Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Αναπλ. Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας. Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη»
Πάρα πολλές διαδρομές έχει να
διανύσει και πάρα πολλή ομίχλη να αντιμετωπίσει η προσπάθεια απάντησης στο
υπαρξιακό ερώτημα της χώρας μας. Εδώ θα ψηλαφίσω ένα από τα ζητήματα που νιώθω
ότι χρειάζεται να τεθούν, ξεκάθαρα με την επίγνωση ότι είναι ένα από τα πολλά.
Έχω την αίσθηση ότι η συγκυρία
είναι εξαιρετικά περίεργη λόγω μιας πολύ ακραίας αντίφασης: Από τη μια
εντείνεται η φτωχοποίηση τμημάτων του πληθυσμού, από την άλλη αυξάνεται η
εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς που υπόσχονται ευμάρεια μέσω δρόμου που περνά
από την φτωχοποίηση! Αν καθένα από αυτά τα δύο συμβαίνει σε διαφορετικό τμήμα
του πληθυσμού, τότε έχουμε ένα συγκρουσιακό, πλην καθαρό σκηνικό. Ωστόσο έχω
την υποψία ότι σε ικανό βαθμό αυτά τα δύο συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ένα και το αυτό
πληθυσμιακό τμήμα. Θα χρειάζονταν βέβαια έρευνες και μετρήσεις για να λεχθεί
αυτό με σιγουριά (επίσης θα χρειαζόταν να γνωρίζουμε ποια κοινωνικά στρώματα
τροφοδότησαν την αποχή από τις εθνικές εκλογές), πάντως αυτή η υποψία με
πολιορκεί – μαζί με την αίσθηση ότι αυτοί που ευθύνονται για την φτωχοποίηση
πείθουν τους φτωχοποιούμενους με την αποφασιστικότητά τους. Νομίζω ότι η
αποφασιστικότητα των κυβερνωσών ελίτ στην υλοποίηση των επιλογών τους μετρά
πολύ στον ψυχισμό πολλών. Μετρά όχι αρνητικά (ως κάτι εφιαλτικό και
καταστροφικό), αλλά θετικά: σαν κάτι που, έστω δια πυρός και σιδήρου, θα
οδηγήσει όλους στην ευμάρεια. Όχι απλώς στην έξοδο από την φτωχοποίηση, αλλά
στην ικανότητα για κοινωνική επιτυχία (επιτυχία με την έννοια της διακεκριμένης
καριέρας και της συμμετοχής στις ελίτ). Αν σε όλα αυτά νιώθετε αντιφάσεις, μην
παραξενευτείτε. Το είπα εξαρχής ότι πρόκειται για δυνατή αντίφαση.
Η εν λόγω υπόσχεση για επικείμενη καθολική ευμάρεια διατυπώνεται μέσω μεταρρυθμίσεων οι οποίες δημιουργούν στον ψυχισμό την αίσθηση ότι κάτι κινείται σε έναν βαλτωμένο τόπο. Φαίνεται ότι η αίσθηση πως κάτι κινείται, ικανοποιεί τόσο πολύ, ώστε δεν αφήνει χώρο στο σπουδαιότερο: στην κριτική αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων, του προσανατολισμού τον οποίον έχουν και των κριτηρίων με τα οποία αποφασίζονται.
Στέκομαι λοιπόν στην εν λόγω υπόσχεση καθολικής ευμάρειας. Φρονώ ότι η υπόσχεση αυτή έχει δύο συστατικά: Το ένα συστατικό της είναι η αυτοπεποίθηση του καπιταλισμού, ο οποίος ισχυρίζεται ότι μακροχρόνια κάνει καλό στον άνθρωπο, έχοντας ως ραχοκοκαλιά του όχι τις όποιες κατά καιρούς δυσλειτουργίες του, αλλά το ότι (για παράδειγμα) κατέστησε δυνατό το να έχει ψυγείο και τηλεόραση κάθε νοικοκυριό. Το δεύτερο συστατικό της εν λόγω υπόσχεσης καθολικής ευμάρειας είναι η λεγόμενη «μετάβαση στην κοινωνία της επίδοσης». «Κοινωνία της επίδοσης» είναι αυτή στην οποία κυρίαρχο ιδεώδες είναι η ατομική επίτευξη κοινωνικής επιτυχίας, ταξικής αριστείας, ανταπόκριση με το παραπάνω στα ζητούμενα ενός εγωκεντρικού συστήματος. Δεν είναι απλώς το ιδεώδες που είχαν πάντα οι ελίτ. Είναι ιδεώδες εξαπλούμενο. Χαρακτηρίζει τον προσανατολισμό ολόκληρων κοινωνιών. Ωστόσο το γοητευτικό αυτό όραμα είναι δρόμος εθελοδουλείας, εκούσιας αποδοχής υποδούλωσης και αυτο-εργαλειοποίησης, όχι χάριν επιβίωσης, αλλά χάριν μιας επιτυχίας η οποία προσφέρει βεβαιότητα παντοδυναμίας (τονίζω ιδιαίτερα τον παραλογισμό, η ψευδαίσθηση παντοδυναμίας να βιώνεται ως βεβαιότητα παντοδυναμίας). Οι παλιοί τρόποι επιβολής δεσμών έξωθεν και παρά την βούληση του δεσμώτη συνεχίζονται, αλλά το νέο ιδεώδες ορίζεται αποφασιστικά από το όραμα της εκούσιας αφοσίωσης στην επίδοση. Και εμφανίζεται ως εξισωτικό ιδεώδες, ως δυνατότητα παρεχόμενη σε όλες τις παλιές ταξικές διαστρωματώσεις. Στην πραγματικότητα όμως παράγει νέας μορφής αποκλεισμούς και νέας μορφής ταξικότητα: όσοι δεν αυτομαστιγωθούν αρκετά και δεν πετύχουν την επίδοση, θα είναι οι losers.Εδώ λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σε
ένα σταυροδρόμι ανθρωπολογικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών
παραμέτρων. Και σε αυτό το σταυροδρόμι η Αριστερά (ή τουλάχιστον το συντριπτικά
μεγαλύτερο μέρος της) είναι αμήχανο. Από τη μια δεν κατανοεί καν
προβληματισμούς ανθρωπολογικούς, και από την άλλη, προκειμένου να απολαμβάνει
εκλογικής αποδοχής, προσχωρεί (ανομολόγητα αλλά σαρωτικά) στην λογική της «επίδοσης».
Ο ατομοκεντρικός δικαιωματισμός είναι έκφανση αυτής της προσχώρησης. Και δεν
είναι τυχαίο ότι η Αριστερά είναι ανήμπορη για κατάθεση πολιτικών προτάσεων
αξιώσεων για δύο εμβληματικά και ομόρριζα ζητήματα: για τον λεγόμενο
μετανθρωπισμό και για την ψηφιοποίηση της ζωής. Ο δε οπτικός ορίζοντας έχει
στενέψει πάρα πολύ με την κυριαρχία του οικονομισμού. Ο οικονομισμός (η
πεποίθηση ουσιαστικά ότι τα πάντα είναι λογιστική) έχει δηλητηριάσει βαθειά
όλους τους χώρους. Είναι η ψυχή του καπιταλισμού, και ο κακός δαίμονας των
στρεβλώσεων του σοσιαλισμού. Όταν η φωνή όσων πασχίζουν να αντισταθούν στην
κυρίαρχη κατάσταση συνοψίζεται ουσιαστικά στο «να έχουμε περισσότερα χρήματα,
για να γίνουμε ευτυχισμένοι», τότε η συντριπτική νίκη του κυρίαρχου μοντέλου
είναι δεδομένη. Είναι τραγικό το να διατυπώνεται μεν μια αριστερή ρητορεία ότι
δεν είναι τα πάντα εμπόρευμα (και πολύ σωστά), αλλά στην πραγματικότητα το τι
δεν είναι εμπόρευμα και πώς αυτό που δεν είναι εμπόρευμα θα κατέχει την
οφειλόμενη κεντρική θέση στην ανθρώπινη ζωή και στον συλλογικό εαυτό των
ανθρώπων της χώρας, μένει όχι απλώς αναπάντητο, αλλά μάλλον ανέγγιχτο.
Θα είναι φυσικά τρομακτική
παρανόηση αν αυτά που λέω εκληφθούν ως συνηγορία υπέρ της φτώχειας. Είναι
παρότρυνση για μια ιδιαίτερη ασκητική. Χρειάζεται να αναρωτηθούμε πάνω σε μια
ακραία υπόθεση, όχι σαν επικείμενο σενάριο, αλλά σαν υπόθεση εργασίας, ώστε να φανούν
τα κριτήριά μας: Τι θα γίνει αν ο ευέλικτος καπιταλισμός πετύχει όντως την
γενική ευημερία που υπόσχεται, δηλαδή την πρόσβαση όλων σε όλα – πέραν των
ψυγείων και των τηλεοράσεων; Θα δικαιωθεί μήπως ο ισχυρισμός ότι καθαυτήν η
οικονομική ανάπτυξη φέρνει το τέλος της διάκρισης σε Δεξιά και Αριστερά;
Κατά τη γνώμη μου η διάκριση αυτή
ισχύει και παραϊσχύει, αλλά με νέες μορφές στις νέες συγκυρίες (ανοίγω
παρένθεση: πολύ θα ήθελα, κάποια στιγμή, μια συζήτηση για το τολμηρό και ταυτόχρονα
εκνευριστικό βιβλίο του Αντριάνο Εριγκέλ, «Δεξιά
και Αριστερά, δύο μεταλλαγμένα είδη». Κλείνει η παρένθεση). Αληθινά
αριστερή είναι η οπτική της οποίας ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά είναι ότι ενοχλείται
από την πλεονεξία και τον εγωισμό, όχι μόνο όταν αυτά παράγουν ανισότητα, αλλά ακόμα
και αν αυτά θα λαμβάνουν χώρα δίχως ανισότητα. Το ζήτημα της αλλοτρίωσης και
της πραγμάτωσης του ανθρώπου έχουν ουσιαστικά λησμονηθεί μέσα στην ηγεμονία του
οικονομισμού. Προσπαθώ να πω ότι η δικαίωση της πλεονεξίας και του εγωισμού
αδειάζουν τον άνθρωπο και την χώρα από τον εαυτό τους, προκειμένου να γεμίσουν με
παραγεμίσματα. Σκεφτείτε τι σημαίνει άδειασμα
από εαυτό. Τον εαυτό δεν τον νοώ ουσιοκρατικά. Τον νοώ ως την δομή η οποία
τοπικά και χειροπιαστά δεξιώνεται και επεξεργάζεται, κάνει βιωμένη
πραγματικότητα, το οικουμενικό και το πανανθρώπινο. Δίχως τον τοπικό εαυτό, το
οικουμενικό γίνεται φάντασμα. Δίχως το πανανθρώπινο, το τοπικό γίνεται βρόχος.
Η εν λόγω ισχυρή υπόσχεση γενικής
ευμάρειας νιώθω ότι είναι οδός νέας και απαστράπτουσας υποτέλειας, νέου και ναρκισσευόμενου
αποικισμού. Η λεγόμενη μετα-αποικιακή
ανάλυση (η οποία κατά τη γνώμη μου πρέπει αδιάζευκτα να είναι και
αντι-αποικιακή) μας έχει δείξει πως ένα μεγάλο πρόβλημα και μια μεγάλη θολούρα
είναι ότι συχνά ο υφιστάμενος τον αποικισμό εσωτερικεύει την λογική του δυνάστη
του. Δεν την εκλαμβάνει ως μαστίγωσή του, αλλά ως κοινωνική εξύψωσή του. Έτσι
(το ξαναλέω) άνθρωποι και χώρες γίνονται χώροι. Άρα, χώροι παραγεμίσματος,
δίχως δομή η οποία θα επεξεργαστεί το αφικνούμενο ως παραγέμισμα. Και (εδώ
είναι το κρίσιμο και ίσως το καινούργιο) αυτό λαμβάνει χώρα όχι ως ήττα, ούτε
καν ως συμβιβασμός. Λαμβάνει χώρα ως ποθούμενο, μέσα σε μια αυτοπεποίθηση
πλέριας ελευθερίας. Η χοντράδα του δερμάτινου μαστιγίου αντικαθίσταται από την
γοητεία των χρυσών δεσμών που τα φοράει κάποιος σαν να φοράει αγαπημένα
κοσμήματα.
Γνώμη μου (και κλείνω προσώρας με
αυτό): Ό,τι θεωρήθηκε κάποτε εποικοδόμημα (όπως π.χ. η θρησκεία – πράγμα το
οποίο με αφορά προσωπικά) χρειάζεται να εξεταστεί ως θεμέλιο, υπό την έννοια
του εταίρου στον δημόσιο χώρο. Ήδη υπάρχει μεγάλη θεωρητική προεργασία για
αυτό. Ένας τέτοιος αναστοχασμός ίσως μπορέσει να μετριάσει την τρέχουσα
αναπόφευκτη αμηχανία μας, και να προξενέψει μια γόνιμη όσμωση πολιτικού, πολιτισμικού,
πνευματικού και ταξικού. Δυσκολεύομαι να δω ακεραιότητα ανθρώπου και χώρας έξω
από αυτόν τον δρόμο. Το ευαγγέλιο λέει, «ο δυνάμενος χωρείν, χωρείτω» - «όποιος
μπορεί να βαδίσει αυτόν τον δρόμο, ας τον βαδίσει». Εμείς έχουμε ακόμα να
αναζητήσουμε στη χώρα αυτή, τις ο δυνάμενος χωρείν.
ath.n.pap@gmail.com
Ανάρτηση από: https://edromos.gr/