Του Δημοσθένη Παπαμάρκου
Στην Ελλάδα της κρίσης η νέα μόδα που προωθείται είναι η επιστροφή των νέων στην επαρχία. Αυτή η επιστροφή προβάλλεται ως η ιδανική απάντηση στα προβλήματα της κρίσης. Αν αυτή την καραμέλα δεν την είχαν φτύσει πρώτα “επίσημα” στόματα, όπως αυτά του Σκανδαλίδη (Υπουργού τότε Αγροτικής Ανάπτυξης), πριν την πιπιλίσουν οι κάθε λογής γραφικοί νεο-αστοί τύπου Τζήμερου, θα ήταν ενδιαφέρον θέμα προς συζήτηση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες όμως είναι επικίνδυνο. Για πολλούς λόγους (έλλειψη κατάλληλων κι επαρκών εκτάσεων, κεφαλαίου, τεχνογνωσίας, κ.λπ.) “η επιστροφή στο χωριό” τώρα και με τέτοιους όρους σημαίνει επιστροφή στο προβιομηχανικού τύπου μοντέλο του αγρότη-κολλήγου, ή αλλιώς δουλειά για “μια ντοματούλα να τρώμε” αντί για πραγματική αμοιβή.
Βέβαια αυτοί που θέλουν να μας κάνουν “χωριάτες”, δε θα ήθελαν ποτέ να γίνουμε ένας συγκεκριμένος τύπος “χωριάτη”, ο αυθεντικός. Αυτόν που με τόση σφοδρότητα αποστρέφεται η αθηναϊκή καθεστωτική “διανόηση”. Γιατί αυτός ο χωριάτης δεν εκδηλώνει τις οικολογικές του ανησυχίες φυτεύοντας βιολογικά φασολάκια για το τραπέζι των πλουσίων μπον-βιβέρ που από τη μία καταπατούν (βλ. Κυριακού και Πεδίον του Άρεως) κι από την άλλη κάνουν τηλεμαραθωνίους για αναδασώσεις. Αυτός ο χωριάτης αντιλαμβάνεται βιωματικά τον πλούτο του φυσικού του περιβάλλοντος και γι’ αυτό τον πονά αληθινά, όχι σαν τις φιλάνθρωπες κυρίες. Έτσι τον προστατεύει φυτεύοντας στουπιά στα μηχανήματα που καταστρέφουν τα δάση του και ποτίζουν κυάνιο τα χώματα της γης του. Αυτός ο χωριάτης είναι υπεύθυνος για τις δύο πιο πρόσφατες και μόνες περιπτώσεις επιτυχούς αντίστασης στην κρατική ανομία αυτά τα χρόνια της κρίσης: την Κερατέα και την Ιερισσό. Παρ’ ότι χαρακτηρίζεται ανίδεος και αντιπροοδευτικός χωριαταραίος, καταλύει τα όρια της συντήρησης στην πράξη και γίνεται ριζοσπάστης στην προσπάθειά του να ανακόψει αποτελεσματικά την επέλαση της αλά Κόζα Νόστρα σύμπραξης της πολιτικής ολιγαρχίας και του κεφαλαίου, του ντόπιου και παρασιτικού, τύπου Μπόμπολα, ή του αποικιοκρατικού ξένου.
Αυτοί οι χωριαταραίοι λοιπόν δεν απεμπόλησαν ποτέ την ταυτότητά τους, όπως αυτή ορίζεται από την τοπικότητα και τις παραδόσεις τους. Αποδέχτηκαν χωρίς συμπλέγματα τον χώρο-χωριό τους ως παράγοντα που διαμορφώνει τόσο τα καθημερινά όσο και τα ουσιώδη του βίου τους. Αυτό τους οδήγησε και στην αντίσταση. Έχουν κάτι να χάσουν κι άρα να υπερασπιστούν. Η αποδοχή αυτής της ταυτότητας, που μέρος της είναι τα παραδοσιακά δίκτυα αλληλεγγύης (οικογένεια, κοινότητα), κι η ανάκληση του πατριωτισμού τους προσέφερε την απαραίτητη συνοχή για να οργανώσουν την πρώτη βάση της αντίστασής τους. Στην προσπάθεια πνευματικού εκραγιαδισμού, πρώτο στάδιο σε κάθε επιχείρηση καθυπόταξης, οι Κερατιώτες απάντησαν με αναφορές στην αρβανίτικη καταγωγή τους, την τόσο φορτισμένη με παραδόσεις πείσμονος ανυπακοής και θάρρους. Η τοπική τους ταυτότητα (όπως και στην Ιερισσό) τους έδωσε την πρώτη ανάσα μέχρις ότου ο αγώνας τους γίνει γνωστός και στην υπόλοιπη Ελλάδα και συνδιαμορφωθεί, αλλά και συνδιαμορφώσει τον περί αντίστασης λόγο ευρύτερων πολιτικών ρευμάτων.
Γι’ αυτό ο πατριωτισμός μας αφορά όλους, ακόμα κι όταν είναι τοπικός. Στην ουσία του είναι η πρώτη αντακλαστική εκδήλωση προβληματισμού για τα κακώς κείμενα γύρω σου. Είναι εκδήλωση αγάπης και νοιάξιμο για το μέρος και την κοινωνία που σε διαμόρφωσαν και σε φέρουν. Ο πατριωτισμός είναι αίτημα για δικαιοσύνη σε επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και περιβαλλοντικό. Κι ας μην τον μπερδεύουμε με τον εθνικισμό, γιατί η πατρίδα ορίζεται από κοινές εμπειρίες κι όχι από ύποπτες γενεαλογίες. Εφ’ όσον αυτές οι εμπειρίες είναι γνήσιες μπορούν να υπερβούν το τοπικό και να αναφερθούν σε οικουμενικές ιδέες και ανθρωπιστικές αξίες*.
Στην ομιλία του στη Λαμία το 1944, ο Άρης Βελουχιώτης είχε μιλήσει για εκείνους τους χωριαταραίους που επωμιζόμενοι το βάρος της αντίστασης παρέμειναν στα “πεζούλια” τους. Τελικά μάλλον πρέπει να “γυρίσουμε” στην ύπαιθρο. Όχι για να μάθουμε πως φυτεύεται η ντομάτα, αλλά για να μας διδάξουν οι χωριαταραίοι της Κερατέας και της Ιερισσού πως ξεχορταριάζονται πρώτα αυτά τα πεζούλια.
* Η διάσταση αυτή του πατριωτισμού μέλλει να γίνει αποδεκτή κι από κομμάτι της ελληνικής αριστεράς, που παρά την ξέφρενη λατρεία της για τον πατριωτισμό των λατινοαμερικανικών κινημάτων, βδελύσσεται προκλητικά τον εγχώριο.
Ανάρτηση από: http://www.enet.gr