Κατηγορούμενοι στις δίκες-παρωδία της απελευθέρωσης και γόνοι τους, στηρίγματα της νέας οικονομικής ελίτ της μεταπολεμικής Ελλάδας
Η παρουσία της Rheinmetall-Borsig στην Ελλάδα είναι συνεχής και αδιάληπτη. «Αναδύεται» στον Σκαραμαγκά με τις μίζες Τσοχατζόπουλου και τους Ευσταθίου, Παπαχρήστο και Κάντα στην υπόθεση των υποβρυχίων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιχειρηματία υπήρξε ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης, Οθωμανός υπήκοος μέχρι το 1922, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στη Μ. Ασία και στη Μέση Ανατολή. Αγόρασε στην Κωνσταντινούπολη το ξακουστό ξενοδοχείο Pera Palace, το οποίο κατέστησε κέντρο εξυπηρέτησης των διεθνών διασυνδέσεών του, συνάντησης πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, αλλά και μεγάλων επιχειρηματιών από την Ευρώπη, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Διατηρούσε στενές σχέσεις με την Deutsche Bank, μέσω της θυγατρικής τής γερμανικής κατασκευαστικής και επενδυτικής εταιρείας Philipp Holzmann, με την οποία είχε συνεργαστεί ως εργολάβος, επιχειρώντας στην περιοχή της Μ. Ανατολής. Μετά την επιβολή της συμφωνίας Sykes Picot στο τέλος του Α’ Π.Π. και την ανάληψη της διοίκησης της Συρίας, του Λιβάνου και της Κιλικίας από τους Γάλλους και της Παλαιστίνης, της Ιορδανίας, της Βαγδάτης και των περιοχών του Περσικού Κόλπου από τους Βρετανούς, περιορίστηκε η δυνατότητα επενδύσεων των γερμανικών κεφαλαίων στις περιοχές αυτές.
Εκείνη την εποχή, ο Μποδοσάκης αποφάσισε να εγκατασταθεί και να επενδύσει στην Ελλάδα και μετέφερε την εμπειρία του στο διεθνές εμπόριο, στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, αλλά και στο εμπόριο όπλων. Ειδικά για τη χρηματοδότηση των επιχειρησιακών σχεδίων του Μποδοσάκη, ο Πάγκαλος θέσπισε νόμο με τον οποίο τον διευκόλυνε να δανειστεί από το κράτος, με εγγύηση την προσωπική του περιουσία που είχε εγκαταλείψει στην Τουρκία. Αυτό οδήγησε σε πολιτική διένεξη με την Τουρκία, η οποία με την ευκαιρία αυτή δέσμευσε τις περιουσίες των προσφύγων, αναγνωρίζοντας τελικά ως ελληνικές περιουσίες μόνον αυτές που εγκαταλείφθηκαν από τους κατόχους έγκυρων διαβατηρίων (!) κατά την ημέρα της εγκατάλειψης των περιουσιών τους… τότε με το «συνωστισμό» στη Σμύρνη…
Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης
Ο Μποδοσάκης εισηγήθηκε στην κυβέρνηση πως το θέμα των προσφυγικών περιουσιών δεν θα έπρεπε να μείνει αναξιοποίητο οικονομικά και πως έπρεπε να λυθεί, δίνοντας αποζημιώσεις στους πρόσφυγες! Εισηγήθηκε την ίδρυση μιας ιδιωτικής εταιρείας διαχείρισης των εγκαταλειμμένων γαιών και υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων των προσφύγων. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα έμενε ανεκμετάλλευτη η περιουσία τους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στην Τουρκία, ενώ από την άλλη πλευρά θα παρεχόταν η ευκαιρία στους πρόσφυγες να συνεισφέρουν στην… ελληνική οικονομία και να… κερδίσουν το σεβασμό της «Παλαιάς Ελλάδας»… Επιπλέον, ο Μποδοσάκης ήταν της γνώμης πως τα δάνεια που δόθηκαν στους πρόσφυγες δεν ήταν επαρκή, δηλαδή από τους τόκους προς είσπραξη των πολυετών χαμηλότοκων δανείων των προσφύγων θα καλύπτονταν οι εγγυήσεις που θα παρείχαν οι τράπεζες για τη δημιουργία της εγχώριας ιδιωτικής βιομηχανίας (άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός», 7 Απριλίου 1924, που αναδημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» στις 26 Απριλίου 1973)…
Το 1930 ίδρυσε την Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρία Α.Ε. και ανέθεσε στη Siemens & Halske, με την προτροπή της Deutsche Bank, την εγκατάσταση αυτόματων τηλεφωνικών συσκευών στην Ελλάδα. Αμέσως μετά, η Siemens & Halske εξασφάλισε την έγκριση για την επέκταση του τηλεφωνικού δικτύου, δεκαπλασιάστηκαν οι τηλεφωνικές συνδέσεις και μέχρι το 1939 παρείχε το 65,5% του τηλεφωνικού και τηλεγραφικού εξοπλισμού της Ελλάδας.
Ο Μάρκογλου, ιδιοκτήτης ανώνυμης εταιρείας που κατείχε το προνόμιο της εγκατάστασης ραδιοφωνικών πομπών και μετάδοσης ραδιοφωνικών εκπομπών, αδυνατούσε λόγω οικονομικών προβλημάτων να ανταποκριθεί στους όρους της σύμβασής του με τα ΤΤΤ, γι’ αυτό πώλησε το 1934 τις μετοχές του στην Telefunken, θυγατρική της Siemens. Τότε, ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης αρνήθηκε να επικυρώσει τη σύμβαση. Το 1936 η δικτατορία του Ι. Μεταξά, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, επέλεξε τις προσφορές της Telefunken ως «απείρως ευνοϊκότερες των άλλων εταιρειών».
Η IG Farben επέλεξε το Auschwitz, για να δημιουργήσει το μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής χημικών στην Ευρώπη για την εξυπηρέτηση των πολεμικών στόχων της. Οι διευθυντές της καταδικάστηκαν στη Νιρεμβέργη για εγκλήματα πολέμου, αλλά μετά την αποφυλάκισή τους οι περισσότεροι επανήλθαν στις θέσεις τουςΣύμφωνα με μαρτυρική κατάθεση του διευθυντή της Ραδιο-Ηλεκτρικής Υπηρεσίας του υπ. Συγκοινωνιών (αρμόδιας για Ταχυδρομεία, Τηλέγραφο και Τηλεφωνία), Στέφ. Ελευθερίου, η σύμβαση με την Telefunken (θυγατρική της Siemens) γράφηκε το 1938 ύστερα από διαπραγματεύσεις. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο υπουργός Συγκοινωνιών και μετείχε ως μέλος και ο μάρτυρας Στέφ. Ελευθερίου. Η σύμβαση αυτή όφειλε να κατακυρωθεί από το υπουργικό συμβούλιο, αλλά αυτό αρνήθηκε. Διέρρευσε πως «δεν επληρώθησαν αι 20.000 χρυσαί λίραι, αι οποίαι εζητήθησαν από πρόσωπον έχον επιρροήν επί της Κυβερνήσεως»… Το 1939 η Siemens αγόρασε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της εταιρείας ΤΤΤ…
Το 1941 επανέφερε το θέμα η κυβέρνηση Τσολάκογλου, προκειμένου να κατακυρωθεί η σύμβαση. Στο υπουργικό συμβούλιο ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Εχομεν μίαν εταιρείαν, η οποία εις το παρελθόν ηδικήθη, ο χρόνος πάντως δεν είναι ο κατάλληλος να εξετάσωμεν αυτά τα πράγματα, αλλά πρέπει να συζητήσωμεν και να επιτύχωμεν ό,τι καλλίτερον ημπορούμε»… Ενας άλλος υπουργός υπερθεμάτισε, δηλώνοντας ότι «εκ της μελέτης που είχαμε επίστευσεν ότι η εταιρεία ηδικήθη». Εγινε τότε δεκτή η παλαιά συμφωνία με μικρές τροποποιήσεις. Με αυτό τον τρόπο, η Siemens στην Ελλάδα κατέκτησε το μονοπώλιο του ηλεκτροτεχνικού τομέα χαμηλού βολτάζ.
Η Ανώνυμος Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου αγοράστηκε από τον Μποδοσάκη το 1934. Τον ίδιο χρόνο συνέπραξε με τη γερμανική εταιρεία εκρηκτικών Koln-Rottweil Powder Factory, η οποία είχε το μονοπώλιο της παραγωγής εκρηκτικών της Γερμανίας και ελέγχονταν από την Ι.G. Farben, το διεθνές ναζιστικό βιομηχανικό τραστ που δημιούργησε το στρατόπεδο εξόντωσης Αουσβιτς. Το 1935 συνεβλήθη με τη Rheinmetall-Borsig, για να προμηθεύεται προϊόντα χάλυβα για περαιτέρω επεξεργασία, με αντάλλαγμα την εξαγωγή ποσοτήτων σκραπ από την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή εξασφάλιζε στη Rheinmetall-Borsig συνεχείς πωλήσεις και διαρκή παρουσία στην Ελλάδα, και αυτή προχώρησε στην παροχή τεχνογνωσίας, παράδοση μηχανημάτων και συνδρομή στην επέκταση των εγκαταστάσεων του Μποδοσάκη.
Έκτοτε, η παρουσία της Rheinmetall-Borsig στη χώρα είναι συνεχής και αδιάλυπτη. Απόδειξη οι πρόσφατες καταθέσεις των Ευσταθίου, Παπαχρήστου και Κάντα στην υπόθεση των υποβρυχίων.
Στο δεύτερο εξάμηνο του 1937 η βάση της Rheinmetall-Borsig για όλα τα Βαλκάνια ήταν η Ελλάδα.
Μέχρι και το 1941 τα Βαλκάνια ανταποκρίνονταν με πλήρη επάρκεια στις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας του Γ’ Ράιχ, ώστε μία στρατιωτική κατοχή για την εξασφάλιση των πρώτων υλών των γερμανικών εξοπλιστικών βιομηχανιών όχι μόνο δεν ήταν αναγκαία, αλλά θα μπορούσε να δημιουργήσει ελλείψεις κατά την προετοιμασία της για την επίθεση στη Σοβιετική Ενωση. Το διάστημα αυτό, η Γερμανία είχε εξασφαλίσει 19.700 τόνους χρωμίου από τα ορυχεία της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. Με τις διμερείς σχέσεις που ανέπτυξε ο Hjalmar Schacht για τις εξαγωγές της, κατάφερε να παραμερίσει το μονοπώλιο της γαλλικής εταιρείας όπλων, κατασκευής σιδηροδρόμων, πλοίων Schneider-Crusot στα Βαλκάνια. Το 1941, διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Δ.Σ. του Καλυκοποιείου και την Krupp είχαν εξασφαλίσει στη Γερμανία όλα τα σημαντικά μεταλλεύματα της Ελλάδας (Mollin Gerhard, Montankonzerne und «Drittes Reich» s. 195, 197).
Ο Μποδοσάκης συνεργάστηκε με όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, και οι δικτάτορες Πάγκαλος και Μεταξάς τού εξασφάλιζαν απόλυτη ελευθερία κινήσεων στα επιχειρηματικά σχέδιά του. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί στόχοι του Μεταξά ταυτίστηκαν με αυτούς του Μποδοσάκη.
Στο διάστημα από το 1937 μέχρι το 1939 ο Μποδοσάκης αγόρασε την ΕΤΜΑ, το εργοστάσιο παραγωγής τεχνητού μεταξιού, την Ελληνική Εριουργία, καθώς και το Εθνικό Εργοστάσιο Παραγωγής Ελαστικού, προκειμένου να ιδρύσει την Ανώνυμο Ελληνική Εταιρεία Κατασκευής Αντιασφυξιογόνων Προσωπίδων. Αγόρασε τη μοναδική μονάδα κατασκευής χαλύβδινων πλοίων, μηχανών και λεβήτων πλοίων Ateliers & Chantiers Helleniques, Vasiliades S.Α., την Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, με θυγατρική στην Κύπρο, καθώς και την Ανώνυμο Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων με περίπου 4.000 εργάτες. Σύμφωνα με αναφορά της Ι.G. Farben, η βιομηχανία αυτή ήταν η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη βιομηχανία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.
Το παλιό βρετανικό εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων στο Φάληρο, Blackburn Aircraft Factor, που περιήλθε το 1937 στην Ελληνική Αεροπορία, αποφασίστηκε πως πρέπει να εξοπλιστεί με νέα τεχνολογία, προκειμένου να κατασκευαστούν εκεί εκπαιδευτικά αεροπλάνα ξένης τεχνολογίας. Τον Απρίλιο του 1939 η Ελλάδα αγόρασε τα δικαιώματα κατασκευής του γερμανικού αεροπλάνου Henschel Hs126 και στις αρχές του 1940 παράγγειλε τα εξαρτήματα για την κατασκευή 40 αεροπλάνων αυτού του τύπου, καθώς και εξαρτήματα για Fieseler-Storchs, όπως αναφέρει στο απόρρητο αρχείο στις 13 Φεβρουαρίου 1940, με τίτλο «Εμπόριο με πολεμικό εξοπλισμό», ο επιτετραμμένος της αεροπορίας των γερμανικών προμηθειών στην Ελλάδα (Deutsche Flugzeuglieferungen an Griechenland, ΡΑΑΑ, HaPol., Geheim Handel mit KriegsgeratGriechenland Bd2).
Μετά τη γερμανική εισβολή, ο Μποδοσάκης-Αθανασιάδης εγκατέλειψε την Ελλάδα. Τα εργοστάσια βρέθηκαν με ορισθείσες από τους Γερμανούς διοικήσεις και έτοιμη την υποδομή για τις όποιες ανάγκες τους.
1957: επίσκεψη φιλοφροσύνης του Α. Krupp στην Ελλάδα του Κώστα Καραμανλή. Στην Ελλάδα του φίλου του Μποδοσάκη, ο οποίος έστησε τη γερμανική πολεμική υποδομή που λειτούργησε στα χέρια των κατακτητών ναζίΟ πρωθυπουργός της κατοχής Λογοθετόπουλος, κλινικάρχης προπολεμικά και καθηγητής Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, συμμετείχε στην ελληνογερμανική εταιρεία DEGRIGES, που αντιστάθμιζε με κλήρινγκ τις εισαγωγές από άχρηστα για την Ελλάδα προϊόντα πολεμικής βιομηχανίας, εξάγοντας ελληνικά τρόφιμα στη Γερμανία και αφήνοντας τον κόσμο στο έλεος της μαύρης αγοράς. Τα παρέδιδαν κάποιοι έμποροι τροφίμων, όπως ο Νικόλαος Τερζόγλου, ιδιοκτήτης της εταιρείας «Αιγαίο» προπολεμικά, που μετονομάσθηκε σε «Ελαιον» στην Κατοχή, με συνεργάτες τούς Σόλωνα Ραπτάκη, Γεώργιο Πάγκαλο, Δημ. Παπαγιαννάκη και άλλους, όπως οι Ι. Π. Καρδασιλάρης, Ιωάννης Καλδής, Ιωάννης Χατζάκης. Ολοι τους καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων. Αλλοι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους συγκέντρωναν από όλη την Ελλάδα τρόφιμα και άλλα είδη, τα εξήγαν σε Βουλγαρία και Τουρκία -μέσω Λέσβου, Σάμου, Χίου και Θράκης- και μετά οι ίδιοι Γερμανοί άνοιγαν πιστώσεις, προκειμένου να επανεισαγάγουν τα ίδια ελληνικά προϊόντα από δικές τους τουρκικές, βουλγαρικές και ρουμανικές εταιρείες! Αξιοσημείωτο είναι πως οι Γερμανοί, ενώ είχαν εκχωρήσει τη Θράκη στη βουλγαρική διοίκηση, διατήρησαν όλη την παραμεθόριο ζώνη της Θράκης με την Τουρκία, καθώς και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, Σάμο, Χίο, Λέσβο. Αυτές οι περιοχές ήταν κάτω από τη διοίκηση του Μαξ Μέρτεν, συμβούλου πολέμου στη Θεσαλονίκη, προκειμένου να ελέγχει ο ίδιος τη διακίνηση της εισαγωγής και εξαγωγής των εμπορευμάτων από και προς Τουρκία και Βουλγαρία.
Από τα δίκτυα των Ελληνικών Σιδηροδρόμων στη διάρκεια της Κατοχής εξαφανίστηκαν 7.200 οχήματα. Τι άλλο μπορεί να αποδείξει την πληθώρα των εμπορευμάτων που έφυγαν σιδηροδρομικώς από τα βόρεια και ανατολικά σύνορα και δεν επέστρεψαν οι συρμοί ποτέ, χωρίς να υπολογίσει κανείς την ίδια τη ζημία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων.
Με την DEGRIGES, οι Γερμανοί αφαίρεσαν από την Ελλάδα εμπορεύματα αξίας 929.000.000 γερμανικών μάρκων, ενώ οι λογαριασμοί του ελληνογερμανικού κλήρινγκ εμφάνιζαν την Ελλάδα να οφείλει προς τη Γερμανία 264.000.000 μάρκα (200.000 χρυσές λίρες), σύμφωνα με τις εκθέσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος στους ισολογισμούς 1941-1944 και τη μαρτυρική κατάθεση του υποδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Στυλ. Γρηγορίου, στο Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου.
Στη διάρκεια της Κατοχής, οι μαυραγορίτες έδρασαν εγκληματικά και πλούτισαν απροκάλυπτα, σε συνεργασία με κοινές συμμορίες που είχαν συσταθεί από όλα τα εντόπια κοινωνικά στρώματα στο Μεσοπόλεμο, σχεδόν πάντα με την κάλυψη των γερμανικών σωμάτων ασφαλείας της Κατοχής.
Μετά την απελευθέρωση, όλες οι ομάδες υπόδικων δωσίλογων συνεργάζονταν με συγκεκριμένους Αθηναίους γνωστούς δικηγόρους της εποχής. Κάποιοι από τους δικηγόρους είναι κατηγορούμενοι στις ίδιες ή συναφείς δίκες και εξαρτώνται από τις μαρτυρίες των πελατών τους. Συνεργαζόμενοι με δικαστικούς επιμελητές, που επιδίδουν τα κλητήρια θεσπίσματα υποδίκων που έχουν καταφέρει να εξαφανιστούν στον κληρικό Ν. Παπαευστρατίου της Μητρόπολης Αθηνών (!), αλληλοεξυπηρετούνται οργανωμένα, προσπαθώντας κατά την πρόοδο των δικών να εξασφαλίσουν με κάποιον τρόπο τη συναίνεση της δικαστικής εξουσίας.
Οι ίδιοι οι υπόδικοι δωσίλογοι καταθέτουν και ως μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά και κατηγορίας, απαλλάσσοντας πάντα με τις καταθέσεις τους τον εκάστοτε κατηγορούμενο από όλες τις κατηγορίες, εναλλάξ ο ένας στη δίκη του άλλου και παίρνουν αναβολές, κάνουν ανακοπές, ώστε ποτέ να μην καταπίπτει η μαρτυρία κανενός απ’ αυτούς και να μην καταδικάζεται κανείς, μέχρι να εξασφαλίσουν την τελική απαλλαγή ή τρόπο, για να διαφύγουν στο εξωτερικό, ή να μετατραπούν από δωσίλογοι σε… οφειλέτες του Δημοσίου! Πολλές δεκάδες δίκες έγιναν, όπου, ενώ οι κατηγορούμενοι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι και με ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα, ήταν… απόντες, επειδή το συγκεκριμένο Ειδικό Δικαστήριο προέβλεπε την ερημοδικία.
Στο τέλος όλοι αθωώθηκαν και τα δικαστικά έξοδα χρεώθηκαν στο ελληνικό Δημόσιο, απαλλάσσοντας τουλάχιστον τους μηνυτές από το κόστος των δικαστικών εξόδων…
Στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων οι καταδίκες των κατηγορουμένων δεν είναι περισσότερες από το 2%-3% των αποφάσεων. Αθωώνονται όλοι, έστω και αν ακόμη παρόντες ήταν μόνο μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη και κανένας από την υπεράσπιση. Στην περίπτωση όμως μη προσέλευσης των κληρωθέντων λαϊκών μελών του δικαστηρίου ή των μαρτύρων, οι καταδίκες τους είναι πολύ αυστηρές.
Από το σύνολο των δικαστικών υποθέσεων ένα σημείο μπορεί να θεωρηθεί ιστορικά πρωτοφανές και ταυτόχρονα ξένο σε σχέση με τα κοινά γνωρίσματα των κατοίκων του ελλαδικού χώρου: η ομαδική και από κοινού προγραμματισμένη και συντονισμένη δράση των υπόδικων δωσίλογων σε μια πορεία ετών, γεγονός που τους βοήθησε μεταπολεμικά να αποτελέσουν ένα γερμανόφιλο, φασιστικό, συμπαγές και πανίσχυρο κοινωνικό σύνολο.
Ανάρτηση από: http://www.enet.gr