Του Χρήστου Γιανναρά
"Ο ¨Ελληνας σκλάβος, αγράμματος παρήγαγε πολιτισμό".
H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση; Σαφώς συνείδηση, με την πρωτογενή ελληνική σημασία της λέξης: συν-είδηση, σύνολο των «ειδήσεων», των όσων η όραση εποπτεύει και συγκροτεί σε διαυγή ενοείδεια επιγνώσεων. Επιγνώσεων κοινωνούμενου λόγου και Ιστορίας, επομένως ήθους και επιτευγμάτων αλήθειας (επιστήμης και τέχνης) - αυτό που ήταν πάντοτε η ελληνικότητα πέρα από εθνοφυλετικές ιδιοτέλειες. Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα. Ενα, οποιοδήποτε, σπάραγμα λόγων του Ηράκλειτου, που εξαντλεί τόσο έγκαιρα εκ προοιμίου όση σοφία θα συνάξουν σε ατέλειωτους κατοπινούς αιώνες οι άνθρωποι απλώς για να το σχολιάσουν.
Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα και αυτό που με χαλάει. Με χαλάει η «υπέροχη εκδοχή» ως υλικό για κομπασμό επιγόνων. Να έχεις προδώσει την κληρονομιά σε κάθε παραμικρή της πτυχή, να έχεις εξευτελίσει στο έπακρο την ευγένεια της καταγωγής σου. Και να θέλεις να καλύψεις τον εκβαρβαρισμό σου με συναισθηματική φτήνεια καυχήσεων για προγονικό πλούτο που κυριολεκτικά αγνοείς.
Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα και αυτό που με χαλάει. Με χαλάει η «υπέροχη εκδοχή» ως υλικό για κομπασμό επιγόνων. Να έχεις προδώσει την κληρονομιά σε κάθε παραμικρή της πτυχή, να έχεις εξευτελίσει στο έπακρο την ευγένεια της καταγωγής σου. Και να θέλεις να καλύψεις τον εκβαρβαρισμό σου με συναισθηματική φτήνεια καυχήσεων για προγονικό πλούτο που κυριολεκτικά αγνοείς.
Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα; Διλημματική και η απάντηση: Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι ερωτευμένος σήμερα; Αν όση αλήθεια έχεις κατακτήσει για τον έρωτα εξαντλείται στις ψυχολογικές σάλτσες που πιθηκίζεις από θεάματα, μειονέκτημα. Αν ο έρωτας είναι μόνιμο άθλημα και τάνυσμα στόχευσης στο πάντοτε απλήρωτο πλήρωμα της ζωής ως σχέσης, τότε ναι, προσόν μέγα ο έρωτας, προσόν η ελληνικότητα. Ως αποκάλυψη (και γλώσσα) των όρων του αθλήματος.
Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα; Ο Ελληνας αγράμματος, σκλάβος, πεινασμένος παρήγε πολιτισμό. Τότε, με τα λόγια του Ελύτη, «όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων». Ο Ελληνας έπαψε να παράγει πολιτισμό με την ίδρυση του σύγχρονου ελλαδικού κρατιδίου. Το κρατίδιο οργανώθηκε να είναι μεταπρατικό, να πιθηκίζει ο Ελληνας αλλότριες κοινωνίες με άλλους ιστορικούς εθισμούς, άλλες ανάγκες. Πέρασαν δύο αιώνες κι ακόμα ο Ελληνισμός μόνο μιμείται, τρέχει ανέλπιδα πίσω από γυαλιστερές χάντρες και καθρεφτάκια. Δίχως ταυτότητα, δίχως κάτι δικό του να κομίζει (ή έστω να διαχειριστεί) που να ενδιαφέρει πανανθρώπινα.
Με ποια ταυτότητα οι Νεοέλληνες μετέρχονται στον σύγχρονο κόσμο; Με την ταυτότητα του «Ευρωπαίου», του μειονεκτικού μεταπράτη. Μιμείται ο Ελληνας το «ευρωπαϊκό», το «μοντέρνο», ό,τι γυαλίζει σαν «προοδευτικό» και «εκσυγχρονιστικό». Και ντρέπεται για οτιδήποτε δικό του - εκτός από το όποιο φολκλορικό εμπόρευμα πουλιέται στους τουρίστες. Πλασάρει «κάλπικον δάνειον», που έλεγε ο Μακρυγιάννης. Δύο αιώνες τώρα, δεν προβληματίστηκε ποτέ αν έχει ιδιοπροσωπία: κάτι ξεχωριστό να κομίσει στη διεθνή αγορά. Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα. Γιατί ο χθεσινός άρχοντας, μέσα σε μια γενιά, να μεταποιηθεί σε υπανάπτυκτο λιμασμένο καταναλωτή, αποχαυνωμένο οπαδό γελοίων κομμάτων, άγλωσσο ανθρωπάκι, αισθητικά εκβαρβαρισμένο, μικρονοϊκά «φίλαθλο», αηδιαστικά εγωκεντρικό «που μας κοιτάζει απορημένο από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω» (λόγια του Ελύτη και πάλι). Πέταξε, μέσα σε μια γενιά, το υφαντό τραπεζομάντηλο για να στρώσει το πλαστικό και στο βάζο τα νάυλον λουλούδια. Γκρέμισε την ξύλινη αυλόπορτα και κότσαρε τη φερφορζέ, έδωσε την ψυχή του και τη μνήμη του «αντιπαροχή» για ένα τριάρι με λουτροκαμπινέ - γιατί; Και ποιο «πρέπει» να αναμετρηθεί με τόση αλλοτρίωση, ποια ελπίδα με τέτοια ιλιγγιώδη κατρακύλα; Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική μου αλήθεια. Η εμμονή στην απόσταση ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, η άρνηση της ταύτισής τους: πεισματική άρνηση να υποκαταστήσουμε τον εμπειρισμό του «κοινωνείν» με την εξουσιαστική «αντικειμενικότητα» της νοησιαρχίας. Από τον Ηράκλειτο ώς τον Ελύτη, αδιαπραγμάτευτη η μαρτυρία: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει».
Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την. Πρωτάνοιχτη για το ανθρώπινο γένος οδός της κριτικής σκέψης, οδός της ταύτισης του κοινωνείν με το αληθεύειν. Αυτή η ταύτιση όρισε την «πόλιν» και την «πολιτικήν», τελικά τον πολιτισμό ως άθλημα να κερδηθεί η ποιότητα. Η Οδός των Ελλήνων χάνεται από τον παγκόσμιο χάρτη, όταν ο μιμητικός εθνικισμός καταπίνει και εξαφανίζει την ελληνική οικουμενικότητα, η Ελλάδα αυτοκαθορίζεται σαν βαλκανική επαρχία. Μας έφτιαξαν οι Γερμανοί αεροδρόμιο και το είπαμε «Ελευθέριος Βενιζέλος». Πάλι καλά. Πιο βαλκανιοκεντρικό θα ήταν το «Αδαμάντιος Κοραής». Απορώ γιατί καθυστερούν τα Σκόπια να μας αλλάξουν το πλασματικό «Ελλάδα» σε κυριολεκτικό «Ελλαδέξ».
Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα; Ο Ελληνας αγράμματος, σκλάβος, πεινασμένος παρήγε πολιτισμό. Τότε, με τα λόγια του Ελύτη, «όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων». Ο Ελληνας έπαψε να παράγει πολιτισμό με την ίδρυση του σύγχρονου ελλαδικού κρατιδίου. Το κρατίδιο οργανώθηκε να είναι μεταπρατικό, να πιθηκίζει ο Ελληνας αλλότριες κοινωνίες με άλλους ιστορικούς εθισμούς, άλλες ανάγκες. Πέρασαν δύο αιώνες κι ακόμα ο Ελληνισμός μόνο μιμείται, τρέχει ανέλπιδα πίσω από γυαλιστερές χάντρες και καθρεφτάκια. Δίχως ταυτότητα, δίχως κάτι δικό του να κομίζει (ή έστω να διαχειριστεί) που να ενδιαφέρει πανανθρώπινα.
Με ποια ταυτότητα οι Νεοέλληνες μετέρχονται στον σύγχρονο κόσμο; Με την ταυτότητα του «Ευρωπαίου», του μειονεκτικού μεταπράτη. Μιμείται ο Ελληνας το «ευρωπαϊκό», το «μοντέρνο», ό,τι γυαλίζει σαν «προοδευτικό» και «εκσυγχρονιστικό». Και ντρέπεται για οτιδήποτε δικό του - εκτός από το όποιο φολκλορικό εμπόρευμα πουλιέται στους τουρίστες. Πλασάρει «κάλπικον δάνειον», που έλεγε ο Μακρυγιάννης. Δύο αιώνες τώρα, δεν προβληματίστηκε ποτέ αν έχει ιδιοπροσωπία: κάτι ξεχωριστό να κομίσει στη διεθνή αγορά. Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα. Γιατί ο χθεσινός άρχοντας, μέσα σε μια γενιά, να μεταποιηθεί σε υπανάπτυκτο λιμασμένο καταναλωτή, αποχαυνωμένο οπαδό γελοίων κομμάτων, άγλωσσο ανθρωπάκι, αισθητικά εκβαρβαρισμένο, μικρονοϊκά «φίλαθλο», αηδιαστικά εγωκεντρικό «που μας κοιτάζει απορημένο από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω» (λόγια του Ελύτη και πάλι). Πέταξε, μέσα σε μια γενιά, το υφαντό τραπεζομάντηλο για να στρώσει το πλαστικό και στο βάζο τα νάυλον λουλούδια. Γκρέμισε την ξύλινη αυλόπορτα και κότσαρε τη φερφορζέ, έδωσε την ψυχή του και τη μνήμη του «αντιπαροχή» για ένα τριάρι με λουτροκαμπινέ - γιατί; Και ποιο «πρέπει» να αναμετρηθεί με τόση αλλοτρίωση, ποια ελπίδα με τέτοια ιλιγγιώδη κατρακύλα; Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική μου αλήθεια. Η εμμονή στην απόσταση ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, η άρνηση της ταύτισής τους: πεισματική άρνηση να υποκαταστήσουμε τον εμπειρισμό του «κοινωνείν» με την εξουσιαστική «αντικειμενικότητα» της νοησιαρχίας. Από τον Ηράκλειτο ώς τον Ελύτη, αδιαπραγμάτευτη η μαρτυρία: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει».
Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την. Πρωτάνοιχτη για το ανθρώπινο γένος οδός της κριτικής σκέψης, οδός της ταύτισης του κοινωνείν με το αληθεύειν. Αυτή η ταύτιση όρισε την «πόλιν» και την «πολιτικήν», τελικά τον πολιτισμό ως άθλημα να κερδηθεί η ποιότητα. Η Οδός των Ελλήνων χάνεται από τον παγκόσμιο χάρτη, όταν ο μιμητικός εθνικισμός καταπίνει και εξαφανίζει την ελληνική οικουμενικότητα, η Ελλάδα αυτοκαθορίζεται σαν βαλκανική επαρχία. Μας έφτιαξαν οι Γερμανοί αεροδρόμιο και το είπαμε «Ελευθέριος Βενιζέλος». Πάλι καλά. Πιο βαλκανιοκεντρικό θα ήταν το «Αδαμάντιος Κοραής». Απορώ γιατί καθυστερούν τα Σκόπια να μας αλλάξουν το πλασματικό «Ελλάδα» σε κυριολεκτικό «Ελλαδέξ».
Ανάρτηση από : http://anarxikostrapezitis.blogspot.gr