Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Άλλος ένας κουτοπόνηρος ιδεολογικός εμφύλιος της κυβέρνησης

Σκίτσο του Ηλία Μακρή
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από την Ρήξη
Ο αείμνηστος καθηγητής μου Β. Φίλιας έλεγε ότι δε νοείται κοινωνιολόγος να μην μετέρχεται της κλασικής μας παιδεία και να μην γνωρίζει Ιστορία, Οικονομία, Δίκαιο και Γεωγραφία. Αναφερόταν με μια συνθετική ματιά, στο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας και στην αναπόφευκτη διασύνδεσή της με βασικά εκπαιδευτικά πεδία. Αυτή και μόνο η αλληλεπίδραση της σύνθεσης θα αρκούσε ώστε το υπ. Παιδείας να αναβάθμιζε συνολικά την κλασική παιδεία, χωρίς να μπει στην διαδικασία αντικατάστασης των Λατινικών. Η ένταξη της Κοινωνιολογίας στα βασικά μαθήματα των ομάδων προσανατολισμού ήταν μια απαραίτητη απόφαση, για μια επιστήμη η οποία είναι η μεθοδική αποτύπωση «του Λόγου της ίδιας κοινωνίας για τον εαυτό της» και μόνο πλούτο μπορεί να προσφέρει σε μια εκπαίδευση, όπου η τεχνολογική, οικονομιστική μονομέρεια τείνει να κυριαρχήσει απόλυτα.
Η απόφαση του Γαβρόγλου, (που εκτός των άλλων, είχε και οικονομικό κριτήριο για τη μη πρόσληψη φιλολόγων) έφερε άλλον έναν ανόητο μικροεμφύλιο εκεί όπου θα υπήρχε μόνο παιδευτική αλληλεπίδραση και συνεργατική επιστημονική κριτική σκέψη. Υπερασπιστές και πολέμιοι, στο λαϊκό και στο επιστημονικό σώμα, κονταροχτυπιούνται ανούσια, ενώ ο ιδεολογικός πολιορκητικός κριός ενάντια στην παιδεία έχει σπάσει ήδη την πόρτα, με προτροπή της κυβέρνησης.

Λατινικά και Κοινωνιολογία θα μπορούσαν να συνυπάρχουν. Ανήκουν στην κλασική παιδεία. Πηγάζουν από την ίδια πηγή της γνώσης. Και εκεί είναι η ιδεολογική πληγή της ψευδοαντιπαράθεσης. Η απόφαση στηρίζεται στην μικροπολιτική της εξουσίας που ορίζει την εκπαίδευση ως ιδεολογικό εργαλείο της, ως μηχανισμός του κράτους και όχι ως μηχανισμός της πολιτείας και των πολιτών, που παίρνει ένα καθολικό και προπάντων πολιτικό χαρακτήρα.

Εντάσσεται στην ίδια λογική απόσυρσης των αρχαίων ελληνικών και στο μαρασμό της γλώσσας μας από τα σχολεία. Αρχαία ελληνικά και Λατινικά, είναι «νεκρές γλώσσες» για τον Γαβρόγλου και τους οργανικούς διανοούμενους της εξουσίας. Η εισαγωγή μιας κοινωνιολογικής τεχνοκρατίας είναι απαραίτητη ώστε να γίνει το άλμα προς τον «ορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό» της κοινωνίας, όπως εκλιπαρούσε το 2001, ο ….φιλόλογος καθηγητής του ΕΚΠΑ Γιώργης Γιατρομανωλάκης, σε εισήγησή του με τον προβοκατόρικο τίτλο: «Τι χρείαν έχομεν της κλασικής παιδείας σήμερον», όταν αδυνατούσε να δει, όπως έλεγε, τι ουσιαστικό έφερε στους νεοέλληνες η ασφυκτική διδασκαλία των κλασικών σπουδών. Αυτό το ευρύτερο θεωρητικό και ιδεολογικό ρεύμα, απαιτούσε ως τίμημα για την υπαγωγή μας στην προηγμένη Ευρώπη, τη θυσία των κλασικών σπουδών, ώστε ο …λογιστής Σημίτης να έφερνε τη χώρα σε μια τάξη, επιτέλους!

Στην ίδια όχθη, εντέλει, η παρέα αυτή συναντούσε και συμμαχούσε με τους «υπερασπιστές» της Κοινωνιολογίας. Ποιάς Κοινωνιολογίας, όμως; Μα αυτής που ορίζεται ως η επιστήμη του δυτικού Διαφωτισμού, της Γαλλικής επανάστασης και του βιομηχανισμού. Της Κοινωνιολογίας του Γάλλου θετικιστή φιλόσοφου A. Comte. Της μετα-κοινωνιολογίας της αποδόμησης του Βέλτσου και των εξ εσπερίας συναδέλφων του και όχι του …κλασικού, διαιώνιου, πρώτου κοινωνιολόγου Αριστοτέλη! Ο οποίος έδωσε την πάντα επίκαιρη και αναγκαία κληρονομία του μέτρου και της αναλογίας, με την οποία ανάγει τα καθημερινά φαινόμενα, τα «καθ’έκαστα» στα «καθ’όλου», το μέρος στο σύνολο. Καλώντας και προκαλώντας τους σημερινούς κοινωνιολόγους να αυτοπροσδιοριστούν ηθικά ως υποκείμενα που αντιστέκονται στην συνολική κυριαρχία της επίπεδης παγκόσμιας εκπαίδευσης και επιστήμης, ένα εκ των όπλων της οποίας είναι και αυτός ο νεωτερικός τεχνικός διαχωρισμός τους από την κλασική παιδεία.

Ανούσια η κόντρα, όταν Λατινικά και Κοινωνιολογία ποτίζονται από την ίδια μεγάλη κοίτη των πολιτισμών, που θεωρούσαν τον ίδιο τον βίο του ανθρώπου έναν οργανισμό που το κάθε μέρος του είναι διαλεκτικά και λειτουργικά δεμένο με το άλλο. Η συνολική απάντηση στις πολιτικές αυτές είναι η ανάπτυξη ενός κυριολεκτικά λαϊκού κοινωνικού κινήματος, ενάντια στην εκπαίδευση των «εξειδικευμένων αμόρφωτων» και της σαλαμοποίησης του εγκεφάλου των μαθητών και όχι η κατασπατάληση πολιτικής ενέργειας, σε μηδαμινής σημασίας αντιπαραθέσεις και συντεχνιακές κόντρες.

Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr