Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ευρώπη και Ελληνισμός – Α’ μέρος

Του Βάσου Φτωχόπουλου


Υπήρξα πάντοτε θιασώτης της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πίστευα και πιστεύω πως η Κύπρος πρέπει να βρίσκεται σε όλους τους οργανισμούς στους οποίους ανήκει και η Ελλάδα. Ακόμη και σε οργανισμούς που είναι γνωστοί για τη δράση τους, όπως είναι το ΝΑΤΟ. Έτσι κι εγώ πάλεψα για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωρίζοντας πολύ καλά τι είναι αυτή η Ένωση και γνωρίζοντας πολύ καλά τις παγίδες που κρύβει και έκρυβε αυτός ο ευρωπαϊκός συνασπισμός κρατών. Η ανυπαρξία ενός εθνικού κινήματος στην Κύπρο μα και στην Ελλάδα και η συνεχιζόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας με έπεισε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι έπρεπε να ταυτίσουμε τη μοίρα μας με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ελπίδα αλλά και τον ευσεβοποθισμό πως τουλάχιστον αυτή η ένταξή μας θα μας εξασφάλιζε τις ελεύθερες περιοχές και δεν θα επέτρεπε στην Τουρκία ν’ αλωνίζει εις βάρος μας, όπως έκανε κατά τα προηγούμενα της ένταξης χρόνια. Παρ’ όλες τις αδυναμίες της Ένωσης, είναι ταυτοχρόνως γεγονός πως η Τουρκία ΔΕΝ τόλμησε έως τώρα ν’ ασκήσει ουσιώδη πολιτική άγριου στριμώγματος προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Εάν δεν ήμασταν μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεχίζαμε την πορεία μας ως αδέσμευτοι και αποστρατικοποιημένοι, τώρα με το φυσικό αέριο η Τουρκία, γνωρίζοντας τα χάλια της Ελλάδας μα και της Κύπρου, θα έφτανε έως τα περίχωρα της Πάφου, ούτως ώστε να μην υπάρχει καμμία αμφιβολία για το πού φτάνει η ΑΟΖ της.
Σήμερα, όμως, οφείλουμε να ρίξουμε καινούργιες ματιές προς τους «συμμάχους» μας, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μαζί τους και να δούμε ξανά τι ακριβώς είναι αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, για να μπορέσουμε να εξυπηρετήσουμε τα δικά μας εθνικά συμφέροντα, έστω και αν αυτό σημαίνει πως θα είμαστε συνεχώς τα μαύρα πρόβατα αυτού του συνασπισμού.
Είναι γεγονός πως αυτή η σχέση είναι μια σχέση υποτέλειας και όχι ισότιμη. Απόδειξη αυτού είναι και η σημερινή τραγική μας οικονομική κατάσταση, που δεν οφείλεται ούτε στην Τουρκία ούτε στους εχθρούς του Βορρά, αλλά στην ίδια την ευρωπαϊκή οικογένεια και στην υποταγή μας στο ευρωπαϊκό μοντέλο διαχείρισης του βίου μας. Θέλω σε αυτό το πρώτο μέρος του σημειώματός μου να υποδείξω, σχεδόν αυθαίρετα, τα σημεία που δείχνουν αυτήν την υποταγή μας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό που, ως γνωστόν, όχι μόνο δεν είναι και δικός μας πολιτισμός, αλλά είναι κυρίως μάλιστα ο αντίποδας του δικού μας πολιτισμού. Η Ευρώπη όντως μας μάρανε, που έλεγε κι ο Πανούσης. Η Ευρώπη μάς έχει κατακλύσει με ό,τι χειρότερο διαθέτει, με ό,τι απεχθέστερο παράγει ο πολιτισμός της. Αυτά εμείς δεν τα εισπράττουμε ως κακά αλλά ως παραδείγματα προς μίμηση και γι’ αυτό αδυνατούμε να αντιδράσουμε όπως θα έπρεπε. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ η Ευρώπη μάς έριξε στην πιο μαύρη κατοχή, εμείς αντιδρούμε με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, κάνοντας ψευτοδιαδηλώσεις με αγγεία της κουζίνας, ωσάν να βρισκόμαστε σε πανηγύρι. Είναι επίσης χαρακτηριστική και η απάθειά μας μπροστά σε αυτήν την κατοχή και την πτώχευση που έχει επιφέρει. Είναι επίσης χαρακτηριστική και η ανοχή μας προς τους δικούς μας υπεύθυνους της κρίσης. Ένας άλλος ελληνικός λαός μπαίνει πια στο προσκήνιο, ένας λαός που δεν έχει καμμία σχέση με τους οικοδόμους της δεκαετίας του ’60 ούτε με τους εργάτες και φοιτητές της δεκαετίας του ’70. Μία μάζα ανθρώπων που αντί να έχει ως λάβαρά της τα λόγια της ελευθερίας των ποιητών μας, τραγουδά χαζοχαρούμενα τραγουδάκια και χτυπά κουζινικά σκεύη σαν ολλανδοί γκέυ σε ππαρέιτ. Ένας άλλος λαός κάνει την εμφάνισή του, ακολουθώντας τα χνάρια μιας άλλης αστικής τάξης, η οποία πάλι έχει διαμορφωθεί κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Αυτή η ελίτ –πολιτική, οικονομική και πνευματική– όπως και αυτός ο λαός έχει όντως εκσυγχρονιστεί, έχει όντως εξευρωπαϊστεί και όλα αυτά εις βάρος του εαυτού του, εις βάρος των συμφερόντων του Ελληνισμού ή, ίσως, καλύτερα να λέγαμε εις βάρος μιας περιοχής στην ανατολική Μεσόγειο που παλιά λεγόταν Ελλάδα- Κύπρος-Ελληνισμός, διότι πια είμαστε Έλληνες μόνο στο όνομα και όχι στην ουσία, γι’ αυτό άλλωστε βγάζουμε την ελληνική σημαία μόνο όταν παίρνουμε μια καλή θέση στη Γιουροβίζιον ή στην μάππαν και τις άλλες στιγμές ΚΑΙΜΕ την ελληνική σημαία, μέσα σε μια διεθνιστική και ανθελληνική ζάλη που ο τόπος μας δεν γνώρισε ποτέ μέχρι σήμερα στη μακραίωνη ιστορία του.
Τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η Ευρώπη και γιατί οφείλουμε πια ν’ αντισταθούμε σ’ αυτήν με νύχια και με δόντια;
evrwpi 1
Το 1962, τέλη Ιουνίου, τέλειωσα το δημοτικό σχολείο Αιγιαλούσης το πρωί και το μεσημέρι φεύγαμε οικογενειακώς για την Αγγλία. Σταματήσαμε για λίγο στην Αθήνα ή στες Αθήναις, όπως τις λέγαμε τότε, και εκεί ο παππούς μου έκανε έναν τρικούβερτο καυγά, γιατί δεν μας άφησαν να κατεβούμε και να επισκεφτούμε «για δέκα λεπτά ολάν» την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Ο παππούς, ήδη εκνευρισμένος διότι τον φράγκεψαν και του έβγαλαν τη βράκα για να μεταναστεύσει, λίγο ήταν να ανατινάξει το αεροπλάνο. Δεν το χωρούσε ο νους του ότι ένα αεροπλάνο γεμάτο με Κυπραίους, που μάλιστα σταματά στες Αθήναις, θα ήταν δυνατόν να μην επισκεφτεί τον Παρθενώνα και να προσκυνήσει. Τελικά φύγαμε χωρίς επεισόδια και φτάσαμε αργά το απόγευμα στο Λονδίνο. Έβρεχε και έβρεχε και ο τόπος ήταν σκοτεινός. Μας παρέλαβε ο πατέρας μου με άλλους συγγενείς και πήγαμε από το αεροδρόμιο με αυτοκίνητα στο Λονδίνο. Διασχίζοντας το Λονδίνο για να φτάσουμε στο σπίτι άλλων συγγενών, είδα το κεντρικό Λονδίνο (Πικαντίλυ, Τραφάλγκαρ Σκουέαρ κτλ.) και έμεινα. Δεν προλάβαινα να βλέπω όλες αυτές τις καινούργιες εικόνες. Εντύπωση μεγάλη μου έκαναν τα φώτα, ειδικά αυτά που αναβόσβηναν τονίζοντας όλα αυτά τα χρώματα. Βλέπετε, στη Γιαλούσα ΔΕΝ είχαμε ρεύμα, δεν γνωρίζαμε τα καλά του ηλεκτρισμού, ειδικά εμείς οι πιο νέοι οι οποίοι, αν και πηγαίναμε εκδρομές στο Βαρώσι, ποτέ δεν διανυκτερεύαμε για να δούμε τα φώτα. Υπόψιν κιόλας πως στη Γιαλούσα ο βρακάς παππούς μου όργωνε τα χωράφια του ακριβώς με το ίδιο τρόπο που το έκαναν και οι πρόγονοί του 3.000 χρόνια πριν. Σε λίγες μέρες φύγαμε για το Κεντ, σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο πολύ γνωστό τότε σε όλους τους Εγγλέζους και ειδικά στους εργάτες της κεντρικής Αγγλίας, οι οποίοι για δεκαπέντε μέρες έκαναν τις διακοπές τους σ’ αυτό το χωριό περίπου κάθε χρόνο. Στο Μάργκεϊτ έπαθα ένα πολιτισμικό σοκ. Μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, έπαθα ένα ΑΝΤΙ-πολιτισμικό σοκ. Όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο έβλεπα χιλιάδες Εγγλέζους να κατακλύζουν την τεράστια παραλία κι εκεί να βάζουν κάτι κρέμες πάνω τους και να κάθονται σαν ζώα μες στον ήλιο. Μόνο μερικά πιτσιρίκια και μερικοί άλλοι τολμηροί έπαιρναν το ρίσκο να μπουν σ’ ένα υγρό γκρίζο πράγμα που το έλεγαν θάλασσα. Για δύο μήνες έβλεπα τους Εγγλέζους να περιμένουν στη σειρά για να μπουν μέσα στα εστιατόρια, για να φάνε όλοι το ΙΔΙΟ φαγητό, το ΙΔΙΟ γλυκό και φυσικά το ΙΔΙΟ τσάι. Τα βράδια τους έβλεπα όλους μέσα στις λεγόμενες παμπ, άλλως μπυραρίες, να πίνουν και να φωνάζουν βαρβαριστί διάφορα ακαταλαβίστικα. Σαν τέλειωναν τη δουλειά τους τ’ αδέλφια μου, παίρναμε τον δρόμο για το σπίτι, περνώντας μέσα από τα κάτουρα και τους εμετούς των Εγγλέζων, οι οποίοι, με την πρώτη ευκαιρία, στα πρώτα στενά έξω από τις μπυραρίες κατουρούσαν όπως τα ζώα μας στη Γιαλούσα. Ο παππούς μου άρχισε τη μουρμούρα, δεν μπορούσε να βλέπει «τα χτηνά», όπως αποκαλούσε τους Εγγλέζους, και επέμενε να τον στείλουν πίσω, πράγμα που κατάφερε σε λίγους μόνο μήνες. Εγώ που ήθελα να φύγω από την πρώτη στιγμή, δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Τον Σεπτέμβρη με έγραψαν οι γονείς μου σ’ ένα καλό σχολείο, όπου φοιτούσαν και μερικά άλλα Ελληνόπουλα, παιδιά μεταναστών. Εκεί συνειδητοποίησα αμέσως τι σκατόρατσα ήταν οι Εγγλέζοι. Το τι είδα σ’ αυτό το σχολείο δεν περιγράφεται. Το σχολείο μου στη Γιαλούσα σε σχέση με το σχολείο του Μάργκεϊτ ήταν ένα παλάτι και σαν κτήριο αλλά και σε εκπαιδευτική ουσία, αλλά κυρίως στο επίπεδο της μαθητικής κοινωνίας. Από τις πρώτες μέρες είδα τα Εγγλεζούθκια να συμμετέχουν καθημερινώς σε διαγωνισμούς πορδίσματος, ρεξίματος και κατουρήματος, ακόμη και μέσα στην τάξη, πράγματα αδιανόητα για μας τους άξεστους χώρκατους ιθαγενείς. Αυτό, όμως, που ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν οι άνευ λόγου μάχες στα διαλείμματα. Δεν γινόταν να περάσει διάλειμμα χωρίς να σπάσουν μύτες και να σχιστούν κεφάλια από τους τσακωμούς που έκαναν οι πιο δυνατοί με τους πιο αδύνατους διά ασήμαντον αφορμή ή χωρίς καμμιά αφορμή. Σου έλεγε κάποιος, «what are you looking at?», και πριν απαντήσεις η μύτη σου ήταν σπασμέ- νη και το αίμα έρρεε στο τσιμέντο. Αν τολμούσες να πεις ποιος το ’κανε, νοείται ότι μετά το σχολείο το ξύλο θα ήταν πολύ περισσότερο. Τις σκηνές με τις μάχες στο σχολείο τις έβλεπε κανείς και έξω και μέσα στις παμπ, μόνο που οι μεγάλοι έσπαζαν και μπουκάλια μπύρας και σε σημάδευαν για μια ολόκληρη ζωή, και αυτό διότι δεν άρεσε η φάτσα σου σε κάποιον νταή, μεθυσμένο και μαστουρωμένο με χάπια κυρίως.
Σαν τέλειωνε το σχολείο και μπαίναμε στα λεωφορεία ή στα τραίνα για να επιστρέψουμε σπίτι, κρατούσα την ψυχή μου. Με μαχαίρια κι άλλα αντικείμενα έσκιζαν τα καθίσματα των λεωφορείων και των τραίνων χωρίς κανέναν λόγο. Κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, μέχρι που σταματούσαν τα τραίνα τραβώντας τις ειδικές ασφάλειες που υπήρχαν για να τις τραβήξεις σε περίπτωση κινδύνου. Νοείται ότι η αστυνομία ήταν καθημερινός επισκέπτης στο σχολείο. Στην άγρια Γιαλούσα, την έως προσφάτως αποικία του στέμματος, δεν ήμασταν άγιοι, αλλά τέτοια φαινόμενα δεν υπήρχαν. Κλέβαμε ο ένας τα μέσπιλα του άλλου, αμολούσαμε κανέναν ζίζιρον στην τάξη, τρώγαμε πού και πού και καμμιά μπουνιά επειδή πηγαίναμε να τα βάλουμε με κάποιον πιο δυνατό από εμάς επειδή πρόσβαλε την οικογένειά μας αποκαλώντας μας μπάσταρδο, έστω και αν στη Γιαλούσα πολλά παιδιά ήσαν όντως μπάσταρδοι στην κυριολεξία. Αυτοί, όμως, οι μπάσταρδοι δεν ήξεραν το μεγάλο επίτευγμα των δωδεκάχρονων Άγγλων, το λεγόμενο SNOGGING SESSION, όπου κυριολεκτικά για τριάντα λεπτά ένα ζεύγος παιδιών φιλιούνταν στο στόμα χωρίς να ξεκολλήσουν τα χείλη τους να πάρουν μιαν ανάσα, και όλα αυτά μέσα στο μικρό ξωκλήσι του σχολείου ή πίσω από το ξωκλήσι, όπου υπήρχε μια παράγκα για τα εργαλεία του κηπουρού. Με το σνόγκινγκ είχα καταλάβει πια, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ανήκα σε έναν άλλον πολιτισμό, σε έναν ανώτερο πολιτισμό που μπορεί να ήταν στο σκοτάδι στη Γιαλούσα τα βράδια, αλλά ήταν τόσο το φως της ημέρας που βλέπαμε ακόμη και χωρίς φεγγάρι. Τη νύχτα στο Μάργκεϊτ, όταν άκουγα το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» ή τον Μπιθικώτση να τραγουδά τη Μαργαρίτα τη Μαργαρω και μετά τον Καζαντζίδη να πονά για τη Μαντουβάλα και κυρίως τη Φυτούση να κλαίει τον ταχυδρόμο της, έπαιρνα την εκδίκησή μου. Είχα καταλάβει πολύ νωρίς ότι δεν θα γίνω ποτέ Άγγλος, δεν θα γίνω ποτέ Ευρωπαίος, διότι απλούστατα ανήκα σε έναν άλλον πολιτισμό, πολύ ανώτερο από τα νυχτερινά έγχρωμα φωτάκια τους.
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ
Τι είναι η Ευρώπη και ποιες οι μεγάλες ήττες του Ελληνισμού.
Ανάρτηση από: http://vasosftohopoullos.wordpress.com