Του Γιώργου Μαργαρίτη
Στις 3 Δεκεμβρίου 1912, όταν το υπερσύγχρονο για την εποχή του θωρακισμένο εύδρομο “Αβέρωφ”, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τα μεγάλα πυροβόλα του (Armstrong των 234 χιλιοστών) σε συνθήκες μάχης, προκλήθηκε έκπληξη και αμηχανία, τόσο στη γέφυρα του πολεμικού, όσο και στους εξωτερικούς παρατηρητές, δηλαδή στα ακολουθούντα στη “γραμμή παραγωγής” πλοία. Το εύδρομο-σύμβολο για το αξιόμαχο, περιτριγυρίστηκε από στήλες νερού ενώ, εμφανώς, κομμάτια και εξαρτήματά του τινάσσονταν στον αέρα.
Οι πρώτες εξηγήσεις που δόθηκαν στο φαινόμενο υπήρξαν ακραία ανησυχητικές. Είτε τα πυρά κάποιου από τα ακολουθούντα στη γραμμή παραγωγής πλοίων (“Ύδρα”, “Σπέτσες και “Ψαρά”) παρουσίαζαν καταστροφική απόκλιση σε τρόπο ώστε να βάλουν κατά του προπορευόμενου πλοίου, είτε τα πυρά των αρχαϊκών πλοίων του οθωμανικού στόλου, πέτυχαν με τις πρώτες βολές να ρυθμίσουν σωστά τις αποστάσεις και να περιβάλουν την ελληνική ναυαρχίδα.
Ωστόσο, ένα ακόμα στοιχείο συνέβαλε στην αμηχανία. Η άμεση συνεννόηση μεταξύ των ελληνικών πλοίων, που στηριζόταν στο υπερσύγχρονο για την εποχή σύστημα του ασύρματου τηλέγραφου, έπαψε να λειτουργεί καθότι οι κεραίες καταστράφηκαν με τις πρώτες ομοβροντίες. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά αμηχανίας και αγωνίας μέχρι να ερμηνευθεί το φαινόμενο.
Το κύριο πυροβολικό του “Αβέρωφ” δεν είχε ποτέ πριν δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες. Το σκάφος, στην έναρξη του πολέμου, είχε μόλις επιστρέψει από την Αγγλία, όπου τοποθετήθηκαν τα πυροβόλα του, χωρίς όμως να φέρει τα πυρομαχικά μάχης τα οποία θα στέλνονταν αργότερα. Τα τελευταία παραλήφθηκαν μετά την έναρξη του πολέμου και παραδόθηκαν στο πλοίο στο αγκυροβόλιο της Λήμνου. Δεν είχε λοιπόν υπάρξει ευκαιρία για τη χρήση τους.
Η συνέχεια ΕΔΩ