Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Xρυσό, αγοράζω

Της Μαρίας Μανωλέλης


«Η περιουσία μου έχει αίμα και οστά. Και δεν πουλιέται. Τις επιτυχίες τις γιορτάζω με αλκοόλ».


«ΜΟΙΡΑΖΩ ΜΕΤΡΗΤΑ» ΛΕΕΙ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΤΟ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΛΑΔΙΑ στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου. Δε μου αρέσει να βρίσκω χαρτιά στο παρμπρίζ. Συνήθως είναι ροζ και μου ζητάνε να πληρώσω το τάδε ή το δείνα ποσό εντός 10 ημερών. Πώς να τους εξηγήσω πως παρκάρω παντού στο κέντρο, γιατί ιδεολογικά δε δέχομαι τον όρο «μόνιμος κάτοικος» για κάποιον εν ζωή; Τι να τους εξηγώ.Συνήθως παίρνω το ροζ χαρτί και το βάζω στο φάκελο που λέει «χρέη» και που όταν θα μεγαλώσω πολύ, θα τον κάψω.

ΣΗΜΕΡΑ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΡΟΖ ΧΑΡΤΙΑ ΜΕ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ.Διαφημιστικά φυλλάδια είναι. Το ένα διατείνεται πως μοιράζει μετρητά και το δεύτερο πως αγοράζει τα χρυσαφικά μας και μας δίνει μετρητά. Ναι, θέλω μετρητά. Φυσικά και θέλω αμέτρητα μετρητά, και παίρνω για πρώτη φορά τα διαφημιστικά στα σοβαρά, κυρίως επειδή ακόμη δεν έχω πιει καφέ, και η ζωή μου έχει αποδείξει πως αυτό ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να το κάνω.Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΟΥ ΜΟΙΡΑΖΕΙ ΜΕΤΡΗΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ, ΛΕΕΙ, ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΑΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΔΩΣΕΙ. Αυτό είναι κα-τα-πλη-κτι-κό σε περίπτωση που έχουμε και καινούριο αυτοκίνητο. Αν έχουμε μόνο το παλιό και το χρησιμοποιούμε μάλιστα περισσότερο και από το σπίτι μας, τότε δε μας μοιράζει μετρητά. Θα μπορούσα, σκέφτομαι εγώ, να δώσω το μοναδικό μου, παλιό αυτοκίνητο και να γλιτώσω βενζίνη, ροζ χαρτάκια, τέλη κυκλοφορίας και συναφή. Να υποστηρίξω και ένα σικέ οικολογικό προφίλ, σαν πολλούς γνωστούς μου που τους φρικάρω επειδή οδηγώ. Ναι, ναι, απ’ ό,τι συμβαίνει σε αυτή τη χώρα, τους φρικάρει το γεγονός ότι εγώ οδηγώ και ρυπαίνω το περιβάλλον. Θα μπορούσα λοιπόν να το κάνω αυτό. Όμως θα μείνω χωρίς κινούμενο δωμάτιο, και τα ελάχιστα μετρητά με τα οποία θα το έχω ανταλλάξει θα εξανεμιστούν. Θα πλήρωνα βέβαια τα παλιά χαράτσια, τα οποία θα με κυνηγάνε μια ζωή, όπως μου λένε οι λογικοί φίλοι μου. Ναι, αλλά μετά θα έρθουν τα νέα πρωτοποριακά και εργονομικά χαράτσια, τα οποία θα έχουν τις ίδιες προθέσεις με τα παλιά και εγώ θα έχω δώσει κι από πάνω το μικροσκοπικό, γλυκύτατο αυτοκινητάκι μου. Jamais.

ΠΕΡΝΑΩ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟ, ΜΗΠΩΣ ΔΩ ΧΑΪΡΙ ΑΠΟ ΚΕΙ. Ο δεύτερος κύριος θέλει να αγοράσει, λέει, τα χρυσαφικά μου και να μου δώσει επίσης μετρητά. Μα εγώ δεν έχω χρυσαφικά. Φορούσα πάντοτε μπιχλιμπιδοειδή. Τις συμβατικές επιτυχίες τις γιόρταζα με αλκοόλ. Αρρεβώνες-χλιδή δεν έκανα, να μου περάσουν τα σόγια χρυσά σε χέρια, λαιμούς, αυτιά. Από τα αμόρε δε ζήταγα μονόπετρα με διαμάντια και ρουμπίνια, αλλά αγάπες, στοργές και νιάου νιάου, τα δε στέμματα, σκήπτρα και τις τιάρες που κατά καιρούς έπεφταν στα χέρια μου, τα επέστρεφα πάντα, κοινώς χρυσαφικάκια δεν παίζουν στα συρτάρια.

Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΟΣΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΟΥΛΑΩ ΠΟΤΕ. Ελπίζω να μη γεμίσει ο τόπος μαγαζάκια που θα αγοράζουν τους ανθρώπους που έχουμε στη ζωή μας, δίνοντάς μας ως αντάλλαγμα μετρητά.

ΤΣΑΛΑΚΩΝΩ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΛΑΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΤΑΩ ΣΤΟ ΜΠΛΕ ΚΑΔΟ, αυτόν της ανακύκλωσης. Στιγμιαία σκέφτομαι αν ξεκίνησαν οι εκκλησίες να πουλάνε τα χρυσά τάματα ή αν το έκαναν ούτως ή άλλως αυτό. Καταλήγω στη δεύτερη εκδοχή -σιγά να μην περίμεναν εμένα. Βάζω μπρος το μικρό κινούμενο δωμάτιό μου και υπόσχομαι να μην ξαναβγώ από το σπίτι πριν πιω καφέ.

Ανάρτηση από: http://www.doctv.gr