Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Υψηλή σύνθεση, χαμηλή πτήση

«Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος»
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Του Γιώργου Καραμπελιά
Σχετικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου, έχουν υπάρξει οι πλέον αντιφατικές τοποθετήσεις. Από την (προσωπο)λατρεία μέχρι την απόλυτη δαιμονοποίηση, χωρίς να υπάρχει ακόμα μια ολοκληρωμένη και νηφάλια αποτίμηση της προσωπικότητάς του. Ίσως επειδή ήταν εξαιρετικά αντιφατική και πολυσύνθετη, και σίγουρα διότι δεν έχει μεσολαβήσει η αναγκαία ιστορική απόσταση για μια τέτοια αποτίμηση. Εξάλλου, η μεταπολίτευση, την οποία σφράγισε, αποτελεί και σήμερα ενεργό πραγματικότητα.
Ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του άρθρου έχει κατά καιρούς προβεί σε αποτιμήσεις της δράσης και της προσωπικότητας του «Ανδρέα», πολύ διαφορετικές, ανάλογα με τη στιγμή, τη συγκυρία και το αντικείμενο. Συνήθως -από την πλευρά μου- αυτές υπήρξαν μάλλον αρνητικές, αλλά ενίοτε θετικές ως προς τον συνολικό ιστορικό ρόλο του.
Πάντως, σήμερα, ίσως και γιατί μια ιστορική περίοδος μοιάζει να κλείνει, μπορούμε να αρχίσουμε να προσεγγίζουμε σφαιρικότερα την προσωπικότητα και τη δράση του. Και η σημερινή μου προσέγγιση συνοψίζεται στον τίτλο του άρθρου μου:Υψηλή σύνθεση, χαμηλή πτήση.
Ξεκινάω από το πρώτο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό ιδεολογικό και πολιτικό άλμα από τον κεϋνσιανό καθηγητή οικονομετρίας των αμερικάνικων πανεπιστημίων, στη δεκαετία 1950, στον νεομαρξιστή, αντιιμπεριαλιστή ηγέτη του 1970. Πράγματι, αυτή η ιδεολογική διαδρομή -σπάνια για έναν διανοούμενο προερχόμενο από τις ελίτ του αμερικανικού και ελληνικού κατεστημένου (στην Αμερική, συνδεδεμένος με την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος και στην Ελλάδα, γιος και «διάδοχος» ενός προβεβλημένου πολιτικού ηγέτη)- είναι όντως εντυπωσιακή και καταδεικνύει την ευστροφία και τη θεωρητική του τόλμη:
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, μέσα σε δέκα χρόνια, και μάλιστα σε ώριμη ηλικία, πέρασε από μια τυπικά κεντρώα σοσιαλδημοκρατίζουσα πολιτική αντίληψη σε μια ριζοσπαστική ιδεολογική και πολιτική σύνθεση. Κατανόησε, ιδιαίτερα μετά τη δικτατορία, πως το παλιό πολιτικό σύστημα, με την ιδεολογική και θεσμική αρματωσιά του, συνδεδεμένη με το μετεμφυλιακό κράτος, δεν ανταποκρινόταν πλέον στις συνθήκες του πολιτικού ριζοσπαστισμού που πυροδότησε η δικτατορία, και η κατάρρευσή της μέσα από μια εθνική προδοσία.Προέβη λοιπόν σε μια πρωτότυπη και τελεσφόρα ιδεολογική και πολιτική σύνθεση. Αρχικώς, εντόπισε ορθά τον χαρακτήρα της χώρας ως μιας χώρας εξαρτημένης από τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα, με μία μεγαλοαστική τάξη μεταπρατικού/παρασιτικού χαρακτήρα. Έτσι, συνέδεσε το αίτημα για ανανέωση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, προς την κατεύθυνση ενός δημοκρατικού κοινωνικού κράτους, με εκείνο της απόρριψης της ξένης εξάρτησης. Δηλαδή, το δίδυμο των πασοκικών συνθημάτων της δεκαετίας του 1970: «σοσιαλισμός» και«η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».
papandreou544336
Ταυτόχρονα, προέβη και σε μία ιδιότυπη αλλά προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα κοινωνική και ταξική ανάλυση. Εγκαταλείποντας τον ξύλινο ταξικιστικό λόγο της Αριστεράς, που επέμενε μόνο στην «εργατική τάξη», εντόπισε την ελληνική ιδιαιτερότητα, δηλαδή το ιδιαίτερο βάρος της μικροΐδιοκτησίας και των μικροαστικών στρωμάτων, προτείνοντας μια «συμμαχία αγροτών, εργατών και μικρομεσαίων», τους οποίους αποκάλεσε «μη προνομιούχους Έλληνες». Έτσι, υπερακόντισε την παραδοσιακή Αριστερά, τακτική που είχε εγκαινιάσει ήδη από το 1965, συνδυάζοντας τη συστημική του ιδιότητα (προβεβλημένο στέλεχος ενός αστικού κόμματος όπως η Ένωση Κέντρου) με την επαναστατική ταυτότητα (ως ηγέτης της ριζοσπαστικής αντιστασιακής οργάνωσης, ΠΑΚ), για να επιτύχει μια πρωτότυπη και πλειοψηφική σύνθεση με το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συλλάβει την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας τόσο στην ταξική της σύνθεση όσο και στη πολύ ιδιότυπη σχέση της με τη Δύση: αποικιοκρατούμενη και ταυτόχρονα οργανικό στοιχείο της, ως παρασιτική της απόφυση.
Όμως, αυτή η επιτυχία του, δηλαδή η επιτυχία μιας πολιτικής που έρχεται «από τα πάνω» για να ενσωματώσει το κύμα που ερχόταν «από τα κάτω» (πέτυχε να ενσωματώσει ακόμα και τις εαμογενείς μάζες), υπήρξε ταυτόχρονα και η γενεσιουργός αιτία των αδυναμιών και των αστοχιών του εγχειρήματός του. Διότι η εφαρμογή ενός τέτοιου ριζοσπαστικού -επαναστατικού στις ελληνικές συνθήκες- προγράμματος θα απαιτούσε την ύπαρξη ενός πολιτικού κινήματος, με υψηλό χαρακτήρα ανιδιοτέλειας, εργατικότητας και συνοχής, και εν τέλει μια άλλη πραγματικότητα του ίδιου του λαϊκού σώματος. Αντ’ αυτού, ο Ανδρέας Παπανδρέου διέθετε ένα κόμμα συγκροτημένο από ένα μείγμα πολιτευτών παλαιάς κοπής, από την Ένωση Κέντρου, και μια νεόκοπη ομάδα υποστηρικτών χωρίς μεγάλο βάθος παιδείας, αγωνιστικότητας και δραστηριοποίησης. Εξάλλου, το ίδιο το λαϊκό σώμα, μετά τα εφτά χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας, είχε αποκοπεί από κάθε πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα, αποκτώντας μια οπαδική και πελατειακή σχέση με την πολιτική εξουσία.
Μια «επανάσταση από τα πάνω», όπως αυτή που ευαγγελιζόταν ο Ανδρέας, θα απαιτούσε και τα ανάλογα πολιτικά εργαλεία. Και αυτά όχι μόνο απουσίαζαν αλλά ο ίδιος ο ηγέτης έμενε σφραγισμένος από αυτόν τον δισυπόστατο χαρακτήρα του και την έλλειψη μιας μακράς αγωνιστικής προπαίδειας. Η ίδια η νεανική του διαδρομή, από τον τροτσκισμό των μαθητικών του χρόνων στην προσαρμογή του στις αμερικανικές νόρμες, ήδη από τη δεκαετία του ’40, καταδείκνυε αυτά τα χαρακτηριστικά του.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συλλάβει την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας τόσο στην ταξική της σύνθεση όσο και στη πολύ ιδιότυπη σχέση της με τη Δύση: αποικιοκρατούμενη και ταυτόχρονα οργανικό στοιχείο της, ως παρασιτική της απόφυση.
Επιπλέον, είναι ένα πράγμα να στηρίζεσαι στους μη προνομιούχους Έλληνες και ένα δεύτερο να τους μεταβάλλεις στη… νομενκλατούρα του κράτους. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου θα κάνει το δεύτερο. Θα διογκώσει το κράτος και τους μηχανισμούς του συρρικνώνοντας ταυτόχρονα τις παραγωγικές δομές της χώρας (όλη η δεκαετία του ’80 θα έχει μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης) και, επομένως, θα στηρίξει αυτή τη διόγκωση και τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους αλά ελληνικά στον… εξωτερικό δανεισμό. Η διόγκωση του κράτους, ο δανεισμός και η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης οδήγησαν στη διεύρυνση της διαφθοράς – όπως έλεγα κάποτε, προκλητικά, η μόνη κοινωνικοποίηση που έφερε επιτυχώς εις πέρας το ΠΑΣΟΚ ήταν η κοινωνικοποίησης της διαφθοράς.
Εν κατακλείδι, η υψηλή στρατηγική σύνθεση και η εύστοχη κοινωνική ανάλυση έδωσαν την δυνατότητα στον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ να ηγεμονεύσουν ιδεολογικά και πολιτικά σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης αλλά, από την άλλη πλευρά, διαμόρφωσαν αυτό το ιδιαίτερο στυλ της διάστασης μεταξύ λόγων και έργων που σφραγίζει τη μεταπολιτευτική περίοδο. Δυστυχώς, δεν έχουμε εδώ τον χώρο για να προβούμε σε μια ενδελεχέστερη διερεύνηση των συνεπειών αυτής της διάστασης λόγου και έργων στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής (όπου ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης μεταβλήθηκε σε γενικευμένο μπάχαλο και διάλυση), της εξωτερικής πολιτικής (όπου, από το«βυθίσατε το Χόρα», καταλήξαμε στις τραγικές υποχωρήσεις του Νταβός και της Μαδρίτης), της παραγωγικής υποδομής της χώρας (όπου, από τις θεωρίες για αυτόκεντρη ανάπτυξη, καταλήξαμε στην κατάρρευση των παραγωγικών δομών και την περαιτέρω παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας, τη μεταβολή των Ελλήνων «σε γκαρσόνια της Ευρώπης», σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του… Ανδρέα).
Πάντως, για να μη δαιμονοποιούμε ή να προσωποποιούμε τις ιστορικές περιόδους, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου και η μεταπολίτευση, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, καταγράφουν ένα θετικό ιστορικό αποτύπωμα, παρά τις ήδη προφανείς αρνητικές πλευρές τους. Ταυτόχρονα, όμως, έθεσαν τις βάσεις για μια κατ’ εξοχήν αρνητική εξέλιξη στη συνέχεια, με αποκορύφωμα τον Αρμαγεδδώνα της σαρωτικής κρίσης που βιώνουμε.
Ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ ενσαρκώνουν εν τέλει τις ίδιες της αντιθέσεις και τις πραγματικότητες του κοινωνικού σώματος. Ο Παπανδρέου υπήρξε έκφραση των θετικών και αρνητικών στοιχείων του ίδιου του ελληνικού λαού και της ελληνικής ιδιοπροσωπίας στη μεταπολιτευτική περίοδο και ταυτόχρονα επέδρασε αποφασιστικά, σε μια σχέση ανάδρασης, στη διαμόρφωση της πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας της χώρας.
Τα επόμενα χρόνια, όταν θα έχει κλείσει ολοκληρωτικά η ιστορική περίοδος της μεταπολίτευσης -την οποία ανέλαβε να «κλείσει» ένας πολιτικός που αποτελεί κακέκτυπο των αδυναμιών του, ο Αλέξης Τσίπρας-, θα μπορούμε ίσως να προβούμε και σε μια πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση.
Ανάρτηση από: http://www.huffingtonpost.gr