Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Παίζουν οι αριστεροί πόκα;

Στη φωτογραφία, που χρονολογείται εδώ και πάνω από έναν αιώνα -άνοιξη του 1908- μπορεί να διακρίνει κανείς τον 38χρονο τότε Λένιν να παίζει σκάκι, μάλλον με τον Αλεξάντερ Μπογκντάνωφ. Το στιγμιότυπο είναι από το σπίτι του Μαξίμ Γκόρκι στο Κάπρι της Ιταλίας, όπου ζούσε τότε και στο οποίο είχε προσκαλέσει τον Λένιν. Ο ίδιος ο Γκόρκι διακρίνεται να παρακολουθεί όρθιος, με το καπέλο φορεμένα στραβά και κάπως μποέμικα. Παραμένει άγνωστο, τουλάχιστον σε εμάς, ποιος κέρδισε τελικά την παρτίδα, αν και στο φιλοσοφικό «ματς» μεταξύ Λένιν και Μπογκντάνωφ που θα διεξαγόταν λίγο αργότερα[1], νικητής θα έβγαινε ο Βλαδίμηρος. Ωραία.
Φανταστείτε τώρα την ίδια φωτογραφία, με τα ίδια πρόσωπα, την ίδια εποχή, αλλά με μία μόνο διαφορά: Αλλάξτε το παιχνίδι. Αντικαταστήστε τη σκακιέρα με μια τράπουλα και τα πιόνια με μάρκες. Και πείτε ότι ο Λένιν, αντί για σκάκι, παίζει πόκα!Αχός βαρύς ακούγεται: Ο-Λέ-νιν-να-παί-ζει-πό-κα;! Των αδυνάτων αδύνατον! Αιρετικοί! Βέβηλοι!! Βλάσφημοι!!! Μικρός οδηγός πόκας. Ας αφήσουμε προς το παρόν τον Λένιν στην ησυχία του κι ας διευκολύνουμε τους αναγνώστες που δεν έχουν επαφή με το «άθλημα», δίνοντας όσο πιο συνοπτικά γίνεται τα «ντεσού» της πόκας. Πρόκειται για μια ελληνική (δεν ξέρουμε αν παίζεται σε άλλες χώρες) έκδοση πολύ πιο βελτιωμένη και επηυξημένη του Αμερικανικού παιχνιδιού του πόκερ. Παίζεται από δύο έως οκτώ παίκτες, αν και η ιδανική σύνθεση περιλαμβάνει πέντε ή έξι. Η «μάχη» διεξάγεται μέσω του σχηματισμού διαφόρων συνδυασμών οι οποίοι προκύπτουν από τα φύλλα που μοιράζονται στον κάθε παίκτη και από αυτά που εκτίθενται στο κέντρο του τραπεζιού και είναι διαθέσιμα σε όλους για να διαλέξει ο καθένας αυτό που χρειάζεται προκειμένου να σχηματίσει κάποιον συνδυασμό. Η ισχύς των φύλλων είναι δεδομένη. Ξεκινώντας από το ισχυρότερο: Άσσος, Ρήγας, Ντάμα, Βαλές, δέκα, εννέα, οκτώ, κλπ. (Εδώ να πούμε ότι, σε αντίθεση με το πόκερ, δεν χρησιμοποιείται όλη η τράπουλα εκτός αν παίζουν πάνω από οχτώ παίκτες, πράγμα απίθανο. Για έξι παίκτες χρησιμοποιούνται μέχρι και τα πεντάρια, ενώ για πέντε μέχρι και τα εξάρια). Δεδομένη επίσης είναι και η ιεράρχηση από πλευράς ισχύος των διαφόρων συνδυασμών. Ξεκινώντας και πάλι από τον καλύτερο συνδυασμό: Φλος (πέντε συνεχόμενα φύλλα ιδίου χρώματος, μια πεντάδα ας πούμε του Κουμ Καν), Καρέ (τέσσερις Άσσοι, ή τέσσερις Ρηγάδες, κλπ.), Φουλ (τρία όμοια + δύο όμοια, π.χ. τρεις Ντάμες και δύο δεκάρια μας κάνουν Φουλ της Ντάμας με δεκάρια), Χρώμα (πέντε φύλλα ιδίου χρώματος), Τρία (τρεις Ρηγάδες ή τρία εννιάρια π.χ.), Κέντα (πέντε συνεχόμενα φύλλα διαφορετικών χρωμάτων), Ζευγάρια (δύο όμοια + δύο άλλα όμοια), Ζευγάρι. Τέλος, κανένας συνδυασμός, η λεγόμενη -και καταραμένη- «πενταφυλλία». Αυτονόητο ότι σε περίπτωση σχηματισμού δύο όμοιων συνδυασμών κερδίζει ο παίκτης με τα ισχυρότερα φύλλα. Έτσι, το Φλος ή η Κέντα στον Άσσο (με ισχυρότερο φύλλο τον Άσσο δηλαδή) κερδίζει το Φλος ή την Κέντα στη Ντάμα. Όμοια, το Φουλ του Βαλέ κερδίζει το Φουλ του δέκα και το Φουλ του Ρήγα με Βαλέδες κερδίζει το Φουλ του Ρήγα με οχτάρια. Το ίδιο ισχύει για όλους τους συνδυασμούς, ακόμα και για την πενταφυλλία (πέντε «άσχετα» φύλλα με μεγαλύτερο χαρτί τη Ντάμα που δεν σχηματίζουν κανένα συνδυασμό κερδίζουν πέντε επίσης «άσχετα» με μεγαλύτερο χαρτί το Βαλέ).Μέχρι εδώ τίποτα το εξτραορντινέρ, θα πουν ορισμένοι. Όσο κι αν η πληθώρα αυτή των συνδυασμών δίνει προσθέτουν ενδιαφέρον, δεν παύουν να είναι οι κανόνες ενός χαρτοπαικτικού παιχνιδιού. Το εξτραορντινέρ προκύπτει από τρία ακόμα χαρακτηριστικά της πόκας που κάνουν πολλούς (ημών συμπεριλαμβανομένων) να τη χαρακτηρίζουν ως το Παιχνίδι των Παιχνιδιών, από τα χαρτοπαικτικά εννοείται.Το πρώτο: Η πόκα παίζεται με πολλές επιμέρους παραλλαγές («παιχνίδια») που διαρκούν λίγα λεπτά το κάθε ένα -αυτό, αφ’ ενός αφαιρεί πλήρως από το παιχνίδι τη μονοτονία και αφ’ ετέρου του προσθέτει καταιγιστική πολλές φορές ταχύτητα. Όλα τα «παιχνίδια» ακολουθούν τους ίδιους κανόνες γενικά, ωστόσο χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Στην μια η ιεραρχική ισχύς των συνδυασμών βάσει των οποίων αναδεικνύεται ο νικητής είναι αυτή που αναφέραμε ήδη. Στην άλλη, έχουμε μια μερική ανατροπή: Το Χρώμα κερδίζει το Φουλ και η Κέντα τα Τρία (όλοι οι άλλοι συνδυασμοί διατηρούν την ιεραρχία τους). Επιπροσθέτως: Ένας έμπειρος και δημιουργικός παίκτης μπορεί να σχεδιάσει ένα δικό του «παιχνίδι» εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο την ποικιλία του παιχνιδιού.Το δεύτερο: Ασχέτως αν τα διάφορα «παιχνίδια» υπακούουν στους ίδιους κανόνες, κάθε ένα έχει τα δικά του «μυστικά» και ιδιαιτερότητες. Και μια και κάθε παίκτης, εναλλάξ και με τη σειρά, «κάνει» το παιχνίδι που αυτός θέλει χωρίς κανέναν περιορισμό, έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τα «παιχνίδια» που θεωρεί ότι ξέρει πιο καλά από τους αντιπάλους του ή, εν πάση περιπτώσει, ότι «του πάνε» πιο πολύ.Το τρίτο και σημαντικότερο: Ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία των χαρτοπαικτικών παιχνιδιών τα χρήματα που παίζονται κάθε φορά αποφασίζονται συναινετικά και μένουν σταθερά (π.χ. 1 λεπτό ο πόντος στα παιχνίδια που παίζονται με πόντους ή 1 ευρώ η παρτίδα, όπως στο κουμ καν λόγου χάρη), στην πόκα ο κάθε παίκτης είναι απόλυτα ελεύθερος να ποντάρει ό,τι θέλει καλώντας και τους αντιπάλους του ή να ακολουθήσουν ή να αποσυρθούν από το συγκεκριμένο «παιχνίδι». Φυσικά, ακολουθώντας τους ίδιους κανόνες, κάθε παίκτης έχει το δικαίωμα όχι μόνο να ακολουθήσει αλλά και να ανεβάσει το στοίχημα ακόμα περισσότερο (η περίφημη «ρελάνς»). Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του κάθε παιχνιδιού -που όπως είπαμε διαρκεί λίγα λεπτά- η διαδικασία του πονταρίσματος για όλους και από όλους τους παίκτες γίνεται τέσσερις, πέντε ή και έξι, ακόμα και εφτά ή οχτώ φορές! Εν ολίγοις, χαμός!Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, στην πόκα τα χρήματα δεν είναι μόνο το έπαθλο της νίκης, αλλά και το μέσον να φτάσει κανείς σ’ αυτήν. Πώς; Μα απλούστατα μέσω του πονταρίσματος. Πιέζοντας για παράδειγμα τους αντιπάλους με ένα απροσδόκητα υψηλό ποσόν, μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι και το φύλλο του είναι αντίστοιχα δυνατό, πράγμα που μπορεί κάλλιστα να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (η περίπτωση της μπλόφας) -αν και το πιθανότερο είναι, σύμφωνα και με το νόμο του Μέρφι, ότι όντως το φύλλο του είναι τουλάχιστον καλύτερο από το δικό σου! Ή πάλι όταν, εκτιμώντας ότι το φύλλο που έχει σε κάποια δεδομένη στιγμή είναι μεν ανίσχυρο γενικά, αλλά το καλύτερο στη συγκεκριμένη φάση, ανεβάζει το στοίχημα, υποχρεώνοντας έτσι τους ανταγωνιστές του ή να παραιτηθούν από τη συνέχεια του παιχνιδιού (που θα καταλήξει πιθανότατα εις βάρος του), ή να ρισκάρουν ένα μεγάλο ποσό, χωρίς τίποτα να τους εξασφαλίζει 100% τη νίκη, μια και μιλάμε για τυχερό παιχνίδι σε τελική ανάλυση. Αριστερά (ενωμένη!) εναντίον πόκας
Μετά από αυτή τη σύντομη ξενάγηση στην πόκα, φτωχή για να μεταφέρει το μεγαλείο* της, αλλά σαφέστατη ως προς την αποκάλυψη της τραγωδίας* της, μπορούμε να περάσουμε στο θέμα του σημερινού σημειώματος: Παίζουν οι αριστεροί πόκα; Ή, ορθότερα και πιο ολοκληρωμένα: Επιτρέπεται στους αριστερούς να παίζουν πόκα; (*Το μεγαλείο της συμπίπτει με την τραγωδία της: Γρήγορο και ενδιαφέρον παιχνίδι που παίζεται με χρήματα και στο οποίο ο κάθε παίκτης έχει μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης και επηρεασμού της εξέλιξής του, έτσι ώστε να φτάσει στη νίκη).Για κάθε «ορθόδοξο» αριστερό (κακώς το μυαλό σας πηγαίνει μόνο στο ΚΚΕ, εστίες «ορθοδοξίας» υπάρχουν σε κάθε μερίδα της Αριστεράς, ουδεμιάς εξαιρουμένης) η απάντηση στο ερώτημα είναι ένα ξερό και θυμωμένο «όχι». Επί τη βάσει των εξής επιχειρημάτων:1ον, τα τυχερά παιχνίδια δεν συνάδουν με την αριστερή κοσμοθεωρία, η οποία, όταν υποστηρίζει ότι πρέπει οι άνθρωποι να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους, δεν εννοεί και ακριβώς την τράπουλα (αυτή η ερμηνεία είναι σωστή εδώ που τα λέμε, για να τα λέμε όλα). Αντίθετα, συνάδουν απόλυτα τα παιχνίδια σκέψης και στρατηγικής, όπως το σκάκι (ή το σκάκι των Κινέζων, το γκο). Να γιατί κάθε αριστερός θεωρεί δεδομένο ότι ο Λένιν δεν γίνεται παρά να έπαιζε σκάκι, ενώ ανατριχιάζει στην ιδέα ότι θα μπορούσε ποτέ να πει: «Σύντροφοι, τα λεφτά είναι δικά μου. Φουλ του Άσσου με Ρηγάδες!».2ον, ως κατ’ εξοχήν τυχερό παιχνίδι και όχι «τεχνικό» (όπως το μπριτζ ή η ξερή φέρ’ ειπείν), παίζεται μόνο με λεφτά -με την έννοια ότι διαφορετικά δεν έχει γούστο, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη μπύρα χωρίς αλκοόλ, ας πούμε. (Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι και αυτό το επιχείρημα είναι βάσιμο). Αλλά, πού ακούστηκε, λέει ο «ορθόδοξος» αριστερός λόγος, αριστεροί να παίζουν για λεφτά;! (Εδώ υπεισέρχεται μια νοητική αυθαιρεσία, θα το σχολιάσουμε παρακάτω, αλλά ας το σημειώσουμε).

3ον, όχι μόνο παίζεται με λεφτά (δηλαδή με χρηματικό αντίκρισμα, θετικό ή αρνητικό, για τη νίκη ή την ήττα), όχι μόνο παίζεται γι’ αυτό το χρηματικό αντίκρισμα, αλλά επιπλέον παίζεται και μέσω του χρήματος -όπως εξηγήσαμε προηγουμένως εκθέτοντας την ιδιαίτερη διαδικασία πονταρίσματος στην πόκα. Όπως ακριβώς δηλαδή ο καπιταλιστής, μέσω του χρήματος που αυτός και μόνον κατέχει, πιέζει τους μισθωτούς των οποίων την εργατική δύναμη εκμεταλλεύεται, ή το μικροεπαγγελματία προμηθευτή του. Είναι φανερό, λένε οι «ορθόδοξοι», ότι εδώ έχουμε μια προσχώρηση στην ιδεολογία του ταξικού εχθρού, μια καθοδική περιδίνηση σ’ ένα βαρέλι δίχως πάτο!
Αυτά εν ολίγοις είναι τα βέλη που εκτοξεύονται από όλες τις πτέρυγες της Αριστεράς εναντίον όλων ημών των αριστερών που δοθείσης ευκαιρίας δεν την αφήνουμε να πάει χαμένη και στήνουμε καμιά ποκίτσα. Δεδομένων των ενωτικών αντιλήψεών μας, μια τέτοια σύμπνοια μας χαροποιεί κατ’ αρχήν. Όμως, έχουμε δύο προβλήματα: Δεν είμαστε σύμφωνοι με σημαντικά σημεία αυτού του σκεπτικού που αποτελεί τη «βάση εκτόξευσης» των βελών και επιπλέον, επειδή τα βέλη καρφώνονται και στο δικό μας πισινό, όσο και να πεις, μια μικρή ενόχληση τη νιώθουμε. Κυρίως όταν καθόμαστε -για να παίξουμε πόκα, λόγου χάρη!
Υπεράσπιση
Είναι γνωστή η σαφής προτίμηση των αριστερών -συχνά μέχρι λατρείας- στο βασιλιά των παιχνιδιών σκέψης, το σκάκι. Όσοι είχαν δε την ευκαιρία να γνωρίσουν παλιούς αριστερούς από τη γενιά που πλήρωσε την ήττα με εξορίες και φυλακές, θα διαπίστωσαν ότι δύσκολα μπορούσες να βρεις κάποιον που να μην παίζει σκάκι, αν και το ποσοστό των φίλων του συγκεκριμένου παιχνιδιού στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ψηλό. Η εύκολη εξήγηση από τον πολύ κόσμο για το φαινόμενο, ακόμα και σήμερα που η αντικομμουνιστική προπαγάνδα δεν είναι θεσμικά ενσωματωμένη στις κρατικές πολιτικές, είναι η «Σοβιετοδουλεία» των Ελλήνων κομμουνιστών: «“Αυτοί” παιδί μου, αν τους έλεγε ο Στάλιν πότε να “ενεργηθούν”, θα έβαζαν ξυπνητήρι για να πάνε στον καμπινέ στην ώρα τους!». Επιθεωρησιογραφικές ανοησίες φυσικά και μάλιστα τριτοκλασάτης επιθεώρησης.
Για μας, πίσω από αυτή τη λατρεία για το σκάκι –και, εν μέρει, τη συνεπακόλουθη απέχθεια στη χαρτοπαιξία και δη παιχνιδιών σαν την πόκα- κρύβεται κάτι πολύ πιο βαθύ που αξίζει να το έχουμε στα υπ’ όψη. (Να πούμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι αυτή η ανάλυση δεν υποδηλώνει καμία προτίμηση. Λατρεύουμε την πόκα όσο λατρεύουμε και το σκάκι και εσχάτως, μετά από ένα Πρωτοχρονιάτικο δώρο, αρχίζουμε να ερωτευόμαστε και το γκο -όλα αυτά κατά σχετική πλειοψηφία, δεν υπάρχει μονολιθικότητα). Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ουσιαστικότερο υπόβαθρο;
Όσο το σκεφτόμαστε, τόσο μας φαίνεται και πιο βάσιμο: Είναι το σπέρμα του θετικισμού[2] του 19ου αιώνα που όσο και να πεις ανιχνεύεται στο μαρξικό έργο, η υπολανθάνουσα ιδέα (ή η υποβολή της ιδέας) της «επιστημονικότητας» του ιστορικού υλισμού και μαζί η ψευδαίσθηση που ανέπτυξαν πλείστοι όσοι επίγονοι ότι άπαξ και κατείχαν του νόμους κίνησης της Ιστορίας δεν αρκούσε παρά λίγο καθαρό μυαλό και ο απαραίτητος βολονταρισμός[3] -προπάντων αυτός!- για να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο σοσιαλισμό.
Δείτε το σκάκι. Δεν είναι το ιδανικό παιχνίδι για την αναπαράσταση μιας τέτοιας φαντασίωσης; Όλα δοσμένα, όλα δεδομένα, χωρίς απρόσμενες και δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο αξιωματικός κινείται διαγώνια φέρ’ ειπείν. Πάντα. Αποκλείεται να του τη δώσει ξαφνικά και για απροσδιόριστους λόγους να αρχίσει να κινείται με άλματα σαν το άλογο! Και ο πύργος πάντα θα έχει την ίδια τετράγωνη λογική και θα κινείται μόνο οριζοντίως ή καθέτως, ποτέ διαγώνια! Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τι άλλο χρειάζεται κανείς από επαρκή γνώση της στρατηγικής και τακτικής του παιχνιδιού και την απαιτούμενη θέληση να προσηλώνεται στο κουραστικό μέχρι εξουθένωσης «μέτρημα» των κινήσεων, έτσι ώστε να προβλέψει και να καταστήσει εκ των προτέρων ακίνδυνη κάθε πιθανή απάντηση του αντιπάλου και συνεπώς να οδηγήσει τα πιόνια του στη νίκη; Ενώ στην πόκα!… Στην πόκα μπορεί να ξεκινήσεις με τρεις Ρηγάδες στο χέρι και να χάσεις στο τέλος από την ταπεινή κέντα. Ή να σου λείπει μόνο ένα φύλλο για να κάνεις Φλος ή έστω Χρώμα, αλλά να μη το βρεις ποτέ και να δεις τον αντίπαλο να «σκουπίζει» όλες τις μάρκες από το τραπέζι -συμπεριλαμβανομένων των δικών σου!- έχοντας μόνο δύο ζευγαράκια και μάλιστα τόσο μικρά που δεν τα πιάνει το μάτι!
Εδώ καλείται ο σοβαρά σκεπτόμενος αναγνώστης να αναρωτηθεί: Ποιο παιχνίδι από τα δύο αναπαριστά πιστότερα αυτό που συμβαίνει στην πραγματική κίνηση της Ιστορίας; Ποιο παιχνίδι λόγου χάρη είναι πιο κοντά στην επιβεβαιωμένη πια από τα πράγματα άποψη ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν οδηγεί νομοτελειακά στη σοσιαλιστική αλλαγή; Εν τέλει: Ποιο από τα δύο παιχνίδια είναι πιο κοντά στην ενδεχομενικότητα της Ιστορίας; Και -το τελευταίο «καρφί»- τι θα έλεγε ο ίδιος ο Λένιν επ’ αυτού;
Αφήνουμε αυτά τα ερωτήματα να εκκρεμούν και να ζητούν τις όποιες απαντήσεις δίνει ο καθένας και περνάμε στο δεύτερο επιχείρημα της εισαγγελικής έδρας. «Η πόκα παίζεται για τα λεφτά». Αυτή είναι η νοητική αυθαιρεσία για την οποία κάναμε λόγο πιο πριν, προϊόν ενός απλουστευτικού και αναγωγικού τρόπου σκέψης[4], θύματα του οποίου έχουμε πέσει πολλές φορές εμείς οι αριστεροί.
Ώστε «η πόκα παίζεται για τα λεφτά»; Ουδέν αναληθέστερον. Δηλαδή, ουδέν αναληθέστερον με την έννοια ότι δεν είναι παρά η μισή αλήθεια. Η όλη αλήθεια είναι κάπως διαφορετική: Η πόκα μπορεί να παίζεται για τα λεφτά. Όπως μπορεί να παίζεται κάθε παιχνίδι. Ακόμα και ο ευγενής βασιλιάς των παιχνιδιών, η Α.Μ. το σκάκι! Στην πραγματικότητα πάρα πολλές παρτίδες σκακιού έχουν παιχτεί με στοίχημα τους καφέδες ή τις μπύρες σ’ ένα καφενείο (και καλύτερα να μη μιλήσουμε για το τάβλι!). Γιατί αλήθεια: Τι εμποδίζει έναν παίκτη οποιουδήποτε παιχνιδιού να παίξει με στοίχημα; Τίποτα. Και αντίστροφα: Τι εμποδίζει έναν παίκτη πόκας, που παίζει βέβαια με λεφτά, γιατί έτσι μόνο παίζεται η πόκα, να μην παίζει για τα λεφτά; Πάλι τίποτα. Και για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της μπύρας που αναφέραμε προηγουμένως: Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων προτιμά τη μπύρα με αλκοόλ δεν κάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αλκοολικούς! Κοντολογίς: Είναι η προϋπάρχουσα αντίληψη για το χρήμα που κάνει έναν παίκτη να παίζει για τα λεφτά, όχι το παιχνίδι.
Είπαμε πριν ότι η πόκα παίζεται μόνο με λεφτά. Αυτό συνδέεται με το τρίτο και «συντριπτικότερο» επιχείρημα όσων αριστερών καταδικάζουν την πόκα στο πυρ το εξώτερον.
Κατ’ αρχήν να επαναλάβουμε: Η πόκα παίζεται μόνο με λεφτά, γιατί τα λεφτά αποτελούν το αναπόσπαστο μέσον να διεξαχθεί το παιχνίδι, όπως έχουμε εξηγήσει στο συνοπτικό οδηγό του παιχνιδιού. Λέγοντας αυτό βέβαια ξαναδίνουμε το περιθώριο στους «ενωμένους αριστερούς ενάντια στην πόκα» να αναφωνήσουν: «Ορίστε, το ομολογούν! Τι χρεία άλλη μαρτύρων έχουμε;».
Θα θέλαμε να θυμίσουμε εδώ στην κατηγορούσα αρχή ότι το χρήμα, η υλική αναπαράσταση δηλαδή της οικονομικής ισχύος, δεν είναι εφεύρεση του καπιταλισμού. Ούτε υπάρχει τίποτα το εξ ορισμού αρνητικό στο χρήμα ως μέσον, δεν είμαστε γι’ αυτό το λόγο αντίπαλοι του συγκεκριμένου συστήματος. Είμαστε αντίπαλοι στο συγκεκριμένο ζήτημα -που δεν είναι το μόνο βέβαια το οποίο μας χωρίζει- γιατί μετέτρεψε το χρήμα σε αυτοσκοπό, αναβιβάζοντας τις οικονομικές αξίες στην κορυφή της ιεραρχίας όλων των αξιών και σπρώχνοντας τις άλλες στο περιθώριο. Και όπως ακριβώς, τώρα, εδώ, σε συνθήκες καπιταλισμού, υπάρχουν άνθρωποι που πιάνουν καθημερινά στα χέρια τους χρήματα και συναλλάσσονται μ’ αυτά, αλλά δεν έχουν τη σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό συσσώρευσή τους ως αυτοσκοπό, έτσι και στην πόκα υπάρχουν παίκτες που ποντάρουν με χρήμα, χωρίς να αποσκοπούν στη συσσώρευσή του μέσω του παιχνιδιού. (Αυτό το τελευταίο ισχύει και ανάποδα: Αμέτρητοι είναι εκείνοι που δεν πιάνουν τράπουλα στα χέρια τους μόνο και μόνο, επειδή δεν αντέχουν στην ιδέα να χάσουν έστω και πέντε ευρώ!).
Αντί επιλόγου
Θα έκανε μέγα λάθος ο αναγνώστης που, παίρνοντας κατά γράμμα ορισμένα σημεία του σημερινού σημειώματος, θα θεωρούσε ότι αυτό είναι μια συνηγορία υπέρ της πόκας. Καμία σχέση. Αν κάτι θέλουμε να υπερασπίσουμε, αυτό είναι το Παιχνίδι γενικά, χωρίς το οποίο, όπως εμείς τουλάχιστον ισχυριζόμαστε, τα «ισόβιά» μας δεν βγαίνουν. Και, μιλώντας για παιχνίδια, περί ορέξεως ουδείς λόγος! Μ’ άλλα λόγια, τα προσωπικά γούστα του καθενός είναι απολύτως σεβαστά.

Θα έκανε όμως, ίσως, μεγαλύτερο λάθος ο αναγνώστης που θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι επιχειρούμε να ιδεολογικοποιήσουμε το παιχνίδι το οποίο μας απασχόλησε σήμερα και το οποίο δεν κρύψαμε ότι μας αρέσει. Αυτό, η ιδεολογικοποίηση δηλαδή, είναι ένα λάθος που συχνά κάνουμε εμείς οι αριστεροί, κυρίως για το ποδόσφαιρο. Μακριά από εμάς. Καμία ιδεολογικοποίηση. Αν αναφερθήκαμε ερμηνευτικά σε ορισμένες πλευρές του παιχνιδιού, το κάναμε για να δώσουμε τη δική μας εκδοχή αντιπαραθετικά με τις (ιδεολογικές) κριτικές που υφίστανται οι αριστεροί παίκτες πόκας. Κι αυτό, όχι γιατί ισχυριζόμαστε πως οι αριστεροί πρέπει να παίζουν πόκα, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα το κακό αν παίζουν. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν παίζουν για τα λεφτά.
Τέλος, είναι φανερό ότι με αφορμή το σημείωμα περί πόκας, μιλήσαμε και για ένα-δυό σοβαρά πράγματα. Εννοούμε σοβαρά πράγματα για μας τους αριστερούς.
Το ξέρουμε ότι τα ξέρετε. Πείτε ότι ήταν μια υπενθύμιση προς όλους μας να μην τα ξεχνάμε…
[1] Ο Αλεξάντερ Μπογκντάνοφ (1873-1928), γιατρός, οικονομολόγος, φιλόσοφος και συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας, μπολσεβίκος από το 1903, είχε μία ταραχώδη σχέση με την ηγεσία των Μπολσεβίκων η οποία πέρασε πολλές διακυμάνσεις -επηρέασε αρκετούς αλλά και συγκρούστηκε έντονα με περισσότερους, μεταξύ των οποίων και με τον ίδιο τον Λένιν. Το 1906 0λοκλήρωσε την φιλοσοφική τριλογία «Εμπειριοκριτικισμός». Ο Λένιν αντέκρουσε πειστικά τις απόψεις του με το έργο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» (1909).
[2] Ο θετικισμός, πολύ συγγενής με τον αγγλικό εμπειρισμό, αλλά πιο αντιμεταφυσικός από αυτόν, είναι φιλοσοφικό ρεύμα με «πατέρα» το Γάλλο Αύγουστο Κοντ (1798-1854). Σύμφωνα με τη θετικιστική προσέγγιση το αντικείμενο της φιλοσοφίας πρέπει να είναι το άμεσα δοσμένο και χειροπιαστό, αφού πέρα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο.

[3] Σύμφωνα με το βολονταρισμό (ή βουλησιοκρατία) η θέληση είναι η πιο βασική ψυχική λειτουργιά και έχει το προβάδισμα απέναντι στη νόηση και το συναίσθημα. Στην πολιτική δράση ο βολονταρισμός αναφέρεται στην πεποίθηση ότι ο κυριότερος παράγων για να ξεπερνιώνται οι δυσκολίες είναι η απαιτούμενη κάθε φορά θέληση και αποφασιστικότητα.
[4] Ο αναγωγικός τρόπος σκέψης ακολουθεί -αλλά κάπως μηχανιστικά και μονοσήμαντα- μία από τις βασικότερες μεθόδους εξαγωγής συμπερασμάτων: Την αναγωγή (εφαρμογή) από το γενικό στο ειδικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συλλογισμός πηγαίνει κάπως έτσι: «Στον καπιταλισμό τα πάντα γίνονται για το χρήμα. Άρα και τα παιχνίδια. Επομένως και η πόκα».

Σημείωση: Οι ερμηνευτικές παραπομπές (βασισμένες στο «Φιλοσοφικό Λεξικό» του Σ. Γκίκα) δεν αποσκοπούν στην επίδειξη γνώσεων. Μοναδική πρόθεση είναι η διευκόλυνση είτε των μη εξοικειωμένων με ορισμένες έννοιες αναγνωστών, είτε αυτών που δεν γνωρίζουν κάποια στοιχεία, μάλλον απαραίτητα για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου. Η παρουσία τους εδώ -και όποτε χρειάζεται στο μέλλον- οφείλεται και σε μία πρόσφατη συζήτηση με τον Αντώνη του radicaldesire.blogspot.com και του throughtheloophole.blogspot.com.
Η φωτογραφία είναι από το chessaleeinlondon.wordpress.com.

Ανάρτηση από: leftg700.blogspot.g