«Η καλογεννούσα (ή καλογεννούδα) η μάνα, νικά το χάρο.»
«Κατά μάνα, κατά τάτα (ή κύρη), κατά γιο και θυγατέρα.»
«Τα παιδιά παίδες τραβούν κι οι μάνες τις ξεχάνουν.»
«Τ᾿ ακριβού η μάνα στο παζάρι πουλιέται.»
«Παραζούζουλη είναι η μάνα και πανώρια η θυγατέρα.»
«Κάλλια να κλάψ’ η μάνα σου παρά η εδική μου.»
«Κάλλιο είναι η μάνα του φονιά παρά του σκοτωμένου.»
«Αμαρτίες του πατέρα και της μάνας τις κλαίνε τα παιδιά.» (Ιταλική)
«Όποιος άλλο στόμα φιλάει, μάνα και πατέρα λησμονάει.»
«Εσύ ‘σαι μάνα και δεν κλαίες κι εγώ αδελφή να κλαίγω.»
«Με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι.»
«Λάχανα στη μάνα μου, λάχανα στον άντρα μου, κάλλια ήταν στη μάνα μου.»
«Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.»
«Είπαν τα γαϊδουρόπουλα τη μάνα τους γαϊδούρα.»
«Η μάνα γεννάει, μα δεν μοιραίνει.»
«Είχα πατέρα κι έκλανε, μάνα κι ετσιρλοκόπα.» [Παρ. Επί ποταπής οικογενείας.]
«Το νταηλίκι της μάνας είναι το αρσενικό παιδί.»
«Το ‘να παιδί καλό παιδί· τ’ άλλο δεν είχε μάνα.»
«Της μάνας τον περίδρομο η κόρη τον επήρε.»
Δε τη νούγια κι έπαρε παιδί, δε τη μάνα κι έπαρε παιδί.»
«Η μάνα η λιμπισαριά [= που λιμπίζεται, λαίμαργη] κάνει τσιμπλιάρικα παιδιά.»
«Όποια δεν παιδοκομάει ξέρει και κατηγοράει.»
«Η μάνα τάζει τα προικιά, πατέρας τα χωράφια.»
«Έξω απ’ τη μανίκα μου κι α είναι κι η μανίτσα μου.
«Η αυγή θέλει το δείξει, τίνος μάνα θε να λείψει.»
«Κάλλιο να κλάψει το παιδί, παρά να κλάψει η μάνα.»
«Θεέ, μη δώσεις του παιδιού τα [=όσα] βάζ’ ο νους της μάνας.» [Βεν. Επί των κατά διάνοιαν βασανιζομένων δι’ υπονοιών επί τοις φιλτάτοις.]
«Άμα βλέπεις τη μάνα κλαις το παιδί.»
«Αν δεν κλάψει το παιδί μικρό, κλαίει η μάνα μεγάλη.»
«Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίν’ η μάνα.»
«Δε με ρωτούν αν έχω κόρη, μον με ρωτούν αν έχω μάνα.» [Βεν. Προς τους το ίδιον συμφέρον επιδιώκοντας και τον των άλλων ολιγωρούντας.]
«Βοηθά η νύχτα κι η αυγή, σα νάχεις μάνα κι αδερφή.»
«Όξω απ’ τη μανίκα μου κι ας είναι κι η μανίτσα μου.»
«Είδες, μάνα, καλομοίρη; Ιδέ και το παιδί του.» [Βεν. Επί των διαρκώς ευτυχούντων.]
Θέλ’ ο τάτας μας [= ο πατέρας] και κλάνει η μάνα μας.»
«Κάλλιο η μάνα σ’ η καλή παρά η μάνα μ’ η κακή.»
«Μάνα, το ριζικό μου δώσε και στην κοπριά με χώσε.»
«Ποιος παινάει τη νύφη μας; η τσιμπλιάρα η μάνα της.»
«Μικρά παιδιά, μικρές παίδες [= παιδέματα]· μεγάλα παιδιά, μεγάλες παίδες.»
«Μήτε η πεθερά μητέρα, μήτε η νύφη θυγατέρα.»
«Τάξε κι εσύ μανούλα μου το φέσι με τη φούντα μου.»
«Ας με βαστά η μανούλα μου κι ας με βαστ’ άνω κάτω.»
«Η γάτα τα γατάκια της κι η μάνα τα παιδάκια της.»
«Λούζεις με, χτενίζεις με, ξέρω ποια μάνα μ’ έκανε (ή ξέρω ποιος μ’ εγέννησε.)» [Βεν. Εις αγνώμονας και αχαρίστους.]
«Μ’ έκανε η μάνα μου να μοιάσω του κυρού μου.»
«Μήτε η μηλιά τα μήλα της, μήτε η μάνα τα παιδιά της.» [= ούτε η μηλιά κρατάει για πάντα τα μήλα, ούτε η μάνα τα παιδιά της.]
«Δεν το έχω τόσο πώς επέθανε η μάνα μου, όσο στα αναρωτήματα.»
«Είχε μάνα κι έκλανε και θειά και πορδοκόπα. »
«Η μάνα γεννά και η μοίρα μοιράζει. »
«Θα πηδήξω (ή θα τρέξω), μάνα· να σε ιδώ, παιδί μου.»
«Απ’ όλα τα μυρωδικά, κάλλιο μυρίζει η μάνα.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Π. Αραβαντινός. Παροιμιαστήριον ή συλλογή παροιμιών εν χρήσει ουσών παρά τοις Ηπειρώταις. Τυπογραφείον Δωδώνης. Ιωάννινα 1863.
Ι. Βενιζέλου. Παροιμίαι δημώδεις. Εκ του τυπογραφείου της πατρίδος. Εν Ερμουπόλει, 1867.
Ν.Γ. Πολίτου. Μελέται επί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Εν Αθήναις. Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου. 1900.
Ανάρτηση από: http://eranistis.net