Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν: Η αρχή του τέλους του «ισλαμοδημοκράτη ηγεμόνα»;

Του Άρη Χατζηστεφάνου

Σύμβουλοι του πρωθυπουργού ξυλοκοπούν διαδηλωτές, αστυνομικοί πυροβολούν πολίτες στο κεφάλι με πραγματικά πυρά, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν δεν κοροϊδεύει τα θύματα της αστυνομικής βαρβαρότητας, κατηγορείται ότι χτυπά κι εκείνος ανυποψίαστους πολίτες που βρίσκονται στο δρόμο του.
Αρκετοί ήταν αυτοί που αρκέστηκαν να αποδώσουν το ξέσπασμα αυταρχισμού του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στη μέθη της εξουσίας ή ακόμη και να τη συνδέσουν με κάποια χαρακτηριστικά της θρησκείας του. Πίσω από τις ψυχολογικές και οριενταλιστικές προσεγγίσεις όμως, αρκετοί αναλυτές βλέπουν έναν πρωθυπουργό σε πανικό – και πολύ περισσότερο μια οικονομία που ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Είναι, λοιπόν, ο Ερντογάν ένας πρωθυπουργός με ημερομηνία λήξης ή οι πολίτες της γειτονικής χώρας θα πρέπει απλώς να συνηθίσουν το νέο αυταρχισμό του «ισλαμοδημοκράτη ηγεμόνα»;
Ο Ερντογάν κατάφερε να εξασφαλίσει μια σχετικά ανέφελη δεκαετία στην πρωθυπουργία της Τουρκίας, προωθώντας το διπλό κοινωνικό συμβόλαιο με τις μικρότερες μονάδες παραγωγής της χώρας αλλά και με τα πιο προωθημένα τμήματα της χρηματοπιστωτικής ελίτ. Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο ήταν η ανάγκη φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, που επέτρεπε στις δύο αυτές ομάδες να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να δίνουν λόγο στα παραδοσιακά κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Οι «τίγρεις» της Ανατολίας και του Χρηματιστηρίου
Από τη μια πλευρά οι λεγόμενες «τίγρεις της Ανατολίας», οι μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες της Ανατολικής Τουρκίας που αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά της εκλογικής βάσης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), μπορούσαν να προωθούν τα προϊόντα τους στις αγορές της Ευρώπης αλλά και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής χωρίς να δίνουν λογαριασμό στα παραδοσιακά οικονομικά κέντρα της Τουρκίας που εδράζονταν στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.
Ανάλογη ελευθερία από κάθε κρατικό έλεγχο αλλά και από την παραδοσιακή οικονομική ελίτ απαιτούσαν και τα πιο σύγχρονα (και ταυτόχρονα «αεριτζίδικα») τμήματα του λεγόμενου μεγάλου τουρκικού κεφαλαίου, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με τη γενικότερη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Για όσο διάστημα ο Ερντογάν άφηνε τα δυο αυτά τμήματα της οικονομίας ανενόχλητα από κρατικές παρεμβάσεις -ιδίως αν οι παρεμβάσεις αφορούσαν στην προστασία των εργαζομένων ή στην απαγόρευση της παιδικής εργασίας- και όσο παρέδιδε τη δημόσια περιουσία σε ιδιώτες μέσω σκανδαλωδών συμβάσεων, είχε εξασφαλισμένη και σταθερή εκλογική δύναμη. Οι «τίγρεις της Ανατολίας» προσέφεραν τις ψήφους και οι «τίγρεις του Χρηματιστηρίου» την οικονομική στήριξη που απαιτούσε το ΑΚΡ.
Υπ” αυτή την οικονομική οπτική μπορεί να εξηγηθεί και η σύγκρουση του Ερντογάν με το στρατιωτικό, πολιτικό και δικαστικό κατεστημένο της Άγκυρας, το οποίο εκπροσωπούσε την παλαιά δομή της τουρκικής οικονομίας και είχε χάσει την αξία χρήσης του για τους νέους οικονομικούς κυρίαρχους της Τουρκίας. Προφανώς εδώ υπεισέρχονται αναρίθμητοι ακόμη παράγοντες που μπορούν να εξηγήσουν τη σύγκρουση του ΑΚΡ με το «παλαιό καθεστώς», από προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες μέχρι το νέο modus operandi που εξασφάλισε η τουρκική κυβέρνηση με τις ΗΠΑ αλλά και με γειτονικές χώρες. Η φαινομενική οικονομική επιτυχία όμως ήταν που έδινε στον Ερντογάν τα πραγματικά στηρίγματα που χρειαζόταν για να αλλάξει εκ βάθρων τις ισορροπίες στους διαδρόμους εξουσίας της χώρας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο σημείο όπου οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες αλλά και η εκλογική του βάση θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον Ερντογάν; Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε κάτι τέτοιο, αλλά και πολύ αργά για να αγνοήσουμε τους τριγμούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το οικοδόμημα του ΑΚΡ σε ολοκληρωτική κατάρρευση.
Οικονομία σε πήλινα πόδια
Θεωρητικά, οι αριθμοί εξακολουθούν να ευημερούν στην Τουρκία, η οποία κατάφερε μετά από χρόνια να ξεπληρώσει τα χρέη της προς το ΔΝΤ – δίνοντας στον Ερντογάν την αφορμή να υπόσχεται, έστω και με ισχυρές δόσεις υπερβολής ότι η τουρκική οικονομία θα είναι σύντομα η δέκατη μεγαλύτερη στον κόσμο.
Όταν ανέλαβε ο Ερντογάν η Τουρκία βίωνε τις τρομακτικές επιπτώσεις της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας που είχε επιβάλει ο Τουργκούτ Οζάλ κυριολεκτικά με τη δύναμη των όπλων και συγκεκριμένα του πραξικοπήματος του Εβρέν το 1980. Ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο πληθωρισμός άγγιζε το 90%, ενώ μέχρι και το 2002 η Τουρκία χρησιμοποιούσε το 90% των φορολογικών της εσόδων για την πληρωμή τοκοχρεολυσίων. Η οικονομία ακολουθού-σε την κοινή πορεία χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Ρωσίας και του Μεξικού, που εφάρμοσαν τα διδάγματα της νεοφιλελεύθερης «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και το πλήρωσαν με τρομακτικές οικονομικές κρίσεις και κοινωνική εξαθλίωση για τερά-στια τμήματα του πληθυσμού.
Αντίθετα, στα χρόνια του Ερντογάν η Τουρκία όχι μόνο κατάφερε να περάσει σχετικά αλώβητη από την οικονομική κρίση του 2008, αλλά έφτασε το 2010 να σημειώνει εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, 9,2% για το 2010 και 8,8% για το 2011. Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτή δεν συμβάδιζε με ανάλογη δημιουργία θέσεων εργασίας, η κυβέρνηση Ερντογάν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει πρακτική βελτίωση στην καθημερινή ζωή εκατομμυρίων πολιτών. Οι δαπάνες στο σύστημα υγείας αυξήθηκαν από το 3,9% στο 5,1% το διάστημα 2004-2009, ενώ περίπου δέκα εκατομμύρια Τούρκοι απέκτησαν την πολυπόθητη πράσινη κάρτα που τους εξασφαλίζει δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (το 2003 ο αριθμός τους ήταν μόνο δυόμισι εκατομμύρια).
Το μυστικό της επιτυχίας αυτής όμως, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και την αχίλλειο πτέρνα της νέας τουρκικής οικονομίας, ήταν η συνεχής ροή ξένου και κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής σε άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη άρχισε να στέλνει κύματα βραχυπρόθεσμων «επενδύσεων» στις οικονομικές «ακτές» της Τουρκίας, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να εξαφανιστούν εν μια νυκτί, οδηγώντας την εθνική οικονομία στα όρια της ολοκληρωτικής κατάρρευσης. Η Τουρκία δοκίμασε ήδη τα τελευταία χρόνια τις πρώτες επιπτώσεις από την παροδική σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, δίνοντας στους διεθνείς οικονομικούς παρατηρητές μια  πρόγευση του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει, εάν ξαφνικά έκλειναν οι στρόφυγγες που τροφοδοτούν την τουρκική οικονομία με «ζεστό» ξένο κεφάλαιο.
Aυτή η τεράστια ροή κεφαλαίου, βέβαια, μετουσι’ωθηκε σ” ένα βαθμό και σε πραγματικά αναπτυξιακό έργα. Στα χρόνια του Ερντογάν το οδικό δίκτυο της χώρας επεκτάθηκε κατά τουλάχιστον 10.000 χιλιόμετρα, τα αεροδρόμια διπλασιάστηκαν φτάνοντας τα 50, ενώ ο εθνικός αερομεταφορέας συνδέεται πλέον απευθείας σε 100 χώρες – τις περισσότερες από κάθε άλλη αεροπορική εταιρεία στον πλανήτη. Όπως συμβαίνει όμως πολύ συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις αρκετά από τα οικοδομικά έργα κατέληξαν σε φαραωνικά οικοδομήματα που προδίδουν χαρακτηριστικά οικονομικής φούσκας – όπως ακριβώς συνέβαινε στα τέλη της δεκαετίας του ’20 στις ΗΠΑ ή στο Ντουμπάι των αρχών του 21 ου αιώνα.
Για πρώτη φορά ύστερα από μία δεκαετία φαινομενικής ανάπτυξης, τα χαρακτηριστικά της φούσκας είναι εμφανή διά γυμνού οφθαλμού και όλοι συνειδητοποιούν ότι μια νέα οικονομική κρίση θα μπορούσε να συμπαρασύρει την εξουσία του Ερντογάν, ο οποίος προετοιμάζεται να μεταπηδήσει στην Προεδρία αφήνοντας τον πρωθυπουργικό θώκο στον Αμπντουλάχ Γκιουλ.
Αυτοί οι οικονομικοί τριγμοί όμως μεταφράζονται ήδη και σε πολιτική αστάθεια, καθώς ο Ερντογάν χάνει πολιτικά στηρίγματα στο εσωτερικό του κόμματος του -όπως οι δυνάμεις του Φετουλάχ Γκιουλέν, που θεωρούνταν, μεταξύ άλλων, και το «μεγάλο πορτοφόλι» του ΑΚΡ-, ενώ απομονώνεται σταδιακά και από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων.
Η πολιτική ανυπαρξία της τουρκικής αντιπολίτευσης μπορεί να του επέτρεψε ένα νέο θρίαμβο (τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) στις πρόσφατες τοπικές εκλογές σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί νο συγκριθεί με την εκλογική παντοκρατορία που απολάμβανε πριν από μερικά χρόνια. Η τουρκική οικονομία αλλά και το νέο πολιτικά προσωπικό συνεχίζουν να «κερδοφορούν» στα βάθη μιας στοάς ορυχείου. Όπως συνέβει όμως και στο ιδιωτικοποιημένο ορυχείο τη Σόμα, κανείς δεν έχει φροντίσει να λάβει τι απαραίτητα μέτρα προστασίας για περίπτωση ατυχήματος. Μια σπίθα αρκεί πλέον για να φέρει την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ανάρτηση από: http://www.epikaira.gr