Το κυβερνητικό αφήγημα για τα αλλεπάλληλα κύματα αυξήσεων των τιμών που φέρνουν σε απόγνωση την ελληνική κοινωνία, είναι ότι οφείλονται στην παγκόσμια αναστάτωση που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια, και ίσως ούτε καν η μισή.
Από το καλοκαίρι του 2021 έχει ξεκινήσει, με άλλοθι τον covid-19, μια ραγδαία εντεινόμενη μεθόδευση αυξήσεων στις χρηματιστηριακές τιμές των περισσοτέρων βασικών αγαθών. Οι προσδοκίες για αύξηση της κατανάλωσης μετά από 2 χρόνια περιορισμών και η δυσκολία τροφοδοσίας της αγοράς εξαιτίας πραγματικών, πιθανολογούμενων αλλά κυρίως τεχνητών ελλείψεων, οδήγησαν σε συνεχόμενες ανατιμήσεις των βασικών αγαθών.
Εν τω μεταξύ με πρόσχημα την έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων καθώς και τις καθυστερήσεις φορτεκφορτώσεων στα λιμάνια λόγω μέτρων covid, τα ναύλα μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων τριπλασιάστηκαν εξασφαλίζοντας τεράστια υπερκέρδη στις εφοπλιστικές εταιρείες. Τα κέρδη των εφοπλιστών για το 2021 εκτιμώνται στα 1,6 δις δολάρια.
Σε αυτή την δυσοίωνη συγκυρία, μετά την δρομολόγηση του πολέμου από το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, η Ε.Ε επέβαλε πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας με αποτέλεσμα αντί της κατάρρευσης της ρωσικής οικονομίας πού ήταν ο αρχικός στόχος, να πληγούν οι οικονομίες των κρατών μελών της. Οι τιμές των καυσίμων εκτοξεύθηκαν συμπαρασύροντας και όλα τα προϊόντα αφού αυξήθηκε το κόστος παραγωγής και διανομής. Οι τιμές των δημητριακών υπό τον φόβο ελλείψεων αυξήθηκαν σημαντικά, του σίτου διπλασιάστηκε ομοίως και του ηλιελαίου, γεγονός που με την σειρά του οδήγησε σε αυξήσεις τιμών τα υπόλοιπα έλαια. Στον τομέα της ενέργειας, με την λειτουργία του θεσμοθετημένου από την Ε.Ε. χρηματιστηρίου της ενέργειας, η τιμή του ρεύματος διαμορφώνεται με βάση το πανάκριβο, λόγω των κυρώσεων, φυσικό αέριο και όχι με το πραγματικό κόστος παραγωγής. Αποτέλεσμα, οι εταιρείες παραγωγής ρεύματος να βγάζουν υπερκέρδη. Κερδοσκοπία δηλαδή με τις ευλογίες και την βούλα της Ε.Ε.
Σε αυτά τα πρωτοφανή κύματα αυξήσεων η κυβέρνηση διατηρεί τους συντελεστές των έμμεσων φόρων στα ίδια ποσοστά διαπράττοντας συνειδητά μια εγκληματική κρατική κερδοσκοπία σε βάρος μας. Με την τιμή του αλεύρου συσκευασίας 1kg προ ανατιμήσεων στα 0,80€ και με ΦΠΑ 13% έχουμε έσοδα για το κράτος 0,11€. Μετά τις ανατιμήσεις, με τιμή στα 1,5€/kg και ίδιο ΦΠΑ τα έσοδα εκτινάσσονται στα 0,20€, σχεδόν διπλάσια. Αυτό γίνεται παντού: στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στην ΔΕΗ, στις υπηρεσίες, στα ρούχα, σε όλα τα πωλούμενα αγαθά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το υψηλότατο μεταφορικό κόστος που ανεβάζει κατακόρυφα και τις τιμές των προϊόντων και οφείλεται στους φόρους που φτάνουν το 53%(!!) της τελικής τιμής και που η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να μειώσει, ώστε να ανακουφιστούν οι τελικοί καταναλωτές.
Παράλληλα επιδεικνύοντας καταφανή αναλγησία δεν φροντίζει να περιορίσει τα ποσοστά εμπορίας και μεσιτείας από ενδιάμεσους εμπόρους, μεσίτες, αντιπροσώπους, super market, κ.ο.κ. και τους αφήνει να αισχροκερδούν. Γιατί η δικαιότερη ρύθμιση και ο έλεγχος της αγοράς για την προστασία της αγοραστικής δύναμης των πολιτών είναι αντίθετα στις αρχές ενός γνήσιου εκφραστή του νεοφιλελευθερισμού όπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η επιδοματική πολιτική που πουλάει σαν στήριξη στους εξαθλιωμένους δεν είναι παρά ο φερετζές και τα «παυσίπονα» της συνειδητής φτωχοποίησης την εναπομένουσας μεσαίας τάξης και η πλήρης εξαθλίωση της κατώτερης.
Σε όλα αυτά προστίθενται οι συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων των τραπεζών, καθ’ υπόδειξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ το επιτόκιο καταθέσεων για τους χαμηλοκαταθέτες παραμένει κερδοσκοπικά κάτω του 1%. Αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να οδηγούνται στην απόγνωση και οι χαμηλοκαταθέτες να βλέπουν τους κόπους της ζωής τους να τους τρώει ο πληθωρισμός και να υποτιμώνται στην πραγματικότητα οι καταθέσεις κατά 10% τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο. Μια σκανδαλώδης διαφοροποίηση της αξίας του χρήματος., με το χρήμα των τραπεζών να γίνεται πιο ακριβό απ’ότι το δικό μας. Είναι δε βέβαιο ότι αυτό θα πλήξει καίρια και τις εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προκαλώντας το κλείσιμο πολλών και αυξάνοντας την ανεργία όσων απολυθούν από αυτές.
Μερική ανακούφιση για τη φτωχοποιημένη επί 12ετίας ελληνική κοινωνία μπορεί να έρθει μόνο με την οργανωμένη πίεση για μείωση της έμμεσης φορολογίας και της πάταξης των κερδοσκοπικών μοχλεύσεων από τους μεσάζοντες και όχι με την αποδοχή της πλασματικής επιδοματικής πολιτικής της κυβέρνησης που συντηρεί την ακρίβεια και επιδοτεί την κερδοσκοπία. Ούτε φυσικά με τα λοιπά επικοινωνιακής φύσεως τεχνάσματα, όπως το καλάθι του νοικοκυριού.
Λύση μπορεί να είναι μόνο η πολιτική βούληση για προστασία της πραγματικής οικονομίας από την παγκόσμια κρίση, σε εθνικό επίπεδο και όχι στο επίπεδο της αποδεδειγμένα αδιάφορης, ανίκανης και απάνθρωπης «ενωμένης» Ευρώπης.
Η Συντονιστική Επιτροπή
της πρωτοβουλίας ''Δρόμος ανοιχτός''
Ανάρτηση από: http://www.dromosanoixtos.gr/