ των γυναικών, που αναλαμβάνουν τις βιολογικές λειτουργίες, και των ανδρών, που αναλαμβάνουν τις λειτουργίες του πολέμου και της οικονομίας, εξασφαλίζει την παραγωγή και αναπαραγωγή των ανθρώπων ως βιολογικών οργανισμών. Η διεκδίκηση από τις γυναίκες της συμμετοχής τους στη λειτουργία της οικονομίας, αλλά και του στρατού, είναι μια ασύνετη πράξη, που οδηγεί, μπαίνοντας στην προοπτική της κεφαλαιοκρατικής τάξης, στην καταστροφή των ανθρώπινων κοινωνιών, διότι ακυρώνει την παραγωγή και αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους. Μια συνετή πρακτική, θα απαιτούσε, πρώτον, την αναγνώριση της βιολογικής εργασίας, δεύτερον, την είσοδο των γυναικών στο πολιτικό πεδίο, δηλαδή στη συμμετοχή στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων, κατά τρόπο ισότιμο με τους άνδρες και, τρίτον, τον ορισμό της κεφαλαιοκρατικής τάξης ως κοινωνικού αντιπάλου, που εκμεταλλεύεται τη βιολογική εργασία.
Η εκμετάλλευση των γυναικών είναι μεγάλου μεγέθους. Όμως, και η άρνηση του έρωτα, που αποτελεί την προϋπόθεση της ζωής, δεν είναι μικρότερου μεγέθους. Η άρνηση του έρωτα εκφράστηκε με τρεις τρόπους. Ο ένας με τη δράση της εκκλησίας, Καθολικής και Ορθόδοξης, που προσπάθησε, από τη μια, να εξορκίσει την ηδονή σαν δαιμονικό πνεύμα και, από την άλλη, να απογυμνώσει τον έρωτα από την ηδονή, ταυτίζοντάς τον με την τεκνοποίηση. Μια δεύτερη μορφή άρνησης, αναφέρεται στη μονογαμία, στην πηγή της οποίας βρίσκεται τόσο η Εκκλησία, όσο και η αστική τάξη (Αταλί, 2009). Όμως, με αυτήν, παραμένει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, χωρίς ταίρι, που σημαίνει ότι προορίζεται να πεθάνει χωρίς να γνωρίσει τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, και χωρίς να αφήσει απογόνους. Μια τρίτη άρνηση, αφορά την κοινωνική απόρριψη κάποιων ή τη μη επιλογή τους ως ερωτικών συντρόφων, πράγμα που διαμορφώνει ένα μεγάλο σύνολο μοναχικών ανδρών και γυναικών. Η άρνηση του έρωτα μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή εκμετάλλευσης των μοναχικών ανθρώπων, διότι η κοινωνία τους αρνείται το δικαίωμα στη ζωή, παρά το ότι προσφέρουν σ΄ αυτήν είτε ως πολεμιστές, είτε ως οικονομικά και βιολογικά εργαζόμενοι. Μήπως θα έπρεπε να γράψουμε ότι το βασικό δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα στον έρωτα, το αρνείται η ίδια η πολιτεία, αφού απουσιάζει από το σύνταγμά της;
Γράψαμε για αντικείμενο εργασίας, αντικείμενο πάλης και για έρωτα. Και οι τρεις έννοιες-στοιχεία του βιολογικού τρόπου παραγωγής, δημιουργούν πρόβλημα. Η έννοια του έρωτα, δημιουργεί πρόβλημα, διότι διασπάστηκε σε αναπαραγωγικό σεξ και σε σεξ-απόλαυση ή ηδονή. Βέβαια, δεν αμφισβητούμε τη σχετική αυτονομία των δύο στοιχείων. Να τονίσουμε, όμως, ότι οι φεμινίστριες, της δεκαετίας του 1960 και 1970, διεκδίκησαν και πέτυχαν την αποταύτιση του πρώτου από το δεύτερο, με το σκοπό να μπορούν να απολαμβάνουν το ελεύθερο σεξ, όπως και οι άνδρες, και χωρίς το βάρος των τεκνοποιήσεων. Οι γυναίκες πέτυχαν, από τη μια πλευρά, να κατοχυρώσουν το δικαίωμα στο ελεύθερο σεξ, από την άλλη, όμως, αρνήθηκαν τη χαρά του έρωτα ως δημιουργού της ζωής. Θα γράφαμε, ότι το δικαίωμα στο ελεύθερο σεξ, έγινε θανατηφόρο.
Οι γυναίκες, εντασσόμενες στο δημόσιο χώρο και συμπεριφερόμενες σαν άνδρες, αρνούνται την τεκνοποίηση και άρα εκλείπουν και τα αντικείμενα εργασίας και πάλης, του οικογενειακού βιολογικού τρόπου παραγωγής. Δηλαδή, οι γυναίκες, διεκδικώντας το δικαίωμα στο ελεύθερο σεξ και την ένταξή τους στο δημόσιο χώρο, αρνούνται την ευθύνη να αναλάβουν τη δημιουργία της ζωής, της αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους. Στο εξής, το παιδί είναι βάρος και ως εκ τούτου το ελεύθερο σεξ συνοδεύεται από ανευθυνότητα. Αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας νομοτέλειας, διότι υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα: η διατύπωση μιας αντικεφαλαιοκρατικής-αμεσοδημοκρατικής πρότασης, η οποία να περιλαμβάνει τους ελεύθερους έρωτες, που δημιουργούν ζωή. Όμως, οι γυναίκες, όλο και περισσότερο, τείνουν να αρνούνται αυτούς τους έρωτες και επιλέγουν να υπερτονίζουν το σεξ-ηδονή. Στο πρόσφατο παρελθόν, προσπαθούσαμε να αποσπαστούμε από τον οικονομικό αναγωγισμό των μαρξιστών και των αστών και τώρα οι μεταπολεμικές φεμινίστριες, μας δημιούργησαν ακόμη έναν: αυτόν του σεξ.
Οι γυναίκες, μεγαλωμένες, στις χώρες του κέντρου, μέσα σε μια σχετική χλιδή και σε μια μεγάλη περίοδο ευρωπαϊκής ειρήνης, δεν ενσωμάτωσαν στις αναπαραστάσεις τους την έννοια του πολέμου. Δεν έμαθαν, ότι η ύπαρξή τους οφείλεται στους άνδρες, που θυσιάζονται για την πατρίδα. Πίστεψαν, ότι μπορούν να κάνουν και χωρίς αυτούς και τους κατηγόρησαν ως καταπιεστές, διεκδικώντας την «ελευθερία» τους. Και «ελεύθερες», επιδόθηκαν στο σεξ, μετατρέποντάς το σε καταναλωτικό αγαθό, αλλά και συμβάλλοντας, μ’ αυτό τον τρόπο, στην ανάπτυξη των τεχνικών του σεξ, αυτών της ενίσχυσης των σεξουαλικών ορμών, της αυτοϊκανοποίησης (ορμόνες, Viagra, τεχνικό πέος, ομοιώματα γυναικών) και της ομοφυλοφιλίας. Οι μεταπολεμικές φεμινίστριες, άρχισαν την ιστορία τους, προσπαθώντας να συγκροτηθούν σε κίνημα. Δεν τα κατάφεραν, παρά το ότι καθοδηγήτριές τους ήταν γυναίκες ακαδημαϊκές, να διατυπώσουν πρόταση κοινωνικού μετασχηματισμού. Κατέληξαν, να συμμαχήσουν με την κεφαλαιοκρατική τάξη, μπαίνοντας, έτσι, με τις πρακτικές αναζήτησης της αέναης σεξουαλικής ηδονής, στην προοπτική σαπίσματος των κοινωνιών. Στο εξής, δεν παντρευόμαστε, γιατί δεν θέλουμε να κάνουμε παιδιά. Παντρευόμαστε, όμως, για να κατοχυρώσουμε τους ομοφυλοφιλικούς έρωτες.
Η πτώση της γεννητικότητας, σε μια πρώτη φάση, και η άρνηση της τεκνοποίησης, σε μια δεύτερη, δεν αποτελεί αποκλειστική πρακτική των θυγατέρων της άρχουσας τάξης, ούτε και αποκλειστικό φαινόμενο των κεντρικών ανθρωπο-κοινωνικών σχηματισμών. Αποτελεί ένα δημιούργημα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και των θυγατέρων της άρχουσας τάξης, επεκτείνεται, όμως, σε όλο τον κόσμο και στο σύνολο των γυναικών, στο βαθμό που ο πρώτος επιβάλλει την κυριαρχία του και τείνει να γίνει αποκλειστικός, εξαρθρώνοντας τις προκεφαλαιοκρατικές μορφές ύπαρξης και, ιδιαίτερα, τις οικογενειακές. Η άρνηση της τεκνοποίησης, είναι η μία από τις δύο πρακτικές, που οδηγούν στην καταστροφή της ζωής στον πλανήτη γη. Η άλλη, είναι η εξάντληση του φυσικού πλούτου, η ρύπανση του περιβάλλοντος, η υπερθέρμανση του πλανήτη-γη και η καταστροφή της βιοποικιλότητας. Η πρώτη μάλλον δεν έχει γίνει κατανοητή, γιατί δεν αναφέρεται καν. Η δεύτερη έχει αναγνωριστεί από αρκετούς ακαδημαϊκούς δασκάλους, όχι όμως και από τους δημιουργούς της, τα μέλη της άρχουσας τάξης. Αυτά, αποδίδουν την μεν υπερθέρμανση του πλανήτη-γη στην υπερδιέγερση του ήλιου, τη δε εξάντληση του φυσικού πλούτου στον «υπερπληθυσμό». Δεν θα προσπαθήσουμε, να αντιμετωπίσουμε, εδώ, αυτές τις στάσεις της άρχουσας τάξης. Ήδη, έχουν γραφτεί αρκετά. Περιοριζόμαστε, να τονίσουμε ότι αυτή, μη έχοντας συνείδηση ή, καλύτερα, τυφλωμένη από τα αμύθητα κέρδη, που συσσώρευσε τα τελευταία είκοσι πέντε, περίπου, χρόνια, προτείνει την «ανάπτυξη» ως λύση στην χρηματοπιστωτική κρίση και στην ύφεση, προτείνει, δηλαδή, την επιτάχυνση της καταστροφής. Όσον αφορά τον «υπερπληθυσμό», να υποστηρίξουμε ότι η άρχουσα τάξη, αρνούμενη την αναδιανομή του αμύθητου πλούτου, που συσσώρευσε, όσο και τον προσανατολισμό του προς μια μη καταστροφική ανάπτυξη, μεταθέτει τις ευθύνες στους πολύτεκνους τριτοκοσμικούς. Ήδη, έχει εμφανίσει μελέτες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η γη μπορεί να θρέψει μόνο δύο δισεκατομμύρια. Τα υπόλοιπα πέντε, που ζουν σ’ αυτή, είναι πλεονασμός. Είναι δυνατόν, να υποθέσουμε, με βάση τις απάνθρωπες πρακτικές της, τι μας περιμένει. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, για να μην αναφέρουμε παρά μόνο ένα παράδειγμα, ζήτησε, κατ’ επανάληψη, ανθρωπιστική βοήθεια από τους ηγέτες της « Ενωμένης Ευρώπης», με το σκοπό να αντιμετωπίσει, τόσο την ελληνική ανεργία του 1.500. 000, όσο και τους Σύριους πρόσφυγες, που για να σωθούν από έναν καταστροφικό πόλεμο, καταφεύγουν στην Ελλάδα, με ψαρόβαρκες, μέσω του Αιγαίου. Έχουμε αμφιβολίες, κατά πόσο καταλαβαίνει σε ποιους απευθύνεται και με ποιους διαπραγματεύεται.
Αυτά, που γράφουμε, εδώ, δεν μας οδηγούν να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχει πληθυσμιακό πρόβλημα. Αναγνωρίζουμε, την ύπαρξή του. Θα πρέπει, όμως, να λυθεί μέσα από δημογραφικές πολιτικές, που σέβονται τον άνθρωπο και όχι με τις βάρβαρες πρακτικές των κυνηγών του κέρδους.
Οι ηγέτιδες των φεμινιστικών κινήσεων της δεκαετίας του 1960 και 1970, αν και έκαναν την ισχυρή επιστημολογική παρατήρηση, ότι οι ισχύουσες κοινωνικές θεωρίες είναι ανδροκρατικές, διότι δεν έλαβαν υπόψη τους τις γυναίκες, εντούτοις δεν προσπάθησαν να οικοδομήσουν μία νέα θεωρία, η οποία να αναπαριστά πιστά την ανθρωπο-κοινωνική πραγματικότητα. Δεν προσπάθησαν, επίσης, να συγκροτήσουν μια πρόταση κοινωνικού μετασχηματισμού, πράγμα που σημαίνει ότι δεν συνέβαλαν στη συγκρότηση των γυναικών σε φεμινιστικό κίνημα. Θα γράφαμε, ότι δεν προσέφεραν ούτε στη γνώση, ούτε στην απελευθέρωση των καταδυναστευομένων, ανδρών και γυναικών, από τα ανδροκρατικά-κεφαλαιοκρατικά δεσμά. Η έννοια του φεμινιστικού κινήματος, δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα των γυναικών της δεκαετίας του 1960 και 1970. Αυτά συμπυκνώθηκαν, στην ελεύθερη διάθεση του σώματος τους, την «απελευθέρωση» από τα ανδροκρατικά οικογενειακά δεσμά και την είσοδο τους στο δημόσιο χώρο, κατά τρόπο ισότιμο με τους άνδρες, τα οποία δεν συγκροτούν ένα μετασχηματιστικό κίνημα. Μπαίνουν στην κεφαλαιοκρατική προοπτική αποσύνθεσης του θεσμού δημιουργίας της ζωής, της οικογένειας.
Η αποσύνθεση της οικογένειας, οδεύει παράλληλα με τη σχετικοποίηση των ρόλων των φύλων. Αυτή, εντοπίζεται σε δύο πεδία. Το οικονομικό και το σεξουαλικό. Στο οικονομικό πεδίο, εκφράζεται, ιδιαίτερα, με την έναρξη της περιόδου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οπότε, με το σκοπό να πέσει το εργατικό κόστος, από τη μια, επιβλήθηκε η ευέλικτη αγορά εργασίας και, από την άλλη, αυξήθηκε η ανεργία. Κατ’ αυτή την περίοδο, παρατηρούμε, πολύ συχνά, τις μεν γυναίκες να εργάζονται και να εξασφαλίζουν το βασικό οικογενειακό εισόδημα, τους δε άνδρες να είναι άνεργοι και να μένουν στο σπίτι, αναλαμβάνοντας τις οικιακές εργασίες. Αυτή η πρακτική, διαμορφώνει και τις σχετικές αναπαραστάσεις των γυναικών. Οι τελευταίες, θεωρούν, μη ξεχνώντας, ταυτόχρονα, να εξευτελίζουν, όποτε τους δίνεται η ευκαιρία, και τους συζύγους τους, ότι αυτές είναι οι άνδρες στο σπίτι.
Όσον αφορά το σεξουαλικό πεδίο, η σχετικοποίηση των ρόλων, καθορίζεται από την αναπαράσταση της ακύρωσης της φαλλοκρατικής εξουσίας. Αυτή η τελευταία, οδηγεί, πολύ συχνά, στην άρνηση των σεξουαλικών σχέσεων με τους άνδρες και την ανάπτυξη τόσο των τεχνικών αυτοϊκανοποίησης, όσο και των ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Εάν, όμως, οι γυναίκες καταφέρνουν είτε να αυτοϊκανοποιούνται είτε να ικανοποιούνται με σεξουαλικές σχέσεις του ίδιου φύλου, τότε δεν βλέπουν για ποιο λόγο θα πρέπει να έχουν ετεροφυλοφιλικές σχέσεις. Οι βεβαιότητες των τελευταίων αναιρούνται.
Η σχετικοποίηση των ρόλων των φύλων, αποτελεί μια γυναικεία επιλογή. Από αυτήν, όμως, όχι μόνο δεν απουσιάζουν οι φορείς του κεφαλαίου, αλλά και διαμορφώνουν τις συνθήκες δημιουργίας της, αρνούμενοι να συνεισφέρουν οικονομικά τόσο στη μείωση των πόνων της τεκνοποίησης, όσο και στην αντιμετώπιση των γυναικών ως ανθρώπων.
Η κριτική, που κάναμε, δεν μας οδηγεί να απαιτήσουμε την επιστροφή των γυναικών στον οικιακό χώρο. Αυτές, αφού αναλάβουν την ευθύνη εκπλήρωσης των αναπαραγωγικών τους καθηκόντων, θα πρέπει να διεκδικήσουν εκείνες τις λειτουργίες, που συνάδουν με αυτά τα καθήκοντα, δηλαδή που δεν θέτουν σε κίνδυνο την τεκνοποίηση. Ως τέτοιες, είναι ιδιαίτερα αυτές του ιδεολογικού (της δασκάλας, του εκπαιδευτικού της Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης) και του πολιτικού πεδίου (μέλος των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και της κυβέρνησης), όχι όμως, όπως ήδη το δείξαμε, και αυτήν του στρατού. Η ανάληψη αυτών των λειτουργιών, από τις γυναίκες, θα τις οδηγήσει, υποχρεωτικά, να ακυρώσουν την πατριαρχική οικογένεια και να την επανιδρύσουν, με βάση το σεβασμό της αυτονομίας των ανδρών και των γυναικών.
Η πρόταση αυτή, δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτή. Η ανεξαρτησία, που αποκτούν, οι γυναίκες, μέσω της κατοχύρωσης ενός μισθού, τις κάνουν να συμπεριφέρονται αλαζονικά και να αρνούνται να δημιουργήσουν σταθερές σχέσεις με τον άνδρα. Επιλέγουν τις εφήμερες. Φαίνεται, να θέλουν να αντιστρέψουν τις σχέσεις των φύλων, επιβάλλοντας μια μορφή γυναικοκρατίας. Παρατηρούμε, από τη μια, να γίνονται επιθετικές και να προσπαθούν να θέτουν αυτές τους κανόνες του παιχνιδιού και, από την άλλη, τους άνδρες, που κρατούν αμυντική θέση, να τείνουν να τους αποδεχτούν. Οι κανόνες αυτοί, συνίστανται στην άρνηση της τεκνοποίησης και στην αναζήτηση της σεξουαλικής ηδονής, οι οποίοι, όμως, δεν δημιουργούν κοινωνία.
Η ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία, είναι ο μόνος θεσμός που ανησυχεί για τη γενικότερη συμπεριφορά των γυναικών. Δεν φαίνεται, όμως, να κατανοεί το πραγματικό πρόβλημα, διότι, από τη μια, στρέφεται ενάντια στις γυναίκες και, από την άλλη, συγκαλύπτει τις εγκληματικές πρακτικές των φορέων του κεφαλαίου, οι οποίοι στο όνομα του κέρδους καταστρέφουν την κοινωνία και τη ζωή στον πλανήτη-γη.
Δεύτερο απόσπασμα
Αν στηριχθούμε στην κεφαλαιοκρατική μακροπερίοδο, τότε θα δούμε, ότι η κεφαλαιοκρατική αγορά, δεν υπήρξε ένα καθαρά αυθόρμητο δημιούργημα της κεφαλαιοκρατικής τάξης, δηλαδή των πολλών κεφαλαιοκρατών, που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τον έλεγχο της αγοράς. Στη δημιουργία της και στην ανάπτυξη της, αλλά και στην επιβολή της κυριαρχίας της, συνέβαλε και το κράτος. Θα γράφαμε ότι χωρίς τη θεσμοθέτηση των αρχών λειτουργίας της κεφαλαιοκρατικής αγοράς από το κράτος, αυτή δεν θα μπορούσε να προσδώσει στον εαυτό της μακροχρόνια ιστορική προοπτική. Θα έτεινε προς εξάρθρωση, μέσα από τον χωρίς αρχές ανταγωνισμό των πολλών κεφαλαιοκρατών, πράγμα το οποίο παρατηρούμε κάθε φορά που μειώνεται ο κρατικός παρεμβατισμός στη λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Εάν, όμως, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να επιβάλει την κυριαρχία του χωρίς κρατική βοήθεια, τότε μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι και ο συνεταιριστικός τρόπος παραγωγής δεν είναι δυνατόν να διευρυνθεί και να επιβάλει την κυριαρχία του χωρίς το υποστήριγμα μιας συνεταιριστικής ενεργής μειονότητας, δηλαδή μιας αντικεφαλαιοκρατικής αντιεξουσίας. Βέβαια, το ίδιο το κράτος συνέβαλε, όπως γράψαμε στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της μελέτης, στη δημιουργία των συνεταιρισμών, μέσα από οικονομική, αλλά και τεχνική βοήθεια. Δεν θα μπορούσε, όμως, να αποποιηθεί της κεφαλαιοκρατικής του δυναμικής και να μπει ολόπλευρα στην αυτοδιαχειριστική προοπτική του συνεταιριστικού τρόπου παραγωγής, χωρίς ταυτόχρονα να ακυρώσει την ύπαρξη του, η οποία είναι ετεροδιαχειριστική και όχι αυτοδιαχειριστική, και ως εκ τούτου μόνο μια αντιεξουσιατική συνεταιριστική μειονότητα θα μπορούσε να οργανώσει τη μακροχρόνια ανάπτυξη των αυτοδιαχειριστικών πρωτοβουλιών των κυριαρχημένων μαζών. Βέβαια, στην ανάδυση των συνεταιρισμών συνέβαλαν και ενεργές μειονότητες, να γράψουμε όμως ότι κατά τη διάρκεια της επέκτασης τους, δηλαδή της αριθμητικής τους αύξησης, αυτές είτε δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το περιθώριο (π. χ. ο Charles Gide) είτε τους αρνήθηκαν, θεωρώντας τους συνεταιρισμούς ως αστικούς οργανισμούς (π. χ. Κομμουνιστικά Κόμματα) είτε τους χρησιμοποίησαν για να καταλάβουν την εξουσία και για να μεταμορφωθούν ταυτόχρονα σε αδίστακτους υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που δεν επιδέχεται καμιά κρατική παρέμβαση, εκτός βέβαια από αυτήν που τον διασώζει σε κάθε περίπτωση κινδύνου, (π.χ. Σοσιαλιστικά Κόμματα τύπου ΠΑ.ΣΟ.Κ.). Στις μέρες μας, οι υφιστάμενες ενεργές μειονότητες, πολιτικές και πνευματικές, θα γράφαμε ακαδημαϊκές, δεν καταφέρνουν να συγκροτηθούν σε ενεργές μειονότητες κοινωνικού μετασχηματισμού. Περιορίζονται, με εξαίρεση βέβαια τα ορθόδοξα Κομμουνιστικά Κόμματα που είναι σίγουρα για τον σταλινισμό τους, οι μεν πρώτες να αναζητούν την ταυτότητα τους, οι δε δεύτερες να κάνουν καριέρα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στο όνομα της «κοινωνικής οικονομίας».
Η ποιότητα των ενεργών μειονοτήτων, προσδιορίζεται αν γράψουμε ότι στην πραγματικότητα, δεν κατανόησαν την πολυπλοκότητα της μετάβασης από ένα ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό σε έναν άλλο. Η γνώση τους, δεν ξεπέρασε τον οικονομισμό και την επιδερμική προσέγγιση. Δεν είδαν, ότι στη μετάβαση εμπλέκεται το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών. Δεν είδαν, ιδιαίτερα, τη μετάβαση ως μια διαδικασία συνεχούς συρρίκνωσης της οικογένειας που φτάνει μέχρι και την εξαφάνισή της. Βέβαια, στην αρχή της διαδικασίας της μετάβασης, από το φεουδαρχικό στον Κ.Τ.Π., η σταθερή συρρίκνωση, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντιληπτή, αφού η κατανομή της γης στους αγρότες ενδυνάμωνε την οικογένεια. Με αυτήν, όμως, την κατανομή άρχισε και η διαδικασία καταστροφής της τελευταίας, χωρίς ταυτόχρονα να αντικαθίσταται από έναν άλλο τρόπο βιολογικής παραγωγής. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1944 – 1980), με την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, φάνηκε να διαμορφώνεται ένας κρατικός τρόπος βιολογικής παραγωγής. Σ’ αυτόν, το κράτος εμφανιζόταν, μέσα από τα διάφορα οικογενειακά επιδόματα, ως ο κοινωνικός πατέρας, ο άνδρας ως ο τυπικός βιολογικός πατέρας και η γυναίκα ως η τυπική βιολογική μητέρα. Με την επιβολή, όμως, της κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και την καταστροφή του κοινωνικού κράτους, καταλάβαμε ότι ο πιο πάνω τρόπος παραγωγής, δεν αποτελούσε στοιχείο της λογικής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων, πράγμα που σημαίνει των αιτημάτων του λαού. Δηλαδή, του επιβλήθηκε απέξω. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, έχει μόνο μια αποκλειστική λογική, αυτήν της κτήσης, που καταστρέφει, αυτοκαταστρεφόμενος. Δεν δημιουργεί ποτέ. Θα μπορούσαμε να γράψουμε, ότι στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους συνέβαλε και μέρος της άρχουσας τάξης, μέσω των κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών, με το σκοπό να διασώσει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, η επανάκαμψη, όμως, του οικονομικού φιλελευθερισμού ως νεοφιλελευθερισμού, μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι φορείς του κεφαλαίου στερούνται το αίσθημα της επιβίωσης. Η λογική τους, δεν ξεπερνά την απληστία. Εάν, μέχρι τις μέρες μας, επιβιώνει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, δεν οφείλεται στον ίδιον. Οφείλεται, στη λήψη ενός συνόλου μέτρων, που λαμβάνονται ενάντια στην κεφαλαιοκρατική λογική και που του επιβάλλουν περιορισμούς.
Πράγματι, η προσέγγιση της πραγματικότητας, μέσω της έννοιας της μετάβασης, δεν ξεπέρασε την επιφάνεια. Οι διαμορφωτές της, δεν είδαν ότι η «ανάπτυξη των μέσων παραγωγής», δεν ήταν παρά μια ανάπτυξη των μέσων καταστροφής του δημιουργού της ανθρώπινης ζωής, της οικογένειας, και του οικολογικού περιβάλλοντος. Και επειδή, δεν κατάλαβαν την καταστροφική λειτουργία των κεφαλαιοκρατικών μέσων παραγωγής, έγραψαν για μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, χωρίς να προτείνουν έναν τρόπο βιολογικής παραγωγής και αναπαραγωγής της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δηλαδή, όπως έγραψαν για τη μετάβαση από το φεουδαρχικό στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, έτσι έγραψαν και για τη μετάβαση από τον κεφαλαιοκρατικό στο συνεταιριστικό τρόπο παραγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι ο λόγος τους ήταν χωρίς περιεχόμενο, αφού δεν αναφέρθηκαν στον τρόπο βιολογικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Εκτός, βέβαια, και αν φυσικοποίησαν ότι οι γυναίκες, έστω και με γογγυσμούς, πάντα θα τεκνοποιούν. Όμως, φυσικοποίηση σημαίνει τύφλωση και τύφλωση σημαίνει καταστροφή.
Η πρώτη και μεγαλύτερη καταστροφή, που έγινε, κατά την κεφαλαιοκρατική περίοδο, είναι αυτή της αγροτικής οικογένειας, του οικογενειακού τρόπου δημιουργίας. Ο τρόπος αυτός παραγωγής, ο οποίος προϋπάρχει του καπιταλισμού, αφού εντοπίζεται σε όλους τους προηγούμενους ανθρωπο-κοινωνικούς σχηματισμούς, είναι μια ανθρώπινη δημιουργία, που δημιουργεί τόσο την ανθρώπινη ζωή, μέσα από την τεκνοποίηση, όσο και τη φύση, με την καλλιέργεια του εδάφους και την δενδροφύτευση. Δημιουργεί, επίσης, κοινωνία, δηλαδή αλληλέγγυες οργανωτικές μορφές. Η καταστροφή της, από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, σήμανε και την καταστροφή της δυνατότητας δημιουργίας.
Η πρώτη εξάλειψη της αγροτικής οικογένειας, έλαβε χώρα, κατά τρόπο σχετικά βίαιο, στην Αγγλία, μέσω των γνωστών περιφράξεων (Moore, 1984, σ.40-61). Στους άλλους ευρωπαϊκούς ανθρωπο-κοινωνικούς σχηματισμούς, έγινε σχετικά πιο ήπια και σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο και καθορίστηκε από τις ανάγκες της βιομηχανίας από εργατικά χέρια. Στις μέρες μας, με εξαίρεση τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και τη Γαλλία, οι οποίες διατηρούν μέρος, ακόμη, των αγροτικών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων (στην Ελλάδα, το 13% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού είναι αγρότες και στη Γαλλία είναι το 9%) οι άλλες τείνουν να τις εξαλείψουν. Στις τριτοκοσμικές χώρες, κρατούν ακόμα το μεγαλύτερο οικονομικό χώρο, έχουν ενταχθεί, όμως, στην προοπτική της εξάλειψης. Στο βαθμό που επεκτείνεται ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, συρρικνώνεται και ο χώρος των αγροτικών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία δεν είναι παρά μια στρατηγική επέκτασης των ιμπεριαλιστικών κρατών, φαίνεται να αποτελεί ένα από τα τελειωτικά κτυπήματα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στον οικογενειακό των χωρών του περιφερειακού καπιταλισμού. Η κατάργηση των τελωνειακών δασμών, που διεκδικούν οι πιο ισχυρές οικονομίες, μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, έχει ως σκοπό την ενεργοποίηση του μηχανισμού της συσσώρευσης του κεφαλαίου, στο παγκόσμιο πεδίο, που καταστρέφει όχι μόνο τις βιομηχανίες, αλλά και τις αγροτικές οικογένειες, που παράγουν με υψηλό κόστος. Εξάλλου, παρατηρούμε χώρες όπως οι Η.Π.Α., να υποχρεώνουν τριτοκοσμικές χώρες να ανοίξουν τα σύνορά τους για τα βιομηχανικά τους προϊόντα, αλλά οι ίδιες αρνούνται να ανοίξουν τα δικά τους για τα αγροτικά προϊόντα αυτών των χωρών. Η Ελλάδα, το 1981 απασχολούσε το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, στην αγροτική οικονομία, και κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των αναγκών της από την αγροτική της παραγωγή. Σήμερα, απασχολεί το 13% και τις καλύπτει με ποσοστό 80% από εισαγωγές. Το άνοιγμα των συνόρων στα ευρωπαϊκά προϊόντα, που παράγονται με χαμηλότερο κόστος, υπήρξε μια πλήρης καταστροφή.
Στις μέρες μας (Φεβρουάριος 2016), με την επιβολή της φορολόγησης των Ελλήνων αγροτών, από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιχειρείται το τελειωτικό κτύπημα στον οικογενειακό τρόπο παραγωγής. Βέβαια, οι αγρότες αντιστέκονται αρνούμενοι τη φορολόγηση. Αυτή, όμως, η αντίσταση, δεν είναι αρκετή. Για να επιτευχθεί ένα δημιουργικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να αντιστραφεί η δυναμική σχέση μεταξύ του κεφαλαιοκρατικού και του οικογενειακού τρόπου παραγωγής. Πράγματι, εάν η μετάβαση στον καπιταλισμό, η οποία φαίνεται να πλησιάζει στο τέλος της, δεν ήταν παρά η καταστροφή του οικογενειακού τρόπου παραγωγής, τότε η μετάβαση στο σοσιαλισμό, στις χώρες του κέντρου, έχει ως πρώτη προϋπόθεση, από τη μια, την επανασύσταση του δεύτερου και της κοινότητας του χωριού και, από την άλλη, την παράλληλη συρρίκνωση του πρώτου και της μεγαλούπολης. Χωρίς την επανασύσταση, αλλά και την επέκταση του θεσμού που παράγει ζωή, φύση και κοινωνία, δεν μπορούμε να μιλάμε για μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Η επανασύσταση του οικογενειακού τρόπου παραγωγής, δεν αποτελεί μια απλή πράξη λογικής ή ρουτίνας, ούτε ένα απλό τεχνικό πρόβλημα. Αποτελεί ένα σύστημα πράξεων κοσμογονικής εμβέλειας και γι’ αυτό, για να το επαναλάβουμε, δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα μύθο αναγέννησης. Χωρίς ένα τέτοιο μύθο, δεν είναι δυνατόν να ξεπερασθούν ένα σύνολο δυσκολιών ή, εκείνο που είναι το ίδιο, παραπλανητικών μύθων και αναπαραστάσεων και να γίνει ιδεολογική μεταστροφή των ανθρώπων του λαού προς την επανασύσταση του οικογενειακού τρόπου παραγωγής και την επιστροφή στη φύση. Η μία δυσκολία, έχει σχέση με την αναπαράσταση της πατριαρχικής οικογένειας και της κοινότητας του χωριού, που καταπιέζουν τις γυναίκες. Μια άλλη, αναφέρεται στη θεώρηση, σύμφωνα με την οποία το ελεύθερο σεξ, η ανάπτυξη των τεχνικών του και η ομοφυλοφιλία, αποτελούν πράξεις «προοδευτικές» και θέτουν σε αμφισβήτηση τη φαλλοκρατική κοινωνία. Μια τρίτη δυσκολία συγκροτείται από το μύθο του προοδευτικού καπιταλισμού, από τον οποίο ο μαρξισμός δεν είναι ξένος: ότι αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις, που επιλύει το πρόβλημα της φτώχειας. Και μια τελευταία, συνίσταται στην αναπαράσταση, από την οποία πάλι ο μαρξισμός δεν είναι ξένος, ότι οι αγρότες είναι συντηρητικοί και θρησκόληπτοι σκοταδιστές.
Σε κάθε περίπτωση, οι μύθοι και οι αναπαραστάσεις, είτε κατασκευάζονται από μειονότητες (καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες) είτε από πλειονότητες, διαδίδονται ως προοδευτικές. Ο μύθος της προοδευτικότητας της ανάπτυξης των μέσων παραγωγής ή, πράγμα ταυτόσημο, της προοδευτικότητας των κεφαλαιοκρατικών τεχνικών, είναι μια πλειονοτική αναπαράσταση, και έχει ως σκοπό τη νομιμοποίηση των πρακτικών της κεφαλαιοκρατικής τάξης, οι οποίες όμως οδηγούν τη ζωή στον πλανήτη-γη σε καταστροφή. Όντας καταστροφικές τεχνικές, θα πρέπει να καταγγελθούν και να προταθούν, αλλά και να αναπτυχθούν άλλες, οι οποίες να είναι δημιουργικές. Ως παράδειγμα των τελευταίων, αναφέρουμε τους επεξεργαστές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η συντηρητικότητα και ο σκοταδισμός, δεν είναι μια αναπαράσταση, που οικοδομήθηκε από τους αγρότες για τους εαυτούς τους. Είναι ένας αρνητικός χαρακτηρισμός, ο οποίος τους αποδόθηκε, μάλλον, από τους δήθεν προοδευτικούς και τον ίδιο τον Μαρξ, και είχε ως καταστροφική συνέπεια να αφεθούν, χωρίς κανένα πολιτικό στήριγμα, στο έλεος της προλεταριοποίησής τους, με περισσότερα ή λιγότερο βίαια μέσα, από την άρχουσα τάξη, δυτικοευρωπαϊκή και σοβιετική. Στην πραγματικότητα, αυτοί «οι προοδευτικοί», δεν είχαν καταλάβει ούτε το μεγαλείο, ούτε τις δυνατότητες των αγροτών. Αγνοούσαν, ότι οι τελευταίοι ήταν οι δημιουργοί της άμεσης δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα και οι οπλίτες που υπερασπιζόντουσαν την πατρίδα τόσο στην τελευταία, όσο και κατά τους μοντέρνους καιρούς. Δεν κατάλαβαν, επίσης, ότι ήταν οι δημιουργοί των αγροτικών συνεταιρισμών, οι οποίοι δυνητικά θα οδηγούσαν, μαζί με τους εργατικούς συνεταιρισμούς, την κοινωνία προς το σοσιαλισμό. Κατά τους μοντέρνους καιρούς, δεν αποδείχτηκε ότι οι εργάτες ήταν πιο προοδευτικοί από τους αγρότες. Εκτός, βεβαία, και αν θεωρήσουμε ότι οι μαρξιστικές και οι σοσιαλιστικές ηγεσίες ήταν προοδευτικές, οπότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αγρότες ήταν συντηρητικοί και σκοταδιστές.
Οι αναπαραστάσεις της καταπίεσης των γυναικών, της ελευθερίας του σεξ και της νομιμοποίησης της ομοφυλοφιλίας, κατασκευάστηκαν από ενεργές μειονότητες γυναικών και ομοφυλοφίλων και διαδίδονται ως μειονοτικές, δηλαδή ως προοδευτικές και αντικομφορμιστικές. Στην πραγματικότητα, αυτές οι ενεργές μειονότητες είναι διεφθαρμένες, διότι περιορίζουν τη δράση τους στην «απελευθέρωσή τους από τα οικογενειακά δεσμά» και στο ελεύθερο σεξ. Οι πρακτικές αυτές, δεν κάνουν παρά να συμβάλλουν στη σήψη των κοινωνιών, που δημιουργούν οι κεφαλαιοκρατικές τάξεις. Αυτές, θα ήταν μειονοτικές, εάν ταυτόχρονα διαμόρφωναν και μια πρόταση δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής.
Οι φορείς του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, από τη στιγμή της έναρξης της διαδικασίας ανάδυσής του, άρχισαν να κτυπούν την αγροτική οικογένεια (κίνημα περιφράξεων), «κάτω από τη σημαία της προόδου και του ορθού λόγου» (Moore, 1984, σ.90). Το φεμινιστικό κίνημα από τη στιγμή της εμφάνισής του, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτοχαρακτηριζόμενο ως προοδευτικό, διεκδίκησε την «απελευθέρωση τον γυναικών από τα οικογενειακά δεσμά» και την «ελεύθερη διάθεση του σώματός τους». Αν και τα δύο κινήματα, το κεφαλαιοκρατικό και το φεμινιστικό, φαίνονται, με μια πρώτη ματιά, να χαράζουν αντιτιθέμενους δρόμους, εντούτοις οι κοινές τους πρακτικές, αυτές της εξάρθρωσης της οικογένειας, μας δείχνουν ότι ακολουθούν μια κοινή πορεία. Πιο συγκεκριμένα, στην πραγματικότητα, το φεμινιστικό κίνημα μπήκε στην προοπτική του κεφαλαιοκρατικού κινήματος, πράγμα που σημαίνει ότι, παρά τη σχετική τους αυτονομία, συγκροτούν ένα ενιαίο κεφαλαιοκρατικό κίνημα. Και για να ενδυναμώσουμε την πρότασή μας, αναφέρουμε ότι φαίνεται να μην είναι τυχαίο γεγονός το ότι δέκα χρόνια, περίπου, μετά την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος, εισέβαλε, κατά τρόπο αποφασιστικό, το κίνημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, υπό τη σημαία της προόδου.
[1] Άρθρα του Κυριάκου Μελέτη έχουμε δημοσιεύσει και άλλες φορές. Το τελευταίο του «Η ανάπτυξη» (15 Μαρτίου) ήταν και αυτό απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο του.
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr