Του Γιώργου Τσοχαλή
Αν η καθημερινότητα εξελισσόταν απολύτως νομοτελειακά, με συνέπεια στη σχέση αιτίου-αιτιατού, τις μεταβολές στην εργατική νομοθεσία και την αύξηση της ανεργίας θα διαδεχόταν μια νέα ρητορική. Μια ρητορική που θα αναδείκνυε ως εξίσου σημαντικές την αξίωση αφενός για την εξασφάλιση μιας θέσης απασχόλησης, αφετέρου δε για την ποιότητα αυτής της απασχόλησης με συνεκδοχικές αναφορές στην αναγκαιότητα κατοχύρωσης ενός αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού, της ομαλής εξέλιξης της εργασιακής σχέσης, του σεβασμού της προσωπικότητας του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας.
Κι όμως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των τελευταίων ετών είναι η απουσία ουσιαστικού διαλόγου και προβληματισμού γύρω από τα θεμελιακά αυτά ζητήματα της κρίσης. Η κριτική στα ζητήματα της σημερινής κατάστασης είναι ανερμάτιστη, αναιμική, εξικνούμενη μέχρι μιαν εφ’ όλης της ύλης κρίση επί του συνολικού κοινωνικού-πολιτικού πλαισίου.
Σ΄ αυτήν την κρίσιμη καμπή παραδόξως δεν είναι τόσο καταλυτική η ανεπάρκεια των κυβερνώντων. Αυτοί έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν την πολιτική τους βούληση, ακόμη κι αν είναι ατελέσφορη, χωρίς να λογοδοτούν πουθενά. Το πλέον καθοριστικό είναι το έλλειμμα ενός θεσμικού αντίβαρου, που θα φέρει το βάρος της αποδόμησης της κρατούσας ιδεολογίας και των πρακτικών της.
Σε μία κοινωνία που δεν εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση, εκείνοι που σιωπούν ή γενικολογούν σα να σιωπούν, είναι κατά κανόνα οι ευχαριστημένοι. Οι επικριτές που αρθρώνουν δημόσιο λόγο χάνουν καθημερινά την ευκαιρία να δικαιώσουν τις αρετές και τα αξιώματα της θεωρίας του διαλεκτικού υλισμού. Απέναντι σε μια παγιωμένη θέση, να εγείρουν μια πειστική, έστω εξηγήσιμη αντίθεση, ώστε να συνθέσουν μια ελπιδοφόρο προοπτική. Όσο επικαλούνται και προτρέπουν νεφελωδώς σε καταστάσεις που θυμίζουν στην πιο αμετροεπή εκδοχή τις επαναστάσεις του 1848 και στην πιο ήπια τον Μάη του ’68 απωθούν, απογοητεύουν, ακυρώνουν όμορους αγώνες ειλικρινών προθέσεων, συμπαρασύρουν στη γενική αποδοκιμασία ιδέες ψύχραιμες, διαλλακτικές, εφικτές. Είναι μάταιο, σχεδόν αφελές, αβροδίαιτοι τιμητές των πάντων να υπερθεματίζουν σε οράματα, υψηλές πνευματικές αναζητήσεις, να παρουσιάζουν την καθημερινότητα ως τη χώρα των ιδεών, αυτή δε η ρητορική τους καθιστά το ίδιο ανοίκειους, το ίδιο μη αναγνωρίσιμους, το ίδιο κυνικούς με τους εκ του ασφαλούς ευαγγελιζομένους την επερχόμενη ανάπτυξη.
Οι αναγορευθέντες σε επαναστάτες του καιρού μας είναι μικροαστοί. Όταν εκφέρουν άποψη, στην πραγματικότητα ψελλίζουν προσωπικές ανησυχίες, η δε συνολική διαδρομή και εικόνα τους φέρνει στο μυαλό όλων τους στίχους του Ανδρέα Αγγελάκη:
Πεθύμησα μια σύζυγο,
Πεθύμησα μια αστική τραπεζαρία,
Το παιδί μου που θα μαθαίνει διαίρεση
Την ασφάλεια της κοινωνικής μου αποκατάστασης.
Οι ιδεολόγοι της εποχής μας είναι έρμαια της μικροαστικής τους φύσης. Και τη μεγαλύτερη ακόμη αλήθεια να συλλάβουν, θα τους προσγειώνει πάντοτε απότομα η σαρκική τους φύρα, η διάθεση η φιλήδονη, ο φόβος της φθοράς, του πόνου, του θανάτου. Και θα γίνονται υπερφίαλοι. Και θα γίνονται εγωκεντρικοί. Και θα γίνονται συμβατικοί. Από έναν άλλο δρόμο.
Ανάρτηση από: http://www.intellectum.org
Αν η καθημερινότητα εξελισσόταν απολύτως νομοτελειακά, με συνέπεια στη σχέση αιτίου-αιτιατού, τις μεταβολές στην εργατική νομοθεσία και την αύξηση της ανεργίας θα διαδεχόταν μια νέα ρητορική. Μια ρητορική που θα αναδείκνυε ως εξίσου σημαντικές την αξίωση αφενός για την εξασφάλιση μιας θέσης απασχόλησης, αφετέρου δε για την ποιότητα αυτής της απασχόλησης με συνεκδοχικές αναφορές στην αναγκαιότητα κατοχύρωσης ενός αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού, της ομαλής εξέλιξης της εργασιακής σχέσης, του σεβασμού της προσωπικότητας του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας.
Κι όμως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα των τελευταίων ετών είναι η απουσία ουσιαστικού διαλόγου και προβληματισμού γύρω από τα θεμελιακά αυτά ζητήματα της κρίσης. Η κριτική στα ζητήματα της σημερινής κατάστασης είναι ανερμάτιστη, αναιμική, εξικνούμενη μέχρι μιαν εφ’ όλης της ύλης κρίση επί του συνολικού κοινωνικού-πολιτικού πλαισίου.
Σ΄ αυτήν την κρίσιμη καμπή παραδόξως δεν είναι τόσο καταλυτική η ανεπάρκεια των κυβερνώντων. Αυτοί έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν την πολιτική τους βούληση, ακόμη κι αν είναι ατελέσφορη, χωρίς να λογοδοτούν πουθενά. Το πλέον καθοριστικό είναι το έλλειμμα ενός θεσμικού αντίβαρου, που θα φέρει το βάρος της αποδόμησης της κρατούσας ιδεολογίας και των πρακτικών της.
Σε μία κοινωνία που δεν εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση, εκείνοι που σιωπούν ή γενικολογούν σα να σιωπούν, είναι κατά κανόνα οι ευχαριστημένοι. Οι επικριτές που αρθρώνουν δημόσιο λόγο χάνουν καθημερινά την ευκαιρία να δικαιώσουν τις αρετές και τα αξιώματα της θεωρίας του διαλεκτικού υλισμού. Απέναντι σε μια παγιωμένη θέση, να εγείρουν μια πειστική, έστω εξηγήσιμη αντίθεση, ώστε να συνθέσουν μια ελπιδοφόρο προοπτική. Όσο επικαλούνται και προτρέπουν νεφελωδώς σε καταστάσεις που θυμίζουν στην πιο αμετροεπή εκδοχή τις επαναστάσεις του 1848 και στην πιο ήπια τον Μάη του ’68 απωθούν, απογοητεύουν, ακυρώνουν όμορους αγώνες ειλικρινών προθέσεων, συμπαρασύρουν στη γενική αποδοκιμασία ιδέες ψύχραιμες, διαλλακτικές, εφικτές. Είναι μάταιο, σχεδόν αφελές, αβροδίαιτοι τιμητές των πάντων να υπερθεματίζουν σε οράματα, υψηλές πνευματικές αναζητήσεις, να παρουσιάζουν την καθημερινότητα ως τη χώρα των ιδεών, αυτή δε η ρητορική τους καθιστά το ίδιο ανοίκειους, το ίδιο μη αναγνωρίσιμους, το ίδιο κυνικούς με τους εκ του ασφαλούς ευαγγελιζομένους την επερχόμενη ανάπτυξη.
Οι αναγορευθέντες σε επαναστάτες του καιρού μας είναι μικροαστοί. Όταν εκφέρουν άποψη, στην πραγματικότητα ψελλίζουν προσωπικές ανησυχίες, η δε συνολική διαδρομή και εικόνα τους φέρνει στο μυαλό όλων τους στίχους του Ανδρέα Αγγελάκη:
Πεθύμησα μια σύζυγο,
Πεθύμησα μια αστική τραπεζαρία,
Το παιδί μου που θα μαθαίνει διαίρεση
Την ασφάλεια της κοινωνικής μου αποκατάστασης.
Οι ιδεολόγοι της εποχής μας είναι έρμαια της μικροαστικής τους φύσης. Και τη μεγαλύτερη ακόμη αλήθεια να συλλάβουν, θα τους προσγειώνει πάντοτε απότομα η σαρκική τους φύρα, η διάθεση η φιλήδονη, ο φόβος της φθοράς, του πόνου, του θανάτου. Και θα γίνονται υπερφίαλοι. Και θα γίνονται εγωκεντρικοί. Και θα γίνονται συμβατικοί. Από έναν άλλο δρόμο.
Ανάρτηση από: http://www.intellectum.org