Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

«Τη διάσωση των τραπεζών από την κατάρρευση την επωμίστηκαν οι κοινωνίες»

Του Τζον Μπελαμί Φόστερ

Συνέντευξη στον Χ.Ι. Πολυχρονίου

Ο Αμερικανός καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον και υπεύθυνος σύνταξης της επιθεώρησης «Monthly Review» μιλάει για τη «μόνιμη στασιμότητα» του καπιταλισμού και το κόστος, με τις πολιτικές σκληρής λιτότητας, της μετάβασης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον τομέα της παραγωγής υλικών αγαθών σ’ εκείνον των άυλων χρηματιστηριακών….
Κανείς δεν αμφιβάλλει σήμερα ότι το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας ήταν αυτό που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση το 2007.

Η επιθεώρηση «Monthly Review» είναι ίσως το σημαντικότερο ανεξάρτητο σοσιαλιστικό έντυπο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1949, με το ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου, με συντάκτες τους Πολ Σουίζι και Λίο Χάμπερμαν (και οι δυο τους αποτέλεσαν στόχο του μακαρθισμού). Το κύριο άρθρο στο πρώτο του τεύχος ήταν το δοκίμιο του Αλμπερτ Αϊνστάιν «Γιατί σοσιαλισμός». Ο Χάμπερμαν πέθανε το 1968 και τη θέση του πήρε ο Χάρι Μάγκντοφ το 1969. Το 2000, και ενώ ο Σουίζι είχε ήδη αποσυρθεί από την κύρια ευθύνη της σύνταξης της επιθεώρησης (απεβίωσε το 2004 σε ηλικία 94 ετών), συν-συντάκτης ανέλαβε ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ (καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον), ενώ από το 2006 έχει την αποκλειστική ευθύνη της σύνταξης, διατηρώντας στο ακέραιο την παράδοση του «Monthly Review» ως της εξέχουσας φωνής στις ΗΠΑ υπέρ του σοσιαλισμού και κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και επεκτείνοντας ταυτόχρονα την πολιτική οικονομία του «μονοπωλιακού καπιταλισμού», που ανέπτυξαν τη δεκαετία του 1960 οι Σουίζι και Πολ Μπάραν.
Είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε πρόσφατα με τον Τζον Μπέλαμι Φόστερ για τη σημερινή κρίση του καπιταλισμού και τις προκλήσεις του μαρξισμού, με σκοπό την παράλληλη δημοσίευση μιας συνέντευξης στην «Κ.Ε.» και στο «MRZine», αντίστοιχα. Η συνέντευξη που ακολουθεί και θα δημοσιευθεί σε δύο διαδοχικά κυριακάτικα φύλλα έχει ήδη αναρτηθεί (στα αγγλικά) στην ιστοσελίδα του «Monthly Review». Ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ έχει εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία (τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές διαφορετικές γλώσσες: γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά, τουρκικά, ιαπωνικά, περσικά, φινλαδικά) και δημοσιεύσει εκατοντάδες άρθρα.

Η «πραγματική οικονομία»

* Η κρίση που ξεκίνησε το 2007 ως το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας έχει καταλήξει σε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις ανεργίας στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Θα μπορούσε να σημαίνει αυτό ότι η κρίση του 2007-08 δεν προκλήθηκε στην πραγματικότητα από τις χρηματοοικονομικές αγορές αλλά από βαθύτερα αίτια στην πραγματική οικονομία;


- Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας ήταν αυτό που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση το 2007. Υπό αυτή την έννοια, συνεπώς, η γενεσιουργός αιτία της κρίσης ήταν χρηματοοικονομική. Όμως οι βαθύτερες απαντήσεις βρίσκονται στη λεγόμενη «πραγματική οικονομία» ή στη σφαίρα της παραγωγής. Μια σοβαρή οικονομική κρίση όπως η Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση είναι πάντα προϊόν δομικών παραγόντων και έχει πάντα τις ρίζες της στην παραγωγή. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης των ώριμων, μονοπωλιακών καπιταλιστικών οικονομιών της τριάδας (ΗΠΑ/Καναδάς, Ευρώπη, Ιαπωνία) άρχισαν να επιβραδύνονται στη δεκαετία του 1970, μια τάση που συνεχίζεται από τότε. Ο κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας σε αυτή την επιβράδυνση της οικονομίας ήταν αυτό που ονομάζεται «χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας». Ο όρος αποδίδει τη μετάβαση των οικονομικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τον τομέα της παραγωγής υλικών αγαθών στον τομέα των άϋλων χρηματιστηριακών αγαθών, τα οποία προσφέρουν, με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, υψηλότερα κέρδη σε βραχυχρόνια επιχειρηματική περίοδο.

Η χρηματιστηριοποίηση μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από τη διόγκωση του μεγέθους της χρηματοδότησης (η δομή πίστωσης-χρέους) σε σχέση με την παραγωγή και την αύξηση του μεριδίου του χρηματοοικονομικού κέρδους στα συνολικά εταιρικά κέρδη.

Η διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αναπτύχθηκε έντονα τη δεκαετία του ’80. Ενόψει του κορεσμού της αγοράς και της μείωσης των επενδυτικών ευκαιριών, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες επενδυτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της απορρόφησης της υπεραξίας. Η απάντησή τους ήταν να ρίξουν όλο και περισσότερο από το οικονομικό πλεόνασμα που ήταν στη διάθεσή τους στο χρηματοοικονομικό τομέα σε αναζήτηση κερδοσκοπικών ευκαιριών που συνδέονται με την αύξηση του ενεργητικού. Οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ανταποκρίθηκαν σε αυτή τη μαζική εισροή κεφαλαίων με την εφεύρεση όλο και πιο εξωτικών χρηματοοικονομικών εργαλείων. Η όλη διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης συνέβαλε σε μια ανοδική τάση της οικονομίας.

Όμως καθώς η χρηματιστηριοποίηση ήταν η ανταπόκριση προς μια ολοένα και πιο στάσιμη οικονομία, την οποία δεν μπορούσε φυσικά να θεραπεύσει, αυτό που προέκυψε από αυτή τη διαδικασία ήταν να προστεθούν στην αποδυνάμωση της οικονομικής βάσης διαρκώς μεγαλύτερες και συχνότερες χρηματοοικονομικές φούσκες. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση μιας σειράς από χρηματοοικονομικές κρίσεις, η κάθε μια από αυτές μεγαλύτερη από την προηγούμενη, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και τις άλλες κεντρικές τράπεζες να ενεργοποιούνται ξανά και ξανά ως δανειστές εσχάτης προσφυγής σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποτρέψουν την κατάρρευση ενός οικοδομήματος από τραπουλόχαρτα. Η αποτροπή μιας πλήρους χρηματοοικονομικής κατάρρευσης δημιουργούσε, ωστόσο, τις βάσεις για μεγαλύτερα προβλήματα στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, η χρηματιστηριοποίηση παγκοσμιοποιείται καθώς όλες οι χώρες αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν την ίδια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική. Τελικά, ήταν αναπόφευκτο να προκύψει μια κατάσταση όπου οι επιπτώσεις από το σκάσιμο μιας χρηματοπιστωτικής φούσκας είναι τόσο τεράστιες που ξεπερνούν την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να αποτρέψουν σοβαρές ζημιές στην οικονομία. Αυτό συνέβη με τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007-08. Ωστόσο, η πλήρης κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποφεύχθηκε μέσω της διαδικασίας της διάσωσης «των πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν» χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με το κόστος να μετακυλίεται στο κοινό.

Οι περισσότερες συζητήσεις για τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, ακόμα και ανάμεσα στην Αριστερά, έχουν την τάση να επικεντρώνονται στις επιφανειακές πτυχές και τα συμπτώματα, αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες αντιφάσεις τόσο εντός της παραγωγής όσο και στις διαδικασίες της χρηματοδότησης. Αντίθετα, είμαι υπερήφανος να πω ότι το «Monthly Review», που βασίστηκε αρχικά στο έργο του Πολ Σουίζι και του Χάρι Μάγκντοφ, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη αυτών των αντιφάσεων, δημοσιεύοντας αδιάλειπτα αναλύσεις επί του θέματος τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.

* Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι η χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά η γενικότερη κρίση του καπιταλισμού, η οποία, από τη δική σας οπτική γωνία, χαρακτηρίζεται από τη στασιμότητα. Σωστά;

- Ναι, το κύριο πρόβλημα της καπιταλιστικής οικονομίας αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο η χρηματοπιστωτική κρίση όσο η στασιμότητα. Ακόμη και οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, μιλάνε τώρα για «μόνιμη στασιμότητα». Η σημερινή περίοδος χαρακτηρίζεται από μια ακραία οικονομική επιβράδυνση στις ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες. Το σύστημα είναι εγκλωβισμένο σε αυτό που στο «Monthly Review» έχουμε αναφερθεί ως η «παγίδα στασιμότητας-χρηματιστηριοποίησης». Δεν υπάρχει τίποτα, προς το παρόν, που να μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο την καπιταλιστική οικονομία -εκτός από μια νέα άνθηση στη διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης. Αλλά η ίδια η χρηματιστηριοποίηση εμποδίζεται, προς το παρόν, από την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού.

Ως εκ τούτου, το πρωταρχικό μέλημα του κεφαλαίου είναι πάνω απ’ όλα η επανεκκίνηση της διαδικασίας της χρηματιστηριοποίησης. Ο πρωταρχικός στόχος είναι να διασφαλιστούν η σταθερότητα και η ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν τόσο τον πλούτο της καπιταλιστικής τάξης όσο και το κύριο μέσο σήμερα για την περαιτέρω αύξηση του πλούτου. Αυτό σημαίνει στην πράξη την επιβολή μέτρων νεοφιλελεύθερης λιτότητας που αποβλέπουν ολοένα και περισσότερο στην εκτροπή δημόσιων και ιδιωτικών οικονομικών ροών προς το χρηματοοικονομικό τομέα. Το καπιταλιστικό κράτος μετατρέπεται σε δανειστή της έσχατης προσφυγής, με όλους τους άλλους πολιτικούς σκοπούς να υποτάσσονται σε αυτόν. Υπό αυτές τις συνθήκες οι παλιές κεϊνσιανές στρατηγικές των «ελλειμματικών δαπανών» και της προώθησης της απασχόλησης πρέπει να θυσιαστούν στο βωμό της εξουσίας της χρηματοοικονομικής ελίτ. Αυτό μπορεί, τελικά, να επιφέρει μια νέα άνθηση της οικονομίας βασισμένη στη χρηματιστηριοποίηση και να οδηγήσει σε νέα φούσκα. Αλλά οι ενδεχόμενες συνέπειες αυτής της διαστρεβλωμένης, κερδοσκοπικά κατευθυνόμενης διαδικασίας της παραγωγής του πλούτου είναι πιθανό να είναι ακόμη πιο σοβαρές στο μέλλον.
Ο ρόλος του κράτους

* Κατανοείτε τη χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας ως μια εσκεμμένη ή ακόμα και ως ακούσια έκβαση από τους φορείς χάραξης πολιτικής ή καθαρά ως μέρος της δυναμικής, συνεχιζόμενης διαδικασίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου και των αντιφάσεων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου;

- Το ερώτημα αν ο ρόλος του κράτους και των χαρακτών πολιτικής είναι πρωταρχικής σημασίας στην προώθηση της χρηματιστηριοποίησης έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τους αναλυτές, τόσο ανάμεσα στους φιλελεύθερους όσο και στην Αριστερά. Ένα καλό παράδειγμα είναι η ανάλυση της Greta Krippner, στο βιβλίο της «Capitalizing on the Crisis», που προσεγγίζει τη χρηματιστηριοποίηση κυρίως ως καθεστώς πολιτικής. Αυτή η προσέγγιση ταιριάζει καλά με τη δημοφιλή και κεϊνσιανή άποψη ότι το πρόβλημα ήταν η χρηματοοικονομική απορρύθμιση και πως η λύση βρίσκεται, ως εκ τούτου, στη χρηματοοικονομική ρύθμιση. Δεν υπάρχει, βέβαια, καμία αμφιβολία ότι οι κυβερνήσεις της τριάδας συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην προώθηση της χρηματοοικονομικής απορρύθμισης και πως αποκόμισαν κάθε δυνατό πλεονέκτημα από τις πολιτικές και οικονομικές ευκαιρίες που προέκυψαν από τη χρηματιστηριοποίηση.
Αλλά ο εντοπισμός του προβλήματος στο κράτος είναι σαν να βάζουμε την άμαξα μπροστά από το άλογο. Όπως υποστήριξε ο Σουίζι στα τέλη του 1990, το κρίσιμο πρόβλημα της οικονομικής ανάλυσης σήμερα είναι να κατανοήσουμε τη «χρηματιστηριοποίηση της διαδικασίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου». Αντιμέτωπο με τη μια φούσκα μετά την άλλη που προέκυπταν από τη σχέση «στασιμότητας-χρηματιστηριοποίησης», το κράτος δεν είχε άλλη επιλογή, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, από το να στραφεί στη χρηματοοικονομική απορρύθμιση προκειμένου να αποφευχθεί το σκάσιμο της φούσκας, προσφέροντας μεγαλύτερο χώρο λειτουργίας στο χρηματοοικονομικό καθεστώς με την άρση των εμποδίων στην επέκτασή του. Εξάλλου κανείς δεν θέλει -ούτε ο πρόεδρος μιας κεντρικής τράπεζας ούτε ένας υπουργός Οικονομικών και πόσω μάλλον ο αρχηγός ενός κράτους- να σκάσει μια φούσκα κατά τη διάρκεια της δικής του θητείας. Η διαδικασία της χρηματοοικονομικής απορρύθμισης προκειμένου να αποφευχθεί μια έκρηξη φούσκας ήταν ιδιαίτερα εμφανής επί κυβέρνησης Κλίντον, όπου οι Αλαν Γκρίνσπαν, Λάρι Σάμερς και Τίμοθι Γκάιτνερ συνεργάστηκαν στενά προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά η ιδέα ότι όλη αυτή η διαδικασία ελεγχόταν με οποιονδήποτε τρόπο από το κράτος αποτελεί ψευδαίσθηση. Ουσιαστικά πρόκειται περί μιας βασικά ανεξέλεγκτης διαδικασίας, με τα πραγματικά προβλήματα να εντοπίζονται στην παράλογη ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας.

* Ο Χάιμαν Μίνσκι συνέβαλε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον οικονομολόγο στη μεταπολεμική εποχή στην κατανόηση των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, αλλά πρότεινε, επίσης, κάποιες ορθές και ρεαλιστικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της μάστιγας της ανεργίας και της φτώχειας. Πού εντοπίζονται οι διαφορές σας με τον Μίνσκι;

- Ο Μίνσκι ήταν σίγουρα μια μεγάλη φυσιογνωμία στην μετακεϊνσιανή οικονομική επιστήμη και η φήμη του έχει επαξίως επεκταθεί από την τελευταία κρίση. Σχεδόν ολόκληρο το έργο του ήταν αφιερωμένο στις χρηματοοικονομικές κρίσεις. Η βάση της ανάλυσής του ήταν μια εναλλακτική ερμηνεία του Κέινς (στο βιβλίο του με τον τίτλο John Maynard Keynes, που κυκλοφόρησε το 1975), με την οποία προσπάθησε να μετατρέψει τις κύριες διαπιστώσεις του Κέινς σε μια θεωρία βραχυπρόθεσμων χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Κατά τη διαδικασία αυτής της ανάλυσης, ο Μίνσκι υποβάθμισε το γεγονός ότι η ανάλυση του Κέινς στον τομέα αυτό συνδέεται με τις ανησυχίες του για τη μακροχρόνια στασιμότητα ή την πτώση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Ο Μίνσκι έδειξε ότι ο καπιταλισμός είχε ένα μοιραίο «ελάττωμα», το οποίο προκαλούσε πηγές χρηματοδότησης Ponzi που οδηγούσαν σε περιόδους χρηματοοικονομικής αστάθειας. Η τάση του καπιταλισμού να μετακινείται από μια οικονομικά σταθερή θέση σε μια οικονομικά ασταθή θέση αποτελεί εγγενή παθογένεια του συστήματος. Παρ’ όλα αυτά, η κύρια αδυναμία της ανάλυσης του Μίνσκι ήταν ότι στηρίχθηκε σε μια καθαρή θεωρία του χρηματοοικονομικού κύκλου, αποκομμένη από την κατανόηση των τάσεων μέσα στην παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, δεν υπάρχει πραγματική θεωρία της χρηματιστηριοποίησης στο έργο του, που να είναι κατανοητή ως τάση και όχι ως κάποιο συγκυριακό φαινόμενο. Το αφηρημένο μοντέλο των χρηματοοικονομικών κρίσεων που ανέπτυξε ήταν ως εκ τούτου ξεκομμένο από πολλά από τα ιστορικά ζητήματα της πραγματικής συσσώρευσης που βρίσκονταν στο επίκεντρο της ανάλυσης του Μαρξ, του Κέινς και του Καλέκι. Αν και οι Σουίζι και Μάγκντοφ θαύμαζαν πολύ το μοντέλο του Μίνσκι, άσκησαν κριτική απέναντί του τη δεκαετία του 1970 για το γεγονός ότι απέτυχε να δει τη δυναμική σχέση μεταξύ παραγωγής και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ο Μίνσκι άρχισε να αναλύει με επικριτική διάθεση τη διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης και της συσσώρευσης του κεφαλαίου (δηλαδή τη μακροχρόνια διαδικασία της χρηματιστηριοποίησης) μετά το κραχ του χρηματιστηρίου το 1987.
 
* Η σχολή του μονοπωλιακού κεφαλαίου θεωρεί απλοϊκές τις ριζοσπαστικές αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η διεθνικοποίηση του κεφαλαίου έχει αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας παγκόσμιας ελίτ, που χαράσσει σήμερα την πολιτική γραμμή σχεδόν σε όλο τον πλανήτη. Εξηγήστε μας, γιατί;

- Είναι αλήθεια ότι, από τη δική μας οπτική γωνιά, η δημοφιλής σήμερα θεώρηση για την άνοδο μιας υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης είναι ιδιαίτερα απλοϊκή, επειδή δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις πλήρεις αντιφάσεις που συνεχίζουν να επικρατούν στο καπιταλιστικό σύστημα. Η συγκεκριμένη θεώρηση έχει την τάση να παραγκωνίζει το θέμα των κοινωνικών τάξεων και να υποβαθμίζει την ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα. Απ’ όσο γνωρίζω, η καλύτερη κριτική στη θεωρία της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης προέρχεται από τον Σαμίρ Αμίν στο έργο του «Υπερεθνικός καπιταλισμός ή συλλογικός ιμπεριαλισμός;».

Η ουσία είναι ότι η οικονομικοπολιτική πραγματικότητα είναι πολύ πιο πολύπλοκη από την εικόνα που μεταδίδει η έννοια της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης ως ένας από μηχανής θεός (deus ex machina). Οι θεωρητικοί της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης εστιάζουν την προσοχή τους στις αυξανόμενες διασυνδέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες του πυρήνα του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, οι ενδοεταιρικές διασυνδέσεις δεν είναι καθόλου εντυπωσιακές ως σύνολο στις οικονομίες της Τριάδας. Το αμερικανικό κεφάλαιο, για παράδειγμα, εξακολουθεί να λειτουργεί με μεγάλη αυτονομία, όπως και το αμερικανικό κράτος. Το ιαπωνικό κεφάλαιο είναι επίσης αρκετά αυτόνομο.

Η θεωρία της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης είναι περισσότερο δημοφιλής στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ομως, η παρούσα κρίση έχει φέρει στην επιφάνεια τις αντιφάσεις στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρώπης, υπονομεύοντας όλες τις απλοϊκές υποθέσεις σχετικά με την υπερεθνική ενοποίηση των καπιταλιστικών τάξεων, των επιχειρήσεων και των κρατών.

Μονοπωλιακοί παράγοντες

* Φαίνεται ότι είμαστε μάρτυρες μιας ιστορικής μετατόπισης στους τομείς ανάπτυξης του καπιταλισμού από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Αν όντως ισχύει αυτό, ποιοι παράγοντες προκαλούν αυτή τη μετατόπιση και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης για τις παλιές αντιθέσεις μεταξύ Βορρά και Νότου;

- Υπάρχουν μεγάλες υπερβολές στον τομέα αυτό. Το μερίδιο της βιομηχανικής απασχόλησης του παγκόσμιου Νότου αυξήθηκε από 51% το 1980 σε 73% το 2008, την εποχή της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγής αποτελείται από το outsourcing πολυεθνικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο κέντρο του καπιταλισμού. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης σε μια χούφτα αναδυόμενων οικονομιών είναι πολύ υψηλότεροι από εκείνους στις ώριμες οικονομίες της Τριάδας. Ωστόσο, είναι λάθος να μιλάμε για την άνοδο του παγκόσμιου Νότου στο σύνολό του. Όπως εξηγήσαμε με τον Φρεντ Μάγκντοφ στο βιβλίο μας «What Every Environmentalist Needs to Know About Capitalism», από το 1970 έως το 1989 το ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων χωρών (εκτός της Κίνας) ήταν κατά μέσον όρο μόλις 6,1% από αυτό των χωρών των G7 (Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Καναδάς).

Από το 1990 έως το 2006 (λίγο πριν από τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική κρίση), μειώθηκε στο 5,6%. Εν τω μεταξύ, το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ των 48 λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών μειώθηκε την περίοδο 1970-1989 από το 1,4% από αυτό των χωρών των G7 στο 0,96% την περίοδο 1990-2006. Η ανισότητα αυξάνει ταχύτατα στις χώρες της παγκόσμιας περιφέρειας, καθώς και στον πυρήνα του συστήματος. Διαφόρων ειδών οικονομικές μεταβιβάσεις και έλεγχοι συμβάλλουν στη διαιώνιση της αυτοκρατορικής εξουσίας του κέντρου έναντι της περιφέρειας.

Επιπλέον, κάτω από το σημερινό καθεστώς του παγκόσμιου μονοπωλιακού κεφαλαίου, παράγοντες, όπως οι πηγές πόρων, η τεχνολογία, η πληροφόρηση και η στρατιωτική εξουσία, μονοπωλούνται και ελέγχονται σε σημαντικό βαθμό από τον πυρήνα του συστήματος. Η οικονομική πολιτική (δείτε την εξάπλωση της λιτότητας) υπαγορεύεται επίσης από το κέντρο. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το «παγκόσμιο ΝΑΤΟ» διεξάγουν συστηματικά στρατιωτικές παρεμβάσεις στην περιφέρεια. Ο ιμπεριαλισμός είναι μια αυξανόμενη πραγματικότητα, ακόμη και αν εκδηλώνεται με νέες μορφές. 

Το γεγονός ότι αυξάνουν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Κίνα, ενώ έχουν κυριολεκτικά εκραγεί στη Βραζιλία και την Τουρκία τις τελευταίες εβδομάδες, δείχνει ότι οι αντιφάσεις του συστήματος μεγαλώνουν στις αναδυόμενες οικονομίες με τρόπους που δεν μπορεί να συλλάβει η απλοϊκή αντίληψη μιας ιστορικής μετατόπισης υπέρ του παγκόσμιου Νότου. Είναι αλήθεια ωστόσο ότι αυτές οι εξελίξεις αποτελούν νέες προκλήσεις για την εξουσία στο κέντρο του συστήματος. Δείτε τις εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τους αγώνες για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα σε χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Βολιβία.

Επιπλέον, διαβρώνεται η γεωπολιτική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως αυτό που βλέπουμε δεν είναι κάποια γραμμική κίνηση όσο μια εντατικοποιημένη μάχη για το μέλλον του ιμπεριαλισμού και την αυτοδιάθεση των λαών.

Στο βιβλίο «The Endless Crisis», που γράψαμε με τον Robert McChesney, διερευνούμε τη διαδικασία του «αρμπιτράζ στην παγκόσμια εργασία», όπου το κεφάλαιο μετατοπίζεται προς τις βιομηχανικές χώρες προκειμένου να επωφεληθεί από τους χαμηλούς μισθούς ή, ακριβέστερα, από το χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας.

Ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα προσανατολίζεται ως εκ τούτου όλο και περισσότερο σε αυτό που στη μαρξιστική θεωρία ονομάζεται άνιση ανταλλαγή. Πίσω από την οικονομική ανάπτυξη των φτωχότερων και αναδυόμενων οικονομιών βρίσκεται συνεπώς η εντατικοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και των ακραίων μορφών της υπερεκμετάλλευσης.

Στο βιβλίο μας ελέγξαμε επίσης την παγκόσμια εφεδρική στρατιά εργασίας με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ. Βρήκαμε ότι ο παγκόσμιος εφεδρικός στρατός εργασίας το 2011 ανερχόταν σε περίπου 2,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους, όταν ο ενεργός στρατός εργασίας ήταν 1,4 δισεκατομμύριο. Με άλλα λόγια, οι αναδυόμενες αντιφάσεις εντός του συστήματος είναι τεράστιες και ο παγκόσμιος Νότος βρίσκεται αντιμέτωπος με αυξανόμενες κοινωνικές, οικονομικές και οικολογικές ρωγμές, που διαπερνούν όλο το σύστημα στο σύνολό του.

Ο αδηφάγος καπιταλισμός

* Είναι υπό υποχώρηση ο νεοφιλελευθερισμός ή παραμένει ανέπαφη η ηγεμονία του;

- Στο βιβλίο μας «The Endless Crisis», ο McChesney και εγώ υποστηρίζουμε ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς αναλογεί στην «πολιτική του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου», που χαρακτηρίζει τη σημερινή φάση του καπιταλισμού. Γράψαμε ότι «αντί της αποκατάστασης του παραδοσιακού οικονομικού φιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός είναι … προϊόν του μεγάλου κεφαλαίου, του μεγάλου κράτους και του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου σε σχεδόν παγκόσμια κλίμακα». Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την κυριαρχία της χρηματοοικονομικής ελίτ και της χρηματιστικοποίησης ως κύριων μέσων για την αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας.

Πρόκειται για μια πιο αδηφάγο μορφή καπιταλισμού, με στόχο την αύξηση της ανισότητας και την επιβολή της λιτότητας. Πρόκειται για μια προσπάθεια μεταβίβασης όλο και περισσότερων οικονομικών ροών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων του κράτους, στις τσέπες του κεφαλαίου και ειδικά προς το χρηματοοικονομικό τομέα.

Η συσσώρευση κεφαλαίου με την παραδοσιακή μορφή των επενδύσεων σε νέο σχηματισμό κεφαλαίου εντός της παραγωγής, ενώ παραμένει κρίσιμη, αποκτά όλο και περισσότερο δευτερεύοντα ρόλο. Τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων έχουν χάσει την εξουσία σε σχέση με τις χρηματοοικονομικές αγορές, ενώ το κράτος αποκτά όλο και περισσότερο μια πλουτοκρατική μορφή, εξυπηρετώντας το χρηματιστικό κεφάλαιο και το μεγάλο κεφάλαιο στο σύνολό του.

Ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως η απόλυτη αποτυχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Ο κλασικός φιλελευθερισμός ή «ο κτητικός ατομικισμός», όπως τον αποκάλεσε ο C.Β. Macpherson, ήταν έντονα αντιδημοκρατικός (όπως μπορεί να δει κανείς στα γραπτά προσωπικοτήτων όπως ο Χομπς και ο Λοκ). Η φιλελεύθερη δημοκρατία εισήχθη αργότερα (εμπνευσμένη από άτομα όπως ο J.S. Mill) ως ένα υβριδικό σύστημα, στο οποίο ο κτητικός ατομικισμός του κλασικού φιλελευθερισμού τροποποιήθηκε προκειμένου να επιτραπούν ορισμένες δημοκρατικές πρωτοβουλίες, ιδίως στην εκλογική σφαίρα.

Σήμερα, η κυρίαρχη τάση είναι η κατασκευή ενός νεοφιλελεύθερου, πλουτοκρατικού κράτους προσανατολισμένου πιο συστηματικά από ποτέ στις ανάγκες του κεφαλαίου, δηλαδή στην επαναφορά του κλασικού φιλελευθερισμού και του κτητικού ατομικισμού, επικρίνοντας την «υπερβολική δημοκρατία». Αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός ταιριάζει καλά με την ιδέα του Χάγιεκ για την αυτορρύθμιση της αγοράς ως βάση της κοινωνίας και ακόμη και του κράτους. Η δημοκρατία, ακόμα και στην περιορισμένη μορφή στην οποία υπήρχε, θεωρείται όλο και πιο αναλώσιμη. Η σχετική αυτονομία του κράτους σε σχέση με το κεφάλαιο εξαφανίζεται και η κυριαρχία δεν είναι πλέον του λαού, αλλά του κεφαλαίου. Το κράτος αναδιαρθρώνεται όχι ως η εκτελεστική επιτροπή της καπιταλιστικής τάξης, αλλά ως ο διαχειριστής των συμφερόντων του χρηματοοικονομικού τομέα.

Εξετάζοντας τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει συνεπώς να μιλάμε όχι τόσο για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού όσο για την ηγεμονία του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου και το νεοφιλελεύθερο στρατηγικό του προσανατολισμό.

Στην Ελλάδα η ανεργία έχει ξεπεράσει το 27%. Αλλά η πολιτική της λιτότητας γίνεται όλο και πιο σκληρή. Γιατί; Η απάντηση είναι ότι η Ελλάδα έχει υποβληθεί σε ένα είδος νεοφιλελεύθερης θεραπείας-σοκ, προκειμένου να προωθηθούν τα ειδικά συμφέροντα του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου, δηλαδή της χρηματιστικοποιημένης, μονοπωλιακής, ιμπεριαλιστικής καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, στην οποία, εντός της Ευρωζώνης, υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αυτοκρατορικό κέντρο και την (εσωτερική) περιφέρεια.

Δεν υπάρχει βιώσιμη εναλλακτική πολιτική απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό του σημερινού καπιταλισμού, ακριβώς επειδή ο νεοφιλελευθερισμός είναι αντανάκλαση της εσωτερικής ανάγκης του ίδιου του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου. Η νεοφιλελεύθερη λιτότητα αποτελεί ως εκ τούτου προϊόν των αντιφάσεων του συνόλου της τρέχουσας φάσης του καπιταλισμού.

Η μόνη απάντηση για τις δυνάμεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι να πιέσουν πέρα από τη λογική του συστήματος, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο «κοινωνικό μεταβολικό σύστημα», ένα σύστημα «ουσιαστικής ισότητας», όπως το ονομάζει ο Istvan Meszaros», δηλαδή ο σοσιαλισμός.

Η «επιστροφή» του σοσιαλισμού

* Αν και ο μαρξισμός παραμένει από πολλές βασικές απόψεις το πιο ισχυρό εργαλείο για την κατανόηση και την ανάλυση των καπιταλιστικών κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, τα πράγματα στο πολιτικό μέτωπο έχουν πάρει τον κατήφορο τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970: το εργατικό κίνημα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι ανοργάνωτο, τα ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα είναι μικρά και περιθωριοποιημένα και, το πιο σημαντικό, η εργατική τάξη έχει ως επί το πλείστον γυρίσει την πλάτη της στην παράδοση της επαναστατικής πολιτικής. Βλέπετε το μαρξισμό να επανεμφανίζεται στο εγγύς μέλλον ως μια ισχυρή πολιτική δύναμη;

- Το σύστημα του παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου βρίσκεται σε βαθιά δομική κρίση, που δημιουργεί νέες ιστορικές διαδικασίες και μορφές πάλης. Στο πλαίσιο αυτό, ο σοσιαλισμός επανεμφανίζεται αναπόφευκτα ως η μόνη εναλλακτική λύση στην καταστροφική τάση του καπιταλισμού. Δεν αποτελεί έκπληξη, συνεπώς, ότι βλέπουμε μια νέα εποχή κοινωνικών εξεγέρσεων στη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή, στη βόρεια Αφρική, στη νότια Ευρώπη, σε μέρη της νότιας Ασίας, ακόμη και στην Κίνα.

Στη Λατινική Αμερική οι πρωτοπόρες χώρες σε αυτή τη νέα επαναστατική εποχή έχουν υψώσει τη σημαία του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα». Και υπάρχει μια σαφή ιστορική λογική σε αυτό. Δεν υπάρχει απολύτως καμία πιθανότητα να έχουν επιτυχία στην αντιμετώπιση της τρέχουσας δομικής κρίσης του κεφαλαίου οι μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις που βλέπουμε σήμερα, αν δεν πορεύονται με στόχο το σοσιαλισμό.

Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κίνημα Occupy έθεσε επί τάπητος το ταξικό ζήτημα του μεριδίου του πλούτου που έχει υπό την κατοχή του το 1% του πληθυσμού, στοχεύοντας με ριζοσπαστικό τρόπο την καπιταλιστική τάξη. Στο πλαίσιο της σημερινής δομικής κρίσης υπάρχουν λοιπόν ισχυρές ενδείξεις για την αναβίωση της μαρξιστικής ανάλυσης.

Σοσιαλισμός και μαρξισμός

Έχω δύο παρατηρήσεις να κάνω στο σημείο αυτό. Πρώτον, για να αποτελέσει σήμερα ο μαρξισμός μιας ζωτικής σημασίας επαναστατική άποψη θα πρέπει να δούμε ανανεωμένες και πιο δυναμικές μορφές του ιστορικού υλισμού, που θα αντανακλούν τα επαναστατικά κινήματα που εμφανίζονται κυρίως στο Νότο, αλλά όλο και περισσότερο και στο Βορρά.

Ο μαρξισμός επομένως θα λάβει μορφές που θα προκύπτουν αναγκαστικά από τη συγχώνευση των επαναστατικών στόχων με τις ιστορικές συνθήκες των κοινωνιών στις οποίες ο ταξικός/κοινωνικός αγώνας είναι πιο έντονος. Η κίνηση του Τσάβες να συνδέσει τη μαρξιστική θεωρία με το μπολιβαριανό επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να θεωρηθεί τίποτα λιγότερο από ιδιοφυής. Στη Βολιβία βλέπουμε μια σύνθεση των σοσιαλιστικών απόψεων με τις εγχώριες κοινωνικές ανάγκες και αντιλήψεις.

Δεύτερον, ο σοσιαλισμός και ο μαρξισμός αναγκαστικά θα μετασχηματιστούν από την πλανητική οικολογική κρίση, τη μεγαλύτερη πρόκληση που έχει ποτέ αντιμετωπίσει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Όπως υποστήριξα στο βιβλίο του «Η Οικολογία του Μαρξ», η κλασική σοσιαλιστική κριτική του Μαρξ παρέχει την πιο ενιαία διαλεκτική προσέγγιση για την κοινωνικοοικολογική αλλαγή.

Η προσέγγιση αυτή πηγάζει από τα ίδια τα θεμέλια της κριτικής απέναντι στον καπιταλισμό. Επιπλέον, σήμερα είμαστε αντιμέτωποι όχι τόσο πολύ με το δίλημμα της Ρόζα Λούξεμπουργκ «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» όσο με την πιο σοβαρή επιλογή του «σοσιαλισμού ή της εξολόθρευσης».

Αυτή τη στιγμή ακολουθούμε ακόμα την τακτική του «business as usual», οδηγώντας προς εξαφάνιση τα περισσότερα είδη ζωής του πλανήτη μας, συμπεριλαμβανομένου πολύ πιθανώς του δικού μας είδους. Είναι επείγουσα ανάγκη για μια σκληρή αριστερή στροφή. Πιστεύω ότι ο σοσιαλισμός είναι η μόνη σωτηρία της ανθρωπότητας, δεδομένου ότι μόνο σε έναν κόσμο ουσιαστικής ισότητας και οικολογικής βιωσιμότητας μπορεί να υπάρξει πραγματική ελπίδα για το μέλλον.
 
Ανάρτηση από: http://www.enet.gr