"Η Αριστερά, βιώνοντας ερμητικά το χθες, ποτέ δεν είχε τόσα λίγα να πει για το αύριο" (Απόσπασμα από το βιβλίο Γ. Κοντογιώργης, Οι Ολιγάρχες, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σελ. 341-349)
"1. Σε ό,τι αφορά στην έννοια της προόδου, υπάρχει ένα ζήτημα που έχει να κάνει με την Αριστερά, το οποίο απαιτεί μια διευκρίνιση. Και τούτο διότι κατά τεκμήριο η Αριστερά ταυτίσθηκε με τον αδύναμο τον οποίο ενέταξε σε μια οπτική της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, που αποκλήθηκε σοσιαλισμός. Δεν έχει σημασία εάν το μεταβατικό αυτό σύστημα το όρισε ως "μετακαπιταλιστικό" στάδιο, ενώ δεν ήταν παρά το αμφιθαλές αδελφάκι του φιλελευθερισμού, που σηματοδοτούσε απλώς έναν διαφορετικό δρόμο, ο οποίος συνηγορούσε υπέρ της επίσπευσης της ανθρωποκεντρικής υποστασιοποίησης των κατώτερων, συγκεκριμένα, των πρώην δουλοπαροικιακών στρωμάτων. Ο φιλελευθερισμός, που σήμανε την έννοια της προόδου την προηγούμενη περίοδο, δημιούργησε ένα νέο δυισμό, ανάμεσα στην αστική τάξη, η οποία διεκδίκησε και επέτυχε την ανθρωποκεντρική της μετάβαση με όρους ηγεμονίας, και στις σε ανθρωποκεντρική υστέρηση λαϊκές μάζες.
Καθεμία από τις επιλογές αυτές, συνδύαζε το συμφέρον της κοινωνικής ομάδας που τη διακινούσε με ένα ορισμένο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα: του λεγόμενου φιλελευθερισμού ή του σοσιαλισμού. Η Αριστερά εν προκειμένω συνέδεσε την κοινωνική της ευαισθησία με το εγχείρημα της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας επί του συστήματος στο κράτος, ενώ ο φιλελευθερισμός προέκρινε την ατομική/ιδιωτική ιδιοκτησία. Και στις δύο αυτές επιλογές/ιδεολογίες υπήρχε κάτι κοινό. Η κοινωνία δεν αποτελούσε το διακύβευμα στη διαπάλη για τον έλεγχο της ιδιοκτησίας επί του οικονομικού συστήματος, ετίθετο αυτονοήτως στο περιθώριο του συστήματος, με το οποίο εκαλείτο να συνάψει μια συγκεκριμένη σύμβαση: μια σύμβαση, δυνάμει της οποίας εκχωρούσε ελευθερία, έναντι αμοιβής, ως αντίτιμο της (εργασιακής) συνεισφοράς της στην παραγωγή του οικονομικού προϊόντος. Και οι δύο επίσης ελάμβαναν ως δεδομένο ότι το πολιτικό σύστημα ανήκε όπως και στο παρελθόν εν είδει ιδιοκτησίας σε έναν τρίτο, ο οποίος στη μεταφεουδαλική φάση που αναφέρονταν ήταν μια νομική επινόηση, το νομικό πλάσμα του κράτους. Η κοινωνία και πάλι ετίθετο ασυζητητί στο περιθώριο της πολιτείας, ή για να είμαι σαφέστερος, σε καθεστώς ιδιωτείας. Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό που αναπόφευκτα θα εκαλείτο να δώσει πνοή, δηλαδή βούληση στο κράτος/σύστημα, μολονότι νομιμοποιείτο από το κοινωνικό σώμα, διατηρούσε ολοκληρωτικά το πολιτικό σύστημα, και μάλιστα, κατά τρόπο αδιαίρετο και ανεξέλεγκτο.
Το σύστημα αυτό κατέκτησε μια επιχειρησιακή ετοιμότητα και οδήγησε σε μείζονος σημασίας συμβιβασμούς ενόσω οι κινητήριοι συντελεστές του παρέμεναν κατά το ουσιώδες εντός του κράτους. Από τη στιγμή όμως που οι κυριότεροι εξ αυτών, η οικονομία και η επικοινωνία, ανέπτυξαν μια κοσμοσυστημική, δηλαδή διακρατική και υπό τις παρούσες συνθήκες πλανητική φιλοδοξία, οι ισορροπίες ανετράπησαν δραματικά, και οι κοινωνίες των πολιτών περιήλθαν σε πλήρη πολιτική αδυναμία.
Όταν λέμε λοιπόν ότι η Αριστερά έχασε το παλαιό ιδεολογικό της στίγμα, αλλά δεν κατόρθωσε να βρει έναν νέο βηματισμό, που να την ανασυνδέει με την πρόοδο εννοούμε ότι η δήλωση κοινωνικής ευαισθησίας που επαγγέλλεται δεν συνδυάζεται με ένα νέο πρόταγμα, το οποίο θα την έφερνε στο μέλλον. Η κοινωνική ευαισθησία της Αριστεράς, δεν συνοδεύεται από την πρόταξη ενός συστήματος, που επιπλέον θα αποκαθιστούσε την διαταραχθείσα ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνία και στην οικονομία. Η πρότασή της εξακολουθεί να παραμένει ερμητικά δέσμια του κεκτημένου του Διαφωτισμού, δηλαδή της εποχής που ο κοινωνικός άνθρωπος διαλογιζόταν υπό το πρίσμα της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Εξού και η προβληματική της για την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος εστιάζεται στο διακύβευμα μιας πιο αποτελεσματικής διαχείρισης του παρόντος συστήματος, χωρίς εντούτοις να δίνει απάντηση στο πώς θα ανατραπούν οι συσχετισμοί. Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά, αδυνατεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό διότι πολύ απλά δεν έχει ούτε πρόταση για το μέλλον της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης, ούτε και είναι ακόμη έτοιμη να αναστοχασθεί τη σχέση της με την κοινωνία. Για την Αριστερά, όπως και για τους θιασώτες της (νέο-)φιλελεύθερης αγοράς, η κοινωνία οφείλει να παραμένει ερμητικά εγκιβωτισμένη στην ιδιωτεία, δηλαδή να τελεί εκτός πολιτείας, υπό την επιτροπεία της μιας ή της άλλης "παράταξης". Με τον τρόπο αυτόν συνομολογεί ότι αρνείται να μεταβεί στο μέλλον, το οποίο συνεπάγεται, αφενός την θεσμική/πολιτική χειραφέτηση της κοινωνίας των πολιτών που αναφέρεται στην ομόλογη ελευθερία και αφετέρου, την επίγνωση ότι η κοινωνική ευαισθησία, πιο συγκεκριμένα η εναρμόνιση του σκοπού της πολιτικής με το κοινωνικό συμφέρον, διέρχεται ευθέως από την πολιτειακή ενσωμάτωσή της. Ώστε, εάν η εποχή του Διαφωτισμού συνδέθηκε άρρηκτα με την ατομική απελευθέρωση της κοινωνίας, ο 21ος αιώνας, διέρχεται ευθέως από την κοινωνική και ουσιωδώς από την πολιτική ελευθερία. Η Αριστερά, είναι πια καιρός να αντιληφθεί ότι η διάκριση μεταξύ ελευθερίας και δικαιωμάτων είναι θεμελιώδης και, οπωσδήποτε, δεν νοείται η μεν ατομική ελευθερία να ορίζεται ως αυτονομία, η δεν κοινωνική και πολιτική ελευθερία ως ένα απλό ετερονομικό δικαίωμα. Εάν η πρόοδος συνέχεται κατά τρόπον άρρηκτο με την ελευθερία, η διεύρυνσή της, με την απόδοση στην κοινωνία των πολιτών της αυτονομίας της -της αυτοκαθοριστικής της δυνατότητας- στα πεδία της κοινωνικοοικονομικής και της πολιτικής ζωής, θα καταστεί μεσοπρόθεσμα αναπόδραστη, λόγω του κενού που δημιούργησε ήδη η ανατροπή των συσχετισμών. Η διεύρυνση των πεδίων της ελευθερίας, συνεπάγεται ακριβώς την πρόταξη ενός νέου κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού συστήματος. Το τελευταίο, δεν μπορεί να είναι άλλο, από την αντιπροσώπευσης και στο βέθος του χρόνου τη δημοκρατία.
Με άλλα λόγια, ενόσω η Αριστερά θα αγνοεί ή θα αρνείται να ομολογήσει ότι η ανασύνδεσή της με την πρόοδο διέρχεται από την θεσμική χειραφέτηση της κοινωνίας των πολιτών και όχι από τη σωτηριακή σχέση που ύφανε στο παρελθόν μαζί της, η σχέση της με το μέλλον θα παραμένει προβληματική. Ήδη, από μακρού χρόνου, από τη δεκαετία του 1970 επιχειρηματολογούσα προς την κατεύθυνση αυτή, για να εισπράξω, από τους μεν "κατανόηση", από τους δε οργή, ιδίως από εκείνους που εννοούσαν να "χρωματίζουν" το επιχείρημά τους, με την σήμανση της Αριστεράς.
2. Είναι πια καιρός να εθισθούμε στην ιδέα ότι Αριστερός δεν είναι αυτός που εγγράφεται σε ένα κόμμα που δηλώνει Αριστερό ή που νομίζει ο ίδιος ότι είναι Αριστερός. Τα παρόντα κόμματα, στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο, δηλώνουν μεν Αριστερά, σε καμιά περίπτωση όμως δεν εγγράφονται σε μια Αριστερή ιδεολογία και προοπτική. Διότι όπως προείπα, το διακύβευμα είναι η πρόοδος, όχι η κομματική οπτική του πράγματος.
Η αποξένωση της Αριστεράς από τις επιλογές της κοινωνίας των πολιτών και σε κάθε περίπτωση η σταδιοδρομία της στο κλίμα της διαχείρισης του κράτους, με πρόσημο της εναλλαγή στην εξουσία, υποδηλώνει ότι στα μάτια της οι δυνάμεις της Αριστεράς δεν αντιπροσωπεύουν μια εναλλακτική απάντηση στις οβιδιακές μεταβολές που συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό να επισημανθεί ότι, μετά από τριάντα και πλέον χρόνια ηγεμονίας της Αριστεράς στην Ελλάδα και με το επακόλουθο της καταστροφής που της συσσώρευσε, μια εκδοχή της, μόλις πρόσφατα, στις 21/4, μια δημοσκόπηση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, έφερε στην επιφάνεια μια εκδοχή της κοινωνίας που δηλώνει πως συνολικά η σημερινή της κατάσταση είναι συγκριτικά χειρότερη από εκείνη της εποχής της χούντας.
Μια μερίδα της άρχουσας διανόησης, που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή, διδάσκει ότι η κοινωνία φταίει για την κατακρήμνισή της στον Άδη -ότι μάλιστα διακατέχεται από αυταρχικά αντανακλαστικά και από επικίνδυνες προκαταλήψεις που την κάνουν ακατάλληλη να αναλάβει περισσότερες πολιτικές ευθύνες- και όχι η λογική της ιδιοποίησης του κράτους από το κομματικό κατεστημένο. Αρκεί, εντούτοις, να διερωτηθεί κανείς τι έφταιξε που σήμερα στα μάτια της κοινωνίας είναι απολύτως δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ του συνόλου κομματικού συστήματος και του αυταρχικού καθεστώτος.
Από την άλλη, καταβάλλεται προσπάθεια να καταδειχθεί ότι η Αριστερά διαθέτει ένα πιο εδραίο έρμα πολιτικής ηθικής και επιχειρησιακής ικανότητας, ιδίως δε να επιμερισθούν οι ευθύνες με γνώμονα το ισοζύγιο της ευθύνης ενός εκάστου (προσώπου ή κόμματος) στη διακυβέρνηση της χώρας. Εκτιμώ ότι η προσέγγιση αυτή είναι παραπλανητική και, οπωσδήποτε, εντελώς δευτερεύουσα. Το ότι η Αριστερά δεν είχε την ευκαιρία να κυβερνήσει δεν την απαλλάσσει από τις ευθύνες ούτε την ορίζει ως μια διαφορετική συνιστώσα του προβλήματος. Πρώτον, διότι ο αποκλεισμός της από την εξουσία υποδηλώνει ότι το πρόταγμά της δεν εγγράφεται στις επιλογές της κοινωνίας και προφανώς τα πρόσωπα που διαφεντεύουν τα κόμματα της Αριστεράς, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. Επιπλέον η ενγένει πολιτεία της στην αντιπολίτευση, δεν την καθιστά λιγότερο πειστική και μάλιστα λιγότερο συνυπεύθυνη, σε σύγκριση με τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα. Πρώτον διότι όπου βρέθηκε σε θέσεις εξουσίας φέρθηκε εξίσου αντικοινωνικά αν όχι και χειρότερα από ότι η όποια εκδοχή της δεξιάς. Παράδειγμα τα πανεπιστήμια, ή το μεγάλο γλέντι της Ολυμπιακής και των άλλων δημοσίων επιχειρήσεων. Δεύτερον, διότι σε τίποτε δεν διαφοροποιείται η Αριστερά στο ζήτημα του πολιτικού συστήματος από τα κόμματα εξουσίας. Εγκιβωτισμένη στην αυτάρεσκη εντύπωση ότι αυτή μπορεί καλύτερα και είναι ηθικότερη, αποτελεί την πλέον πανηγυρική ομολογία ότι δεν εξέρχεται ούτε κατά μικρόν από το σχήμα της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που υιοθετούσε η ίδια ή η δεξιά στο παρελθόν. Η αντιπροσωπευτική -για να μην πω η δημοκρατική- προσομοίωση του πολιτικού συστήματος, της προκαλεί αλλεργία πρώτου βαθμού. Η κοινωνία των πολιτών προσεγγίζεται ως λάφυρο, που θα της επιτρέψει να ασκήσει την "καθοδηγητική" της ηγεσία και επιρροή, με πρόσημο την πολιτική εξουσία, όχι ως εταίρος της πολιτείας. Τρίτον, στην ελληνική συγκυρία της κρίσης δεν διακρίνει κανείς ένα κόμμα ή, έστω, μια παράταξη που να διατυπώνει μια διαφορετική πρόταση για την άρση των αιτίων της καταστροφής. Η Αριστερά, βρίσκεται στην ίδια πλευρά με την δεξιά, που εννοεί να μεταθέτει βασικά το πρόβλημα στους κακούς ξένους. Η διαφορά τους εστιάζεται στον εξωτερικό υπαίτιο: τους καπιταλιστές ή τους τροϊκανούς, τους Γερμανούς ή όποιο άλλο αλλοδαπό δαιμόνιο. Καμία Αριστερά δεν αποδέχεται -θα έλεγα ότι όλες αρνούνται πεισματικά- να αγγίξει το ζήτημα των πυλώνων της διαρκούς καταστροφής του ελληνικού κόσμου, από τη δεκαετία του 1830 έως σήμερα: του πολιτικού συστήματος, της δημόσιας διοίκησης και της νομοθεσίας που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Η Αριστερά, στο πλαίσιο αυτό, πολέμησε όσο κανείς άλλος τα θεμέλια της κοινωνικής συλλογικότητας για να αποτρέψει την χειραφέτηση και, κατά τούτο, την πολιτική αξίωση της κοινωνίας. Προφανώς, έχει πια γίνει εμφανές ότι από την Αριστερά ξεπήδησαν οι μείζονες θιασώτες της ιδεολογικής διαχείρισης της καταστροφής και της ενοχοποίησης της κοινωνίας για όσα δεινά έχουν συσσωρευτεί στον τόπο. Αυτές διακινούν, εργολαβικά, την αγωνία των αγορών να αποδομήσουν την κοινωνική συλλογικότητα, ώστε να μην την συναντήσουν ως εμπόδιο στο δρόμο τους. Το έθνος για την Αριστερά, δεν εγγράφεται ως συνείδηση κοινωνίας, και κατ'επέκραση, στην ευθύνη της κοινωνίας των πολιτών. Αποτελεί, κατ'αυτήν μια επινόηση του κράτους, ενώ στην προβληματική της η ταυτοτική συλλογικότητα αποτελεί την αιτία όσων συμβαίνουν σήμερα, όχι η αυτονομία και το ανεξέλεγκτο της πολιτικής από την κοινωνία.
Εάν λοιπόν η πρόοδος συνδέεται, υποθέτω, με την ελευθερία της κοινωνίας και την ευημερία της, τα στοιχεία αυτά δεν συντρέχουν σε κάποιο "αριστερό" κόμμα. Αριστερά και Δεξιά διαλέγονται υπό το πρίσμα των ιδεών και των θεσμών του 18ου και του 19ου αιώνα, δηλαδή ως τυπικά αναχρονιστικές αν όχι και αντιδραστικές δυνάμεις. Τις ενδιαφέρει να κατέχουν την πολιτεία -την ιδιοκτησία/έλεγχο επί του οικονομικού και πολιτικού συστήματος- και όχι να την αποδώσουν στην ευθύνη της κοινωνίας. Καμία Αριστερά, από αυτές που γνωρίζω, δεν θεωρεί ότι η κοινωνία των πολιτών αποτελεί την αιτία της ύπαρξης του κάθε (οικονομικού και πολιτικού) συστήματος. Την κοινωνία την θέλουν ως διαδηλωτή (ή ως απεργό) στους δρόμους, όχι ως θεσμικό παράγοντα που θα λαμβάνει μέρος στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων.
Σε μια εποχή όμως που, όπως είδαμε, θεμελιώδεις συντελεστές του κοσμοσυστημικού γίγνεσθαι, όπως η οικονομία και η επικοινωνία, έχουν μεταβεί στο μέλλον και έχουν ανατρέψει τους συσχετισμούς ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος και την αγορά, η εμμονή στο παρελθόν, σε ότι αφορά τον μοναδικό μοχλό αποκατάστασης της ισορροπίας υπέρ της κοινωνίας, την πολιτεία, δεν νομιμοποιεί κανέναν να δηλώνει προοδευτικός.
Κάποτε, πριν είναι πολύ αργά, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν ωφελεί να μένουμε στο γράμμα των εμμονών μας. Η εναλλαγή στην εξουσία με πρόσημο τις καθεστωτικές δυνάμεις, δεν αποτελεί λύση. Θα έλεγα ότι δεν αποτελεί λύση ούτε η ανάδειξη νέων δυνάμεων, χωρίς πρόσημο υπέρβασης του κρατούντος συστήματος, με τον οργανικό εναγκαλισμό της κοινωνίας των πολιτών, καθώς σε πολύ σύντομο διάστημα θα ενσωματωθούν στη δυναμική του εκφυλισμένου ήδη πολιτειακού συστήματος. Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει το μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος, δηλαδή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, την εκ του μηδενός ανασυγκρότηση του κράτους, με γνώμονα το μέλλον, δηλαδή στη βάση μιας πολιτικής σχέσης που θα αποσπά το εντολιακό, τουλάχιστον, μέρος του πολιτικού συστήματος από το κράτος και θα το αποδίδει στην κοινωνία των πολιτών. Και σ'αυτό το καταλυτικό για την εποχή μας θέμα, την αντιπροσωπευτική μετάλλαξη της πολιτείας, οι δυνάμεις της Αριστεράς στοιχίζονται το ίδιο στρατόπεδο με τις άλλες δυνάμεις (της δεξιάς κλπ), απέναντι στην κοινωνία.
Κλείνουμε με μια, κατά την κρίση μου, μείζονος σημασίας επισήμανση. Την Αριστερά δεν την έριξε αναιτίως η κοινωνία των πολιτών στο περιθώριο. Εξήλθε μόνη της από το δημιουργικό σκέλος της ιστορίας, ως απόρροια της ολοκλήρωσης του έργου της που ήταν η ρυμούλκηση του "κοινού λαού" στον ανθρωποκεντρισμό, και της αδυναμίας της ή, εφεξής, και της άρνησής της να μεταβεί στον μέλλον. Να εναγκαλισθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι υπό το πρίσμα της προόδου, δηλαδή του γινομένου της νέας, πια, της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας. Επομένως, η τυχόν άνοδος της όποιας "Αριστεράς" στην εξουσία, δεν πρέπει να εκληφθεί ως αναγνώριση της προοδευτικής της σημειολογίας από την κοινωνία. Η Αριστερά στην εξουσία δεν υποδηλώνει ούτε την άνοδο του λαού στην εξουσία, όπως δημαγωγικώς υποστηρίζεται, ούτε προφανώς την ανάδυση μιας νέας εναλλακτικής συνιστώσας στα κοινωνικο-πολιτικά δρώμενα. Αυτό ακριβώς το ζήτημα στοιχειοθετεί την κατεξοχήν επιβαρυντική παράμετρο της σημερινής δυτικής και ουσιωδώς της ελληνικής κρίσης. Το αδιέξοδο της Αριστεράς, και κατά τούτο, του σύγχρονου κόσμου, έγκειται στο ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε τόσα λίγα να πει, ο κόσμος της, όσα σήμερα. Και ποτέ άλλοτε δεν είχε βρεθεί τόσο μακριά, απόμακρη και, θα έλεγα, αντιμέτωπη με την κοινωνία των πολιτών και το διακύβευμά της".
Ανάρτηση από: http://contogeorgis.blogspot.gr