Του Κώστα Γιαννιώτη
Επειδή, τον τελευταίο καιρό, οι γυμνοσάλιαγκες του δωσιλογισμού, ξαναπήραν σβάρνα τα κανάλια, κλαίγοντας που τους «ανάγκασαν οι δανειστές» να βάλουν τη βρομοϋπογραφή τους για την παράδοση της χώρας, θεώρησα σκόπιμο να τους θυμίσω, για άλλη μια φορά, αυτά που τους είχα γράψει το Νοέμβρη του `15, σε άρθρο με τίτλο
Το δίλημμα του Γιάννη!!
Άκου, Βαρεμένε και οι υπόλοιποι, που διαλαλείτε σε κάθε τόνο και με κάθε ευκαιρία το δωσιλογισμό σας, λέγοντας πως «Εμείς δεν θέλαμε το μνημόνιο κι αυτά τα μέτρα, αλλά μας τα επέβαλαν! Μας πίεσαν και μας εκβίασαν» (!!)
* * * *
* * * *
Άκου την παρακάτω ιστορία, που θέλεις να ξεχαστεί –εσύ και όλοι οι άλλοι σαν και σένα …………
(προηγούμενοι και νυν)– και συγκρίνετε τα φτωχοτόμαρά σας με το μεγαλείο του ΠΑΤΡΙΩΤΗ!!
Ήταν πρωί παραμονής Χριστουγέννων τού 1822. Ο Γιάννης Γούναρης, που φρόντιζε να υπάρχει πάντα φρέσκο κυνήγι στο πιάτο του Ομέρ Βρυώνη, είχε βγει στον κάμπο της λιμνοθάλασσας, τάχα για κυνήγι. Με το όπλο κρεμασμένο στον ώμο προχωρούσε και παραμιλούσε! Το ψιλό χιονόνερο βίτσιζε το πρόσωπό του, αλλά δεν το ένιωθε γιατί μια πιο μεγάλη παγωνιά είχε αγκαλιάσει τα σωθικά του!
Τα πρόσωπα των γονιών του, των λατρεμένων μικρών παιδιών του και της αγαπημένης του γυναίκας -όλοι τους όμηροι του Ομέρ- ήταν συνέχεια μπροστά στα θολωμένα μάτια του.
Μόλις πριν λίγο είχε κρυφακούσει τα μυστικά σχέδια του αφέντη του, του Ομέρ Βρυώνη, για αιφνιδιαστική επίθεση που ετοίμαζε εναντίον του Μεσολογγιού για απόψε τη νύχτα, παραμονή Χριστουγέννων, που οι πολιορκημένοι θα βρίσκονταν στην εκκλησιά! Ήταν η ώρα που άκουσε τον Ομέρ Βρυώνη να λέει πως «αν οι άπιστοι τους περιμένουν στα ταμπούρια, θα ξέρει σίγουρα ποιος μαρτύρησε το σχέδιο και τότε ξέρει αυτός! Πριν του πάρω το κεφάλι, θα του φέρω να δει τα κεφάλια των δικών του, στον ντορβά ».
Το κεφάλι του βούιζε, τα μάτια του έτρεχαν, οι εικόνες των δικών του τον κυνηγούσαν! Παραμιλούσε, σχεδόν έσκουζε, σαν λαβωμένο ζώο. Πάλευε με το χιονιά όπως και με τη συνείδησή του. Έβαζε στη ζυγαριά, από τη μια την οικογένειά του, τα σπλάχνα του, κι από την άλλη τους χιλιάδες πολιορκημένους συμπατριώτες του! Κι η ζυγαριά δεν έλεγε να δείξει! Παλαντζάριζε μια από δω και μια από κει! Κι ο λυγμός τον έπνιγε! Τα δάκρυα στέγνωναν από τον παγωμένο βοριά! Με μάτια κόκκινα, έψαχνε γύρω του σα λαβωμένο ζώο, χωρίς να βλέπει άκρη. Μια κοίταζε τον ουρανό ζητώντας βοήθεια και συμβουλή και μια καταριόταν την τύχη του και ούρλιαζε! Χιλιάδες φωνές μέσα του τον τρέλαιναν! Κάθε μια και κάτι διαφορετικό! Μέχρι που, χωρίς να το καταλάβει, τα βήματά του τον έφεραν μπροστά στον «τοίχο» του Μεσολογγιού!
Εκεί όλες οι φωνές έγιναν μια!! «Κανένας σας απόψε στις εκκλησιές», φώναξε στον πρώτο που είδε σε ταμπούρι. «Φυλαχτείτε!». Κι έφυγε τρέχοντας, κλαίγοντας και παραλοϊσμένος!
Τη νύχτα οι καμπάνες βάρεσαν, αλλά τα ταμπούρια ήταν γεμάτα πολεμιστές! Ο Ομέρ Βρυώνης έπαθε πανωλεθρία και το Μεσολόγγι άντεξε!
Η οικογένεια του ΠΑΤΡΙΩΤΗ Γιάννη Γούναρη σφάχτηκε μέχρις ενός. Ο ίδιος κρύφτηκε στους γκρεμούς της Κλεισούρας, έχτισε με πέτρες μια «φωλιά» και πέθανε σαν ερημίτης, μέσα στο μαράζι, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ψάχνοντας να ακουμπήσει τους αγαπημένους του.
Όποιος πατριώτης περνά σήμερα από την Κλεισούρα, ας σταματήσει για λίγα λεπτά να ακουμπήσει λίγα αγριολούλουδα στην προτομή του, που συντροφεύει την προτομή του Πατροκοσμά!!
Ας του πει δυο λόγια παρηγοριάς! Πως θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε την ΠΑΤΡΙΔΑ του!! Το «Μεσολόγγι» του! Πως η θυσία του δεν πήγε χαμένη!
* * * *
Σας πίεσαν, έ, Βαρεμένε!! Σας εκβίασαν, έ, Βαρεμένοι (προηγούμενοι και σημερινοί)!!
Επειδή, αρκετοί από σας, περνάτε συχνά από την Κλεισούρα, μην κάνετε πως δε θυμάστε και δε βλέπετε!
Σταματήστε, μια φορά μπροστά στην προτομή του Γιάννη Γούναρη, του ΠΑΤΡΙΩΤΗ, και εξηγήστε του γιατί παραδώσατε τα ιερά και τα όσια του λαού μας, μαζί με τα ασημικά του, στους γύπες κατακτητές!
Να κρατηθείτε όμως κάπως απόμακρα, για να μην ακούσετε το βρυχηθμό του και να μη σας φτάσει το φτύσιμό του!!
Ανάρτηση από: https://tolimeri.wordpress.com