Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Στο τραγικά διαχρονικό κι επίκαιρο δοκίμιο «Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας»* του αείμνηστου διανοούμενο – φιλόσοφου Κώστα Αξελού αναδεικνύονται δύο αντιθετικές, δομικές αυταπάτες της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας που, σύμφωνα με τον στοχαστή-συγγραφέα, κρατούν τη Ελλάδα σταθερά σε ιστορική κατωφέρεια.
Πρώτον, η αυταπάτη του «Ελληνοκεντρισμού», σε μια εποχή μάλιστα που η σύγχρονη Ελλάδα δεν διαθέτει πια «καμιά οικουμενική ιδιαιτερότητα», δεν «απέκτησε σκέψη» και άρα αυτογνωσία, δεν «αποτελεί κάποιο κέντρο» και ενώ, εκτός από την ποίηση, η μόνη προσφορά της στους άλλους είναι «το θέαμα του παρελθόντος της», συνήθως σε επίπεδο τουριστικού φολκλόρ. Οι υποστηριχτές του «Ελληνοκεντρισμού» δέχονται μια «ανατολίτικη» και «φιλόξενη» Ελλάδα του Κάλους και του Μοιραίου, που αναπαριστά στον εαυτό της το μεγαλειώδες και διακατέχεται από μια εντελώς «εμπεδόκλεια ζεύξη αγάπης και μίσους». Μια Ελλάδα μοναδικού φυσικού τοπίου, έκπαγλων αρχαίων ερειπίων και ασκητικών βυζαντινών εικόνων, που όμως αδυνατεί σήμερα να «παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους».
Η δεύτερη αυταπάτη αφορά τον ριζικό «Δυτικισμό», οι «εκσυγχρονιστικοί» φορείς του οποίου «βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως», η οποία πρέπει, με κάθε τρόπο, «να δεχτεί καρπούς που καλλιεργούνται αλλού». Αυτή όμως, η «δυτικόστροφη τοποθέτηση» που θέλει να «ξεφυτρώνουν εργοστάσια πάνω σε ερείπια», «με σχεδιασμένη οικονομία και ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική», που όμως δεν ξεπερνά τον κραυγαλέο μιμητισμό, υπό καθεστώς μειονεξίας και χρησιμοθηρίας, είναι που κάνει τον Έλληνα στοχαστή να αναρωτιέται αν δεν συνιστά απλά «μια απλή προβολή της τόσο ζωηρής νεοελληνικής φαντασίας».Για τον Αξελό, η Ελλάδα για να μη παραμείνει «δίχως μοίρα στους κόλπους του σύγχρονου κόσμου», οφείλει, μεταξύ άλλων, «αφήνοντας κατά μέρος την αυταρέσκειά της», ν’ αναπτύξει «τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήματα: ν’ αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δομής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της ˙ ν’ αποκτήσει μια γνώση και ν΄ αναπτύξει τις επιστήμες».
Τελικά, όπως φαίνεται και στον επίλογο του δοκιμίου, για την «μοίρα της Ελλάδας» είναι «όλα ανοιχτά»: «”ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς”, στον ομφαλό της Γης, ρωτήθηκε για τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας˙ δεν εξορκίσθηκε, αλλά ρωτήθηκε. Η απάντησή του θ’ ανοίξει ορίζοντες ή θα κλείσει μιαν εποχή; Και θα γίνει εισακουστή;»
Ίδωμεν! Χρόνος πολύς φαίνεται πως δεν υπάρχει πλέον.
(*) Το δοκίμιο γράφτηκε δεκαετίες πριν η Ελλάδα εισέρθει στη μέγγενη των Μνημονίων και βρεθεί αντιμέτωπη με δύο μεγάλες απειλές, ακόμα και για την ύπαρξή της: το δημογραφικό-μεταναστευτικό και ο Νεο-οθωμανισμός!