Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Η κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1570)

Κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση

Του Απόστολου Βακαλόπουλου

Ο Ιωσήφ Νάζη ήταν ένας απ’ αυτούς πού υποκίνησαν την εκστρατεία του Σελίμ Β’ εναντίον της Κύπρου. Λέγεται μάλιστα ότι ό σουλτάνος του είχε υποσχεθή να τον κάνη βασιλιά της, αν ή επιχείρηση κατέληγε σε ευνοϊκό τέλος. Η Ιδέα αυτή φαίνεται ότι άναψε την φιλοδοξία του Νάζη και δεν έπαψε από τότε — όταν του δινόταν ή ευκαιρία — να στρέφη τον νου του Σελίμ προς τον νέο στόχο.
Σοβαροί λόγοι πού εξόργιζαν τούς Τούρκους ήταν ό ανεφοδιασμός των πειρατικών καραβιών στα λιμάνια της Κύπρου έξω από τις νότιες ακτές της Μ. Ασίας και το κούρσεμα των μουσουλμανικών πού περνούσαν έξω από το νησί.
 

Την επιθυμία των Τούρκων να κατακτήσουν το νησί ευνοεί και ή δυσφορία του πλήθους των δουλοπαροίκων εναντίον των αρχόντων τόσο των Βενετών, όσο και των Ελλήνων. Οι δουλοπάροικοι αυτοί είχαν μόνον υποχρεώσεις, εργάζονταν την γη, πλήρωναν φόρους και υπηρετούσαν στο ιππικό για την φύλαξη των ακτών.
Αλλά και γενικά οι Έλληνες μισούσαν τούς Βενετούς και διάχυτη ήταν ή επιθυμία τους ν’ απελευθερωθούν. Άλλωστε δεν είχαν περάσει και χρόνια, αφότου είχε βρή οικτρό τέλος επάνω στις προσπάθειές του αυτές ό λόγιος Ιάκωβος Διασορινός ό Ρόδιος, εξάδελφος του γνωστού τυχοδιώκτη και ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιακώβου Βασιλικού. Ο Διασορινός είχε ιδρύσει και διηύθυνε ελληνική σχολή στην Λευκωσία. Εκεί είχε καταλήξει να εγκατασταθή η ανήσυχη αυτή φύση, αφού επί χρόνια προσπάθησε να ξεγλυτώση από την φτώχεια και την μιζέρια πού τον βασάνιζε στην Βενετία. Για ένα χρονικό διάστημα κατατάχθηκε και υπηρέτησε με κάποιο βαθμό στο σώμα των stradioti του Καρόλου Ε’. 

Μιμούμενος τον εξάδελφό του είχε δημιουργήσει για τον εαυτό του τον ανύπαρκτο τίτλο «κύριος της Δωρίδος». Ο Διασορινός, παράλληλα προς την διδασκαλία του, εντυπωσιασμένος από την παράξενη τύχη του Βασιλικού στην Μολδαβία, σκέφθηκε ν’ αποτίναξη τον ζυγό των Βενετών και να γίνη στην πραγματικότητα «κύριος» της Κύπρου. Προσδόθηκε όμως και θανατώθηκε.

Η επιθυμία των Τούρκων να καταλάβουν την Κύπρο είναι κιόλας ζωηρή κατά τα τελευταία χρόνια το Σουλεϊμάν Α’, αλλά διάφοροι λόγοι συντελούν στην αναβολή της εκστρατείας. Η απειλή είναι διάχυτη μέσα στην ατμόσφαιρα. Όπως για τις άλλες ελληνικές χώρες, έτσι και για την Κύπρο κυκλοφορούν χρησμοί, όπως ό αναγραφόμενος στον υπ’ άρ. 578 -31 κώδικα (16 αί.) τής βιβλιοθήκης της μονής Γρηγορίου του Αγ. Όρους.


Η ευκαιρία παρουσιάζεται ευνοϊκή για τον Σελίμ Β’, όταν στις 17 Φεβρουαρίου 1568 υπέγραψε συνθήκη ειρήνης για 8 χρόνια με τον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’ (1527 - 1576). Η συνθήκη αυτή, πού τερμάτιζε τον ουγγρικό πόλεμο, ελευθέρωνε τα χέρια του σουλτάνου. Αμέσως κατόπιν άρχισαν οι κρυφές ετοιμασίες για την δημιουργία ενός μεγάλου στόλου, οι οποίες δεν διέφυγαν την προσοχή της Βενετίας. Κι’ όταν ό σουλτάνος ετοιμάστηκε, απαιτεί με επίσημο απεσταλμένο, τον Μάρτιο του 1570, να του παραχωρηθή το νησί πού ανήκε στον σουλτάνο τής Αιγύπτου. Αλλιώς, απειλεί, θα το καταλάβη με την βία. Ή Βενετία όμως απαντά ότι θα το υπερασπίση.

Έτσι στις 17 Απριλίου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για την Κύπρο ό γενικός αρχηγός του στόλου Πιαλή πασάς με 80 γαλέρες και 30 γαλιότες. Ένα μήνα αργότερα ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο ό καπουδάν Αλή πασάς με πολύ περισσότερα καράβια, φορτωμένα με πυροβόλα και άλλα πολεμοφόδια. Μαζί του ήταν και ό γενικός αρχηγός των κατά ξηράν δυνάμεων Λαλά Μουσταφά πασάς . Ύστερ’ από μια ανεπιτυχή απόπειρα του Πιαλή να καταλάβη την Τήνο, ο τουρκικός στόλος συγκεντρώνεται στην Ρόδο. Απ’ εκεί κατευθύνεται προς τις ακτές τής Ανατολής, στον Φοίνικα (Φινέκα), όπου παραλαμβάνει τουρκικό ιππικό, γενιτσάρους και πολεμικά εφόδια. Τέλος στις 27 Ιουνίου ό ενωμένος τουρκικός στόλος, μια φοβερή αρμάδα από 350 περίπου καράβια, ξεκινά για την Κύπρο.
Στο μεταξύ στον ναύσταθμο της Βενετίας, πού είχε υποστή σοβαρές ζημίες από μιά έκρηξη, εργάζονταν εντατικά για την κατασκευή νέων γαλερών, για την εξάρτυσή τους, καθώς και για την αποστολή πολεμικού υλικού στην Κύπρο. Τις προβλεπόμενες μεγάλες δαπάνες αποσκοπούσε ν’ αντιμετωπίση να δάνειο 20.000 δουκάτων και συνεισφορές διαφόρων ιταλικών πόλεων πού υπάγονταν στην βενετική επικράτεια, ενώ συνεννοήσεις διεξάγονταν μεταξύ των χριστιανικών κρατών Βενετίας, πάπα Πίου Ε’ και του Φιλίππου Ε’ για την δημιουργία ενός κοινού μετώπου εναντίον των Τούρκων. Απόπειρα των Βενετών να προκαλέσουν επίθεση του Ιβάν του Τρομερού εναντίον των Τούρκων και εξέγερση των Ελλήνων μέσω του Πατριάρχη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.


Έτσι ό βενετικός στόλος μόνος του προβαίνει σε επιχειρήσεις εναντίον των ηπειρωτικών ακτών γύρω από την Χειμάρρα και εναντίον του φρουρίου Λιμάνι της Μάνης. Τα πληρώματα όμως θερίζονται από αρρώστιες. Για την αναπλήρωση των κενών, εκτός από τις άλλες αυθαιρεσίες, γίνονται στρατολογίες στα νησιά του Αιγαίου, όπως π. χ. στην Άνδρο.


2. Ο τουρκικός στόλος την 1 Ιουλίου έκανε μερικές τοπικές αποβάσεις στην Λεμεσό και σε άλλες κοντινές θέσεις, οι οποίες έφθασαν σε βάθος ως το χωριό Πολεμίδια, αλλά σώμα Ελλήνων stradioti υπό τον Έλληνα αρχηγό τους Πέτρο Ροντάκη, καθώς και τμήμα φρουράς τής Πάφου με τον υποδιοικητή της Vinvenzo Malipiero προκάλεσε μεγάλες ζημιές στον εχθρό και τον απώθησε πίσω στην θάλασσα. Οι Έλληνες κάτοικοι το νησιού οργανωμένοι ως πολιτοφύλακες από τούς Βενετούς, Παρά την μικρή υπόληψη πού τρέφει γι’ αυτούς ό σύγχρονος Άγγλος ιστορικός Hill και τις κατηγορίες του για αδράνεια, έδειξαν εγκαρτέρηση και γενναιότητα. Η στάση αυτή των Ελλήνων, ιδίως τής υπαίθρου, πρέπει να εξαρθή, αν σκεφθή μάλιστα κανείς ότι οι περισσότεροι, πάροικοι, καταπιέζονταν από το βενετικό καθεστώς και είχαν πολλούς λόγους να φανούν εχθρικοί απέναντί τους. Επομένως προϋπόθεση για την επιτυχία του κυπριακού αγώνα ήταν ή απελευθέρωση των παροίκων, πράγμα πού έγινε κατανοητό μόνο στις παραμονές της απόβασης των Τούρκων. Πραγματικά τότε ή βενετική κυβέρνηση είχε επιτρέψει ν’ απελευθερωθούν οι πάροικοι, αλλά και στις τελευταίες εκείνες ώρες οι Βενετοί αρχηγοί των τμημάτων της Κύπρου — άγνωστο γιατί — δεν επροχώρησαν στην εφαρμογή του μέτρου αυτού, μολονότι οι κύριοι των παροίκων δεν είχαν πια καμιά αντίρρηση. Έτσι τους απελευθέρωσαν οι Τούρκοι.

Στις 3 Ιουλίου, αργά το βράδυ, ό τουρκικός στόλος έπλευσε στις Αλυκές και την επομένη αποβίβασε εκεί τις δυνάμεις του. Λεηλάτησε και έκαψε τον Λάρνακα και προχώρησε 4 λεύγες προς το εσωτερικό σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας, χωρίς να συναντήση καμιά αντίσταση. Εκεί ό αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος Μουσταφά πασάς περιχαρακώθηκε και περίμενε την άφιξη και άλλων στρατευμάτων από το απέναντι λιμάνι τής Μ. Ασίας. Ως τις 22 φαίνεται Ιουλίου είχαν συγκεντρωθή 100.000 άνδρες. Στις 24 ό Μουσταφά προχώρησε με περίσκεψη προς την πρωτεύουσα, την Λευκωσία , όπου έφτασε ύστερ’ από δυό ημέρες. Στις 30 άρχισε να κατασκευάζη πολιορκητικά έργα γύρω από την πόλη και να την βομβαρδίζη. Επειδή όμως ό βομβαρδισμός δεν έφερε τα αποτελέσματα πού περίμεναν οι Τούρκοι, άρχισαν την κατασκευή υπονόμων με κατεύθυνση προς την τάφρο και τα οχυρώματα. Ο κίνδυνος αυτός θα ήταν δυνατόν ν’ αποτραπή, αν καταστρέφονταν τα έργα με εξόδους, αλλά οι αρχηγοί των πολιορκημένων δε το επέτρεπαν φοβούμενοι την μείωση των μικρών τους δυνάμεων. Οι υπερασπιστές της πρωτεύουσας είχαν χάσει την επαφή τους με την Αμμόχωστο και τα βλέμματά τους για εξωτερική βοήθεια τα έστρεψαν στους γύρω λόφους, όπου διαδίδονταν ότι είχαν καταφύγει 100.000 χωρικοί, από τούς οποίους οι 20.000 ήταν μάχιμοι. Φαίνεται ότι είχε αρχίσει εκεί επάνω ένας κλεφτοπόλεμος, αλλά μικρός και ακαθοδήγητος. Για την οργάνωσή του είχαν σταλή έξω μερικοί αξιωματικοί.

Έτσι οι Τούρκοι με συνεχείς επιθέσεις και αλλεπάλληλα χαρακώματα προωθούνταν βαθμιαία προς τούς προμαχώνες και αραίωναν τις γραμμές των μαχητών εκτοξεύοντας εναντίον τους διάφορα βλήματα και εύφλεκτες όλες. Οι αρρώστιες επίσης και οι θάνατοι, ιδίως των χωρικών, των συσσωρευμένων μέσα στον μικρό χώρο, είχαν περιορίσει σημαντικά τον αριθμό των υπερασπιστών. Έπειτα την μαχητική τους ικανότητα την υπέσκαπτε ή κακή οργάνωση των μετόπισθεν ιδίως ως προς την διανομή των τροφών και ως προς την περίθαλψη των τραυματιών. Το ηθικό λοιπόν των πολιορκημένων άρχισε να κάμπτεται, ή πειθαρχία να κλονίζεται και ή τάξη να χαλαρώνεται επικίνδυνα. Οι εργάτες είχαν πάψει να δουλεύουν και έτσι τα ρήγματα στα οχυρώματα έμεναν ασυμπλήρωτα.
Μολαταύτα οι διοικητές είχαν την ελπίδα ότι θα έλθη σε βοήθειά τους ό βενετικός στόλος, ό οποίος αδρανούσε στην Κρήτη περιμένοντας τις μοίρες των άλλων συμμάχων. Αλλά οι μέρες περνούσαν, είχε μπει ό Αύγουστος και οι προσδοκίες των πολιορκημένων έμεναν απραγματοποίητες. Τότε ό Μουσταφά πασάς έκρινε πώς είχε φτάσει ή κατάλληλη στιγμή, για να εκμηδενίση την ασθενή άμυνα (χαρακτηριστικό ότι οι Ιταλοί οπλοφόροι είχαν μειωθή σε 400 μόνον άνδρες). Μεταφέρει λοιπόν από τα καράβια νέα ξεκούραστα στρατεύματα και μαζί με τα άλλα εξαπολύει από τα χαράματα της 9 Αυγούστου γενική επίθεση, ύστερ’ από ένα άγριο ολονύκτιο σφυροκόπημα του φρουρίου. Ήταν ή δέκατη πέμπτη επίθεση των Τούρκων μέσα στις 45 μέρες της πολιορκίας.


Μεγάλες μάζες εφορμούν ταυτόχρονα εναντίον των τεσσάρων προμαχώνων, του Ποδοκάταρου, Κωνστάντζου, Νταβίλα και Τρίπολης, με αρχηγούς 4 πασάδες, τον Χασάν πασά τής Καραμανίας, τον Μουζαφέρ, τον Αλή και τον ίδιο τον Μουσταφά. Ας σημειωθή ότι ό πρώτος, ό Χασάν, οδηγούσε Έλληνες και στρατεύματα τής Καραμανίας, πιθανότατα επίσης ελληνικά, εναντίον των Ελλήνων και Βενετών. Εδώ στον προμαχώνα Ποδοκάταρο έγινε ή επίθεση με τόση ορμή, ώστε συμπαρέσυρε τούς πρώτους υπερασπιστές, όπως ό άνεμος τα φύλλα. Δόθηκε αμέσως το σημείο τού συναγερμού και συγκροτήθηκε εφιαλτική μάχη πού βάσταξε δύο ολόκληρες ώρες. Επιφανείς Βενετοί ευγενείς στρατιωτικοί βρήκαν τον θάνατο. Μολαταύτα ή αντίσταση συνεχιζόταν τόσο σ’ αυτόν, όσο και στους άλλους προμαχώνες.


Σιγά σιγά όμως οι Τούρκοι εκβιάζουν την είσοδο προς την πόλη. Το ιππικό των stradioti με επί κεφαλής τον Έλληνα Σωζομενό σκορπίζει τον θάνατο στους σωρούς των επιτιθεμένων. Τελικά οι άνδρες του αναγκάζονται ν’ αφιππεύουν και μεταβάλλονται σε πεζούς στρατιώτες των προμαχώνων. Οι Τούρκοι όμως εισδύουν σε διάφορα σημεία και χτυπούν από τα πλάγια και από πίσω. Οι συμπλοκές συνεχίζονται μέσα στους δρόμους. Πολλοί Τούρκοι σκοτώνονται από βλήματα πού ρίχνονται επάνω από τις στέγες και τα παράθυρα. Ή οργανωμένη όμως και συντονισμένη αντίσταση παύει και ό πανικός κυριεύει τούς πολιορκημένους, ιδίως τούς χωρικούς. Πολλοί επιχειρούν να διαφύγουν έξω από την πόλη μέσα από τα ανοίγματα των τειχών, αλλά κατακόπτονται . Άλλοι πάλι καταθέτουν τα όπλα Τους με την υπόσχεση ότι θα τούς φεισθούν την ζωή, αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Η σφαγή και ή λεηλασία γενικεύονται μέσα στην πόλη, καθώς εισορμά μέσα από την πύλη της Αμμοχώστου και το τουρκικό ιππικό. Άγριες σκηνές διαδραματίζονται σκορπίζοντας την αλλοφροσύνη στα πλήθη. Οι κρότοι των κανονιών και των αρκεβουζίων αραιώνουν σιγά σιγά και τέλος παύουν, αλλά ή σφαγή και ή λεηλασία εξακολουθούν επί τρεις ολόκληρες ημέρες. Ο αριθμός των νεκρών τής πρώτης μέρας λέγεται ότι ξεπέρασε τις 20.000. Όσοι πιάστηκαν τις τρεις πρώτες ημέρες θεωρήθηκαν σκλάβοι. Όσοι όμως παρουσιάστηκαν και παραδόθηκαν την τέταρτη μέρα, κρυμμένοι ως τότε, αυτοί καταγράφθηκαν για να πληρώνουν το χαράτς, και αφέθηκαν ελεύθεροι. 


Από την τέταρτη ημέρα άρχισε το πούλημα των σκλάβων και των πολύτιμων αντικειμένων. Από καμμιά άλλη ελληνική πόλη, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, δεν είχαν αποκομίσει οι Τούρκοι τόσο πλούσια λάφυρα, όσα από την Λευκωσία. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, ό Μουσταφά πασάς αναπέμπει ευχαριστήρια στον θεό μέσα στην φραγκική μητρόπολη.
Ύστερ’ από την άλωση της Λευκωσίας κατέβηκαν από τα βουνά και προσκύνησαν οι καπετάνιοι Πέτρος Συγκλητικός, Σκιπίων Καράφας, Ιωάννης Συγκλητικός και άλλοι. Και ό Μουσταφά τούς δέχθηκε με ευμένεια.

3. Ο τουρκικός στόλος ξεκινά για την Αμμόχωστο, ενώ ό Μουσταφά βάζει να καθαρίσουν την Λευκωσία και επισκευάζει και εξοπλίζει τα οχυρώματά της από φόβο, μήπως φθάση ό χριστιανικός στόλος. Στις 3 Οκτωβρίου μιά Κύπρια σκλάβα, ως προς την ταυτότητα τής οποίας δεν είναι σύμφωνοι οι ιστορικοί, βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και τινάζει στον αέρα ένα γαλεόνι. Μαζί του καταστρέφονται και δύο άλλα καράβια τουρκικά.
Ύστερ’ από την πτώση της Λευκωσίας παραδίδονται το κάστρο τής Κερύνιας, ή Πάφος, ή Λεμεσός και οι Αλυκές(Salines). Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου άρχισαν να εμφανίζωνται οι προφυλακές του τουρκικού εκστρατευτικού σώματος εμπρός στην Αμμόχωστο. Στις πρώτες συγκρούσεις οι υπερασπιστές της, Ιταλοί και Έλληνες, με τολμηρές εξόδους επιφέρουν βαριές απώλειες στους Τούρκους. Στις 17 Σεπτεμβρίου φθάνει ό κύριος όγκος των τουρκικών στρατευμάτων, 200 - 250.000 άνδρες. Απέναντί τους αντιπαρατάσσονται 3 - 4.000 γυμνασμένοι Ιταλοί πεζοί, 200 - 300 stradioti και 4.000 περίπου άλλοι Έλληνες πού δεν διαθέτουν όμως εφόδια επαρκή για μιά μακριά πολιορκία. Την ίδια ημέρα και ό τουρκικός στόλος αγκυροβολεί 1 λεύγα μακριά από το κάστρο τής Αμμοχώστου και φροντίζει να τηρή συχνή επικοινωνία με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια μεταφέροντας στο νησί άνδρες για την αναπλήρωση των κενών, τρόφιμα, υλικά πολέμου κ. λ.


Στην Αμμόχωστο ή άμυνα είναι οργανωμένη καλά: υπάρχει τάξη στην διανομή τροφής και στην μισθοδοσία και εξαίρετο υλικό.
Οι Έλληνες στρατιώτες και πολίτες πρόθυμοι συμμετέχουν στον αγώνα. Ανδρείοι ανώτατοι αρχηγοί, όπως οι διοικητές Bragadin καί Baglione, καθώς και ό Tiepolo διευθύνουν με θάρρος τις επιχειρήσεις και κινούν τούς άνδρες τους σε τολμηρές εξόδους για την καταστροφή των πολιορκητικών έργων των Τούρκων.
Από τις 26 ή 27 Σεπτεμβρίου αρχίζει ό βομβαρδισμός των καραβιών του λιμανιού και τής ακρόπολης, ό οποίος συνεχίζεται επί μήνες, αλλά χωρίς σοβαρές ζημίες. Επίσης οι Τούρκοι δεν κατορθώνουν να φθάσουν κοντά στα προχώματα τής πόλης, ενώ ή άφιξη κατά τα τέλη Ιανουαρίου 1571 του Marco Quirin με άνδρες και εφόδια γεμίζει με αγαλλίαση τούς πολιορκημένους.


Από τις 25 Απριλίου όμως οι πολιορκητές χρησιμοποιώντας χιλιάδες Αρμενίους εργάτες και χωρικούς του νησιού, αρχίζουν να κατασκευάζουν να τεράστιο δίχτυ χαρακωμάτων και από τα μέσα Μαΐου περιζώνουν από παντού την πόλη με οχυρώματα και την περισφίγγουν ολοένα και περισσότερο. Οι βομβαρδισμοί γίνονται βαρύτεροι. Το πυροβολικό των πολιορκημένων απαντά συχνά με ευστοχία, αλλά οι ζημιές των τουρκικών οχυρώσεων επιδιορθώνονται κατά την διάρκεια τής νύχτας. Οι εχθροί αποβλέπουν κυρίως να γεμίσουν την τάφρο στα σημεία εκείνα των τειχών, όπου είχαν δημιουργηθή ρήγματα. Κατά τον Μάιο, Ιούνιο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου εξαπολύουν αλλεπάλληλες τοπικές ή και γενικές επιθέσεις ύστερ’ από καταιγιστικούς βομβαρδισμούς, αλλ’ αποκρούονται. Από τα μέσα όμως του Ιουλίου ή θέληση των κατοίκων για αντίσταση εξασθενεί, αφού οι ελπίδες τους για την άφιξη τού χριστιανικού στόλου και για ενισχύσεις έχουν σβήσει πια ύστερ’ από επανειλημμένες διαψεύσεις. Έπειτα ή κατάστασή τους έχει γίνει απελπιστική οι απώλειες τους ήταν σημαντικές, τα οχυρώματά τους καταστραμμένα και τα εφόδιά τους μόλις αρκούσαν για 10 μέρες. Η κατάσταση αυτή έκανε τον επίσκοπο της Λεμεσού να συσκεφθή με τον Bragadin καί τον Baglione και να συζητήσουν, αν θα έπρεπε να παραδοθούν ή όχι. Κατόπιν, ύστερ’ από κοινή σύσκεψη με τον λαό, αποφάσισαν να περιμένουν ακόμη 20 ημέρες. Στις 29, 30 και 31 Ιουλίου ακολουθούν τρεις αλλεπάλληλες άγριες επιθέσεις, τις οποίες όμως αποκρούουν οι πολιορκούμενοι με βαριές απώλειες για τον εχθρό. Αλλά και αυτοί βρίσκονται πια στο τέλος των προσπαθειών τους. Τρόφιμα και πολεμοφόδια έχουν τελειώσει.


Έτσι την 1 Αυγούστου υψώνεται ή λευκή σημαία επάνω στα τείχη. Ακολουθούν διαπραγματεύσεις και υπογράφεται ή συμφωνία με τούς εξής όρους:
1) οι Ιταλοί στρατιωτικοί, στρατηγοί, αξιωματικοί και στρατιώτες, να επιβιβαστούν με τις σημαίες τους στα καράβια και να φύγουν• επίσης οι τραυματίες και οι άρρωστοι, καθώς και όσοι Έλληνες και Αλβανοί stradioti με τις οικογένειές τους ήθελαν να φύγουν• 2) όσοι πάλιν Έλληνες θελήσουν να μείνουν να είναι ελεύθεροι να το πράξουν. Ο Μουσταφά πασάς όμως παραβιάζει την συνθήκη: το βράδυ της 4 Αυγούστου πιάνει τον διοικητή M. Α. Bragadin και τους συνοδούς του πού ήταν άοπλοι και διατάζει να θανατώσουν όλους τούς στρατιώτες πού βρίσκονταν στο τουρκικό στρατόπεδο, 350 άνδρες, ανάμεσά τους και τούς ανδρείους αξιωματικούς Α. Bragadin και J. Α. Quirini. Μεθυσμένοι κατόπιν οι Τούρκοι από την αιματοχυσία ορχούν προς την πόλη και ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς — παρά τις προσπάθειες ενός σώματος γενιτσάρων να τούς απομακρύνη — κατορθώνει να εισδύση στην πόλη και να ριχθή στην σφαγή, στο σκλάβωμα, στις λεηλασίες και στις ακολασίες. Στις 6 του μηνός απαγχονίζονται, ύστερ’ από διαπόμπευση μέσα από τούς δρόμους, ό L. Tiepolo και ό Έλληνας αρχηγός των stradioti Α. ή Μ. Α. Σπηλιώτης. Μαρτυρικός ήταν ό θάνατος του Μ. Α. Bragadin: αφού στις 4 του μηνός του έκοψαν τ’ αυτιά και την μύτη, στις 8 τον υπέβαλαν σε διάφορους ταπεινωτικούς εξευτελισμούς, και κατόπιν τον οδήγησαν στην κεντρική πλατεία, όπου τον έγδαραν ζωντανό. Ο Bragadin για μισή ώρα υπέμενε με στητή την ψυχή τα μαρτύρια, ώσπου το μαχαίρι του βασανιστή του έφτασε στο στήθος. Ως τις τελευταίες στιγμές του αρνήθηκε ν’ αλλαξοπιστήση για να σώση την ζωή του.


Στις 9 Αυγούστου ό Μουσταφά μπήκε θριαμβευτικά στην Αμμόχωστο και την επαύριο άρχισε ό καθαρισμός των ερειπίων. Δώδεκα χιλιάδες πεζοί έμειναν στην Αμμόχωστο, Λευκωσία και Κερύνια και 4.000 ιππείς μοιράστηκαν στις Αλυκές, Λεμεσό, Πάφο, Κερύνια και αλλού.


Στις 22 Σεπτεμβρίου αναχωρεί ό Μουσταφά για την Κωνσταντινούπολη συναποκομίζοντας τα λάφυρα και τούς αιχμαλώτους της Αμμοχώστου, οι οποίοι υπέφεραν τρομερά από την κτηνωδία των κατακτητών. Στις 30 Σεπτεμβρίου δύο φορτηγίδες και μερικά από τα ιστιοφόρα βυθίστηκαν από τρικυμία μαζί με πολλούς αιχμαλώτους, κυρίως με το μεγαλύτερο μέρος των Ιταλίδων γυναικών. Στην Κωνσταντινούπολη, όταν στις 2 Νοεμβρίου έφθασε ό Μουσταφά, ό τουρκικός όχλος δεν μπόρεσε να γιορτάση με χαρά την νίκη των τουρκικών όπλων, γιατί τα νέα της ναυμαχίας της Ναυπάκτου τούς είχαν ρίξει σε βαθύτατη θλίψη.


4. Πολλοί Κύπριοι, πού είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βενετών, φεύγοντας μαζί με άλλους Έλληνες στρατιώτες ζήτησαν άσυλο στις βενετικές κτήσεις. Και ή Βενετία ενδιαφέρθηκε, ύστερ’ από την συνθήκη τής 5 Ιουλίου 1573, να τούς παραχωρήση γαίες γύρω από την Pola. Οι πρώτες όμως κυπριακές οικογένειες μόλις στα 1578 άρχισαν να καταφθάνουν εκεί, όπου κιόλας είχαν εγκατασταθή μερικές Κρητικές ύστερ’ από την λεηλασία της περιοχής Ρεθύμνου από τον Ουλούτς Αλή. Έτσι ως το τέλος το 1580 μόνον 25 οικογένειες Κυπρίων και άλλες τόσες Ναυπλιωτών και Μονεμβασιωτών είχαν εποικιστή στα έρημα χωριά Maderno καί Piroi. Οι πρόσφυγες όμως του Piroi αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις γαίες και τα σπίτια τους, γιατί το κλίμα του τόπου ήταν νοσηρό και οι καταπιέσεις των εντοπίων ανυπόφορες. Μερικές επίσης Κρητικές οικογένειες από το Ρέθυμνο εγκαταστάθηκαν το 1580 στην Pola καί στό Parenzo. Στήν Pola, μολονότι κατατρεγμένοι από την εχθρότητα των εντοπίων, μπόρεσαν ν’ αγκιστρωθούν στα αφιλόξενα εκείνα εδάφη, να επιζήσουν και να ιδρύσουν την εκκλησία του Αγ. Νικολάου επάνω στα ερείπια της καθολικής εκκλησίας τής Αγ. Αικατερίνης. Απέκτησαν και δικό τους νεκροταφείο. Εκκλησιαστικά υπάγονταν στην δικαιοδοσία του ορθόδοξου μητροπολίτη Φιλαδελφείας, πού έδρα είχε την Βενετία. Οι πρόσφυγες τα πρώτα εκείνα δύσκολα χρόνια είχαν την τύχη να βρουν στο πρόσωπο το προνοητή της Ιστρίας Marino Malipiero ένα θερμό συμπαραστάτη, έναν αληθινό φιλέλληνα• και την ευγνωμοσύνη τους προς αυτόν την διαιωνίζει ακόμη ως σήμερα λατινική επιγραφή του 1583 επάνω σε μαρμάρινη πλάκα στα δεξιά τής εισόδου τής εκκλησίας του Αγ. Νικολάου τής Pola. Ή ελληνική όμως αυτή κοινότητα δεν επρόκειτο ποτέ να δη μέρες ευημερίες. Φτώχεια και ταραχή κυριαρχούν εξ αιτίας τόσον των ενοχλήσεων των εντοπίων, όσο και των καταδιώξεων του καθολικού κλήρου. Την κατάσταση δεν μετέβαλε ουσιαστικά ή άφιξη νέων προσφύγων από την Κρήτη στα 16691, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο*.


5. Ή Κύπρος ερημώθηκε. Ειδικά ή περιοχή Μεσαριάς είχε τελείως καταστραφή από τον εχθρό. Από τούς 200.000 κατοίκους 40.000 περίπου βρήκαν τον θάνατο, ενώ πολύ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και σκορπίστηκαν ως δούλοι σε διάφορα μέρη τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μολαταύτα πολλοί, ιδίως κάτοικοι του δυτικού μέρους του νησιού, σώθηκαν στην λοφώδη περιοχή του Τροόδου (όπου τα τελευταία χρόνια είχε σημειωθή ή αντίσταση των Κυπρίων εναντίον των Άγγλων). Γι’ αυτό το μέρος εκείνο ήταν και το μόνο πού καλλιεργήθηκε τον πρώτο χρόνο. Έτσι ή Κύπρος διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από πείνα. Τώρα ό Μουσταφά και οι άλλοι επίσημοι Τούρκοι ενθαρρύνουν τούς χωρικούς να σπείρουν. Επίσης οι μπέηδες των κοντινών μικρασιατικών ακτών παίρνουν διαταγή να στείλουν κριθάρι και σιτάρι για τα στρατεύματα, καθώς τροφή και σπόρους για τούς ραγιάδες. Πολλοί Κύπριοι μπόρεσαν να εξαγοράσουν τα κτήματά τους, ενώ οι δουλοπάροικοι έγιναν κύριοι των αγρών, πού καλλιεργούσαν με το δικαίωμα να τούς κληροδοτήσουν στα παιδιά τους. Επίσης αποκαθίσταται ή ορθόδοξη αρχιεπισκοπή του νησιού, και χειροτονείται από τον οικουμενικό Πατριάρχη Μητροφάνη ό Τιμόθεος αρχιεπίσκοπος Κύπρου, «ήτοι Κωνσταντίας, νέας Ιουστινιανής». Διοικητής τής Κύπρου με το αξίωμα του μπεηλέρμπεη διορίζεται ό Μουζαφέρ πασάς, με πρωτεύουσα την Λευκωσία. Ο μπεηλέρμπεης με τον αγά των γενιτσάρων, τον χαζινέ δεφτερδάρ, τον δεφτέρ Κεχαγιά κ.α. αποτελούν το διβάνιο, το οποίο είναι μικρογραφία του αντίστοιχου της Κωνσταντινουπόλεως. Στην νέα αυτή διοικητική περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας υπάγονται και τέσσερα σαντζάκια από τις απέναντι ακτές τής Μ. Ασίας και τής Συρίας. Επίσης το νησί διαιρείται σε τρία και πολύ αργότερα σε τέσσερα σαντζάκια αντίστοιχα προς τις έδρες των ορθόδοξων επισκόπων: τής Λευκωσίας, Κερύνιας, Πάφου και Κυτίου, σε καζάδες και δέκα έξ ναχιέδες. Ένας μολλάς στην Λευκωσία και καδήδες σε διάφορες άλλες πόλεις και κωμοπόλεις ασκούσαν την θρησκευτική και δικαστική εξουσία. Παράλληλα λειτουργεί ή γνωστή κοινοτική διοίκηση των ραγιάδων.


Οι Τούρκοι αποβλέποντας στον ανασυνοικισμό τής Κύπρου εγκατέστησαν εκεί όχι μόνο πολλούς από τούς στρατιωτικούς, πού διακρίθηκαν στον πόλεμο, αλλά και 20.000 άλλους, πού έμειναν στο νησί ως άποικοι μετά την διάλυση του εκστρατευτικού σώματος, καθώς και μουσουλμανικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς από τις περιοχές Ικονίου, Λαράνδων, Καισαρείας, Νίγδης κ.α. 


Σύμφωνα με την πρώτη τουρκική απογραφή του φθινοπώρου 1572 υπήρχαν στο νησί 85.000 φορολογητέοι (εξαιρούνται οι γυναίκες, τα παιδιά κάτω των 14 ετών και οι άνδρες άνω των 50), Έλληνες, Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Κόπτες κ.α. Την εποχή ακριβώς αυτή της απογραφής και τής καταγραφής των κτημάτων έδρασαν και οι αγανακτισμένοι πάροικοι και «περπιριάριοι» (σκλάβοι) υποδείχνοντας στους Τούρκους τα διάφορα κτήματα (σπίτια, υποστατικά κ. λ.) των αρχόντων και ευγενών. Μολαταύτα ορισμένοι παλαιοί θεσμοί των Βενετών διατηρήθηκαν και από τούς Τούρκους, όπως π. χ. το να αγγαρεύωνται οι Κύπριοι — ασφαλώς οι πάροικοι — και να εργάζωνται δυό φορές την εβδομάδα στα εργοστάσια ζάχαρης.

Ο σουλτάνος ενδιαφέρεται προσωπικά να επιβάλη την τάξη και την ασφάλεια στο νησί και να εισπράξη τούς φόρους χωρίς καταπιέσεις και αυθαιρεσίες σε βάρος των κατοίκων. Επιθυμεί να ξαναβρή το νησί την παλαιά του ευημερία, αλλ’ αυτό δεν ήταν εύκολο. Ακόμη τις αρχές τού 17 αί. ή Κύπρος είναι πολύ έρημωμένη.
Ποια είναι τα αποτελέσματα της απώλειας της Κύπρου είναι εύκολο να τ’ αντιληφθή κανείς: Η Βενετία εκτοπίζεται οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο και χάνει την συχνή επαφή της με την Ασία, με το μακρινό δηλαδή και προσοδοφόρο δρόμο των Ινδιών. Τα ακραία ανατολικά σύνορα του θαλασσινού κράτους της αναδιπλώνονται προς την Κρήτη, πού από τώρα και στο εξής αποκτά μεγαλύτερη στρατηγική σπουδαιότητα.

Απόστολου Βακαλόπουλου, “Ιστορία του Νέου Ελληνισμού”, τομ. Γ’, Θεσσαλονίκη 1968.