Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Η ευρωπαϊκή ελίτ ανέλαβε να κατασκευάσει μια ελίτ των ιθαγενών... Ενας διανοούμενος της αριστεράς (χωρίς εισαγωγικά) αποδομεί την κενότητα Μπαλτά!

Μετά την επιδρομή Φαμπρ. Από την κριτική στις προτάσεις...
 
Του Γιάγκου Ανδρεάδη

Αφετηρία του κειμένου που ακολουθεί είναι το εξαιρετικό άρθρο του περιοδικού Mouvement, που σχολιάζει την υπόθεση Φάμπρ – Μπαλτά και δίκαια μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε σε περισσότερα Μέσα, διαφορετικού μάλιστα είδους και προσανατολισμού, όπως το Lifo (16/4ου) και το Άρδην (13/4ου). Το άρθρο ξεχωρίζει για την παρρησία και τη γνώση που τόσο συχνά λείπουν από πολιτικές και αισθητικές αναλύσεις στον ελληνικό αλλά και στον ξένο Τύπο και επίσης για την σωστή σύλληψη της συγκυρίας και την ικανότητά να μιλά καθαρά και τσεκουράτα. Ταυτοχρόνως, έχει αξιοζήλευτη συνείδηση της ελληνικής πολιτισμικής και πολιτικής διαχρονίας, αλλά και εντυπωσιακή γνώση του πιο πρόσφατου παρελθόντος του πολιτισμού μας. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν στην συγγραφέα να εντοπίσει τα εντελώς αντίθετα στοιχεία που σφράγισαν τις δηλώσεις και την συμπεριφορά του Βέλγου καλλιτέχνη και μάνατζερ: Την επιδερμική σύλληψη του πολιτισμού παρελθόντος των Ελλήνων και την αλαζονική υποτίμηση του παρόντος τους από τον κύριο Φαμπρ με μια στάση η οποία, αν και φάνηκε να διεκδικεί την τόσο προσφιλή στο εμπορευματική τέχνη πρωτοτυπία, εγγράφεται όμως με πολύ κοινότυπο τρόπο σε μια μακρά σειρά παρόμοιων απόψεων και συμπεριφορών που παρατηρούνται από τις απαρχές της αποικιοκρατίας. Πρόκειται για ένα τρόπο αντίληψης και έκφρασης που χαρακτηρίζει εκείνους τους ευρωπαίους διανοουμένους που αν και ανήκουν σε πρώην αποικιοκρατικές και νυν νέο-αποικιοκρατικές χώρες, όπως κατ’ εξοχήν είναι το είναι και το Βέλγιο, που ματοκύλισε για πάνω από έναν αιώνα το Κογκό, δεν αξιώθηκαν να διαβάσουν κριτικά το συλλογικό παρελθόν τους, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνουν τις ίδιες στην ουσία ιμπεριαλιστικές ρητορικές και συμπεριφορές κάτω από ένα προκλητικό και δήθεν προοδευτικό, αλλά στην ουσία ρατσιστικό προσωπείο. Όπως είναι αναμενόμενο για κάποιον που βλέπει μια οποιαδήποτε χώρα από τα έξω, το άρθρο, που ευστοχεί σε τόσο εντυπωσιακό βαθμό, δεν μπορεί παρά να πέφτει κάπου σε σχηματοποιήσεις αγνοώντας σημαντικές φάσεις και πτυχές της ελληνικής πνευματικής και πολιτικής ζωής. Πτυχές που, με δεδομένη την απόδοση τιμής για την προσφορά, θα επισημανθούν πιο κάτω στην προσπάθεια να βρούμε δρόμο για να αντιδράσουμε στα ηλεκτροσόκ στα οποία συνεχώς υποβάλλεται η κοινωνία μας και να ανασυντάξουμε την μνήμη μας αναζητώντας δρόμους αντίστασης. 
Το άρθρο του Mouvement δηλάνει σαφώς ότι όσα πρόσφατα συνέβησαν σχετικά με το Ελληνικό και παρ’ ολίγον «Διεθνές» Φεστιβάλ δεν έχουν αμιγώς πολιτιστική διάσταση: Αν παραγνωριστεί η πολιτική παράμετρος κάθε προσέγγιση θα είναι ακρωτηριασμένη. Από την άποψη αυτή το «πρόγραμμα Φαμπρ» για το Φεστιβάλ ύπήρξε μια ακραία προέκταση των μνημονιακών, οικονομικών, επικοινωνιακών και άλλων, πολιτικών στο πολιτιστικό πεδίο. Η διεθνοποίηση, τουτέστιν η απροσχημάτιστη βελγοποίηση του ελληνικού φεστιβάλ, με την συναφή ισοπέδωση κάθε ιθαγενούς μνήμης, ταυτότητας και δημιουργίας, υλοποιεί στο πολιτισμικό πεδίο το νεοφιλελεύθερο «Δόγμα του σοκ» και προεκτείνει τις μνημονιακές πολιτικές που επιμένουν να λιώσουν κάθε κοινωνικό ιστό, να ισοπεδώσουν κάθε κώδικα και δομή και να λεηλατήσουν κάθε πηγή πλούτου της χώρας. Ο κύριος Φαμπρ, πρότυπο του εκ του ασφαλούς υπερπροκλητικού καλλιτέχνη, κατέπλευσε ως εισαγωγέας καλλιτεχνικού εκσυγχρονισμού σε μια αιμάσσουσα χώρα, την Ελλάδα, με τις χιλιάδες αυτοκτονίες την ανεργία, την υπερχρέωση και τον προγραμματικά οργανωμένο εναντίον της από σειρά διεθνών Μέσων εξευτελισμό και κατασυκοφάντηση. Και απέδειξε ότι ό υποτίθεται μετα- πολιτικός λόγος και η αντίστοιχη πράξη, δεν δικαιολογούνται από καμία άγνοια των δραματικών συνθηκών της χώρας μας και δεν είναι απολιτικός. Είναι συνειδητά κυνικός και απάνθρωπος. Κορωνίδα στο όραμα του Γιαν Φαμπρ ήταν η δημιουργία μερικών δεκάδων ελλήνων πολιτισμικών διαχειριστών που σε τέσσερα χρόνια θα μπορούσαν να σκέφτονται και να δρουν… σχεδόν σαν Βέλγοι ή μάλλον σαν εθελοντές υπηρέτες των Βέλγων. Κάτι που ήταν πάντα, τηρουμένων των αναλογιών, το πρόγραμμα των αποικιοκρατών όπου γης. Θα θυμίσω εδώ τα όσα καταγγέλλει ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στον πρόλογό του των Κολασμένων της γης του Φραντς Φανόν:
«Η ευρωπαϊκή ελίτ ανέλαβε να κατασκευάσει μια ελίτ των ιθαγενών. Επέλεγαν εφήβους, τους σφράγιζαν στο μέτωπο με πυρωμένο σίδερο, τις αρχές της Δυτικής κουλτούρας, τους έχωνα στο στόμα ηχηρά κουρέλια, μεγάλες γλοιώδεις κουβέντες που κολλούσαν στα δόντια. Μετά από μια σύντομη θητεία στην μητρόπολη, τους ξανάστελναν στον τόπο τους, μεταμφιεσμένους. Αυτά τα ζωντανά ψέματα δεν είχαν τίποτε να πουν στους αδελφούς τους. Επιδίδονταν στην διανόηση. Από το Παρίσι στο Λονδίνο, από το Άμστερνταμ εξαπολύαμε τις λέξεις «Παρθενώνας», «αδελφοσύνη» και κάπου στην Αφρική , στην Ασία, τα χείλη πρόφεραν: «…θενώνας», «…φοσύνη». Ήταν η χρυσή εποχή. Έχει τελειώσει».
Στα λόγια αυτά του Σαρτρ θα επανέλθω. Τολμώντας ωστόσο να διαφωνήσω εξ αρχής σε ένα πολύ βασικό σημείο. Το τραύλισμα δεν είναι μόνον ίδιον των ιθαγενών. Είναι επίσης το τραύλισμα μιας Δυτικής κουλτούρας που έκανε τον Παρθενώνα και την αδελφοσύνη, τα μεγάλα μηνύματα της ελληνικής αρχαιότητας και του Διαφωτισμού προσχήματα υπέροχής και δικαιολογίες καταπίεσης απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι που η Δύση έφτασε να θερίσει ως πληρωμή της τύφλωσης και της αδικίας της, τις θύελλες των αποικιοκρατικών αγώνων του 20ου αιώνα και την φρίκη της σύγχρονής μας παγκοσμιοποιημένης τρομοκρατίας που πρόσφατα έπληξε και μια από τις πιο στυγνές στο παρελθόν αποιικιοκτατικές δυνάμεις, την το Βέλγιο». 
Για την ώρα μένει να υπογραμμίσουμε ότι το αντίστοιχο πρόσφατο πείραμα απέτυχε στα πρώτα του βήματα. Ίσως γιατί οι μεταμοντέρνοι συνεχιστές της αποικιοκρατίας, στο Βέλγιο και αλλού, ξέμαθαν την τέχνη του εκμαυλισμού που βασιζόταν σε μια σοβαρή γνώση -βασισμένη στο έργο ιεραπαοστόλων, στρατιωτικών, εμπόρων και επιστημόνων- των κοινωνιών που έπρεπε να υποταχθούν, Ή ακόμη διότι οι έλληνες καλλιτέχνες που έπρεπε να απαρτίσουν το καλλιτεχνικό κοπάδι του κυρίου Φαμπρ, αντί να υπακούσουν πειθήνιοι στα όσα είχε εξαγγείλει, του έδειξαν χωρίς πολλές φιλοφρονήσεις την πόρτα . 
Ωστόσο, πρέπει, πιστεύω να αναγνωρίσουμε στον κύριο Φαμπρ και αυτούς που τον έφεραν στην Ελλάδα τουλάχιστον το ότι, παρά την κοινοτυπία που χαρακτήρισε τα λόγια και τις κινήσεις τους, εκπλήρωσαν την υπόσχεσή τους να καινοτομήσουν από τουλάχιστον μια πλευρά. Το εγχείρημά τους αποτελεί όντως μια πανευρωπαϊκή και ταυτοχρόνως μια ελληνική απόλυτη πρωτοτυπία. Ποτέ μέχρι σήμερα σε κανένα κράτος της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είχε ανακοινωθεί ότι θα γίνει μια μαζική υποκατάσταση της θεατρικής του κουλτούρας από μιαν άλλη. Με την έννοια αυτή δεν επιστρέφουμε απλώς από τα μονοπάτια του θεάτρου στην αγαπημένη στους νεοφιλελεύθερους ιδέα της διαγραφής της ταυτότητας, της ιδεολογίας, της κουλτούρας και των συμφερόντων ενός λαού κατά τις διαθέσεις των επικυριάρχων του: την βελτιώνουμε και την υπερβαίνουμε. Αλλά και αν επικεντρωθούμε στο ελληνικό και μόνο επίπεδο, το πείραμα Μπαλτά - Φάμπρ διεκδικεί τη απόλυτη πρωτοτυπία. Πράγματι, ποτέ , ούτε στην Γερμανική Κατοχή, ο κατακτητής δεν τόλμησε να επιμείνει να επιβάλει στους κεντρικούς ελληνικούς θεσμούς ένα δικό του ρεπερτόριο. Μια σχετική ιστορία που αντιγράφω από ένα κέιμενο για τον Κωστή Μπαστιά στο διαδίκτυο μπορεί να μας διαφωτίσει περί της διαφοράς ανάμεσα στο τότε και στο τώρα: 
…«Ο θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος διηγείται πώς ο Γερμανός φρούραρχος κάλεσε όλους τους διευθυντές θεάτρων στην Kommandantur, στο γερμανικό αρχηγείο, για να τους επιπλήξει επειδή δεν περιελάμβαναν αρκετά γερμανικά έργα στο ρεπερτόριό τους. Εκεί, εκτός του Σακελλάριου ήταν ο Μπαστιάς, ο σύζυγος της Κοτοπούλη, Γιώργος Χέλμης, ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Θόδωρος Κρίτας κ.ά. Ο Γερμανός ξεκίνησε με τον Μπαστιά ρωτώντας τον αν έχει αντίρρηση να ανεβάσει γερμανικά έργα, και, όταν ο Μπαστιάς απάντησε ότι δεν έχει, τον ρώτησε αν είχε υπόψη του κανένα. Ο Μπαστιάς είπε τότε: "Βεβαίως, τους Ληστές του Σίλλερ!", ένα έργο για την αντίσταση στο ζυγό και τον μέχρι θάνατο αγώνα κατά της τυραννικής εξουσίας. Ο Γερμανός πήδηξε τρία μέτρα: "Τι είναι αυτά που λέτε; Αυτό το έργο είναι απαγορευμένο". Ο Μπαστιάς απάντησε: "Γιατί, Μήπως δεν είναι Γερμανός ο Σίλλερ; Ή δεν κατάλαβα καλά;". Και ο Σακελλάριος συνεχίζει: "Αυτή η λεβεντιά του Μπαστιά έδωσε και σε μας τους άλλους το κουράγιο να αντιδράσουμε".
Η αναφορά σε μια ιστορία της Κατοχής, όταν η μη συμμόρφωση στις βουλήσεις του κατακτητή μπορούσε να σημαίνει και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο αν όχι και τον θάνατο, μας δείχνει όλη την εντυπωσιακή πρωτοτυπία του πειράματος λοβοτομής του θεάτρου και της κουλτούρας μας και της υποκατάστασής του από το κατά Φαμπρ βελγικό Είναι ωστόσο άδικο να αποδίδουμε όλη την δόξα για την πρωτοτυπία αυτή στον κύριο Φαμπρ. Το περιοδικό σωστά επισημαίνει ότι η ευθύνη του Υπουργού που τον διόρισε και τον παρουσίασε με υπερθετικά σε μια συνέντευξη Τύπου η οποία -παρά το ότι η προχειρότητα και η έπαρση κυριαρχούσαν καταλαμβάνοντας το κενό οράματος και προγράμματος- δεν έπαυε να έχει μια ιδιαίτερη σημασία: Να εξαγγέλλει δηλαδή την πολιτιστική πτυχή του «ελληνικού πειράματος» του νεοφιλελευθερισμού και συγκεκριμένα μια δοκιμή για το πόσες ακρότητες μπορούσαν να ακούσουν και να παθητικά και αδιαμαρτύρητα οι Έλληνες δημοσιογράφοι και κατά προέκταση να υποστούν οι έλληνες καλιτέχνες. Το γεγονός ότι η συνάντηση- διαμαρτυρία στην Σφενδόνη και ο χαρακτηρισμός persona nongrata οδήγησε σε άτακτη φυγή του κυρίου Φαμπρ, ο κατεπείγων διορισμός νέου διευθυντή του Φεστιβάλ για μια τριετία καθώς και η παραίτηση του εκπροσώπου της φαιάς εξουσίας στο ΥΠΠΟΑ, του κυρίου Δούρου δεν εκτόνωσαν παρά εν μέρει την κατάσταση, οφείλεται στο ότι τα πειραματόζωα δεν αντέδρασαν κατά τις προβλέψεις. Υπολογίσιμο μέρος όσων εξ αρχής αντέδρασαν, συνεχίζουν να επιμένουν ότι βασικός υπόλογος είναι ο υπουργός που τον επέλεξε και δοκίμασε να τον επιβάλει με τον τρόπο που το έκανε.
Αν ωστόσο κάνουμε ένα βήμα πέρα από τα γραφόμενα στο γαλλικό περιοδικό θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η υπόθεση Φαμπρ και το πρόσωπο του κυρίου Μπαλτά δεν είναι παρά μέρος ενός πολύ ευρύτερου ελληνικού και διεθνούς φαινομένου. Τα πράγματα δείχνουν ότι ο τωρινός Υπουργός Πολιτισμού έχει μακρινή σχέση με τον πολιτισμό – ως ιστορία και ως σημερινή πραγματικότητα- στην Ελλάδα και αλλού. Γεγονός είναι επίσης ότι αναπληρώνει αυτή την έλλειψη με δύο βασικά τρόπους. Με την κατάληψη πρώτον ολόκληρης σειράς πολιτιστικών θέσεων (Εθνικό θέατρο, Κέντρο κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Κέντρο φωτογραφίας, Ελληνικό Φεστιβάλ κλπ.) από ένα δίκτυο προσώπων κομματικής είτε προσωπικής του εμπιστοσύνης σε ένα βαθμό πρωτοφανή από την εποχή τουλάχιστον της Μεταπολίτευσης, η οποία στο ξεκίνημά της είχε σφραγιστεί από το εντυπωσιακό υπερκομματικό πολιτιστικό/ πολιτικό άνοιγμα. Και, δεύτερον με την υποταγή στα νεύματα των μεγάλων και συχνά ανερμάτιστων ιδιωτικών φορέων που όλο και περισσότερο παίρνουν στα χέρια τους τα ηνία του πολιτισμού, έτσι που να συνυπάρχουν «αρμονικά» μια όλο και πιο κομματική συμπεριφορά στον δημόσιο τομέα με την εθελούσια υποταγή στις πολιτιστικές βουλήσεις αυτού που καλούμε «καλό κόσμο». Από την άποψη αυτή είναι πολύ εύγλωττος ο ρόλος που έοαιξε η κυρία Κατερίνα Κοσκινά, διευθύντρια του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης παρά της αμφισβήτησή από πολιτιστικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και επί χρόνια υπεύθυνο των πολιτιστικών προγραμμάτων της Άλφα Μπανκ. Συγκλίνουσες πληροφορίες υποδεικνύουν ότι κα Κοσκινά ήταν αυτή που πραγματοποίησε τις επαφές που έφεραν τον κύριο Φαμπρ στην Ελλάδα, ενώ έγινε δημόσια γνωστό ότι του παραχώρησε και το Μουσείο για έκθεσή του. Η πιο εντυπωσιακή λεπτομέρεια είναι ωστόσο ότι σε αυτήν και όχι στον Υπουργό παραδόθηκε η επιστολή παραίτησης του Βέλγου καλλιτέχνη. Πραγμα που ίσως σημαίνει ότι ο βέλγος καλλιτέχνης απευθύνθηκε για το θέμα αυτό εκεί όπου έκρινε ότι εδράζεται όχι το εξωτερικό κέλυφος αλλά η ουσία της εξουσίας. 
Πώς τοποθετείται γενικότερα το βασικό κόμμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας στα πολιτιστικά θέματα και ευρύτερα σε αυτά του πολιτισμού; Η ιδιαίτερη θέση του ιδεολογικού γκουρού που κατέχει ο κύριος Μπαλτάς σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ειδικά με τον πρωθυπουργό μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το γενικότερο πλαίσιο ιδεών και πρακτικών στο οποίο εξελίχθηκε η υπόθεση Φάμπρ. Και αυτό διότι ο κ. Μπαλτάς ανήκει σε ένα ρεύμα διανοουμένων που αν και σταθερά μειοψηφικό σε σχέση με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα παρόν στις θέσεις κλειδιά της πολιτικής και της πολιτιστικής κοινωνίας της χώρας και συνιστά προέκταση ενός φαινομένου που απλώνεται πολύ πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Στην γενικότερη μορφή του πρόκειται για την μετάλλαξη του παραδοσιακού αριστερού διεθνισμού σε μια ιδιότυπη συμμόρφωση με τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Κοινό γνώρισμα και των δύο, η πίστη στην κατάργηση των συνόρων και η διάλυση των κωδίκων σκέψης και συμπεριφοράς των επί μέρους κοινωνιών. Με την διαφορά εννοείται ότι στην νέα μορφή της η κατάργηση των συνόρων επιφυλάσσεται μόνον για τα σύνορα όχι των ισχυρών, των ΗΠΑ ή της Γερμανίας και γενικά της βόρειας Ευρώπης, που αντιθέτως ενισχύονται και πρόσφατα κλείνουν σε σημαντικό βαθμό, αλλά των μικρών και ασθενών κρατών και υποψήφιων προτεκτοράτων. Και επίσης με την διαφορά ότι η κατάργηση των επί μέρους κωδίκων στην ουσία δεν στοχεύει πια σε κάποιο οικουμενικό όραμα πανανθρώπινης ισοκρατίας, αλλά στην υποταγή στα μοντέλα της παγκοσμιοποίησης και του καταναλωτισμού -όπου όλοι είναι ίσοι υπό τον όρο να υπακούουν σε αυτούς που είναι πιο ίσοι από τους άλλους- καλλωπισμένα με κάποιες πινελιές μεταμοντέρνας ασάφειας και πολυπολιτισμικής θολότητας. Αν σκεφτούμε αυτή την γενική τάση, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα με ποιο πνεύμα- και με ποιο τουπέ- η κατάργηση στην ουσία κάθε ελληνικής θεατρικής μνήμης και κώδικα που αποτελούσε τον πυρήνα του σχεδίου Φαμπρ Μπαλτά, οδηγούσε ρητά στην πνευματική υποταγή του ασθενούς στον – όντως ή υποτίθεται- ισχυρότερο, δηλαδή στην βελγοποίηση της πολιτιστικής ζωής μας μόλις και μετά βίας κρυμμένη κάτω από την λεοντή του «πολυπολιτισμικού ανοίγματος». 
Στην περίπτωση της Ελλάδας -και όχι μόνον- η γενική αυτή συνθήκη παίρνει και μια πιο ειδική σημασία που ενισχύεται σήμερα από την συγκυρία της κρίσης και των μνημονίων. Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε εδώ, έστω και περιληπτικά στην δυτικοευρωπαϊκή πολιτισμική επίδραση στη χώρα μας. Στοιχεία της είναι παρόντα και ζυμώνονται με την ιθαγενή κουλτούρα αιώνες πριν την Επανάσταση του 21, για την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μας βεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία ότι σήμανε την γένεση ενός ανυπάρκτου πριν ελληνικού έθνους. Σε κάθε περίπτωση, όπως τηρουμένων των αναλογιών και στις κοινωνίες της Αιγύπτου, της Μέσης Ανατολής και της Ινδίας η δυτική αυτή επιρροή υπήρξε άλλοτε υποδουλωτική και ευνουχιστική και άλλοτε απελευθερωτική μέσα από μια διαλεκτική της οποίας τα αποτελέσματα κρινόταν από την κάθε φορά και από την οξυδέρκεια των εκάστοτε αποικιοκρατών αλλά πολύ περισσότερο από ικανότητα αυτών που δεχόταν την επίδραση να την μετουσιώσουν δημιουργικά ενισχύοντας και όχι καταστρέφοντας και διαλύοντας τον δικό τους πολιτισμό. Αυτά για παράδειγμα υπήρξαν τα διπλά και συχνά αντικρουόμενα αποτελέσματα της υποδοχής του Διαφωτισμού, στην Αίγυπτο, την Ινδία, την Λατινική Αμερική και στην χώρα μας. Και τα όσα συνέβησαν στο πεδίο της ιδεολογίας έχουν το αντίστοιχό τους και στον τομέα της πολιτιστικής δημιουργίας. Η δουλική μίμηση δυτικών καλλιτεχνικών προτύπων γέννησε στην χώρα μας και αλλού ανούσια υβρίδια ή και εκτρώματα. Αντιθέτως, από τον Κορνάρο, τον Σολωμό και τον Χουρμούζη μέχρι τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη, τον Διαμαντόπουλο, τον Ελύτη, τον Θεοδωράκη, τον Κουν, τον Βολανάκη και άλλους, η γόνιμη και κριτική χρήση του δυτικού πνευματικού δανείου και η αναγωγή του σε στοιχείο ενός ισότιμου αμφίδρομου διαλόγου από ανθρώπους που δεν ντρεπόταν για την φύτρα και την γλώσσα τους, αποτέλεσε το γόνιμο στοίχημα των ελλήνων δημιουργών, στοίχημα που έχει και τα πολιτικά του αντίστοιχα. 
Ωστόσο, στο πεδίο της πολιτικής, οι προσπάθειες για δημιουργικές συνθέσεις από την μια αυτονομίας και από την άλλη διαλόγου με τους άλλους, ιδιαίτερα τους πιο ισχυρούς, παρουσίασαν προβλήματα που έχουν ενταθεί δραματικά στις μέρες μας. Για να μην ανατρέξουμε σε παλιότερες εποχές, η χυδαία εκδοχή του εθνοκεντρισμού της Χούντας το 1967 και η τραγική απόληξη του σοβινιστικού της παραληρήματος με την καταστροφή της Κύπρου, συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας αλλεργίας προς την ελληνική μνήμη και ταυτότητα. Με μια έννοια η πνευματική ανάπτυξη της «Χαμένης Άνοιξης», για να θυμηθούμε τον ωραίο τίτλο του Τσίρκα, του πνευματικού και πολιτικού δηλαδή ανοίγματος δεν μπόρεσε, παρά τα αρκετά σημαντικά επιτεύγματα, να συνεχίσει όπως και όσο θα άξιζε μετά την δικτατορία. Αρκετοί διανοούμενοι επέστρεψαν από τις δυτικές χώρες όπου έκαναν τις σπουδές τους ως πλασιέ έτοιμων και ακατάλληλων για την χώρα ιδεολογικών, επιστημονικών και αισθητικών απόψεων. Στον αντίποδα, το ΠΑΣΟΚ, που είχε μερικές σωστές θέσεις σε τομείς όπως οι Διεθνείς σχέσεις, έθισε την ελληνική κοινωνία σε ένα επίπεδο λαϊκισμό που παρίστανε τον πατριωτισμό και σε μία διγλωσσία που καθιέρωσε το δικαίωμα των πολιτικών να πράττουν ατιμωρητί τα αντίθετα όσων διακηρύσσουν, κάτι που μας ταλανίζει ακόμα. Η στροφή προς μια άνευ όρων σύνδεση με όσα εκλαμβάνονταν ως δυτικοευρωπαϊκές αξίες και ιδέες έγινε με τον Κώστα Σημίτη ο οποίος, αξιοποίησε το αδιέξοδο του λαϊκισμού του Ανδρέα Παπανδρέου, εγκαταλείποντας κάθε έννοια πολυδιάστατης εξωτερικής ή άλλης πολιτικής και διατυπώνοντας σε όλα επίπεδα την γραμμή του «αυτόματου πιλότου», δηλαδή της υποταγής στις Δυτικές επιταγές. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να συνθέσει τα δύο υποτίθεται αντίθετα ρεύματα στο κατώτατο δυνατό επίπεδο για να εφαρμόσει εν τέλει με εντυπωσιακή επιμονή αυτά που είχε κατά νουν και όταν η ομάδα που κυριαρχεί σήμερα δεν ήταν παρά μια τάση σε ένα κόμμα του 3%. Όσο πλησίαζε στην εξουσία φλερτάριζε αδίστακτα με την ρητορική του πατριωτικού Πασόκ που θα τον τροφοδοτούσε με ψήφους. Η κατάκτηση της εξουσίας με την συνέργεια των δεξιών Ανεξάρτητων Ελλήνων που αποδείχθηκαν όχι και πολύ ανεξάρτητοι και η αποχώρηση της τάσης Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου μετά την κολοτούμπα που ακολούθησε το δημοψήφισμα του έλυσαν τα χέρια: Η πλεγματική ρητορική περί μόλις χτεσινού ελληνικού έθνους, περί (μη) Ποντιακής γενοκτονίας κλπ., η ανάθεση των βασικών πολιτικών για την παιδεία στον Ηρακλή του πνευματικού νεοφιλελευθερισμού κ. Λιάκο, συμπληρώθηκε από τον ανερμάτιστο και απληροφόρητο μεταμοντερνισμό, όπου όλα είναι όλα και τίποτε, στο πεδίο του πολιτισμού. Το όλον προδίδει ανθρώπους που αδυνατούν να δουν τον κόσμο και τον τόπο τους έξω από το Δυτικό και ειδικά το δυτικοευρωπαϊκό ιδεολογικό, οικονομικό και πολιτικό κέλυφος -στην πιο επίπεδη και την λιγότερο σημαντική εκδοχή του- και την συνεχώς διαψευδόμενη προστασία την οποία το όλο και πιο διάτρητο αυτό κέλυφος εγγυάται. Η υπόθεση Φαμπρ στην ελληνική διάστασή της δεν είναι παρά η προέκταση τέτοιων ιδεών και συμπεριφορών στον τομέα της κουλτούρας.
Προσθέτω ότι όσα ξύπνησαν τις τελευταίες αντιδράσεις των καλλιτεχνών δεν οφείλονται μόνον σε πολιτικές διεργασίες και δεν συνέβησαν εν αιθρία. Η εκπαίδευση και η πολιτιστική δημιουργία, η επικοινωνία, η οικονομία και η τεχνολογία έπαιξαν τον δικό τους ρόλο άλλοτε ακολουθώντας την πολιτική , άλλοτε όμως ανοίγοντας αυτές τον δρόμο για τις εξελίξεις και αυτό συνέβη τόσο για ελληνικούς όσο και για γενικότερους διεθνείς λόγους. Το κιτς και το γκροτέσκο της χουντικής εκπαίδευσης, το διαδέχθηκε σε διάλογο και με αντίστοιχες διεθνείς εξελίξεις, μια εκπαίδευση όπου ο σύνδεσμος του μαθητή με τον δάσκαλο και το μάθημα διαρρηγνύεται όλο και πιο πολύ. Τα κείμενα αναφοράς, μεταξύ των οποίων και τα θεατρικά εγκαταλείπονται όλο και περισσότερο και η αισθητικά εκτρωματική ξύλινη γλώσσα των κομμάτων θα είχε από καιρό διαλύσει τα πάντα αν το λαϊκό αισθητήριο δεν της αντιστεκόταν με ένα αξιοσημείωτο πείσμα. Στα Μέσα, ιδιαίτερα τα ιδιωτικά, η εικόνα και η εντύπωση υποκαθιστούν όλο και πιο πολύ την ουσία και την αλήθεια με το διαδίκτυο να αποτελεί, παρά τις αρνητικές του πλευρές, για την ώρα μια δικλείδα ελευθερίας. Οικονομία και τεχνολογία ωθούν στο να εγκαθιδρυθεί μια κοινωνία όπου να κυριαρχεί αντί της ανθρωπιάς κυνισμός εν ονόματι της ανάγκης και η πολιτιστική δημιουργία πιέζεται να εγκαταλείψει την δημιουργική αμφισβήτηση εν ονόματι μιας ανέξοδης και απολιτικής πρόκλησης. Όλα αυτά επηρεάζονται βεβαίως από την πολιτική αλλά και την επηρεάζουν με δύο αποτελέσματα: Πρώτον οι σημερινοί πολιτικοί, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, παντού στον κόσμο, είναι σε μεγάλο βαθμό τα προϊόντα των κοινωνικών διαδικασιών που μόλις περιγράφηκαν. Όταν βλέπουμε να παρελαύνουν ως εκπρόσωποι του λαού στα κοινοβούλια οι άνκορμεν και οι μοντέλες, είναι διότι στα μυαλά –και στα μυαλά της αριστεράς επίσης- κυριαρχεί η βλακώδης αρχή της «αναγνωρισιμότητας». Θεωρούμε ότι βουλευτής πρέπει να εκλέγεται όχι ο άξιος αλλά όποιος ελέω Τιβι μπορεί να αναγνωρισθεί από τον συνταξιούχο θείο και την σύζυγό του. Και όλα αυτά έχουν μια ακόμη συνέπεια. Η όποια κυβέρνηση, της δεξιάς του Κέντρου ή του ΣΥΡΙΖΑ, πρώτον είναι προέκταση μέρους τουλάχιστον της κοινωνίας και δεύτερον στηρίζεται όχι υποχρεωτικά στην πλειοψηφία της αλλά τουλάχιστον σε ένα επαρκώς ευρύ στρώμα στελεχών και ενεργών συμπαθούντων των οποίων τα συμφέροντα είτε οι φαντασιώσεις να αποτελούν την ανθρώπινη βάση για τις κινήσεις της. Με άλλα λόγια είτε μιλάμε για δικτατορικά καθεστώτα είτε για δημοκρατίες ποτέ το δίπολο κακιά κυβέρνηση/καλός λαός ή κοινωνία δεν αποτελεί ένα απολύτως έγκυρο τρόπο σκέψης. Εφόσον η πολιτική είναι σε μεγάο βαθμό αν όχι αποκλειστικά ζήτημα εξουσίας πρέπει να κρατάμε κατά νου το επιχείρημα του Φρανσουά Φουκώ ότι η εξουσία δεν είναι ποτέ μόνο κάθετη, είναι και οριζόντια. Διακλαδώνεται, όπως και η αντιεξουσιαστική διάθεση, με ευθύ και έμμεσο τρόπο σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής πυραμίδας από την κορυφή – που δεν είναι υποχρεωτικά η κυβέρνηση- ως και την βάση . Και το σχήμα αυτό ειδικά για την Ελλάδα του σήμερα δεν είναι θεωρητικό. Επιτρέπει σε ένα τουλάχιστον βαθμό να διαβάσουμε, τις αμφιθυμίες και τις πολιτικές παλινδρομήσεις ολόκληρων ομάδων και τάσεων μέσα στον ανοργάνωτο κόσμο, τα συνδικάτα, τα κόμματα και πιο ειδικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου οι αντιρρήσεις προς την επίσημη γραμμή και οι συνακόλουθες τύψεις, που αφθονούν στο κόμμα αυτό μετά την περίφημη μνημονιακή κολοτούμπα, μπορεί ενδεχομένως να καταλήγουν από εξουσιαστική διάθεση, πλέγμα ή συμφέρον, σε μια ανανέωση της στήριξης στην ηγεσία που ιδιωτικά ή συγκυριακά κατακεραυνώνουν. Από την δυνατότητα να εκτιμηθεί σωστά αυτή η πολύ διαδεδομένη κομματική κι απολιτική αμφιθυμία πολλών αριστερών θα εξαρτηθούν και οι πολιτικές και εκλογικές εξελίξεις στο προσεχές μέλλον.
Το μέγα ερώτημα για την Ελλάδα σήμερα είναι το αν το 62 % της ψήφου υπέρ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 15 το οποίο -μαζί με μια σειρά άλλων αντιμνημονιακών πρωτοβουλιών και εκδηλώσεων των οποίων αποτελούσε κορύφωση -μοιάζει να ξέφευγε από την ηθική πολιτική και πολιτισμική διάβρωση που ,μόλις περιγράφηκε, μπορεί και υπό ποιους όρους να έχει μια συνέχεια. Το κείμενο αυτό δεν θα δοκιμάσει να δώσει στο ερώτημα αυτό μια συνολική απάντηση που έτσι κι αλλιώς θα κινδύνευε να αποτελεί, τουλάχιστον εν μέρει, ευχολόγιο. Θα περιοριστεί να δει όσο γίνεται την πολιτιστική διάστασή του και το αν οι αντιδράσεις στην υπόθεση Φαμπρ- Μπαλτά μπορούν να συμβάλλουν στο άνοιγμα μιας προοπτικής στον τομέα αυτό.
Το πρώτο ερώτημα είναι να δούμε αν έχουμε μια συνοπτική έστω ιδέα του τι ήταν και τι είναι θεατρικός πολιτισμός που με τόση αλαζονεία αγνόησαν οι Μπαλτάς Φαμπρ. Ότι θα αναπτυχθεί εδώ διαφέρει σημαντικά από όσα σχετικά εκτέθηκαν στο άρθρο του Mouvement το οποίο, προφανώς από έλλειψη πληροφόρησης, ουσιαστικά σταματά στην άνθηση την οποία συνδέει με την διεύθυνση του Ελληνικού Φεστιβάλ από τον Γιώργο Λούκο. Η αποπομπή του Γιώργου Λούκου έγινε με ανοίκειο και παράτυπο τρόπο και αποτελώντας επί πλέον βόμβα που απείλησε με καταστροφή ένα χάρη στον εκδιωχθέντα διεθνώς αναγνωρισμένο θεσμό, το Ελληνικό Φεστιβάλ. Αν επί πλέον απαλλαγεί από τις κακουργηματικές κατηγορίες που ο Υπουργός Πολιτισμού έσπευσε να του προσάψει πριν κάνει κάτι τέτοιο η δικαιοσύνη, το ούτως ή άλλως υπαρκτό σοβαρό σκάνδαλο θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες. Για τον λόγο αυτό όποιος επιχειρεί να κρίνει το έργο του δεν μπορεί παρά να διακατέχεται από μια δίκαιη συγκράτηση και φόβο μήπως η όποια κριτική παρερμηνευθεί ως συμβολή στον απαράδεκτο διασυρμό του. Ξεκαθαρίζω αμέσως ότι ανάπτυξη του Φεστιβάλ επί των ημερών του υπήρξε οπωσδήποτε. Ωστόσο σημειώνω αμέσως ότι: α) η ανάπτυξη αυτή είχε κατά τη γνώμη μου τα πολλά καλά αλλά και τα σοβαρά αρνητικά της στοιχεία. Και: β) Ότι η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η μόνη. Ακούγεται από τους φίλους θαυμαστές του ότι στις μέρες του ήρθαν μεγάλα ονόματα στην Ελλάδα. Είναι απολύτως αληθές. Τα ονόματα ωστόσο αυτά άλλοτε παρουσίαζαν συγκλονιστικά επιτεύγματα, κάποιες όμως φορές εμφανιζόταν ( παράδειγμα η κάκιστη παράσταση του σαιξπηρικού Ονείρου της παγκοσμίου φήμης Schaubuhne) όχι με τα καλύτερα έργα τους. Και επί πλέον όσοι δεν ξιπάζονται από το καλλιτεχνικό τζετ σετ και δεν έχει κοντή μνήμη είναι καλό να θυμόμαστε ότι μεγάλα γεγονότα και ονόματα λάμπρυναν την Ελλάδα πολύ πριν από την περίοδο για την οποία μιλάμε. Χάρη στην Πία Χατζηνίκου η Αθήνα είδε στην δεκαετία στο Ηρώδειο το Ιαπωνικό θέατρο Νο πριν το δει το Παρίσι και επίσης το ινδικό Κατακάλι και στην δεκαετία του 70 το Bread and Puppet, το  Mamas και το Living theatre. Στην δεκαετία του 80 παρήλασαν ο Jean Luis Barrault και σε αυτές του 80 και του 90 επίσης οι κορυφαίοι Ινδοί σκηνοθέτες. Συμπέρασμα πρώτο: Αν όντως ο εκδιωχθείς διευθυντής του Φεστιβάλ αδικήθηκε κατάφωρα με την απαράδεκτη υποβάθμιση του έργου του, όσοι τον υπερασπίζονται δεν θα πρέπει να μιμούνται τους κατηγόρους του υποβαθμίζοντας εξ ίσου απαράδεκτα όσα προηγήθηκαν από αυτόν. 
Δεν θα επιμείνω στο θέμα προβαλλόμενης από τον ίδιο προτίμησής του για τους νέους έναντι των γερόντων ανθρώπων του θεάτρου, που υπήρξε η δικαιολογία για τον αποκλεισμό σημαντικών προσωπικοτήτων από το Φεστιβάλ. Το ότι η νεότητα είναι για καλλιτέχνες, πολιτικούς κλπ. αυτονόητο προσόν και ταυτοχρόνως δικαιολογία για λάθη ή σοβαρές απρέπειες είναι κάτι που αρνούμουν να πιστέψω από την ηλικία των 20 και δεν .έχω αλλάξει γνώμη, ενώ κατά σύμπτωση συμφωνούν μαζί μου οι νέοι που συμβαίνει να με τιμούν ως μαθητές ή συνεργάτες. Υπάρχουν γέροι που αντί να γίνονται σοφότεροι γίνονται εγωπαθείς παλίμπαιδες και νέοι των οποίων ο κυνισμός και ο αριβισμός τους καθιστούν αμετάκλητα γερασμένους από την πιο τρυφερή ηλικία. Και θα προτιμούσα να μιλήσω για πέντε λεπτά με το φάντασμα του Κουν, του Μινωτή, του Κακογιάννη ή του Βολανάκη παρά για ώρες με τέτοιους νέους και γέρους. 
Εδώ όμως εγείρεται ένα μείζον θέμα που έχει να κάνει με το θέατρο, τον πολιτισμό αλλά και την οικονομία μας και που ξεπερνά την κριτική ανάλυση των όσων είπαν και έπραξαν οι κκ. Φαμπρ, Μπαλτάς και Δούρος, αλλά και τα πεπραγμένα του Γιώργου Λούκου. Το μείζον αυτό θέμα έχει να κάνει με τους θεμελιώδεις άξονες που πρέπει να διέπουν την πνευματική και την υλική παραγωγή ενός τόπου. Και σημειώνω εδώ ότι τέτοιοι άξονες είναι απαραίτητοι και ότι η απουσία τους δεν αποτελεί απόδειξη μιας δήθεν καλλιτεχνικής ελευθερίας αλλά το βασικό συστατικό μιας μεταμοντέρνας σούπας όπου κολυμπούν η αυθαιρεσία και η διάλυση. Ο πρώτος και βασικός από τους άξονες αυτούς είναι ότι η βιομηχανία όπως και το θέατρο μιας χώρας πρέπει βεβαίως να εισάγουν ό,τι το καλύτερο και αναγκαιότερο, αλλά, επίσης, να είναι ικανές να εξάγουν. Μεταφέρομαι για να γίνω σαφής στο θεατρικό πεδίο: Ο Βολανάκης και ο Κακογιάννης σκηνοθετούσαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στις μεγάλες διεθνείς σκηνές – και το ίδιο ισχύει και για τις ταινίες του Κακογιάννη- έχοντας για ερμηνευτές τους κορυφαίους έλληνες και ξένους, μερικοί εκ των οποίων υπήρξαν και μαθητές τους. Ο Μινωτής και η Παξινού ήταν παρόντες στην Αθήνα και στο Χόλυγουντ. Ο πρώτος σκηνοθετούσε επί πλέον διεθνείς παραγωγές με την Κάλας, η δεύτερη κατέκτησε το Όσκαρ. Όσο για τον Κουν σκηνοθετούσε στην υπόγα του Ορφέα και δεν προλάβαινε να παρακολουθεί ξένες παραστάσεις . Αν όμως δεν γνώριζε τους ξένους οι σπουδαιότεροι ξένοι τον γνώριζαν και τον αναγνώριζαν διεθνώς. Είχε δει ιδίοις όμμασι πολύ λίγο ξένο θέατρο. Όμως μας έφερε όσο ίσως κανείς άλλος σπουδαίο ξένο θέατρο σφραγίζοντάς το δημιουργικά με την σφραγίδα της ιδιοφυίας του. 
Αυτό που ένωνε τους πολύ διαφορετικούς αυτούς γίγαντες του θεάτρου ήταν όχι κάποια ταύτιση στην ιδεολογία, την μέθοδο ή το στυλ, αλλά το γεγονός ότι συνδύαζαν μια βαθιά θεατρική και γενική ανθρωπιστική παιδεία με την πίστη στις δικές τους πολιτισμικές αποσκευές, το άνοιγμα στην παγκόσμια δημιουργία και τον ελεύθερο διάλογο με την συγκυρία, που επέτρεπε να δίνονται κάιριες «αισθητικές ( θεατρικές) απαντήσεις στις πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις» της ζωής . Έτσι, με την καίρια συμβολή των άλλων συντελεστών του θεάτρου, αρχίζοντας από την ψυχή του θεάτρου, τους ηθοποιούς, προέκυψε, χωρίς άνωθεν και έξωθεν παρεμβάσεις και χωρίς προκρούστειες επεμβάσεις αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ελληνική σχολή του θέατρου, που αναδείχθηκε εντελώς ιδιαίτερα στον τομέα του αρχαίου δράματος. 
Εδώ, στο πεδίο των παραστάσεων του αρχαίου δράματος μπορούμε να εντοπίσουμε και την αχίλλειο πτέρνα της πορείας του ελληνικού θεάτρου κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ποτέ άλλοτε δεν παρουσιάστηκαν στην Επίδαυρο τόσες παραστάσεις που είχαν την απόλυτη άγνοια ή την αδιαφορία για το τι είναι τα κείμενα και οι κώδικες του αρχαίου δράματος. Και θα ήταν πολύ μονόπλευρο και άδικο το να ρίξουμε όλη την ευθύνη στον Γιώργο Λούκο είτε σε οποιονδήποτε μεμονωμένο διευθυντή αυτού ή εκείνου του θεσμού αρχίζοντας από τα κρατικά θέατρα. Και αυτό διότι, αν και οπωσδήποτε υπάρχουν προσωπικές ευθύνες, η ευθύνη είναι βασικά συλλογική και βαραίνει ολόκληρη την κοινωνία μας. Ξεκινά από την παιδεία όπου η διδασκαλία της γλώσσας μας, της ιστορίας μας και της πολιτισμικής κληρονομιάς μας έχουν δραματικά υποβαθμιστεί. Προχωρεί μέσω αρκετών θεατρικών θεσμών που τρέχουν πίσω από το αυτονόητο και αντί να αφομοιώνουν και να συνθέτουν δημιουργικά ντόπια και ξένα στοιχεία προσπαθούν να σωθούν μέσα από τον φτηνό εντυπωσιασμό και την ανέξοδη πρόκληση. Και ολοκληρώνεται μέσα από την ρητορική και την πραγματικότητα της κομματικής πολιτικής και των Μέσων η οποία, σε παγκόσμιο και σε ελληνικό επίπεδο αρνείται, λοιδορεί και φοβάται, ή όπως θα λέγαμε στο ψυχαναλυτικό ιδιόλεκτο απωθεί, τον διάλογο με το τραγικό, το οποία επιστρέφει πλέον ως σύμπτωμα, γεννώντας έτσι συνεχώς νέες φρικτές τραγωδίες, που αρνούμαστε να δούμε ότι έρχονται όλο και πιο κοντά μας. 
Λίγες σκέψεις για το μέλλον. Τα εκατοντάδες σχήματα που παράγουν με το αίμα τους θέατρο στην Αθήνα και στην Ελλάδα είναι ο πλούτος μας για το παρόν και το μέλλον. Πολλά, τα περισσότερα είναι νεανικά. Αλλά το ζήτημα δεν είναι το ποσοτικό αλλά το ποιοτικό. Αν αξίζουν να προσεχτούν και να βοηθηθούν δεν είναι ούτε αυτομάτως λόγω του αριθμού ούτε λόγω της ηλικιακής τους σύνθεσης αλλά λόγω του ότι αρκετά παράγουν σημαντική δουλειά που διεκδικεί είτε είναι έτοιμη να διεκδικήσει θέση όχι μόνον στις ελληνικές αλλά και στις διεθνείς σκηνές. Εννοείται ότι μια σοβαρή, έγκυρη και δίκαιη αξιολόγησή τους είναι απαραίτητη. Και εδώ μπορεί κανείς να επισημάνει ένα νέο πολύ σημαντικό παράγοντα. Σε αντίθεση με την κριτική κάποιων εντύπων και καναλιών, που συχνότατα πάσχει από άγνοια, προχειρότητα και ιδιοτέλεια, ενώ ο κοσμικογράφος σε διεθνές επίπεδο τείνει να υφαρπάσει την θέση του κριτικού, έχει κυρίως στο διαδίκτυο αλλά και σε μέρος έστω του Τύπου μια νέα μορφωμένη, σοβαρή και ακριβοδίκαιη γενιά κριτικών που αποτελούν εγγύηση για την μελλοντική πορεία του θεάτρου μας. 
Κλείνω με λίγες προτάσεις. 
  • Η μια είναι να δημιουργηθεί το ταχύτερο ένας ειδικός ολιγοπρόσωπος, αυθεντικός και όχι προσχηματικός ελληνικός και διεθνής θεσμός μελέτης και πρακτικής αρχαίου του αρχαίου δράματος που να έχει την ευθύνη σε διάλογο με τις κρατικές σκηνές, το ΥΠΠΟΑ και Τουρισμού, το Κέντρο Δελφών και άλλους φορείς για το διεθνές και το ελληνικό πρόγραμμα των Επιδαυρίων. Τα μέλη του να ορίζονται με διαγωνισμό, η θητεία τους να μην υπερβαίνει σε καμία περίπτωση την τριετία και στην διάρκειά της να μην μπορούν να δουλεύουν καλλιτεχνικά στην Επίδαυρο.
  • Ο παραπάνω θεσμός να καταστήσει τα Επιδαύρεια ότως ελληνικά και διεθνή. Με τον σκοπό αυτό να θεσπίσει 1)σε διάλογο με πανεπιστήμια και μουσεία κέντρο μελέτης των παραστατικών στοιχείων το λόγιου και του λαϊκού μας πολιτισμού και 2) σε διάλογο με το ΥΠΕΞ και τις κατά τόπους πρεσβείες αλλά και διεθνή καλλιτεχνικά, ερευνητικά και εκπαιδευτικά κέντρα να θέσει τις βάσεις μιας σταθερής και γόνιμης συνεργασίας και διαλόγου του ελληνικού δράματος με τα άλλα μεγάλα θεατρικά είδη του κόσμου με έμφαση όχι μόνον στους σημαντικούς θεσμούς του Δυτικού Κόσμου αλλά και στις μεγάλες παραδόσεις και δημιουργίες και τον ανθρωπολογικό πλούτο της Ρωσίας και του σλαβικού κόσμου, της Ασίας ( Ινδία, Ιαπωνία Κίνα), της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. 
  • Σε διάλογο με τον θεσμό αυτό να δημιουργηθεί με εκ των κάτω διαδικασίες και με σταθερή περιοδική εναλλαγή των μελών του συμβουλίου του ένας ευέλικτος θεσμός με όριο ηλικίας τα 40 χρόνια που θα διοργανώνει κατά τα πρότυπα του Fringe του Εδιμβούργου και άλλων αντίστοιχων θεσμών αξιόλογες πειραματικές παραστάσεις που ίσως μπορούν να φιλοξενούνται σε εγκαταστάσεις του Φεστιβάλ στην Αθήνα, σε νταμάρια θέατρα και άλλες εγκαταστάσεις των Δήμων και στο μικρό αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
  • Να θεσμοθετηθεί ένα γραφείο διαρκούς πληροφόρησης για τις ευκαιρίες προβολής εξαγωγής και προβολής του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό με την υποχρέωση να πληροφορεί σε συνεχή βάση ηλεκτρονικά τους ενδιαφερομένους. 
Εννοείται ότι το ταλέντο και η αφοσίωση στην τέχνη είναι πάντα πιο σημαντικά από όποια θεσμοθεσία. Αλλά καμιά φορά και η δημιουργία σωστών θεσμών είναι μια δημιουργία που απαιτεί και αυτή ταλέντο.
Γιάγκος Ανδρεάδης 
*Για τον συγγραφέα: Γιάγκος Ανδρεάδης στο διαδίκτυο.

Για το Κέντρο Κλασικού Δράματος και Θεάματος που διευθύνει στο blog:dramacentre.wordpress.com

Ανάρτηση από: http://sibilla-gr-sibilla.blogspot.gr