Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Φουχτελισμός, το ανώτατο στάδιο του ραγιαδισμού

Του Νίκου Χειλά
 
Ενός κακού μύρια έπονται. Η τρόικα δεν έφερε μαζί της μόνο φτώχεια και ανυποληψία στην Ελλάδα. Έφερε και διάφορους καλοθελητές, οι οποίοι βομβαρδίζουν με νουθεσίες τους ιθαγενείς με στόχο να τους κάνουν βαθμιαία «σωστούς» Ευρωπαίους.
Ο πολιτικός που ενσαρκώνει περισσότερο από κάθε άλλο αυτό τον «καλοθελισμό» είναι ο Χανς-Γιόαχιμ Φούχτελ, εντεταλμένος της Άνγκελα Μέρκελ για τη γερμανοελληνική συνεργασία στον τομέα της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Ο υφυπουργός εργασίας της γερμανικής κυβέρνησης εφαρμόζει το γνωμικό «οι Έλληνες θέλουν το Γερμανό τους» υπό συνθήκες υποτέλειας – ειδικά απέναντι στο Βερολίνο.

Προσωπικά, ο κ.Φούχτελ δεν έχει τίποτα το μεμπτό: Το αντίθετο μάλιστα, είναι ένας καλοπροαίρετος πολιτικός, επιστήμων («επιτυχημένος δικηγόρος» όπως λέει ο ίδιος) και άνθρωπος. Επιπλέον είναι φοβερά συναισθηματικός: Όποιος τον είδε να δακρύζει την περασμένη Πέμπτη στη γερμανική Βουλή, όταν η κ. Μέρκελ, αφού τον επαίνεσε για το έργο του στην Ελλάδα, ανέφερε ότι οι Έλληνες τον βάφτισαν «Φούχτολο, ωραίο όνομα», μπορούσε αμέσως να αντιληφθεί ότι είναι γνήσια «ψυχούλα». Τέτοιοι χαρακτήρες-διαμάντια λυγίζουν μόνο υπό την επήρεια ενός καλού λόγου, ή μιας «ξελιγωμένης» γυναικείας ματιάς.
Επιπλέον, το έργο που έχει αναλάβει να διεκπεραιώσει είναι καθόλα χρήσιμο: Η μεταφορά τεχνογνωσίας από τους γερμανικούς δήμους στους ελληνικούς, και οι συμβουλές προς τους έλληνες παράγοντες της αυτοδιοίκησης για το πώς να αξιοποιήσουν καλύτερα τα κοινοτικά κονδύλια, μόνο καλό κάνουν – κακό πάντως δεν κάνουν.
Το κακό γι αυτόν είναι όμως ότι το έργο του συντελείται στο πλαίσιο της μετατροπής της Ελλάδας σε ένα οικονομικό «προτεκτοράτο», όπως αυτό αποτυπώνεται στο δεύτερο ιδίως μνημόνιο. Έτσι χάνει κάθε πολιτική νομιμοποίηση, εκφυλίζεται σε θετικό παράπλευρο μέτρο της υποταγής της Αθήνας στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες.
Σύντομη παρένθεση: Στο «Βήμα της Κυριακής» της 21.10.2012, ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ υπενθυμίζει, ότι οι αποικιοκράτες δεν περιορίζονταν στην υποταγή μιας χώρας, αλλά επιχειρούσαν και να τη νομιμοποιήσουν πολιτικά εκπολιτίζοντας τους κατοίκους της στο πνεύμα του διαφωτισμού. Η Ελλάδα δεν είναι αποικία. Είναι όμως ένα νέο είδος οικονομικού «προτεκτοράτου» στους κόλπους της ευρωζώνης. Η τεχνογνωσία που της προσφέρεται εντάσσεται έτσι αναγκαστικά στο «διαφωτιστικό» πνεύμα των «προτεκτόρων». Κλείνει η παρένθεση.
Αυτή η αντιφατική φύση της βοήθειας του κ.Φούχτελ θίγει φυσικά και εκείνους που την υποδέχονται. Η αντίδρασή τους είναι εξίσου σχιζοφρενική. Από τη μια τη θέλουν διακαώς, από την άλλη όμως «αρρωσταίνουν» παίρνοντάς την. Αυτό εκφράζεται με διάφορους τρόπους: Ο περιφερειάρχης Αττικής Γιάννης Σγουρός παίρνει το θέμα φιλοσοφικά, βλέποντας τη βοήθεια ως εύνοια της μοίρας, η δήμαρχος Βέροιας Χαρούλα Ουσουλτζόγλου-Γεωργιάδη ωφελιμιστικά, ως ευκαιρία για αδελφοποίηση με έναν «αποδοτικό» γερμανικό δήμο, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης πραγματιστικά («παίρνω ό,τι μου είναι χρήσιμο, δεν υποχρεώνομαι σε τίποτα»), ο δήμαρχος Περιστερίου Ανδρέας Παχατουρίδης σαδιστικά, χαρίζοντας στον κ.Φούχτελ ένα έργο τέχνης, το οποίο του έσπασε σχεδόν τη μέση όταν επιχείρησε να το σηκώσει.
Ταυτόχρονα όμως, οι διαφορετικές στάσεις (με μοναδική ίσως εξαίρεση εκείνη του κ.Μπουτάρη) έχουν και ένα κοινό χαρακτηριστικό: τη λοιδορία – την «ξινή» αντίδραση εναντίον του «ευεργέτη» εκείνων, που ξέρουν, έστω και υποσυνείδητα, ότι η αποδοχή της «ευεργεσίας» δεν είναι θεμιτή. Με αποκορύφωμα τον αναβαπτισμό του κ.Φούχτελ σε «Φώχτολο» (από το δήμαρχο της Καστοριάς Εμμανουήλ Χατζησυμεωνίδη) και «Φουχτουλάκη» (από τον περιφερειάρχη Κρήτης Σταύρο Αρναουτάκη), καθώς και με άλλα λογοπαίγνια από παρόμοιους «εξυπνάκηδες».
Φταίει σε αυτό και το θύμα; Ίσως στο βαθμό που είναι αφελές. Η αλήθεια είναι ότι ο κ.Φούχτελ έχει και στη Γερμανία τη φήμη αφελούς. Αυτό φαίνεται και από τη χαρά που δείχνει όταν τον λένε «καμηλιέρη» – τίτλο που απέκτησε για την αγάπη του προς τα ωραία τετράποδα, αλλά και για το ότι είχε διοργανώσει το 1992, κατά εντολή του Χέλμουτ Κολ, καμηλοδρομίες στο Βερολίνο με στόχο την προσέλκυση αράβων επενδυτών. Αφέλεια, που υπογραμμίζεται και από τους καγχασμούς των βουλευτών στο Ράιχστακ, που ο ίδιος εξέλαβε καταφανώς ως επευφημίες, όταν η καγκελάριος γνωστοποίησε τη μεταβάπτιση του σε «Φούχτολο». Η περίπτωσή του θυμίζει, από ιλαροτραγική άποψη, τον θρυλικό «Ρέχακλες», όπως είχε ονομάσει η «Bild-Zeitung» το 2004 τον τότε προπονητή της Εθνικής Ελλάδας συνδυάζοντας τα ονόματα Ηρακλής (Χέρκουλες στα γερμανικά) και Ρεχάγκελ. Με τη διαφορά, ότι η αφορμή γι αυτό, ήτοι η νίκη της Εθνικής στο Γιούρο, ήταν τότε πολύ πιο ευχάριστη.
Οι μόνοι που δεν έχουν όμως το δικαίωμα «στο να λοιδορούν» είναι οι έλληνες δημοτικοί και περιφερειακοί άρχοντες, που επιζητούν τη βοήθειά του. Αυτοί θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι δεν φτύνει κανείς ποτέ το χέρι που τον ταΐζει. Τα δυο μαζί, «φτύσιμο» και «μάσα», στιγματίζουν τους ίδιους. Ο φουχτολισμός τους είναι το ανώτατο στάδιο του εξυπνακίστικου ραγιαδισμού.
Όμως υπάρχουν και χειρότερα. Εκείνο που κάνει «σεμνά και ταπεινά» ο κ.Φούχτελ στην αυτοδιοίκηση, το κάνει υπεροπτικά η «Task Force» του Χορστ Ράιχενμπαχ στα υπουργεία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Οι γερμανοί γραφειοκράτες διδάσκουν, κατά παραγγελία των Βρυξελλών, χρηστή διοίκηση στους έλληνες συναδέλφους τους με τον αέρα του ευρωπαίου ξερόλα.
Όχι ότι δεν υπάρχει και εδώ ανάγκη εκσυγχρονισμού, ή μάλλον, όπως είχαν διαπιστώσει προ καιρού οι ελεγκτές του ΟΟΣΑ, κατεδάφισης του σημερινού και επανοικοδόμησης του ελληνικού κράτους. Σε κάθε άλλη «κανονική» εποχή, η συνδρομή των ευρωπαίων ειδικών θα ήταν ευλογία. Σήμερα όμως, στη σκιά του μνημονίου, αχνίζει «κατάρα».
Οι προθέσεις των μελών της «Task Force» – να σώσουν την Ελλάδα – είναι βέβαια υπεράνω πάσης υποψίας και όλα κάνουν σίγουρα επιμελώς τη δουλειά τους. Οι πιο ανυπόφοροι είναι ωστόσο εκείνοι που αναπτύσσουν ιεραποστολικό ζήλο και – με ένα μίγμα βουντού και ξερόλα – διορθώνουν, ή ακριβέστερα, συμπληρώνουν την άποψη του κ.Μπεκ περί «διαφωτισμένης» αποικιοκρατίας: Στο διαφωτιστή πρέπει να προστεθεί και ο ορθοπεδικός.
Ο επιφανέστερος εκπρόσωπος των τελευταίων είναι ο οικονομολόγος Γιενς Μπάστιαν. Σε ομιλία του προ καιρού στο Βερολίνο είχε δηλώσει ο ίδιος ότι όλη του η προσπάθεια συνίσταται στο να μάθει τους Έλληνες να περπατούν. Η αποστολή του, υπαινίχθηκε, θα λήξει, όταν τα αναπρογραμματισμένα πόδια τους θα έχουν συνηθίσει στον ορθό ευρωπαϊκό βηματισμό.
Το πόσο ζεστά παίρνει τη δουλειά του ο κ. Μπάστιαν φαίνεται και από το ότι δεν περιορίζει την περιπατητική σχολή του στη διοίκηση, αλλά την επεκτείνει και στην επιμόρφωση των ελλήνων δημοσιογράφων. Όπως ανακοίνωσε το αθηναϊκό παράρτημα του χριστιανοδημοκρατικού ιδρύματος Konrad Adenauer Stiftung, ο κ.Μπάστιαν συμμετείχε την περασμένη εβδομάδα, δίπλα, μ.α., στο γερμανό πρεσβευτή Βόλφγκανγκ Ντολτ, σε σεμινάριο του ιδρύματος με θέμα τις «ελληνογερμανικές σχέσεις την εποχή της κρίσης» ενώπιον 20 νέων ελλήνων δημοσιογράφων – με στόχο, προφανώς, τον ορθοπεδικό αναπρογραμματισμό τους σε ιδεολογικό επίπεδο.
Παρόμοια φαινόμενα θα δούμε, όπως όλα δείχνουν, πολλά στο μέλλον. Το μνημόνιο χρειάζεται πρόσθετα στηρίγματα σε όλα τα επίπεδα – διοικητικά, ιδεολογικά, δημοσιογραφικά. Το πότε θα μπουν στην εκκλησία και το σχολείο είναι μάλλον θέμα χρόνου.
Όμως αυτό δεν είναι ακριβώς το νόημά της φράσης: «Οι Έλληνες θέλουν τον Γερμανό τους». Αυτό ήταν, στην περίπτωση του Ότο Ρεχάγκελ (όταν η φράση πρωτοέγινε της μόδας), ότι Έλληνες και Γερμανοί συνεργούν ισότιμα με βάση τα ξεχωριστά χαρίσματά τους και με στόχο την κοινή επιτυχία – και πάντως όχι με τρόπο που να ντρέπεται συνεχώς γι αυτήν ο ένας από τους συνεργούς.
Οι Γερμανοί που θέλουν οι Έλληνες είναι άλλοι: Επίκαιρα, αυτοί που συμβάλλουν στο ξεσκέπασμα των λαθών και των συμφορών του μνημονίου, όπως ο Ούλριχ Μπεκ. Και ιστορικά, οι πατέρες του διαφωτισμού, με πρώτο και καλύτερο τον Ιμάνουελ Καντ. Ο τελευταίος όριζε το διαφωτισμό ως «έξοδο από την αυτοοεπιβαλλόμενη ανωριμότητα», ως πράξη απελευθέρωσης δηλαδή – προσωπικής και συλλογικής. Αυτονομία και αυτοπροσδιορισμός, όχι υποταγή και εξάρτηση – ιδίως και κυρίως σε εποχές κρίσης. Η ιδέα της χειραφέτησης είχε γίνει από τότε κοινό κτήμα και στην Ελλάδα. Και αυτό είναι και σήμερα το ζητούμενο – όχι τα ιδεολογικά «σαπάκια» των Φούχτελ, Μπάστιαν και των άλλων εκπροσώπων του μνημονίου.