Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

«Δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν»!

(Le parti, c’ est  nous! = Το κόμμα είμαστε εμείς!)

Του Παντελή Σαββίδη 


1. – Η υπόθεση Σαπιχά φοβάμαι ότι οριοθέτησε τη δυναμική ενός πολιτικού μορφώματος, του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο διεκδίκησε να εκφράσει τα κοινωνικά στρώματα που πλαισίωσαν μεταπολιτευτικά το ΠΑΣΟΚ, ωφελήθηκαν σε βάρος της Πολιτείας από αυτό και όταν δεν ικανοποιούσε τις ανορθολογικές ορέξεις τους, αναζήτησαν αλλού καταφύγιο.
Και λέω φοβάμαι διότι, ακόμη και αν δεν συμφωνούσε κανείς με τον πολιτικό αυτό σχηματισμό, ο οποίος θα αποδειχθεί μικράς διάρκειας, θα ήθελε να ταρακουνήσει το πολιτικό κατεστημένο το οποίο, επειδή κατέχει το μονοπώλιο των ιδεολογικών μηχανισμών, αναπαράγει την ιδεολογία του, μη επιτρέποντας σε καμιά άλλη πολιτική δύναμη, που δεν την ελέγχει, να αναδυθεί.
Η αλαζονεία της σημερινής πολιτικής εξουσίας θα πολλαπλασιασθεί μόλις συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει πολιτικό αντίπαλο στη διεκδίκηση του μονοπωλίου της εξουσίας. Και, όπως θα είναι φυσικό, θα εκλάβει τη μικρή απώλειά του ως επιβράβευση της πολιτικής της. Και αυτό είναι το μείζον αρνητικό από τις τελευταίες εξελίξεις.

Διότι, πλέον, είναι αμφισβητήσιμο αν,  με τα πολιτικά λάθη που κάνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μπορέσει να καταλάβει την πρώτη θέση στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Για τις τοπικές εκλογές, ούτε συζήτηση να γίνεται. Με την πολιτική που ακολουθεί και τα πρόσωπα που επιλέγει, το αποτέλεσμα μόνο ικανοποιητικό δεν θα είναι. Υπενθυμίζω ότι το ζητούμενο δεν είναι μια απλή, μικρής διαφοράς, νίκη της αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά, μια σημαντική διαφορά ώστε, ο κυβερνητικός συνασπισμός να εισπράξει το μήνυμα ότι η πολιτική του όχι απλώς δυσαρέστησε αλλά διέλυσε την κοινωνία.
Στο κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, η αξιωματική αντιπολίτευση εμφανιζόταν ως η πολιτική δύναμη που ακόμη και αν προσάρμοζε την πολιτική της στην οδυνηρή πραγματικότητα, θα ταρακουνούσε τις κατεστημένες δυνάμεις και το εξουσιαστικό τους μονοπώλιο.
Με αυτήν την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα, αποτελούσε – συμφωνούσε δεν συμφωνούσε κανείς μαζί του – μια διέξοδο. Ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που επιζητούσε μια αλλαγή, που ήθελε να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα: φθάνει, ως εδώ.
Αυτή, λοιπόν, η κοινωνία, η οποία δεν είναι αριθμητικά ευκαταφρόνητη, το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, «πάγωσε» στην κυριολεξία, όταν άκουσε και διάβασε την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν για το τι θα υποστηρίξει και ποιόν θα περιλάβει στα ψηφοδέλτιά του, με αφορμή την υπόθεση Σαπιχά.


Ακόμη και ο Λένιν, ο οποίος είχε μια συγκεντρωτική αντίληψη για το κόμμα και τη λειτουργία του, όταν υποστηρίζει ότι το κόμμα δεν συγκροτείται από τα κάτω προς τα πάνω αλλά από τα πάνω προς τα κάτω, εννοεί την ανάγκη να υπογραμμιστεί το στοιχείο της συνειδητότητας, της κριτικής συνείδησης. Άλλωστε, λέγοντας «από πάνω» ο Λένιν εννοούσε το συνέδριο σαν ανώτατο σώμα, σαν γενική σύνθεση.
Για τον πολιτικό χώρο που θέλει να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ και για την ιδεολογία που επιθυμεί να διαμορφώσει, ταιριάζει περισσότερο ο Γκράμσι και η αντίληψή του για το κόμμα. Είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη η θέση του ιταλού ηγέτη ότι το κόμμα αποτελεί το συνολικό διανοούμενο.  Η συλλογική θέληση τείνει, για τον Γκράμσι, προς έναν ορισμένο πολιτικό σκοπό, για την επίτευξη του οποίου απαιτείται η κατάκτηση της πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας. Και ηγεμονίες δεν κατακτώνται με διακηρύξεις του τύπου «δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν», όπως αυτή, της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ηγεμονία σημαίνει κυριαρχία ιδεολογική που προϋποθέτει πειθώ και όχι αυταρχισμό. Και η ιδεολογική ηγεμονία βοηθάει στη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, που επίσης σημαίνει λαϊκή συναίνεση στις προβαλλόμενες θέσεις. Αν αυτή τη συναίνεση την είχε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είτε στα μέλη του είτε, πολύ περισσότερο, στην κοινωνία, δεν θα αντιδρούσε τόσο σπασμωδικά στην κριτική που του έγινε για την υπόθεση Σαπιχά.
Το ότι δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν δεν ισχύει διότι, οι πάντες, πλέον, είναι πεπεισμένοι  πως η υποχώρηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα της κ. Σαπιχά, υπαγορεύθηκε από το τουρκικό προξενείο. Το μήνυμα ήταν σαφές: ή αυτή, ή εμείς.
Σε ποιόν, λοιπόν, δεν δίνει λογαριασμό η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Προφανώς σε όσους από την ελληνική κοινωνία αγωνιώντες για την πολιτική και τις θέσεις του, στάθηκαν κριτικά στην απόφασή του που προκάλεσε έκπληξη στην κοινή γνώμη.
Δικαιούται, άραγε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει τέτοιου είδους διακηρύξεις; Όχι, φυσικά.
Οι πολιτικοί σχηματισμοί, από τη στιγμή που δημιουργούνται, αποτελούν θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας στην οποία λειτουργούν. Δεν είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις κανενός, είτε φυσικού προσώπου είτε πολιτικών μετόχων. Βεβαίως, έχουν κανόνες με τους οποίους λειτουργούν και κρίνονται από τους πολίτες, βεβαίως, τα μέλη του έχουν καθήκοντα και αρμοδιότητες, αλλά ακόμη και μια ακραία νεοφιλελεύθερη παράταξη-που θα μπορούσε να εκλάβει έναν κομματικό σχηματισμό ως επιχείρηση- δεν θα υποστήριζε πως «το κόμμα είμαστε εμείς, κάνουμε ότι θέλουμε και δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν».
2. -Θα ήταν λάθος – κατά τη γνώμη μου – να αποδοθεί η θέση που αναγκάστηκε να πάρει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε συνολικό εθνομηδενισμό.
Ορισμένες τάσεις του, εξακολουθούν να εμμένουν σε ιδεολογικοπολιτικές αγκυλώσεις της Τρίτης Διεθνούς για την περιοχή μας χωρίς να έχουν διδαχθεί τίποτε από την πρόσφατη ιστορία.
Βλέπουν με συμπάθεια μια ομοσπονδιακή κρατική συγκρότηση χωρών, στη βάση ταξικής και όχι εθνικής προσέγγισης. Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία ονομάσθηκε επί Τρίτης Διεθνούς το προβαλλόμενο μόρφωμα το οποίο, ευτυχώς, δεν συγκροτήθηκε.  Επί Τρίτης Διεθνούς, επίσης, άρχισαν να διαμορφώνονται οι πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες του «μακεδονισμού».
Το ότι αυτές οι αγκυλώσεις διακατέχουν ορισμένες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και, που και πού, τις συναντάμε, δεν σημαίνει ότι το σύνολο της ηγεσίας του, και πολύ περισσότερο τα μέλη του, εμφορούνται από ανάλογες αντιλήψεις. Το πρόβλημα με την ιδεολογική του πολυμορφία είναι ότι δεν ξέρεις με ποια πολιτική έχεις να κάνεις. Και δεν υπάρχει κάποια διαδικασία, με βάση την οποία, ο πολιτικός παρατηρητής, ή ο πολίτης, να μπορεί να προβλέψει προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα. Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ λέει στον πολίτη ψηφοφόρο που δεν θέλει να γίνει μέλος, εμπιστεύσου με και μην ενδιαφέρεσαι πως θα λαμβάνονται οι αποφάσεις. Και αν υποθέσουμε ότι αποφασίζει η βάση, όπως στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας, τότε η ηγεσία μπορεί να ανατρέψει την απόφαση αυτή. Αν, πάλι, υποθέσουμε πως η απόφαση είναι προνόμιο της ηγεσίας, όπως στην περίπτωση Σαπιχά, τότε, η βάση, στην προκειμένη περίπτωση με σαφείς σκοπιμότητες, ανατρέπει την ηγετική απόφαση. Μπορεί να αφήσει ικανοποιημένους τους πολίτες ένας τέτοιος, αντιφατικός, τρόπος λειτουργίας;
3. – Ένας πολιτικός σχηματισμός έχει μια πολυφωνία στο εσωτερικό του, έχει τάσεις και αυτό είναι, βεβαίως, στοιχείο δημοκρατίας. Μέχρι ποίου σημείου, όμως, οι αποκλίσεις τέτοιου είδους μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα κόμμα; Για να γίνει σαφέστερο, μπορεί να συνυπάρχουν εργοδότες και εργάτες στον ίδιο πολιτικό σχηματισμό;
Μπορεί, ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει, με υποψηφίους του, στο θέμα της μειονότητας και το ότι η μειονότητα είναι μία και ονομάζεται τουρκική (Χριστόπουλος) και να επιδιώκει την απελευθέρωση των άλλων δύο, μη τουρκογενών μειονοτήτων (Πομάκων και Ρομά), από τον τουρκικό εναγκαλισμό; Και οι δύο τάσεις επικαλούνται τη δημοκρατία. Ποια δημοκρατία, όμως διέπει την αντίληψη ότι η μειονότητα είναι μία και ονομάζεται τουρκική; Και γιατί η προσπάθεια απελευθέρωσης των άλλων δύο από τον εναγκαλισμό του Προξενείου αποτελεί εκδήλωση του ελληνικού εθνικισμού να φέρει αντιμέτωπες τις μειονότητες; Από πότε η διεκδίκηση των Πομάκων ότι έχουν διαφορετική  γλώσσα, ιστορία και παρουσία από τους τουρκογενείς της περιοχής είναι στοιχείο του ελληνικού εθνικισμού;  Και γιατί η πολιτεία όταν μέρος των μελών της διεκδικεί τα πρωτογενή της στοιχεία που την καθιστούν κοινότητα ανθρώπων με ομοειδή χαρακτηριστικά, δεν θα πρέπει να της παρέχει τις διευκολύνσεις που της ζητούνται;
Οι έννοιες, φυσικά, ισονομία και ισοπολιτεία στους κατοίκους της Θράκης και, βεβαίως, στη μειονότητα, πρέπει να έχουν καθολική ισχύ.
4. -Ας μην είμαστε, όμως, αφελείς και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Στη Θράκη παίζεται ένα σκληρό παιχνίδι τα αποτελέσματα του οποίου θα δημιουργήσουν δυσάρεστες εκπλήξεις αν ολιγωρήσει η ελληνική πολιτεία.
Κατ αρχάς, είναι λάθος να αντιμετωπίζεται το θέμα των δικαιωμάτων και ελευθεριών μιας ομάδας ελλήνων πολιτών ως εθνικό θέμα. Και οι Τουρκογενείς και οι Πομάκοι και οι Ρομά, είναι έλληνες πολίτες με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το γεγονός ότι ανίδεοι, πολιτικά, άνθρωποι έχουν ασχοληθεί με την πολιτική , έχουν δημόσιο λόγο και μιλούν για θέματα που δεν τα γνωρίζουν, δυσκολεύοντας την αντιμετώπισή τους, δείχνει και το επίπεδο του δημόσιου βίου μας. Ένα επίπεδο το οποίο αποκαλύπτεται και με τις ευρωεκλογές και τα πρόσωπα που προβάλλουν και υποστηρίζουν τα κόμματα.
Το ζήτημα της μειονότητας επειδή είναι βεβαρυμμένο με αρνητικό ιστορικό φορτίο, και επειδή είναι σαφής η ανάμιξη της Τουρκίας σε θέματα στα οποία δεν έχει κανένα δικαίωμα από τις διεθνείς συμβάσεις, χρειάζεται προσοχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνει να εννοηθεί ότι τόλμησε να συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιό του  μειονοτικό υποψήφιο όταν τα άλλα κόμματα δεν το επεδίωξαν και άφησαν στο τουρκικό προξενείο ελεύθερο πεδίο να διαμορφώσει συσχετισμούς που θα οδηγήσουν σε μειονοτικό ψηφοδέλτιο.
Το ότι μέχρι σήμερα το προξενείο δεν επεδίωξε να ενθαρρύνει μειονοτικό συνδυασμό στις εθνικές εκλογές, δεν έχει να κάνει με το ότι τα κόμματα συμπεριελάμβαναν στους συνδυασμούς τους μειονοτικούς υποψήφιους. Αλλά, στο ότι δεν αποτελούσε προτεραιότητα της Άγκυρας μια τέτοια πολιτική στον ελληνικό χώρο και στο ότι είχε αμφιβολίες κατά πόσο ένας τέτοιος συνδυασμός θα συγκέντρωνε το αναγκαίο ποσοστό, σε εθνικό επίπεδο, για να εκπροσωπηθεί στη βουλή.
Τα τελευταία χρόνια, η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων στο μειονοτικό, έχει ενθαρρύνει απλούς μειονοτικούς πολίτες να αρχίσουν να έχουν εμπιστοσύνη  στη βούληση της ελληνικής πολιτείας να τους αντιμετωπίσει ισότιμα με τους άλλους πολίτες και σε μερικές περιπτώσεις και προνομιακά.
Στο σημερινό ρευστό πολιτικό σκηνικό, το προξενείο, έκρινε πως θα μπορούσε να δοκιμάσει την προσπάθειά του στις ευρωεκλογές και να δει πως θα εξελιχθεί το πείραμα. Οποιαδήποτε προσπάθεια, όπως του κ. Χριστόπουλου, να περάσει το μήνυμα, που δεν έχει, άλλωστε και καμιά βάση, ότι η μειονότητα είναι ενιαία και τουρκική, ενισχύει αυτήν την επιχείρηση του προξενείου διότι μπορεί να ερμηνευτεί πως κομματικοί παράγοντες με λόγο σε μαζικά κόμματα, βλέπουν και θέλουν την μειονότητα καθοδηγούμενη από την Άγκυρα.
5. – Στο θέμα της ισονομίας και ισοπολιτείας των μελών της μειονότητας και της άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων της θα μπορούσε να βοηθήσει και η λειτουργία ενός δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού μέσου στην ελληνική περιφέρεια με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Η πολιτική της κυβέρνησης στο θέμα αυτό ήταν λανθασμένη. Θα έλεγα πολύ κοντόφθαλμη στο ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει ένας τέτοιος φορέας. Η κυβέρνηση κατήργησε ένα κρατικό ραδιοτηλεοπτικό μέσο με επιτυχή 25ετή παρουσία στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στην παρουσίαση της πολιτικής της ελληνικής πολιτείας σε σειρά κρίσιμων περιφερειακών θεμάτων.
Επειδή, με την επαναλειτουργία του φορέα αυτού ασχολήθηκα πριν από μερικούς μήνες, είχα προτείνει την ενίσχυσή του ακόμη και σε σχέση με το status που είχε πριν την κατάργησή του, για να μπορέσει να προβάλει θέματα που ενδιαφέρουν τη μειονότητα και θα την οδηγούσαν σε μια περισσότερο ελεύθερη και ανεξάρτητη συμπεριφορά. Θα μπορούσε, επίσης, να διαμόρφωνε προγράμματα σε γλώσσες γειτονικών λαών που να καθιστούσαν γνωστή την ευρύτερη ελληνική πολιτική στους πολίτες τους, ώστε να έχουν μια πηγή πληροφόρησης ακόμη και να περιορίζεται η σκόπιμη παρερμηνεία των ελληνικών θέσεων.
Η τότε, αρμόδια, πολιτική ηγεσία δεν θέλησε να πάρει υπόψη της τις επισημάνσεις μου αυτές και περιόρισε, σε βαθμό εξάλειψης, την παρουσία του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα στη Βόρειο Ελλάδα.
Δυστυχώς, παρά το Πάσχα και την Ανάσταση, φως από την ελληνική πολιτική θα αργήσουμε πολύ να δούμε.  Τουλάχιστον, ας μη δυσχεραίνουμε τα πράγματα.

Ανάρτηση από: http://www.makthes.gr