Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Περί ένοπλου αγώνα

Με αφορμή το τελευταίο κείμενο του Νίκου Μαζιώτη θα θέλαμε να κάνουμε ορισμένα σχόλια.
Όπως συμβαίνει συνήθως με τα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα (ΕΑ), ο Μαζιώτης “δανείζεται” πολλά σημεία της ορολογίας και της ανάλυσης της Περιεκτικής Δημοκρατίας, την οποία όμως επί τοις ουσίας ακυρώνει  στην προσπάθειά του να την προσαρμόσει στις αντιλήψεις του περί ένοπλου αγώνα.
Θεωρούμε θετικό το ότι αντιλαμβάνεται σε σημαντικό βαθμό τις αιτίες που έχουν φτάσει τα λαϊκά στρώματα σε αυτό το σημείο, καθώς και τους στόχους που πρέπει να τεθούν για την έξοδο από την κρίση. Σε ολόκληρο τον «αναρχικό» χώρο, που ασχολείται αποκλειστικά με ατομικά δικαιώματα ή μαγειρέματα και πανηγύρια και ένα μεγάλο κομμάτι του έχει καταντήσει «ουρά» της εκφυλισμένης «αριστεράς» αντί για θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση και η ΕΕ,  μόνο τα μέλη του ΕΑ είναι αρκετά συνειδητοποιημένα, σε σημείο που θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικά επικίνδυνα για το σύστημα.
Δυστυχώς όμως ο Μαζιώτης προτάσσει το αντάρτικο πόλης ως μεταβατική στρατηγική, ευνουχίζοντας εντελώς την ανάλυση που αντιγράφει από την Περιεκτική Δημοκρατίαπαραμερίζοντας εγκληματικά το ζήτημα: πώς δημιουργείται ένα μαζικό συνειδητοποιημένο πολιτικό υποκείμενο που θα αγωνιστεί για την ανατροπή της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας και την εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού/ελευθεριακού συστήματος. Εκτός πια αν κάποιοι πιστεύουν ότι φωνάζοντας «επανάσταση» και «ένοπλος αγώνας» θα προέλθει και το μαζικό κίνημα να τους ακολουθήσει. Εκτός όμως ότι είναι τραγικά αστείο κάτι τέτοιο να υποστηρίζεται ειδικά σήμερα, καμία επανάσταση ακόμη και στη περίοδο της νεωτερικότητας δε ξεκίνησε αν δεν υπήρχε –σε μεγάλο ή μικρό βαθμό – πολιτικό πρόταγμα που ήδη το ακολουθούσαν κομμάτια του πληθυσμού.  Ποιος λοιπόν θα κάνει την ένοπλη κοινωνική επανάσταση σήμερα? Είναι τυχαίο που μεταπολεμικά δεν έχει υπάρξει ούτε μια επανάσταση πουθενά σε ολόκληρο τον κόσμο? Φυσικά δεν είναι «τυχαίο» διότι η αποτυχία των παραδοσιακών αντισυστημικών προταγμάτων δεν  κρίθηκε σε λεπτομέρειες αλλά επί της ουσίας της ανάλυσης, της πολιτικής πρότασης και της στρατηγικής τους. Και αν το ελευθεριακό και κομουνιστικό πρόταγμα απέτυχαν ακόμα και στην περίοδο της προ-παγκοσμιοποιητικής εποχής, η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας ήρθε να κάνει ρημαδιό το «εργατικό υποκείμενο» που βρισκόταν στο κέντρο της ανάλυσης και της τακτικής και του κομουνιστικού και ελευθεριακού σοσιαλισμού αλλά ακόμη περισσότερο έδειξε ότι κανένα πολιτικό πρόταγμα πλέον δεν πρόκειται να αναδυθεί εφόσον η στρατηγική του είναι ανίκανη να αμφισβητήσει στη πράξη τους μηχανισμούς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Γι αυτό ακριβώς και πολλές κατ όνομα πια «κομμουνιστικές» ή «ελευθεριακές» γκρούπες έχουν περάσει ξεκάθαρα στην αντίπερα όχθη αφού έχουν ξεμείνει από απήχηση και οπαδούς, παλεύοντας πια όχι για την ελευθερία όπως βαυκαλίζονται αλλά για τους «εξεγερμένους» μισθοφόρους που σφάζουν λαούς στη Λιβύη, Συρία, Ουκρανία, ενώ άλλα «παραδοσιακά» κομουνιστικά κόμματα περιμένουν την «συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης» έτσι όπως την εννοούν τα επαναστατικά τους προτσές…
Συνοψίζοντας, η έκβαση της κοινωνικής πάλης και ιδιαίτερα η προοπτική για αλλαγή προς ένα ελευθεριακό σύστημα, προϋποθέτει πολιτική δουλειά για την συνειδητοποίηση του κόσμου και τη δημιουργία κινήματος που χωρίς αυτό οποιαδήποτε προσωπική θυσία είναι ένα θέμα εύκολα διαχειρίσιμο για τα μέσα επικοινωνιακής προπαγάνδας.
Το αντάρτικο πόλης δεν μπορεί να δημιουργήσει, ούτε δημιούργησε πουθενά, μαζικό λαϊκό κίνημα για τη κοινωνική και εθνική απελευθέρωση  που μόνο ένα παλλαϊκό Μέτωπο σαν το ΜΕΚΕΑ μπορεί να οργανώσει. Και οι Ισπανοί αναρχικοί άλλωστε σε παρόμοιο Μέτωπο κατέφυγαν, όχι σε αντάρτικο πόλης , το δε Κουβανέζικο αντάρτικο (που δεν ήταν καν αντάρτικο πόλης) οδήγησε μεν σε κοινωνική και εθνική απελευθέρωση αλλά ακριβώς επειδή δεν στηριζόταν σε παρόμοιο παλλαϊκό Μέτωπο- συνεπικουρούμενο από ένα αμεσοδημοκρατικό τρόπο λειτουργίας για την αποφυγή καπελωμάτων και εκφυλισμού των στόχων της οργάνωσης – τώρα κινδυνεύει να καταποντιστεί, επειδή έτσι αποφάσισε η ηγεσία και η μεσαία τάξη της Κούβας απαιτούσε.
Τα μέλη του ΕΑ όπως και κάθε πραγματικής ομάδας αντάρτικου πόλεως, είναι έντιμοι στις προθέσεις τους, αυτό το αποδεικνύει  το ότι η επιλογή τους κατά πάσα πιθανότητα θα τους οδηγήσει να περάσουν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους  στη φυλακή για τις ιδέες και τη δράση τους. Όμως χρέος κάθε πολιτικής οργάνωσης δεν είναι μόνο η προσωπική θυσία των μελών της, αλλά η έκβαση της κοινωνικής πάλης και όχι η ατομική. Μόνο με ένα παλλαϊκό μέτωπο σαν το ΜΕΚΕΑ που προτείνει η Περιεκτική Δημοκρατία, μπορούμε να προσεγγίσουμε μαζικά τον κόσμο ώστε να αρχίσει να συνειδητοποιείται στον αγώνα για την απεξάρτηση του λαού από τα δεσμά της παγκοσμιοποίησης. Αν δεν επιτευχθεί η εθνική απελευθέρωση από την οικονομική κατοχή δεν πρόκειται ποτέ να δούμε την κοινωνική απελευθέρωση. Οι προτάσεις μας είναι ξεκάθαρες και ρεαλιστικές, για αυτό και θάβονται επιμελώς από όλους. Είναι επικίνδυνες για το σύστημα.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ :Το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και η ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα σήμερα. 
Το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και η  ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα σήμερα
(Μέρος A)*
Του Τάκη Φωτόπουλου
Οι μεταμοντέρνες ιδέες δεν συνιστούν μόνον τον πυρήνα του σημερινού «κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος».[1] Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σ’ αυτό το δοκίμιο, οι ιδέες αυτές έχουν εισχωρήσει και στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, όπως το παλαιά κοινωνικά κινήματα (σοσιαλιστικά, αναρχικά), τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικά, Πράσινα κ.τλ.) αλλά ακόμη και στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, σήμερα, υποτίθεται ότι είμαστε μάρτυρες όχι μόνο του τέλους της Ιστορίας, όπως διακηρύσσουν οι φιλελεύθεροι μεταμοντέρνοι, αλλά και του τέλους της νεωτερικότητας, του τέλους των πολιτικών ιδεολογιών, του τέλους των επαναστάσεων, καθώς και του τέλους κάθε είδους «καθολικού προτάγματος» («universalism») —το τελευταίο λόγω του ότι υποτίθεται ότι οδηγεί, λίγο ή πολύ «αυτόματα», στον ολοκληρωτισμό.

Κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί βέβαια ότι βιώνουμε  σημαντικούς μετασχηματισμούς τόσο στο θεσμικό επίπεδο, όπως δείχνει ο μείζων δομικός μετασχηματισμός της εποχής μας, η εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, όσο και στο ιδεολογικό[2] επίπεδο, όπως δείχνει η ίδια η επικράτηση των μεταμοντέρνων ιδεών. Όπως θα περίμενε κανείς, αυτοί οι δύο κύριοι μετασχηματισμοί  συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, οι μεταμοντέρνες ιδέες παίζουν τον ρόλο της νομιμοποίησης, είτε συνειδητά (όπως στην περίπτωση της φιλελεύθερης πλευράς του μεταμοντερνισμού), είτε αντικειμενικά (όπως στην περίπτωση του ορθόδοξου και του «αντιθετικού» μεταμοντερνισμού), της καθολίκευσης της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» και της σημερινής αγοραιοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας. Με αυτήν την έννοια, ο μεταμοντερνισμός παίζει τον ρόλο του αναδυόμενου κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος το οποίο είναι συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη μορφή νεωτερικότητας. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν βιώνουμε  θεμελιώδεις μετασχηματισμούς. Το πραγματικό ζήτημα είναι η φύση αυτών των μετασχηματισμών και οι συνέπειές τους όσον αφορά την πιθανότητα  για συστημική αλλαγή σήμερα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχοντας ασχοληθεί αλλού με τη φύση του σημερινού δομικού μετασχηματισμού,[3]τους μεταμοντέρνους μύθους για το τέλος της νεωτερικότητας[4] και τους αντίστοιχους μύθους για το τέλος των τάξεων,[5] το κρίσιμο ζήτημα είναι  εάν είναι ακόμη δυνατό να έχουμε αντισυστημικά κινήματα στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας ή αν, αντίθετα, πρέπει να υποθέσουμε, όπως κάνουν πολλοί στην πρώην ριζοσπαστική Αριστερά, ότι η εποχή της συστημικής αλλαγής έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.[6] Επιπλέον, γίνεται κρίσιμο το ζήτημα των συνθηκών κάτω από τις οποίες, θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα νέο παγκόσμιο αντισυστημικό κίνημα μέσα από τις σημερινές κινητοποιήσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, κεφαλαιοποιώντας τα πικρά ιστορικά μαθήματα από τις αποτυχίες των αντισυστημικών κινημάτων του παρελθόντος.

1. Η έννοια των «αντισυστημικών κινημάτων»

Αντισυστημικά κινήματα έναντι ρεφορμιστικών κινημάτων

Ένα καλό σημείο αφετηρίας για να συζητήσουμε τη σημασία των αντισυστημικών κινημάτων στο παρελθόν ή το παρόν είναι να ορίσουμε τους όρους που χρησιμοποιούμε και, συγκεκριμένα, να κάνουμε σαφές το αναλυτικό πλαίσιο το οποίο χρησιμοποιούμε για τον καθορισμό της έννοιας του «συστήματος».

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την έννοια των κοινωνικών κινημάτων, μπορούμε να τα ορίσουμε, σε γενικούς όρους, ως τους συλλογικούς φορείς ενός συγκεκριμένου παραδείγματος, με την ευρεία έννοια ενός συστήματος πεποιθήσεων, ιδεών και των συνεπαγόμενων αξιών. Όπως υποδηλώνει αυτός ο ορισμός, ένα κοινωνικό κίνημα χαρακτηρίζεται από μία σειρά στοιχείων:
  • Κάποιο είδος οργάνωσης, που το διακρίνει από αυθόρμητες συναθροίσεις ανθρώπων με παρόμοιες ιδέες και αξίες,
  •  Μια κοινή θεώρηση της κοινωνίας, δηλαδή μια κοινή κοσμοθεωρία και
  • Ένα κοινό σύνολο αξιών που περιλαμβάνουν, από τη μία, το πρόγραμμα, το οποίο προέρχεται από ένα σύνολο κοινών μακροπρόθεσμων στόχων σχετικά με τη δομή της κοινωνίας και, από την άλλη, την ιδεολογία, δηλαδή το σύνολο των ιδεών που καθορίζουν το πρόγραμμα και τη στρατηγική του κινήματος.
Ο τύπος του κοινωνικού κινήματος που εξετάζουμε σ’ αυτό το άρθρο, το «αντισυστημικό» κίνημα, διακρίνεται από άλλα κοινωνικά κινήματα επειδή χαρακτηρίζεται από ένα κρίσιμο επιπλέον στοιχείο: το ότι ρητά η υπόρρητα  αμφισβητεί τη νομιμότητα του κοινωνικο-οικονομικού «συστήματος», τόσο με την έννοια των θεσμών του, που δημιουργούν και αναπαράγουν την άνιση κατανομή της εξουσίας/δύναμης (που θεωρείται εδώ ως η απώτατη αιτία των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων[7]), όσο και με την έννοια των αξιών του, που νομιμοποιούν την κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο ή της Φύσης από την Κοινωνία. Μ’ αυτήν την έννοια, ένα αντισυστημικό κίνημα διαφέρει ριζικά από ένα ρεφορμιστικό κίνημα εφόσον το πρώτο στοχεύει στην αντικατάσταση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών θεσμών και των συνεπαγομένων αξιών με νέους θεσμούς και αξίες, ενώ το δεύτερο στοχεύει απλώς στην αλλαγή των κυρίαρχων θεσμών («εκβάθυνση της δημοκρατίας», καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας της αγοράς κ.τ.λ.).

Η παραπάνω διάκριση ανάμεσα σε ρεφορμιστικά και αντισυστημικά κινήματα διαφέρει από τη συνηθισμένη διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών κινημάτων, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα στοχεύουν στην αργή, σταδιακή αλλαγή και τα δεύτερα σε μια γρήγορη, απότομη αλλαγή. Είναι προφανές ότι η ταξινόμηση αυτή βασίζεται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής και όχι στον ίδιο τον στόχο που μπορεί να εξακολουθεί να είναι είτε συστημικός είτε ρεφορμιστικός.

Παρόμοια, δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη διάκριση μεταξύ βίαιων και μη-βίαιων κινημάτων μ’ αυτή μεταξύ αντισυστημικών και ρεφορμιστικών  εφόσον, πάλι, τα πρώτα αναφέρονται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη δεδομένου στόχου, παρά στους ίδιους τους στόχους. Το σοσιαλ-δημοκρατικό κίνημα για παράδειγμα, τόσο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και, ακόμα περισσότερο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εγκατέλειψε ακόμα και τον στόχο της κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας, ήταν πάντα ένα μη βίαιο ρεφορμιστικό κίνημα και ποτέ ένα αντισυστημικό κίνημα. Για τον Μπερνστάιν, τον πατέρα του ρεβιζιονισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, σοσιαλισμός σήμαινε περισσότερο τη σταδιακή κοινωνικοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών θεσμών και της ιδιοκτησίας παρά την αντικατάσταση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς με νέους θεσμούς που θα εξασφάλιζαν την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Έτσι, όπως σημειώνει και ο   Kolakowski:[8]
Το βασικό ζήτημα (για τον Μπερνστάιν) δεν ήταν η αποδοχή ή η απόρριψη της επαναστατικής βίας, αλλά το εάν οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης μέσα στην καπιταλιστική οικονομία ήταν «ήδη» μέρος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού (…) Το κίνημα για τον σοσιαλισμό δεν ήταν το πρελούδιο για μια μεγάλη απαλλοτρίωση αλλά απλά σήμαινε περισσότερο κολεκτιβισμό,περισσότερη δημοκρατία, ισότητα και πρόνοια —μία σταδιακή τάση χωρίς προκαθορισμένα όρια και, με την ίδια έννοια, χωρίς «απώτατο στόχο». Όταν ο Μπερνστάιν έλεγε ότι ο στόχος  ήταν τίποτα και το κίνημα  τα πάντα (…) εννοούσε βασικά ότι ο «απώτατος στόχος» όπως τον κατανοούσε η μαρξιστική παράδοση —η οικονομική χειραφέτηση του προλεταριάτου μέσω της κατάκτησης απ’ αυτό της πολιτικής εξουσίας— δεν είχε σαφές περιεχόμενο.
Από την άλλη μεριά, τα κομμουνιστικά και αναρχικά κινήματα ήταν ξεκάθαρα αντισυστημικά εφόσον κήρυτταν την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Εντούτοις, η παραπάνω ταξινόμηση δεν υποδηλώνει ότι ένα αντισυστημικό κίνημα  θα πρέπει αναγκαστικά να βλέπει τη συστημική αλλαγή της κοινωνίας με επαναστατικούς όρους. Είναι δυνατό να φανταστούμε ένα αντισυστημικό κίνημα που στοχεύει στη ριζική ρήξη με το σύστημα χρησιμοποιώντας μη βίαιες μεθόδους για την επίτευξη αυτού του στόχου και   καταφεύγει στη βία μόνο στην περίπτωση που δέχεται επίθεση από τις κυρίαρχες ελίτ κατά τη μετάβαση προς τη νέα κοινωνία. Αυτή είναι η περίπτωση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), που θα μελετήσουμε στο τελευταίο τμήμα του κειμένου, το οποίο στοχεύει στη συστημική αλλαγή μέσω της εγκαθίδρυσης νέων θεσμών (και των συνακόλουθων νέων αξιών) που θα  επανενσωμάτωναν την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και τη φύση. 

Είδη αντισυστημικών κινημάτων 

Το παραδοσιακό αντισυστημικό κίνημα αμφισβητεί ρητά ή σιωπηρά τη νομιμότητα ενός συστήματος που θεσμοποιεί την ανισότητα στην κατανομή μίας συγκεκριμένης μορφής δύναμης (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ως τη βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας, και στοχεύει στην αντικατάσταση των θεμελιωδών θεσμών και αξιών που θεωρεί υπεύθυνους/ες για αυτήν την ανισότητα με νέους θεσμούς και αξίες που θα εξασφαλίζουν την ίση (ή τουλάχιστον  καλύτερη) κατανομή εξουσίας/δύναμης.  

Έτσι, ανάλογα με τη μορφή εξουσίας στην οποία εναντιώθηκε το παραδοσιακό αντισυστημικό κίνημα,  μπορεί κανείς να διακρίνει μεταξύ:
  • Πολιτικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή πολιτικής εξουσίας (π.χ. τα κινήματα της «κοινωνίας των πολιτών» που εναντιώθηκαν στη γραφειοκρατία του «υπαρκτού σοσιαλισμού»),
  • Οικονομικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή  οικονομικής δύναμης (π.χ. τα σοσιαλιστικά κινήματα),
  • Κοινωνικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή συγκεκριμενων μορφών κοινωνικής δύναμης, όπως αυτή αντανακλάται σε κοινωνικούς θεσμούς που εγκαθίδρυσαν σεξουαλικές, φυλετικές διακρίσεις κ.τ.λ. (π.χ. τα κινήματα απελευθέρωσης των γυναικών ή των έγχρωμων), 
  • Οικολογικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή κυρίως  οικονομικής και πολιτικής δύναμης και των συνεπαγόμενων πολιτιστικών αξιών, σχετικά με την προσπάθεια κυριαρχίας πάνω στη Φύση κ.ο.κ.
Αυτός ο τύπος αντισυστημικού κινήματος που, ρητά ή σιωπηρά, αμφισβήτησε μία συγκεκριμένη μορφή εξουσίας, ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της μονοδιάστατης αντίληψης για το «σύστημα» που υιοθετούσαν τα κινήματα αυτά —μια αντίληψη που, στην πραγματικότητα, εξέφραζε την κοσμοθεωρία τους για το καθοριστικό στοιχείο μέσα στο σύστημα που δημιουργεί τις θεμελιώδεις κοινωνικές διαιρέσεις.

Έτσι, οι μαρξιστές ορίζουν το «σύστημα» ως «το παγκόσμιο σύστημα του ιστορικού καπιταλισμού που δημιούργησε πολλά αντισυστημικά κινήματα»[9] στη βάση των οικονομικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων που στόχευαν στην αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, για τους μαρξιστές, το καθοριστικό στοιχείο του συστήματος είναι ο τρόπος παραγωγής —ένα στοιχείο που σχετίζεται με την κατανομή της οικονομικής δύναμης[10] στην κοινωνία— που, με τη σειρά του, καθορίζει, ή τουλάχιστον επηρεάζει την κατανομή των άλλων μορφών δύναμης.

Για τους αναρχικούς, από την άλλη μεριά, το καθοριστικό στοιχείο είναι το πολιτικό, δηλαδή το Κράτος, που εκφράζει κατεξοχήν την άνιση κατανομή της πολιτικής δύναμης[11] και καθορίζει, ή επηρεάζει αποφασιστικά την κατανομή άλλων μορφών δύναμης. Όπως το θέτει ο Μπακούνιν:[12]
Είναι φανερό ότι η νομική ιδέα της ιδιοκτησίας, όπως επίσης και το οικογενειακό δίκαιο, μπορούσε να αναδυθεί ιστορικά μόνο στο Κράτος, η πρώτη αναπόφευκτη πράξη του οποίου ήταν η εγκαθίδρυση αυτού του δικαίου και της ιδιοκτησίας.
Τέλος, για τους φεμινιστές, το καθοριστικό στοιχείο είναι η πατριαρχική δομή της κοινωνίας, ενώ για τους οικολόγους το στοιχείο αυτό είναι η κουλτούρα της κυριαρχίας της Κοινωνίας πάνω στη Φύση —μια κουλτούρα που καθορίζεται από την άνιση κατανομή κυρίως της οικονομικής και πολιτικής δύναμης.

Ωστόσο, σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος των «παραδοσιακών» αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβητούσαν μία μορφή εξουσίας ως τη βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας. Το ζήτημα δηλαδή σήμερα δεν είναι πια η αμφισβήτηση της μίας ή της άλλης μορφής δύναμης αλλά η αμφισβήτηση της ανισότητας στην κατανομή κάθε μορφής δύναμης, με άλλα λόγια, η αμφισβήτηση των ίδιων των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών. Απ’ αυτή την κατάρρευση των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων προκύπτει η ανάγκη για ένα νέο τύπο αντισυστημικού κινήματος, όπως θα δείξουμε στην τελευταία ενότητα.

2. Η αλλαγή των συστημικών παραμέτρων στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα, τόσο τα παλαιά (σοσιαλιστικά και αναρχικά) όσο και τα «νέα» (Πράσινα, φεμινιστικά κ.τ.λ.), έχουν καταρρεύσει. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στις επόμενες ενότητες, παρότι τα κινήματα αυτά δραστηριοποιούνται ακόμα, έχουν ουσιαστικά χάσει τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους και συνεχίζουν να υπάρχουν, είτε ως ρεφορμιστικά κινήματα (τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, πολλές αναρχικές τάσεις και όλα τα «νέα κινήματα») είτε ως υποτιθέμενα αντισυστημικά κινήματα τα οποία ωστόσο δεν προβάλλουν ρητά αντισυστημικά αιτήματα αλλά υιοθετούν αντίθετα τη συνήθη πρακτική του «λαϊκού μετώπου» της Αριστεράς γύρω από ένα πρόγραμμα ρεφορμιστικών απαιτήσεων (τροτσκιστές και άλλοι). Στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αντισυστημικές δυνάμεις σήμερα που αμφισβητούν άμεσα το «σύστημα» (δηλαδή την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία) είναι μερικές τάσεις μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Συνεπώς, το ζήτημα που προκύπτει είναι πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη σημερινή ουσιαστική κατάρρευση των αντισυστημικών κινημάτων και να εκτιμήσουμε τις προοπτικές για ένα νέο παγκόσμιο αντισυστημικό κίνημα. Για να διερευνήσουμε το θέμα αυτό πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τις σημερινές συστημικές παραμέτρους εφόσον είναι ακριβώς η αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους —στο τελευταίο περίπου τέταρτο του περασμένου αιώνα— η οποία μπορεί να εξηγήσει τόσο την κατάρρευση των αντισυστημικών κινημάτων, όσο και τη μορφή που προσλαμβάνουν οι σύγχρονες αντισυστημικές δυνάμεις μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης.

Οι σημαντικές αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους που, κατά τη γνώμη μου, εξηγούν τη σημερινή κρίση των αντισυστημικών κινημάτων είναι οι ακόλουθες:

α) Η μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα
β) Οι επακόλουθες αλλαγές στην ταξική δομή καθώς και οι πολιτικές συνέπειές τους
γ) Η ιδεολογική κρίση και η άνοδος του μεταμοντερνισμού και του    ανορθολογισμού

Στο υπόλοιπο αυτής της ενότητας θα εξετάσουμε εν συντομία αυτές τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους, οι οποίες έχουν εξεταστεί λεπτομερώς σε προηγούμενα τεύχη του Δημοκρατία & Φύση. 

Η μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα


Όπως έχει αναλυθεί αλλού,[13] σύμφωνα με την προβληματική της ΠΔ, οι κύριες εξελίξεις που σημάδεψαν την άνοδο της σύγχρονης κοινωνίας, πριν από δύο αιώνες περίπου, ήταν η θέσμιση του διαχωρισμού της κοινωνίας από την οικονομία (σύστημα της οικονομίας της αγοράς) και η παράλληλη θέσμιση του διαχωρισμού της κοινωνίας από την πολιτεία (αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»). Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς ξεκίνησε μια μακράς διάρκειας κοινωνική πάλη, η οποία μαινόταν για πάνω  από εκατόν πενήντα χρόνια —από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα— ανάμεσα σ’ αυτούς που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς, δηλ. την καπιταλιστική ελίτ που έλεγχε την παραγωγή και τη διανομή, και την υπόλοιπη κοινωνία. Οι ελίτ που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς (με την υποστήριξη άλλων κοινωνικών ομάδων οι οποίες επωφελούνταν απ’ αυτό το θεσμικό πλαίσιο) στόχευαν στην μεγαλύτερη δυνατή αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης —δηλαδή, στόχευαν στην ελαχιστοποίηση όλων των κοινωνικών ελέγχων που είχαν ως σκοπό την προστασία της εργασίας και της γης— έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους με ελάχιστο κόστος. Από την άλλη μεριά, όσοι βρίσκονταν στο άλλο άκρο της κοινωνικής πυραμίδας και ιδιαίτερα η εργατική τάξη που αναπτυσσόταν αριθμητικά εκείνη την περίοδο, στόχευαν στη μεγιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην εργασία, στόχευαν δηλαδή στη μεγιστοποίηση της αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στους κινδύνους της οικονομίας της αγοράς, και ιδιαίτερα ενάντια στην ανεργία και τη φτώχια.

Η αλληλεπίδραση των «υποκειμενικών» παραγόντων (δηλ. το αποτέλεσμα της κοινωνικής πάλης σε κάθε ιστορική στιγμή) και των «αντικειμενικών» παραγόντων  (δηλ. η δυναμική «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς και οι τεχνολογικές και οργανωτικές συνέπειές της) καθόρισε, με την πάροδο του χρόνου, τον χαρακτήρα της νεώτερης κοινωνίας   η οποία πέρασε μέσα από τους εξής μετασχηματισμούς οι οποίοι καθόρισαν τις τρεις ιστορικές μορφές της νεωτερικότητας:

  • πρώτον, τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα, η οποία κράτησε μόλις μισό αιώνα, μεταξύ της δεκαετίας του 1830 κι’ αυτής του 1880, και συνοδεύτηκε από την πρώτη απόπειρα διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς —μια απόπειρα που, για τους λόγους οι οποίοι εξηγήθηκαν αλλού[14], απέτυχε,
  • δεύτερον, την κρατικιστική νεωτερικότητα, η οποία ακολούθησε τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα (μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού), με την εγκαθίδρυση μιας ακραίας μορφής κρατισμού στην Ανατολή (ως αποτέλεσμα της πρώτης πετυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης το 1917) και μιας ηπιότερης μορφής κρατισμού στη Δύση —στην αρχή με τη μορφή εθνικο-σοσιαλισμού και αργότερα με τη μορφή  κράτους πρόνοιας (ως αποτέλεσμα της άνθησης του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο). Η κρατικιστική μορφή της νεωτερικότητας χαρακτηρίστηκε από μια συστηματική προσπάθεια να εξαλειφθεί η βάσει της αγοράς κατανομή των πόρων στην Ανατολή, και από  μια παράλληλη απόπειρα να εισαχθούν σημαντικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας στη Δύση. Αλλά, για λόγους που έχω αναλύσει αλλού[15], και οι δύο μορφές κρατικιστικής νεωτερικότητας κατέρρευσαν. Έτσι, η  μορφή της κρατικιστικής νεωτερικότητας στην Ανατολή κατέρρευσε εξαιτίας της αυξανόμενης ασυμβατότητας ανάμεσα στις απαιτήσεις μιας «αποτελεσματικής» οικονομίας ανάπτυξης και στις θεσμικές ρυθμίσεις (ιδιαίτερα τον κεντρικό σχεδιασμό και την κομματική δημοκρατία) που είχαν εισαχθεί σ’ αυτές τις κοινωνίες σύμφωνα  με τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία[16]. Παρόμοια, η  μορφή της κρατικιστικής νεωτερικότητας στη Δύση κατέρρευσε εξαιτίας της θεμελιώδους ασυμβατότητας ανάμεσα στις απαιτήσεις ενός αναπτυσσόμενου κρατισμού και την παράλληλη επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς.[17]
  • τρίτον, τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, που ακολούθησε την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (την ανατολική μορφή του κρατισμού) και την παράλληλη κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας (τη δυτική μορφή του κρατισμού). Είναι παγκοσμιοποιημένηεπειδή, για πρώτη φορά στην Ιστορία έχει εγκαθιδρυθεί, μια επιτυχημένη, σχεδόν αυτορυθμιζόμενη, διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, της οποίας η αναπαραγωγή εξασφαλίζεται από τη δραστηριότητα της υπερεθνικής ελίτ που διευθύνει αυτήν την παγκοσμιοποίηση.  Και είναινεοφιλελεύθερη, διότι το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών είναι η αναγκαία συνθήκη για την αναπαραγωγή μιας επιτυχημένης και αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Ο χαρακτηρισμός «επιτυχημένη» δεν σημαίνει φυσικά πως η σημερινή παγκοσμιοποίηση εξασφαλίζει ότι όλοι ωφελούνται απ’ αυτήν τη διαδικασία, ή ακόμα ότι η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνεται ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι και πολιτικοί, συγχέοντας τους στόχους της σοσιαλδημοκρατίας μ’ αυτούς των ελίτ. Ο βαθμός επιτυχίας της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας πρέπει να αποτιμάται πάντα σε σχέση με τους στόχους των ελίτ που την ελέγχουν. Ο κύριος στόχος τους ήταν πάντα η εξασφάλιση της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος που εγγυάται τη μέγιστη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια τους και, με βάση αυτήν την εκτίμηση, η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι πολύ επιτυχημένη στην επίτευξη αυτού του στόχου, όπως δείχνουν και τα στοιχεία για την επιταχυνόμενη συγκέντρωση πλούτου και εισοδήματος (δηλ. για την αυξανόμενη ανισότητα) στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας.[18]

Μ’ αυτήν την προβληματική, αποτελεί σοβαρό λάθος το να αποδίδουμε τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποκλειστικά σε «αντικειμενικούς» παράγοντες ή, εναλλακτικά, μονάχα σε υποκειμενικούς παράγοντες, αγνοώντας την αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο  κατηγοριών παραγόντων.

Ο πρώτος τύπος προσέγγισης είναι αυτός που υιοθετείται από τους νεοφιλελεύθερους και τους «σοσιαλ-φιλελεύθερους»[19] οι οποίοι τονίζουν τη σημασία των τεχνολογικών αλλαγών (επανάσταση πληροφορικής κ.τ.λ.), αγνοώντας την κρίσιμη σημασία της αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος, ως συνέπεια της απο-βιομηχανοποίησης το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι., και την συνακόλουθη κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου κινήματος επί του σοσιαλιστικού κινήματος.

Ο δεύτερος τύπος προσέγγισης είναι αυτός που υιοθετείται από τη ρεφορμιστική Αριστερά, μέσα στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύριες τάσεις.

Η μία τάση (Μπουρντιέ, Τσόμσκι κ.α.[20]), αγνοώντας τους αντικειμενικούς παράγοντες και ιδιαίτερα την άνοδο της πολυεθνικής επιχείρησης και την ακόλουθη ανάδυση της υπερεθνικής ελίτ, αναφέρεται σε καπιταλιστικές συνωμοσίες που στοχεύουν στην επιβολή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, σε μια ανόητη προσπάθεια να δειχτεί ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι αναστρέψιμη —αν όχι ένας μύθος! Το αβάσιμο συμπέρασμά τους είναι ότι μια ελεγχόμενη παγκοσμιοποίηση (δηλ. μια επιστροφή σε κάποιο είδος κρατισμού) είναι εφικτή, ακόμα και μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της σημερινής οικονομίας της αγοράς.

Η άλλη τάση (Hardt & Negri), επικαλούμενη τη μαρξιστική ορθοδοξία, υιοθετεί μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της θεωρίας περί καπιταλιστικής συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία το κεφάλαιο, αντιμετωπίζοντας κρίση στην ικανότητά του «να κυριαρχεί στη συγκρουσιακή σχέση του με την εργασία μέσω μίας κοινωνικής και πολιτικής διαλεκτικής», κατέφυγε σε μια διπλή επίθεση ενάντια στην εργασία: πρώτον, μια άμεση εκστρατεία ενάντια στον κορπορατισμό και τη συλλογική διαπραγμάτευση και, δεύτερον, μια αναδιοργάνωση του χώρου εργασίας μέσω της  αυτοματοποίησης και της χρήσης υπολογιστών, αποκλείοντας κατ' αυτό τον τρόπο στην πράξη την ίδια την εργασία από την παραγωγή».[21] Το συμπέρασμα που εξάγεται από τους Hardt & Negri είναι ότι «ο νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του 80 συνιστούσε «μια επανάσταση από τα πάνω». Αυτή η «επανάσταση», όπως τονίζουν σε ένα πιο πρόσφατο βιβλίο,[22] προκλήθηκε από τη συσσώρευση προλεταριακών αγώνων οι οποίοι λειτούργησαν ως ο «κινητήρας της κρίσης» της δεκαετίας του ’70 —μιας κρίσης η οποία με τη σειρά της ήταν μέρος των αντικειμενικών και αναπόφευκτων κύκλων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ανάλυσης —η οποία βασίζεται κυρίως σε αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με τη φύση του κράτους πρόνοιας (το οποίο  υποθέτουν ότι εξακολουθεί να υπάρχει στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, αγνοώντας το γεγονός ότι αντικαθίσταται παντού από ένα «δίχτυ ασφαλείας») και μια συγχυσμένη καθώς και αντιφατική ανάλυση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης— είναι ότι και αυτή η ανάλυση καταλήγει με ρεφορμιστικά αιτήματα, χωρίς ξεκάθαρο όραμα για μία μελλοντική κοινωνία.

Έτσι, παρόλο που το περιεχόμενο των αιτημάτων που προτείνονται από τις δυο αυτές τάσεις στην Αριστερά δεν είναι ακριβώς το ίδιο, εφόσον η πρώτη προτείνει μία επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού προκειμένου να ελεγχθεί η παγκοσμιοποίηση ενώ η δεύτερη προτείνει ελεύθερη κίνηση της εργασίας, κοινωνικό μισθό, εγγυημένο εισόδημα για όλους, ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές της γνώσης, της πληροφορίας, της επικοινωνίας κ.λπ.[23], ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας των αιτημάτων και των δύο αυτών τάσεων είναι αξιοσημείωτος. Εντούτοις, ενώ η πρώτη τάση υποθέτει ότι η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αναστρέψιμη ακόμα και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, η δεύτερη τάση όχι μόνο υποθέτει ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μη-αναστρέψιμη αλλά, επίσης, την βλέπει ευνοϊκά, ως μία «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση (παρόλο που το περιεχόμενο αυτής της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης δεν συγκεκριμενοποιείται ποτέ)[24]. Όμως, όπως έχει δειχθεί αλλού[25], η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία, η οποία τέθηκε σε κίνηση ταυτόχρονα με την ίδια την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, παρόλο που είναι αλήθεια ότι σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρυνόταν ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενόψει —ιδιαίτερα— της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο,  η διεθνοποίηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα κυρίως «αντικειμενικών» παραγόντων που σχετίζονταν με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί»  παράγοντες, στη μορφή  κοινωνικών αγώνων, έπαιζαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση με αυτή την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς —ιδιαίτερα μετά τη σημαντική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που προαναφέραμε.

Με αυτή την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των βασικών διεθνών οργανισμών (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.) και οι συνακόλουθες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές που στόχευαν στο άνοιγμα και τη φιλελευθεροποίηση των αγορών ήταν περισσότερο «ενδογενείς», αντανακλώντας και θεσμοποιώντας τις υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, παρά εξωγενείς, όπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά. Με άλλα λόγια, μολονότι η δημιουργία ενός συστήματος αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς τον 19ο αιώνα ήταν αδύνατη χωρίς την κρίσιμη κρατική υποστήριξη στη δημιουργία εθνικών αγορών, εντούτοις, από την στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, το σύστημα δημιούργησε τη δική του μη αναστρέψιμη δυναμική, η οποία οδήγησε στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς[26]. Επομένως, η άνοδος της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι  βασικά το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών κακών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κόμματων, όπως ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές στην αριστερά. Στη πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η οποία απλώς είχε διακοπεί με την άνοδο του κρατισμού τη δεκαετία του ’30 . Τη δεκαετία του ’70, όμως, ο κρατισμός στην οικονομία κατέρρευσε, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά που χαρακτήριζε την κρατικιστική περίοδο δεν ήταν πλέον συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια περίοδο. Αυτό το ιστορικό γεγονός σηματοδοτούσε στο πολιτικό επίπεδο το τέλος της σοσιαλ-δημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σημάδεψε τo πρώτο στάδιο της μεταπολεμικής περιόδου —δηλ. τη συναίνεση τόσο των συντηρητικών όσο και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πάνω στη δέσμευση για ένα ενεργό κρατικό παρεμβατισμό με στόχο τον καθορισμό του συνολικού επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η επίτευξη μιας σειράς σοσιαλδημοκρατικών στόχων (πλήρης απασχόληση, κράτος πρόνοιας, καλύτερη διανομή εισοδήματος κ.λπ).

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική δομή που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες σημάδεψαν την μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, είχαν επιπτώσεις στο πολιτικό επίπεδο. Όπως έχει επισημανθεί αλλού[27], η τυπική μορφή της πολιτικής δομής σε μια σύγχρονη κοινωνία που είναι περισσότερο συμβατή από οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτικής δομής (θεωρητικά αλλά και ιστορικά) με την οικονομία της αγοράς, είναι η αντιπροσωπευτική (φιλελεύθερη) «δημοκρατία». Εντούτοις, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες μορφές  πολιτικών δομών στην εποχή της νεωτερικότητας. Έτσι, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» της φιλελεύθερης νεωτερικότητας εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό σύστημα με υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής νεωτερικότητας, τόσο στην Δύση όσο και, πολύ περισσότερο, στην Ανατολή. Αυτό το σύστημα αντικαθίσταται σήμερα από νέες διεθνοποιημένες πολιτικές δομές ώστε να είναι συμβατό με τις ήδη διεθνοποιημένες οικονομικές δομές. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ακόμη  υψηλότερου βαθμού συγκέντρωσης  πολιτικής δύναμης που αντιστοιχεί στην ανάλογη τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης την οποία επέφερε η παγκοσμιοποίηση. Έτσι, στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το παλαιό Βεστφαλιακό σύστημα των κυρίαρχων Εθνών-Κρατών αντικαθίσταται από ένα πολύ-επίπεδο σύστημα πολιτικό-οικονομικών ενοτήτων, οι οποίες στο μικρό-επίπεδο εμφανίζονται με τη μορφή μικρό-περιοχών», παγκόσμιων πόλεων ακόμη και παραδοσιακών κρατών, ενώ στο νέο διεθνοποιημένο μακρό-επίπεδο (όπου παίρνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις) εμφανίζονται με τη μορφή της νέας πολυεθνικής ελίτ[28] και των πολιτικών και οικονομικών εκφράσεων της (G8, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.).

Όμως, εάν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε συνωμοσία, ούτε μη-αναστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να την καλωσορίσουμε, όπως κάνουν οι Hardt & Negri,[29] επειδή υποτίθεται παρέχει μια «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση —πράγμα που θυμίζει τις συνηθισμένες «αντικειμενιστικες» αναλύσεις για τα «αναγκαία κακά» που δήθεν δημιουργεί η διαδικασία της Προόδου. Όπως έχει επισημανθεί αλλού,[30] δεν θα έπρεπε κανείς να ξεχνά, ότι η αποδοχή της ιδέας της Προόδου (που πολύ λίγοι την υιοθετούν στις μέρες μας) υποδηλώνει επίσης την αποδοχή τέτοιων «προοδευτικών» συμπερασμάτων όπως το μαρξιστικό συμπέρασμα σχετικά με τον «προοδευτικό ρόλο της αποικιοκρατίας»[31] ή το αντίστοιχο αναρχικό συμπέρασμα ότι το κράτος είναι ένα «κοινωνικά αναγκαίο κακό»[32]. Από την άλλη μεριά, αν υιοθετήσουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει μια μονογραμμική ή διαλεκτική διαδικασία Προόδου και μια αντίστοιχη εξελικτική διαδικασία προς μορφές κοινωνικής οργάνωσης που βασίζονται στην αυτονομία και, αντίθετα, υποθέσουμε ότι οι ιστορικές απόπειρες για αυτονομία/δημοκρατία αντιπροσωπεύουν μια ρήξη με το παρελθόν, τότε, μορφές κοινωνικής αλλαγής όπως η αποικιοκρατία και ο θεσμός του κράτους μπορούν να θεωρηθούν απλώς ως «κοινωνικά δεινά», χωρίς να έχουν κανένα χαρακτήρα «αναγκαίου» είτε όσον αφορά την εμφάνιση τους στο παρελθόν, είτε όσον αφορά την μορφή που έχει λάβει η κοινωνική αλλαγή από τότε, ή θα πάρει στο μέλλον.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση η οποία δεν έχει τίποτα «απαραίτητο» καθώς είναι απλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας αρχικής επιλογής που επιβλήθηκε στην κοινωνία από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ —δηλ. της επιλογής για μια οικονομία της αγοράς και μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»[33]. Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να αποτελέσει την «αντικειμενική βάση» για μια νέα δημοκρατική κοινωνία. Μια τέτοια κοινωνία πρέπει, αντίθετα, να ξηλώσει αυτό που περνά για πολιτική και οικονομική δημοκρατία σήμερα και να δημιουργήσει γνήσιους δημοκρατικούς θεσμούς, οι οποίοι θα έχουν ελάχιστη σχέση με τους σημερινούς υποτιθέμενους δημοκρατικούς θεσμούς. Επομένως, αν με τον όρο «συστημική αλλαγή»  εννοούμε την πραγματική αλλαγή προς μια νέα κοινωνία βασισμένη στην ισοκατανομή της εξουσίας/δύναμης, όπως είναι ο τύπος κοινωνίας που οραματίζεται το πρόταγμα της ΠΔ, τότε προφανώς η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κάθε άλλο παρά αποτελεί την «αντικειμενική βάση» για παρόμοια κοινωνία! 

Αλλαγές στην ταξική δομή και οι πολιτικές τους επιπτώσεις

Η μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα είχε πολύ σημαντικές συνέπειες στις ταξικές δομές, ειδικά στον Βορρά αλλά επίσης και στον Νότο, παρόλο που ο περιφερειακός χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς στον Νότο έχει οδηγήσει στη δημιουργία ορισμένων αξιοσημείωτων διαφοροποιήσεων στις ταξικές δομές του σε σχέση με αυτές του Βορρά. Η νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, σε συνδυασμό με τις σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση της πληροφορικής) που σηματοδοτούν την είσοδο της οικονομίας της αγοράς σε μια μετά-βιομηχανική περίοδο, οδήγησαν στη δημιουργία νέων «ταξικών διαιρέσεων» τόσο στο οικονομικό όσο και στο μη-οικονομικό επίπεδο, όπως συζητήθηκε και αλλού[34].

Στο οικονομικό επίπεδο, το συνδυαστικό αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν μια δραστική αλλαγή στη δομή της απασχόλησης η οποία μείωσε μαζικά το μέγεθος της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, στις χώρες της «ομάδας των 7» (πλην Καναδά), το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολούνταν στην μεταποίηση έπεσε περισσότερο από ένα τρίτο ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 και στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 —ένα γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις στην δύναμη και στη σπουδαιότητα των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλ-δημοκρατικών κομμάτων. Έτσι, στις ΗΠΑ, τα εργατικά συνδικάτα αποδεκατίστηκαν μέσα σε 2 μόνο δεκαετίες, με τη μείωση των μελών τους  από  περίπου 35 εκ. σε 15 εκ, ενώ στην Βρετανία, 14 χρόνια Θατσερισμού ήταν αρκετά για να μειώσουν τα μέλη των εργατικών σωματείων από 13,3 εκ το 1979 σε κάτω από 9 εκ το 1993. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται στον αριθμό των μελών των εργατικών σωματείων στο Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία ακόμα και στην Σουηδία.[35] Χρησιμοποιώντας μόνο οικονομικές κατηγορίες μπορούμε να δούμε τις ακόλουθες ταξικές διαιρέσεις στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στα δύο άκρα της οικονομικής ταξικής διαίρεσης βρίσκονται η υπο-τάξη και η υπερ-τάξη. Η υποτάξη συνίσταται κυρίως από τους άνεργους και τους ανενεργούς (οι οποίοι, αντίθετα με το παρελθόν, δεν αποτελούνται μόνο από γυναίκες που μένουν στο σπίτι, αλλά, κυρίως, από άντρες σε εργάσιμη ηλικία και οικογένειες με ένα γονιό) και από τους υπο-απασχολουμένους (παρτ-ταιμ, περιστασιακούς εργάτες) οι οποίοι πέφτουν κάτω από τη γραμμή της φτώχειας. Η υποτάξη, επομένως, περιλαμβάνει διάφορα μη-προνομιούχα στρώματα, από συνταξιούχους και οικογένειες με ένα γονιό που λαμβάνουν κρατική ενίσχυση, έως τους «νεόπτωχους» (δηλ.  τους χαμηλόμισθους) τους μετανάστες, τους άνεργους και τους άστεγους. Στη Βρετανία, έχει υπολογιστεί ότι εκείνοι που βρίσκονται σε «εντελώς μειονεκτική θέση», (όρος παρόμοιος με την υποτάξη) αποτελούν περίπου το 30% του ενήλικου εργαζόμενου πληθυσμού[36]  και ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός γυναικών, έγχρωμων και άλλων πολιτών «δεύτερης κατηγορίας» (εθνικές μειονότητες κ.λπ.) ανήκουν στην υποτάξη, σαν αποτέλεσμα της σχετικής έλλειψης πολιτικής και οικονομικής τους δύναμης αναφορικά με τους πολίτες πρώτης κατηγορίας. Στο άλλο άκρο της κλίμακας είναι η νέα υπερτάξη που αποτελείται από την ανώτερη τάξη και την ανώτερη μεσαία τάξη, η οποία δημιουργήθηκε από τη διαδικασία αγοραιοποίησης στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα. Η υπερτάξη, σε μια χώρα σαν τη Βρετανία, υπολογίζεται σε ποσοστό περίπου 5-6% του πληθυσμού το οποίο λαμβάνει ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματος και του πλούτου.

Τέλος, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους είναι τα «μεσαία στρώματα» τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Αν χρησιμοποιήσουμε ξανά το βρετανικό παράδειγμα, αυτά τα μεσαία  στρώματα αποτελούν περίπου τα 2/3 του πληθυσμού. Εντούτοις, για να έχουμε μια καλύτερη άποψη αυτής της ταξικής δομής, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του χαμηλότερου και του υψηλότερου τμήματος αυτών των μεσαίων στρωμάτων, δεδομένων των σημαντικών διαφοροποιήσεων που χαρακτηρίζουν τις κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στο κάθε τμήμα όσον αφορά το εισόδημα, την ασφάλεια απασχόλησης, τις αξίες και τη πολιτική τους.

Έτσι, τα χαμηλότερα τμήματα του μεσαίου στρώματος, αποτελούμενα από το 30% περίπου του πληθυσμού, περιλαμβάνουν όλους αυτούς σε ανασφαλείς δουλειές (δηλαδή αυτές που δεν προσφέρουν καμιά ασφάλεια για το μέλλον), συνήθως χαμηλά αμειβόμενες και ελάχιστα προστατευόμενες («οι περιθωριοποιημένοι και ανασφαλείς» όπως αποκαλούνται). Σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν και αυτοί που βρίσκονται στον διογκούμενο στρατό των παρταιμερς και των περιστασιακά εργαζόμενων σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες χωρίς κανονική εργασιακή προστασία αλλά με εισοδήματα πάνω από τη γραμμή φτώχειας, καθώς επίσης και οι παραδοσιακοί εργάτες σε χαμηλής ειδίκευσης χειρονακτική εργασία. Έτσι, σε αυτό το τμήμα του πληθυσμού θα μπορούσαμε να περιλάβουμε τις ακόλουθες ταξικές διαιρέσεις: τους μικροαστούς, οι οποίοι στην νεοφιλελεύθερη φάση δείχνουν σημάδια αριθμητικής αύξησης σαν αποτέλεσμα μιας σημαντικής ανόδου του αριθμού των αυτό-απασχολούμενων· τους αγρότες, των οποίων ο αριθμός συνεχώς μειώνεται ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης του διεθνούς ανταγωνισμού; και, τέλος, την παραδοσιακή εργατική τάξη, που επίσης συρρικνώνεται δραστικά στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα στις προηγμένες οικονομίες της αγοράς ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής ανάπτυξης και της μεταφοράς μέρους της μεταποιητικής διαδικασίας σε χαμηλού κόστους περιοχές στον Νότο. Από την άλλη μεριά, το ανώτερο τμήμα αυτών των μεσαίων στρωμάτων αποτελείται από αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε η νέα μεσαία τάξη, η οποία παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αποτελείται κυρίως από όσους απασχολούνται σε καλοπληρωμένες θέσεις στον ακμάζοντα τομέα των υπηρεσιών των προηγμένων οικονομιών της αγοράς. Σήμερα, υπολογίζεται ότι ο αριθμός μόνο του επαγγελματικού και τεχνικού προσωπικού στις περισσότερο προηγμένες οικονομίες της αγοράς, συνιστά πάνω από το 20% των υπάλληλων[37]. Εντούτοις, η νέα μεσαία τάξη θα πρέπει να περιλαμβάνει συνολικά περίπου το 35% του πληθυσμού,[38] και αποτελεί αυτό που έχει περιγραφεί ως η προνομιούχος μειονότητα[39] ή η ικανοποιημένη εκλογική πλειονότητα,[40] δηλαδή το τμήμα του πληθυσμού το οποίο είναι πλήρως απασχολούμενο σε καλοπληρωμένες και ασφαλείς εργασίες και ελέγχει σχεδόν τα 2/3 του εθνικού εισοδήματος,[41] ενώ με την πολιτική και οικονομική του δύναμη καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα.

Οι αξίες, η κουλτούρα και η συμπεριφορά της νέας μεσαίας τάξης βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε αυτές των μικροαστών και της υπερτάξης. Ως αποτέλεσμα, σε κάποια θέματα μπορεί να συμμαχούν με τους  μικροαστούς και την παραδοσιακή εργατική τάξη ενώ σε άλλα μπορεί να συμμαχούν με την υπερτάξη. Το πρώτο συμβαίνει σε θέματα όπως είναι η λήψη μέτρων για να αποφευχθεί η πλήρης αγοραιοποίηση της κοινωνίας, ή η ακόμη μεγαλύτερη χειροτέρευση της οικολογικής κρίσης —θέματα στα οποία, στις ανεπτυγμένες οικονομίες της αγοράς,  έχει σχηματιστεί μια εκλογική συμμαχία από τα κάτω (νέα μεσαία τάξη, μικροαστοί, παραδοσιακή εργατική τάξη) η οποία αποτελεί τη βάση δύναμης των σοσιαλ-φιλελεύθερων η κέντρο-αριστερών (πρώην σοσιαλ-δημοκρατικών), καθώς επίσης και των Πράσινων κομμάτων. Το δεύτερο συμβαίνει σε θέματα όπως η αντίθεση προς οποιαδήποτε εξάπλωση του κρατισμού και του κράτους πρόνοιας —θέματα στα οποία στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς έχει σχηματισθεί μια εκλογική συμμαχία από τα κάτω (νέα μεσαία τάξη και  υπερτάξη) η οποία αποτελεί τη βάση  δύναμης των «καθαρά» νεοφιλελεύθερων η κέντρο-δεξιών  κομμάτων. Δεδομένου ότι η νέα μεσαία τάξη είναι επίσης η εκλογική πλειοψηφία (επειδή τα μέλη της παίζουν ενεργό ρόλο στην εκλογική διαδικασία, σε αντίθεση με τα μέλη της υπόταξης που συνήθως δεν ενδιαφέρονται να ψηφίσουν απογοητευμένα από την ανικανότητα των πολιτικών κομμάτων να λύσουν τα προβλήματα τους), είναι φανερό ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες  καθορίζεται βασικά από τη συμπεριφορά των μελών αυτής της τάξης. Επιπλέον, η κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών σήμερα, με την πόλωση που τον χαρακτηρίζει ανάμεσα σε ένα μέσο-αστικό κοινωνικό στρώμα υψηλόμισθων επαγγελματιών (σημαντικός αριθμός των οποίων είναι γυναίκες) και ένα χαμηλόμισθο κοινωνικό στρώμα που εργάζεται κάτω από συνθήκες που μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις παραδοσιακές συνθήκες εργοστάσιου, ήταν τεράστιας σημασίας για την ανάδυση των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (φεμινιστικό, πράσινοι κ.λπ.).

Στο μη-οικονομικό επίπεδο,  κοινωνικές διαιρέσεις που βασίζονται στο φύλο, στη φυλή και σε άλλες κατηγορίες «ταυτότητας» (π.χ. την εθνική ταυτότητα), οι οποίες καθ’ όλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας δεν πήραν ποτέ τη μορφή  ταξικής διαίρεσης με την μαρξιστική έννοια, αλλά ήταν εντούτοις υποβόσκουσες, έγιναν ακόμα πιο σημαντικές στη εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας εξαιτίας των αλλαγών που σημειώσαμε παραπάνω. Έτσι, ιεραρχικές δομές, όπως οι δομές της πατριαρχικής οικογένειας, όχι μόνο παρέμειναν ανεπηρέαστες από την άνοδο των τάξεων, αλλά στην πραγματικότητα  βρισκόντουσαν σε σχέση αλληλεπίδρασης με τις ταξικές δομές και έγιναν βασικό μέσο αναπαραγωγής τους. Παρόμοια, η ανάδυση του έθνους-κράτους στην πρώτη φάση της νεωτερικότητας έθεσε τα θεμέλια για συγκρούσεις εθνικιστικού χαρακτήρα. Τελικά, μια νέα εξέλιξη στην ύστερη νεωτερικότητα, η οικολογική κρίση, η οποία ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομίας ανάπτυξης, πρόσθεσε άλλο ένα «διαταξικό» πρόβλημα: το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Αυτές οι εξελίξεις στο μη-οικονομικό επίπεδο είναι κρίσιμες στην εξήγηση της εμφάνισης των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (οικολογικό, φεμινιστικό, κινήματα «ταυτότητας» και λοιπά) στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα.

Εντούτοις, το γεγονός ότι η κυριαρχία και η σύγκρουση έχουν σήμερα τόσο ανομοιογενείς κοινωνικές αιτίες όπως ο ρατσισμός, οι σεξουαλικές προτιμήσεις, η διάκριση φύλων, η οικολογική υποβάθμιση, η συμμετοχή πολιτών, η εθνοτική αυτονομία, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, αντί για τις ταξικές (με την οικονομική έννοια) αιτίες , δεν σημαίνει φυσικά το τέλος των ταξικών διαιρέσεων, όπως υποθέτουν-ορισμένοι. Αυτό που σημαίνει είναι ότι η ταξική πάλη (η οποία θα πρέπει ίσως καλύτερα να αποκαλείται «κοινωνική πάλη» προκειμένου να λάβει υπόψη τη σύγκρουση που προκύπτει από κάθε μορφή ανισοκατανομής δύναμης), δεν είναι πια —αποκλειστικά η έστω πρωταρχικά— για την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά για τον έλεγχο κάθε ατόμου στο οικονομικό αλλά, επίσης, στο πολιτικό και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εγείρει το θέμα της δημοκρατίας, όπως αυτό εκφράστηκε ξεκάθαρα, πρώτα τον Μάη του ’68, και σήμερα ξανά με την άνοδο του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης.

Η ιδεολογική κρίση και η άνοδος του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού

Οι ανωτέρω αλλαγές στις δομικές παραμέτρους συνοδεύτηκαν από μια παράλληλη ιδεολογική κρίση, η οποία έθεσε υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές ιδεολογίες, (αυτό που οι μεταμοντερνιστές μειωτικά αποκαλούν «απελευθερωτικές μετα-αφηγήσεις»), ή ακόμα και τον «αντικειμενικό» Λόγο, αλλά τον Λόγο αυτόν καθ’αυτόν, όπως φαίνεται από την παρούσα άνθιση του ανορθολογισμού σε όλες του τις μορφές (αναβίωση της θρησκείας αλλά επίσης όλων των μορφών πνευματισμού). Έτσι, χωρίς να αγνοούμε ορισμένες θετικές πτυχές του μεταμοντερνισμού, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο μεταμοντερνισμός και ο ανορθολογισμός έχουν γίνει σήμερα  οι «δύο κατάρες» που αποτελούν τους πιο σοβαρούς ιδεολογικούς εχθρούς οποιουδήποτε είδους αντισυστημικού κινήματος.

Ωστόσο, παρόλο που τα δύο σύνολα φαινομένων που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή οι δομικές αλλαγές που σημάδεψαν την είσοδο στην παρούσα νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα (ή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση) και η ιδεολογική κρίση που οδήγησε στον μεταμοντερνισμό και τον ανορθολογισμό, έλαβαν χώρα χονδρικά την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή, το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα ―γεγονός το οποίο, από μόνο του, υποδεικνύει μια στενή σχέση— αυτό δεν υπονοεί μια αυστηρή αιτιακή σχέση ανάμεσα τους, του τύπου που οι Μαρξιστές συνήθιζαν να υποθέτουν ανάμεσα σε αλλαγές στην οικονομική βάση και σε αλλαγές στην «υπερδομή». Ο μεταμοντερνισμός, ειδικότερα, αναπτύχθηκε κυρίως ανεξάρτητα από αυτές τις οικονομικές δομικές αλλαγές, ως το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού από παράλληλες εξελίξεις στο επιστημολογικό επίπεδο (η κρίση του «αντικειμενισμού» και του «επιστημονισμού»), στο ιδεολογικό επίπεδο (η πτώση του Μαρξισμού που συνδέθηκε με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού») και στο οικολογικό επίπεδο (η τεράστια οικολογική κρίση η οποία έβαλε σε μεγάλη αμφισβήτηση την ιδέα της Προόδου.[42]

Στην πραγματικότητα, όπως επιχείρησα να δείξω αλλού,[43] η παρούσα εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας έχει ήδη αναπτύξει το δικό της κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Κατά συνέπεια, οι διάφορες μορφές  νεωτερικότητας έχουν δημιουργήσει τα δικά τους κυρίαρχα κοινωνικά παραδείγματα —τα οποία στην πραγματικότητα συνιστούν υπο-παραδείγματα του κύριου παραδείγματος καθώς όλα μοιράζονται ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό: την ιδέα του διαχωρισμού της κοινωνίας από την οικονομία και την πολιτεία, όπως εκφράζονται αντίστοιχα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (με την εξαίρεση του Σοβιετικού κρατισμού όπου αυτός ο διαχωρισμός πραγματοποιήθηκε μέσω του κεντρικού σχεδιασμού και της Σοβιετικής «δημοκρατίας»). Εκτός από αυτό το κύριο χαρακτηριστικό, όλες οι μορφές νεωτερικότητας χαρακτηρίζονται επίσης , με κάποιες παραλλαγές, από τις αρχές  του Λόγου, της κριτικής σκέψης και της οικονομικής ανάπτυξης.

Μέσα στο πλαίσιο όμως αυτού  του βασικού παραδείγματος, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα υπο-παραδείγματα σε κάθε φάση της νεωτερικότητας. Έτσι, το κυρίαρχο (υπο)παράδειγμα στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται, επίσης, από την πίστη σε ένα μηχανιστικό μοντέλο της επιστήμης, την αντικειμενική αλήθεια, καθώς και σε μερικές αρχές προερχόμενες από τον οικονομικό φιλελευθερισμό όπως το laissez faire και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας. Παρόμοια, το κυρίαρχο (υπο)παράδειγμα στην κρατικιστική περίοδο  εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την πίστη στην αντικειμενική αλήθεια και σε μια (λιγότερο μηχανιστική) επιστήμη, αλλά επίσης από ορισμένα στοιχεία από το σοσιαλιστικό παράδειγμα δηλ. τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό που θεμελιωνόταν στον Κευνσιανισμό στη Δύση, ή τον σοβιετικό κρατισμό που θεμελιωνόταν στον μαρξισμό-λενινισμό στην  Ανατολή. Τέλος, η παρούσα μορφή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ενός νέου (υπο)παραδείγματος το οποίο τείνει να γίνει κυρίαρχο, αυτό που αλλού[44] αναφέρθηκε ως «νεοφιλελεύθερος μεταμοντερνισμός» (BellFukuyama κ.λπ.), του οποίου τα βασικά στοιχεία είναι ορισμένες νεοφιλελεύθερες αρχές, όπως η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, η αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από δίκτυα ασφαλείας και η μεγιστοποίηση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία, καθώς επίσης και μια κριτική της προόδου (αλλά όχι της ίδιας της ανάπτυξης), της μηχανιστικής και ντετερμινιστικής επιστήμης (αλλά όχι της ίδιας της επιστήμης), και της αντικειμενικής αλήθειας.

Ωστόσο, αν τα κύρια στοιχεία του σημερινού κυρίαρχου παραδείγματος εκφράζουν τον ένα πόλο του μεταμοντερνισμού, δηλ. το νεοφιλελεύθερο μεταμοντερνισμό, τα νέα κοινωνικά κινήματα τα οποία αναπτύχθηκαν στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα εκφράζουν τον άλλο πόλο του μεταμοντερνισμού, αυτόν που αποκαλείται «αντιθετικός» ή «αναδομημένος» (reconstructive) μεταμοντερνισμός που επιχειρεί να ανασυγκροτήσει αξίες του Διαφωτισμού και σοσιαλιστικές πολιτικές χρησιμοποιώντας τις μεταμοντέρνες κριτικές της ουσιοκρατιας (essentialism), του αναγωγισμού (reductionism), και  της «θεμελιοκρατίας» (foundationalism). Τα γεγονότα του Μάη του 1968 καθώς και η κατάρρευση του μαρξιστικού στρουκτουραλισμού έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυτής της μορφής του μεταμοντερνισμού με βασικά συστατικά του στοιχεία την απόρριψη των παρακάτω:
  • της συνολικής θεώρησης της Ιστορίας ως μιας εξελικτικής διαδικασίας προόδου ή απελευθέρωσης,
  • των «μεγάλων αφηγήσεων», προς όφελος  του πλουραλισμού, της αποσπασματικότητας, της πολυπλοκότητας και των «τοπικών αφηγήσεων»,
  • των κλειστών συστημάτων, της ουσιοκρατίας και του ντετερμινισμού προς όφελος της αβεβαιότητας, της αμφιβολίας και της απροσδιοριστίας,
  • της «αντικειμενικότητας» και της «αλήθειας», προς όφελος του σχετικισμού και της προοπτικότητας (perspectivism).
Όπως φανερώνει η απαρίθμηση των κύριων στοιχείων του μεταμοντερνισμού, η άνθηση του μεταμοντερνισμού δεν είναι άσχετη με την αντίστοιχη ανάδυση του ανορθολογισμού. Στην πραγματικότητα. μερικοί μεταμοντερνιστές είναι σαφείς για αυτή τη σύνδεση. Έτσι, για τον Griffin,[45]«η μεταμοντέρνα επιστήμη επιδιώκει να χαλαρώσει τα όρια ανάμεσα στην επιστημονική και την "μη-επιστημονική γνώση"  προκειμένου να ενσωματώσει άλλες σφαίρες γνώσης και αξίας στις επιστήμες  που ενέχουν "μια νέα ενότητα των επιστημονικών, ηθικών, αισθητικών και θρησκευτικών διαισθήσεων" και μια "δημιουργική σύνθεση" των προμοντέρνων, μοντέρνων, και μεταμοντέρνων ιδεών».

Στην πραγματικότητα, το ανορθολογικό στοιχείο, παρά τις προσπάθειες των ορθολογικών μεταμοντέρνων (συνήθως της μετα-μαρξιστικής τάσης) να το υποβαθμίσουν, άσκησε μια αποφασιστική επιρροή στο μεταμοντέρνο παράδειγμα. Είναι πασίγνωστες για παράδειγμα οι οικομεταφυσικές και μυστικιστικές τάσεις τύπου «Νέας Εποχής» του Jeremy Rifkin που  «εγκωμιάζουν ποιητικά την αγάπη, το "αιώνιο" Βασίλειο του πνεύματος, και τη "φυσική αγαθότητα της κοσμικής διαδικασίας"»[46].

Ο ανορθολογισμός,[47] ο οποίος άνθησε τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο το τελευταίο περίπου τέταρτο του περασμένου αιώνα, έχει πάρει διάφορες μορφές που κυμαίνονται από την αναβίωση, σε μερικές περιπτώσεις, των παλαιών θρησκειών (χριστιανισμός, Ισλάμ κ.λπ.) μέχρι την εξάπλωση διάφορων ανορθολογικών τάσεων (μυστικισμός, πνευματισμός, αστρολογία, εσωτερισμός, νεοπαγανισμός, «Νέα Εποχή» κ.λπ.) οι οποίες, ειδικά στο Βορρά, απειλούν τις παλαιές θρησκείες. Η εξαπλούμενη επιρροή του ανορθολογισμού είναι τέτοια ώστε στις ΗΠΑ για παράδειγμα δημιουργείται ένα νέο είδος υπο-επιστήμης (κάτι παρόμοιο με την υπο-κουλτούρα που προωθείται από το σημερινό Hollywood) στην οποία επιστήμονες χρησιμοποιούν μια δήθεν  «επιστημονική» μεθοδολογία για να «αποδείξουν» την ανάγκη για θρησκευτική πίστη![48]

Οι λόγοι οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν αυτή την άνθιση του ανορθολογισμού, εκτός από την έμμεση επιρροή του μεταμοντερνισμού που σημειώσαμε παραπάνω είναι, όπως επιχείρησα να δείξω αλλού,[49] η καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης και η συνακόλουθη ανάδυση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, η οικολογική κρίση και η κατάρρευση της «ανάπτυξης» στον Νότο. Ειδικότερα, η συνειδητοποίηση των κοινωνικών επιπτώσεων της ανόδου της καταναλωτικής κοινωνίας καθώς επίσης των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με την εξάπλωση της φτώχειας, της ανασφάλειας και της πολιτιστικής ομογενοποίησης ―ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης― καθώς επίσης η παράλληλη αποτυχία της «ανάπτυξης», ήταν καθοριστικοί παράγοντες στην ανάδυση του ανορθολογισμού στον Βορρά και την επακόλουθη εξάπλωση διάφορων φονταμενταλισμών στον Νότο.

Όπως θα δούμε στις επόμενες δυο ενότητες, η επιρροή του μεταμοντερνισμού και αυτή του ανορθολογισμού είναι κρίσιμες προκειμένου να εξηγήσουμε το γιατί τόσο τα παλαιά όσο και τα νέα κοινωνικά κινήματα έχουν χάσει τον αντισυστημικο χαρακτήρα τους.


* Το άρθρο αυτό αποτελεί το πρώτο από τα δύο τμήματα του άρθρου "The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today" του Τ. Φωτόπουλου που πρωτοδημοσιεύθηκε στο θεωρητικό περιοδικό Democracy & Nature (Vol. 7. No. 3, Νοέμβρης 2001). Η μετάφραση είναι των Παντελή Αράπογλου, Νίκου Πανάγου και Θοδωρή Βελλισάρη και η γενική επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.  [ Μέρος Β, Περιεκτική Δημοκρατία #16 ]
[1] Το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα ορίζεται ως το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και αντιστοίχων αξιών, που είναι κυρίαρχες (ή τείνουν να γίνουν κυρίαρχες) σε μία συγκεκριμένη κοινωνία και στιγμή της ιστορίας ως το περισσότερο συνεπές με τους υπάρχοντες πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς
[2] Ο αμφιλεγόμενος όρος «ιδεολογία» δεν χρησιμοποιείται στο παρόν κείμενο με τη μαρξιστική έννοια της «λανθάνουσας συνειδητοποίησης», αλλά με την χαλαρή έννοια της λέξης ως σύστημα ιδεών. Παρόμοια, η ιδεολογική κρίση ορίζεται έτσι ώστε να περιλαμβάνει την παρούσα κρίση των πολιτικών ιδεολογιών, του αντικειμενικού Λόγου και κάποτε του ίδιου του Λόγου.
[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002)
[4] Takis Fotopoulos, «The Myth of postmodernity», Democracy & Nature, vol. 7 no. 1 (March 2001) pp 27-76
[5] Takis Fotopoulos, «Class Divisions Today-The Inclusive Democracy Approach», Democracy & Nature, vol. 6 no. 2 (July 2000) pp 211-252 (βλκαι περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατίααρ. 8 και 9.)
[6] Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε προφανώς να συνταχθούμε με τους Perry Andersons και Tariq Alis αυτού του κόσμου σε κάποιου είδους «ασυμβίβαστο ρεαλισμό» — Βλ. Perry Anderson, «Renewals», New Left Review no. 1 (new series) Jan/Feb 2000, pp. 5-24; βλεπίσης Boris Kagarlitsky «The Suicide of New Left Review» και την αξιοθρήνητη απάντηση του Tariq Al «The third period in outer-space: a brief comment on Boris Kagalitskys suicide», ZNet, May 6 2000.
[7] Ορίζουμε ως συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις εκείνες τις κοινωνικές διαιρέσεις που αναφέρονται στην ίδια τη δομή του κοινωνικού συστήματος και ρητά ή σιωπηρά αμφισβητούν τη νομιμότητα του ιεραρχικού συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει την ανισοκατανομή δύναμης/εξουσίας. 
[8] Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism, (Oxford: Oxford University Press, 1978) vol. 2, pp. 109-110
[9] Giovanni Arrighi, Terence K. Hopkins & Immanuel Wallerstein, Antisystemic movements, (London: Verso, 1989), p. 1
[10] Η οικονομική δύναμη/εξουσία δεν ταυτίζεται με τη συγκέντρωση του εισοδήματος και του πλούτου, αλλά με τη δυνατότητα ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων να ελέγχουν την οικονομική διαδικασία και, ειδικότερα, τη διαδικασία παραγωγής και κατανομής.
[11] Η πολιτική δύναμη/εξουσία ορίζεται ως η δυνατότητα ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων να ελέγχουν την πολιτική διαδικασία, η οποία ορίζεται με μία ευρεία έννοια για να περιλάβει τους πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, βουλή κ.λπ.) καθώς και τους πολιτιστικούς/ιδεολογικούς θεσμούς (στρατός, αστυνομία φυλακές κ.ο.κ.)
[12] G.P. Maximoff, The Political Philosophy of Bakunin, (New York: Free Press, 1964),  p. 179
[13] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity».
[14] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.
[15] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιώτης, 1999). Βλεπίσης «The Catastrophe of Marketization», Democracy & Nature, vol. 5 no. 2 (July 1999), pp. 275-310
[16] ibid
[17] βλ Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ.1
[18] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.
[19] στο ίδιο.
[20] στο ίδιο.
[21] Michael Hardt & Antonio NegriLabor of Dionysus, (MinneapolisUniversity of Minnesota, 1994) p. 240-241 [ελληνική μετάφραση «Η εργασία του Διονύσου», Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2001]
[22] Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, (Cambridge, Mass: Harvard University Press, 2000) p. 239, [ελληνική μετάφραση «Αυτοκρατορία», Scripta, 2002]
[23] Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, pp. 393-413
[24] Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτού του είδους η ανάλυση και συμπεράσματα έχουν προβληθεί πολύ από τα κατεστημένα ΜΜΕ τα οποία ελέγχονται από την υπερεθνική ελίτ, με την Αυτοκρατορία να χαρακτηρίζεται ως το νέο «κομουνιστικό μανιφέστο» (The Observer, July 15, 2001) — βλ. επίσης, New York Times, July 20, 2001 — και (μετά από όλη αυτή τη μαζική προβολή από τα ΜΜΕ), να γίνεται γρήγορα best seller!
[25] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ο.π.
[26] Bλ Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.
[27] Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity»
[28] Μπορούμε να ορίσουμε την υπερεθνική ελίτ ως την ελίτ που αντλεί την εξουσία της (οικονομική, πολιτική ή, γενικά, κοινωνική) λειτουργώντας στο υπερεθνικό επίπεδο — γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει, αποκλειστικά ή και πρωταρχικά, τα ενδιαφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Αποτελείται από τις υπερεθνικές πολιτικές, οικονομικές και επαγγελματικές ελίτ και διαφοροποιείται από τις εθνικές ελίτ εξαιτίας του γεγονότος ότι βλέπει τα ζωτικά της συμφέροντα περισσότερο σε σχέση με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές (βλ. Takis Fotopoulos, «Globalisation»).
[29] Βλ. MHardt & ANegriEmpireό.π.
[30] Βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 8
[31] Βλ., π.χ., Shlomo Avineried., Karl Marx on Colonialism & Modernization (New YorkAnchor Books, 1969), σελ. 13; and Anthony Brewer, Marxist Theories of Imperialism (London: Routledge and Kegan Paul, 1980), σελ. 18.
[32] Βλ. G.P. Maximoff, ed., The Political Philosophy of Bakunin, σελ. 145. Βλ., επίσης, M. Bookchin XE "Bookchin" ,The Philosophy of Social Ecology, (Montreal: Black Rose Press, 1995) p. xvi.
[33] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity»
[34] Βλ. Takis Fotopoulos, «Class divisions Today: The Inclusive Democracy Approach», ό.π. (βλκαι περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατίααρ. 8 και 9.)
[35] ΒλΤΦωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1 και Pakulski and Malcolm Waters, The Death of Class,(London: Sage, 1996), σελ. 86
[36] Will Hutton, The State We’re In, (London: Jonathan Cape, 1995), σελ. 106.
[37] Jan Pakulski and Malcolm Waters, The Death of Class, ό.π., σελ. 56
[38] Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση του ICM/Guardian, 35% του πληθυσμού της Μ. Βρετανίας σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως μεσαία τάξη (έναντι 28% το 1955), 12% ως χαμηλή μεσαία τάξη (έναντι 7% το 1955) και 11% ως εργατική τάξη (The Guardian, 29/12/99)
[39] Will Hutton, The State We’re Inό.π., σελ. 108.
[40] Galbraith J.K.The Culture of Contentment, (London: Penguin, 1993), σελ. 15.
[41] World Bank, World Development Report 1995 (New York: Oxford University Press) Table 30, IFS, For Richer, For Poorer (London: Institute for Fiscal Studies, 1994)
[42] Βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.,  κεφ. 4
[43] Βλ.  Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity», ό.π.
[44] στο ίδιο.
[45] David Ray Griffin, The Re-enchantment of Science (Albany: State University of NY Press, 1988) and Spirituality and Science (Albany: State University of NY Press, 1988) quoted by Best & Kellner, σελ. 242
[46] Steven Best & Douglas Kellner, The Postmodern Turn, (New York: The Guilford Press, 1997), σελ. 267
[47] Μπορούμε, γενικά, να ορίσουμε ένα ανορθολογικό σύστημα  πεποιθήσεων ως το σύστημα του οποίου οι βασικές πεποιθήσεις δεν εξάγονται βάσει ορθολογικών μεθόδων (δηλ. λογική ή/και με προσφυγή στα «γεγονότα») αλλά μέσω της διαίσθησης, του ενστίκτου, του συναισθήματος, της μυστικιστικής εμπειρίας, της αποκάλυψης, της θέλησης κ.λπ. Ως τέτοιες, οι πεποιθήσεις αυτές βρίσκονται εκτός της ορθολογικής συζήτησης.
[48] Αυτή είναι η περίπτωση για παράδειγμα του Andrew Newberg, ο οποίος σε ένα πρόσφατο βιβλίο του [Andrew Neuberg et al, Why God Won't Go Away : Brain Science and the Biology of Belief, (Ballantine Books, 2001)], διερεύνησε με τη χρήση συσκευών εικόνας υψηλής τεχνολογίας  τον εγκέφαλο Βουδιστών και Φραγκισκανών καλογριών σε διαλογισμό και ισχυρίζεται ότι βρήκε «στέρεες αποδείξεις» ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες των υποκειμένων «δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου είδους χαλκεύσεων ή ευσεβών πόθων, αλλά, αντίθετα, συνδέονται με μία σειρά παρατηρούμενων νευρολογικών περιστατικών». Στη βάση αυτών των αποδείξεων ο Newberg συμπεραίνει ότι «η μυστικιστική εμπειρία είναι βιολογικά, αισθητικά και επιστημονικά πραγματική ... η θρησκευτική εμπειρία, είναι ευγενώς συνυφασμένη με την ανθρώπινη βιολογία». Βέβαια, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από αυτούς τους «επιστήμονες» έχει μικρή σχέση με επιστημονικές μεθόδους όπως μαρτυρά πρώτα από όλα η χρήση ενός εντελώς μη αντιπροσωπευτικού δείγματος (διαλογιζόμενοι Βουδιστές και Φραγκισκανές καλόγριες!) για να αποδειχθεί η ύπαρξη μυστικιστών εμπειριών στον εγκέφαλό τους. Όμως, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία γύρω από το αν οι μυστικιστικές εμπειρίες είναι πραγματικές για τους Βουδιστές ή τις καλόγριες και, ότι επομένως, αυτές οι εμπειρίες θα συσχετίζονται με παρατηρήσιμα νευρολογικά περιστατικά, ακριβώς όπως συμβαίνει με τις παραισθήσεις και τις ψευδαισθήσεις που είναι επίσης όντως πραγματικές για τους σχιζοφρενείς και, άρα, αντίστοιχα συσχετίζονται με κάποια νευρολογικά περιστατικά. Αλλά, μολονότι ο καθένας είναι δυνατό να μπορεί να βιώσει κάποια μυστικιστική εμπειρία ή ψευδαισθήσεις, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι βιολογικά προγραμματισμένος έτσι ώστε να αναζητά το Θεό (όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας) με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, για παράδειγμα, είναι προγραμματισμένος να αντιλαμβάνεται τους βασικούς κανόνες της γραμματικής δομής της γλώσσας, όπως ισχυρίζεται ο Chomsky (που και αυτό είναι άκρως αμφισβητούμενο). Με άλλα λόγια, η πίστη ή όχι στο Θεό ήταν πάντοτε θέμα επιλογής (γεγονός που δείχνει ότι η θρησκεία έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με κοινωνικό-οικονομικούς παράγοντες παρά με βιολογικούς), ενώ δεν ήταν ποτέ θέμα επιλογής το να φάει ή να πιει κανείς (εκτός αν θέλει να αυτοκτονήσει) ή ακόμα και το να συνομιλεί (εκτός αν έχει ενταχθεί σε κάποιου είδους θρησκευτικής/ σπιριτουαλιστικής σέχτας).
[49] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Rise of New Irrationalism and its Incompatibility with Inclusive Democracy»,Democracy & Naturevol. 4 no. 2/3 (July/November 1998), σελ. 1-49 [ελληνική μετάφραση «Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού και η ανάγκη για ένα δημοκρατικό ορθολογισμό» στο ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Μάρτης 2000]

Το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και η ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα σήμερα
(Μέρος Β)* 

Του Τάκη Φωτόπουλου

3. «Παλαιά» αντισυστημικά κινήματα

Στην παρούσα ενότητα θα συζητήσουμε τις δυο κύριες μορφές των «παλαιών» αντισυστημικών κινημάτων οι οποίες γεννήθηκαν στο πλαίσιο του διχασμού ανάμεσα στον κρατικιστικό και τον ελευθεριακό σοσιαλισμό –ενός διχασμού που έφτασε στην κορύφωση του με τη διαμάχη ανάμεσα στονMarx και τον Bakunin στην Πρώτη Διεθνή. Σήμερα, σχεδόν ενάμιση αιώνα από αυτήν τη διαμάχη, το σοσιαλιστικό πρόταγμα πνέει τα λοίσθια μετά την κατάρρευση και των δύο εκδοχών του κρατικιστικού σοσιαλισμού (τη μορφή του σοσιαλισμού που είναι κυρίαρχη ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κινήματα από τότε) δηλ. τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» στην Ανατολή και την σοσιαλ-δημοκρατία στην Δύση. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι ο ελευθεριακός σοσιαλισμός δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί, (εφόσον η πιο σοβαρή προσπάθεια να υλοποιηθούν οι αρχές του κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου καταπνίγηκε από τις φασιστικές ορδές που ενεργούσαν κάτω από την ανεκτική ματιά των Δυτικών «δημοκρατιών»), η κατάρρευση της κρατικιστικής εκδοχής του σοσιαλισμού δεν οδήγησε σε μια αναβίωση της ελευθεριακής εκδοχής. Αντίθετα, το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζεται από τη νεωτερικότητα (δηλ. την οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη «δημοκρατία») έχει καταστεί παγκόσμιο, συνεπώς, η χρόνια πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, οικολογική, κοινωνική και πολιτιστική) η οποία προέκυψε με την εμφάνιση του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου έχει επίσης καθολικευθεί και επιδεινωθεί.

Τα αντισυστημικά κινήματα είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόντα της νεωτερικότητας. Ήταν ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία, τον οποίο σηματοδότησε η νεωτερικότητα, αυτός που δημιούργησε –για πρώτη φορά στην Ιστορία– ένα «σύστημα» ελεγχόμενο από πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Η εμφάνιση των αντίστοιχων οργανωμένων κοινωνικών κινημάτων εναντίον του συστήματος, δηλ. εναντίον του ελέγχου της πολιτικής και οικονομικής δύναμης από τις ελίτ, ήταν κατά συνέπεια αναπόφευκτη. Έτσι, στα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν τα πρώτα αντισυστημικά κινήματα όταν ομάδες ανθρώπων αναμεμιγμένων σε αντισυστημική δράση άρχισαν να δημιουργούν ένα νέο θεσμό: την διαρκή πολιτική οργάνωση με μέλη, και συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνουν ο Arrighi κ.α.[50] τα μαθήματα που οι καταπιεσμένες ομάδες διδάχθηκαν από τις εξεγέρσεις του 1848, δηλ. ότι «περιστασιακές» εξεγέρσεις δεν είναι ικανές να πετύχουν το συστημικό μετασχηματισμό, ήταν εκείνο που οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων οργανωμένων αντισυστημικών κινημάτων.

Ήταν καθαρό την εποχή εκείνη ότι αφού τα κράτη μπορούσαν να ελέγχουν τις μάζες και οι κυρίαρχες ελίτ μπορούσαν να ελέγχουν τα κράτη, μια σοβαρή προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής θα απαιτούσε αντι-οργανώσεις –τόσο στο πολιτικό όσο και στο πολιτιστικό επίπεδο. Το γεγονός ότι αυτά τα πρώτα αντισυστημικά κινήματα ήταν οργανωμένα σε γραφειοκρατική βάση, η οποία αργότερα οδήγησε στον μπολσεβίκικο απολυταρχισμό, δεν κάνει βέβαια περιττή –όπως πιστεύουν οι υποστηρικτές της δράσης για την δράση σήμερα― την ανάγκη τα αντισυστημικά ρεύματα να οργανώνονται ως κοινωνικά κινήματα με τους δικούς τους μακροπρόθεσμους στόχους, στρατηγική και μέσα για να τους επιτύχουν. Στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο μας διδάσκουν αυτές οι εμπειρίες είναι ότι για να πετύχουμε μια πραγματική δημοκρατική κοινωνία απαιτείται ένα δημοκρατικό κίνημα διαφορετικής μορφής.

Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού ως αντισυστημικού κινήματος
Όπως υπαινιχθήκαμε στην προηγούμενη ενότητα, η πτώση του σοσιαλιστικού κρατισμού και τα αντισυστημικά κινήματα γύρω από αυτό ξεκίνησαν πολύ πριν την πραγματική κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολή. Ο αποδεκατισμός της τάξης των χειρονακτών εργατών ήταν ο «αντικειμενικός» παράγοντας ο οποίος, μαζί με την παρακμή της εργατικής αλληλεγγύης (ο «υποκειμενικός» παράγοντας) ―κυρίως εξαιτίας της βαθμιαίας μετατροπής των ενεργών πολιτών και εργατών σε παθητικούς καταναλωτές– οδήγησε στην ραγδαία πτώση του εργατικού κινήματος την εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας και, ακόμα περισσότερο, των αντισυστημικών κινημάτων που βασίζονταν στον κρατικιστικό σοσιαλισμό, τα οποία πάντα στηριζόντουσαν στο εργατικό κίνημα ως το «επαναστατικό υποκείμενο». Έτσι, οι παραδοσιακές πολιτικές εκφράσεις του κρατικιστικού σοσιαλισμού, τα κομουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έχουν εισέλθει σε μια περίοδο τελικής παρακμής από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να επικρατεί. Τότε, διάφορα κομουνιστικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη, σε μια προσπάθεια να επιβραδύνουν ή ακόμα και να αντιστρέψουν την εκλογική τους πτώση, επιχείρησαν να διευρύνουν την εκλογική τους βάση προσελκύοντας τμήματα της ακμάζουσας μεσαίας τάξης, υιοθετώντας την «ευρωκομμουνιστική» θέση –μια θέση, η οποία σηματοδοτούσε όχι απλά την ανεξαρτησία από το σοβιετικό κομμουνιστικό κόμμα αλλά, ακόμα σημαντικότερο, μια τάση προς τον σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό. Εντούτοις, γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι αυτή η προσπάθεια να προσελκύσουν τμήματα της διευρυνόμενης μεσαίας τάξης ήταν ανώφελη, ιδιαίτερα εφόσον αναπόφευκτα συνοδευόταν από την απώλεια της παραδοσιακής εργατικής υποστήριξης. Όπως υπογράμμιζε ένας γνωστός κρατιστής σοσιαλιστής στα τέλη της δεκαετίας του ’80, «τα κινήματα μας, τα κλασικά σοσιαλιστικά ή κομουνιστικά εργατικά κόμματα, γεννήθηκαν σε μια συγκεκριμένη εποχή που τώρα έχει περάσει»[51]. Τον ίδιο καιρό, η πτώση του εργατικού κινήματος τη δεκαετία του ’80, σε συνδυασμό με την αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους που αναφέραμε προηγουμένως, οδήγησε παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως το γερμανικό και το αγγλικό σε μια απότομη στροφή προς τα Δεξιά και στην εγκατάλειψη των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών στόχων (κοινωνικοποίηση των μέσων της παραγωγής, οικονομική ισότητα, πλήρης απασχόληση μέσω (του) άμεσου ελέγχου της οικονομίας κ.λπ) υπέρ ‘σοσιαλ-φιλελεύθερων’ στόχων (δηλ. ιδιωτικοποιήσεις αντί εθνικοποιήσεις, δίκτυα ασφαλείας αντί κράτος πρόνοιας, «ενδυνάμωση» των αδυνάτων αντί για πολιτικές πλήρους απασχόλησης κ.τ.λ.)

Ωστόσο, το κατακλυσμικό γεγονός, το οποίο οδήγησε στην τελική κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλιστικού κινήματος, ήταν το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Έτσι, οι περισσότεροι υποστηρικτές του αντισυστημικού κρατικιστικού σοσιαλισμού αντί να μάθουν τα μαθήματα από την αποτυχία του κρατικιστικού σοσιαλισμού, είτε εγκατέλειψαν κάθε αντισυστημικό στόχο για τα καλά, ή απλά κάλυψαν αυτήν την επιλογή κάτω από το γνωστή στρατηγική του «λαϊκού μετώπου» γύρω από ρεφορμιστικά αιτήματα. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι ο Eric Hobsbawm ( ο οποίος –εδώ και πολλά χρόνια― προφήτευε το τέλος της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, προσελκύοντας τα ειρωνικά σχόλια ακόμα και της ανανεωμένης New Left Review[52])  για τον οποίον η χωρίς αγορά και χωρίς χρήμα «ουτοπία» των παλαιών σοσιαλιστών συμπεριλαμβανομένου του Marx δεν μπορούσε  να διατηρηθεί πια[53].

σοσιαλιστές όλων των ειδών έχουν πάψει να πιστεύουν στην πιθανότητα μιας  οικονομίας χωρίς καθόλου αγορά (...) η συζήτηση ανάμεσα σε φιλελεύθερους και σοσιαλιστές σήμερα (...) αφορά τα όρια του καπιταλισμού και της ανεξέλεγκτης από τη δημόσια δράση αγοράς (...) εν ολίγοις, η διαφορά μεταξύ φιλελεύθερων και σοσιαλιστών σήμερα δεν αφορά το σοσιαλισμό αλλά τον καπιταλισμό (...) τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι φιλελεύθεροι (με εξαίρεση τους νεοφιλελεύθερους θεολόγους) αποδέχονται σε γενικές γραμμές μια μεικτή οικονομία 

Σήμερα, οι περισσότεροι μαρξιστές έχουν ενταχθεί σε διάφορες μορφές μεταμοντερνισμού αρνούμενοι κάθε ιδέα ενός «καθολικού» αντισυστημικού προτάγματος. Επιπλέον, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο μεταμοντερνισμός θεωρείται δεδομένος από όλες τις τάσεις της κρατικιστικής Αριστεράς είναι ότι, ακόμα και όταν οι περισσότερο ‘ορθόδοξοι’ μαρξιστές καταδικάζουν την ολοκληρωτική απόρριψη των αντισυστημικών προταγμάτων, εξακολουθούν να συμφωνούν με το αξίωμα ότι ο μεταμοντερνισμός δεν μπορεί να χτυπηθεί από τα έξω αλλά μόνον από τα μέσα και υιοθετούν τη θέση ότι οι μόνες βιώσιμες μοντέρνες αριστερές πολιτικές σήμερα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μέσα από τον ίδιο τον μεταμοντερνισμό[54]. Εντούτοις, πολλοί στην κρατικιστική αριστερά όχι μόνο θεωρούν δεδομένο το μεταμοντερνισμό αλλά επίσης και το υποτιθέμενο ανέφικτο της οικοδόμησης οποιουδήποτε «αξιόπιστου», εναλλακτικού προς τη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, συστήματος. Έτσι, ο Jeffrey Isaac[55] βολικά αγνοεί (ή σιωπηρά χαρακτηρίζει ως «μη αξιόπιστες») τις ιδέες που πρόσφατα προωθήθηκαν από την ελευθεριακή Αριστερά για μια συνολικά εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό:[56]

Η αφελής πίστη σε ένα μέλλον χωρίς εμπορεύματα, υπεραξία, εκμετάλλευση και αποξένωση δεν είναι πλέον δυνατή (...) δεδομένης της Ιστορίας που κληρονομήσαμε και του κόσμου τον οποίο δημιούργησαν οι άνθρωποι δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη συνολική εναλλακτική λύση προς τον καπιταλισμό (...) δεν υπάρχει ούτε κάποια αξιόπιστη ιδέα όσον αφορά το τι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει ούτε κάποιο αξιόλογο ποσοστό της ανθρωπότητας που να δεσμεύεται σε μία «καθολική» εναλλακτική λύση.

Αλλά, όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει αυτή την στιγμή ένα αξιόλογο ποσοστό της ανθρωπότητας που να δεσμεύεται σε οποιαδήποτε «καθολική» εναλλακτική λύση, αυτό είναι μόνο εν μέρει αλήθεια. Με άλλα λόγια, όπως δείχνει η ανάπτυξη ορισμένων ρευμάτων μέσα στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, υπάρχει σίγουρα ένα αυξανόμενο αντι-καπιταλιστικό κίνημα, ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν υιοθετεί μια συγκεκριμένη εναλλακτική «καθολική» εναλλακτική λύση προς αυτόν[57]. Επιπλέον, φαίνεται ότι όσοι υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις δεν γνωρίζουν το γεγονός ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρις ότου το πρώιμο αντικαπιταλιστικό κίνημα ―το οποίο αναπτύχθηκε μετά την εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς― να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη καθολική εναλλακτική λύση προς τον καπιταλισμό[58].

Τέλος, άλλη μια επιβεβαίωση της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού κρατισμού ως αντισυστημικού κινήματος (αν χρειάζεται και άλλη τέτοια επιβεβαίωση!) είναι ότι ακόμα και αυτό που έχει ευρέως χαρακτηριστεί ως «το νέο κομμουνιστικό μανιφέστο» δηλ. η «αυτοκρατορία» των Hardt και Negri, καταλήγει όχι υπέρ της οικοδόμησης ενός νέου αντισυστημικού κινήματος με σαφείς στόχους και μέσα, όπως έκανε το αυθεντικό Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αλλά υπέρ της παγκόσμιας «αντίστασης» εναντίον μιας νεφελώδους «αυτοκρατορίας» (η οποία δεν διαθέτει κάποιο επίκεντρο με τη μορφή μιας, ας πούμε, υπερεθνικής ελίτ, ή ακόμα και μιας υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης) στη βάση ενός συνόλου ρεφορμιστικών αιτημάτων. Ακόμα, οι συγγραφείς δεν διστάζουν να κλείσουν το βιβλίο τους εξυμνώνταςτη «χαρά του να είναι κανείς κομουνιστής» ―με τον κομμουνιστή ακτιβιστή να παρομοιάζεται από τουςHard και Negri με τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, που τυχαίνει επίσης να είναι το είδωλο της κ. Θάτσερ!

Εκείνο, ωστόσο, που είναι ειρωνικό και την ίδια στιγμή ανησυχητικό για το μέλλον της εναλλακτικής ελευθεριακής παράδοσης είναι η ανάπτυξη ενός παρόμοιου ‘πραγματισμού’ μεταξύ διάφορων ρευμάτων της ελευθεριακής Αριστεράς, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε στην συνέχεια.

Η χρεοκοπία του αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος

Η παρακμή του αναρχικού κινήματος (το οποίο, σχεδόν εξ’ ορισμού, ήταν πάντα αντισυστημικό χωρίς να έχουν καταγραφεί στο παρελθόν σημαντικές ρεφορμιστικές τάσεις στο εσωτερικό του) ξεκίνησε νωρίτερα από αυτήν του σοσιαλιστικού κρατικιστικού κινήματος. Ιστορικά η τελευταία σημαντική εμφάνιση αυτού του κινήματος ήταν στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο όταν και νικήθηκε από τις φασιστικές δυνάμεις (συχνά με τη σημαντική συμβολή ―για τους δικούς τους λόγους― των σοσιαλιστών κρατιστών) σφραγίζοντας τη μοίρα του ως ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα. Στη μεταπολεμική περίοδο, αν εξαιρέσουμε τα γεγονότα του Μάη του ’68 και το σημερινό κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης (όπου εμφανίστηκαν κάποια ρεύματα τα οποία θα μπορούσαν να σημαίνουν την ανάδυση ενός νέου δημοκρατικού κινήματος, σημαντικά επηρεασμένου από ελευθεριακές ιδέες αλλά χωρίς να συγκροτούν με κανέναν τρόπο άλλη μια έκφραση του αναρχικού κινήματος) το αναρχικό κίνημα τεμαχίστηκε και περιθωριοποιήθηκε, ενώ τελευταία σημαντικά κομμάτια του γίνονται ακόμα και ρεφορμιστικά. Όλα αυτά, τη στιγμή ακριβώς που, για πρώτη φορά στην Ιστορία μετά τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς, το αναρχικό κίνημα είχε μια πραγματική ευκαιρία να «πάρει την εκδίκηση του» και να επικρατήσει επί του κρατικιστικού σοσιαλισμού.

Στην περίοδο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ο αναρχισμός ως σημαντικό κίνημα έχει σχεδόν εξαφανιστεί και ήταν μόνο στη δεκαετία του ’60 που κάποιες σχετικά σημαντικές εκδηλώσεις του άρχισαν να εμφανίζονται. Στην Γαλλία, οι Καταστασιακοί, χωρίς να αποτελούν ένα κανονικό αντισυστημικό κίνημα με την έννοια που ορίστηκε παραπάνω[59] (δηλ. ένα μαζικό κίνημα με καθαρούς αντισυστημικούς στόχους και στρατηγική) αλλά περισσότερο ένα πολιτιστικό κίνημα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απομυθοποίηση κάποιων πτυχών του «συστήματος» και ιδιαίτερα του ρόλου του καταναλωτισμού στην αναπαραγωγή του. Στην Ιταλία, παρά τις κάποιες μικρές μεταπολεμικές αναβιώσεις του αναρχισμού ανάμεσα σε απογοητευμένους εργάτες, η Νέα Αριστερά την δεκαετία του ’60 κυριαρχούνταν από την κρατικίστικη Αριστερά, και σήμερα σημαντικά αναρχικά ρεύματα μέσα στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, όπως το Ya Basta!,[60] είναι καθαρά ρεφορμιστικά. Δεν προκαλεί επομενως έκπληξη το γεγονός ότι, ένα από τα λίγα εναπομείναντα αναρχικά περιοδικά στην Ιταλία, το Libertaria, διαφημίζει ακόμα και το καθαρά ρεφορμιστικό κίνημα των Ζαπατίστας (η βασική πηγή έμπνευσης του Ya Basta!) επειδή υποτίθεται ότι προτείνει «ένα νέο κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται στην αυτοδιεύθυνση και την άμεση δημοκρατία»[61]. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι το κίνημα των Ζαπατίστας δεν αμφισβήτησε ποτέ την ίδια την οικονομία της αγοράς, αλλά απλά απορρίπτει το νεοφιλελευθερισμό, ενώ ο ίδιος ο υποδιοικητής Marcos έχει δηλώσει ότι «στη νέα σχέση που προτείνουμε, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα είναι περισσότερο ισορροπημένη και θα εμπλουτιστεί με την άμεση δημοκρατία»![62] Στην Ολλανδία, το ενδιαφέρον πείραμα να αρχίσει η κοινωνική αλλαγή από τα κάτω (ακόμα και με συμμετοχή στις τοπικές εκλογές) έληξε όταν οι Provos και οι Kabouters τελικά απορροφήθηκαν από την ελευθεριακή πτέρυγα των Πράσινων. Στη Βρετανία, οι δυο κύριες τάσεις στη μεταπολεμική περίοδο ήταν ο αναρχο-συνδικαλισμός και ο «life-styleαναρχισμός» αλλά, με την με την τελική εξαφάνιση του πρώτου, ο life-style αναρχισμός, μαζί με τον οικο-αναρχισμό και τις τάσεις της άμεσης δράσης, είναι σήμερα κυρίαρχες.  Ωστόσο, οι Reclaim the Streets, που έχουν αναμιχθεί έντονα με το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, μοιάζουν να ξεπερνούν τον «βρετανικό πραγματισμό» που έχει οδηγήσει στο αδιέξοδο του life-style αναρχισμού, παρόλο που δεν έχουν ακόμη προχωρήσει στο επόμενο βήμα, δηλ. να λειτουργήσουν ως καταλύτης για ένα νέο αντισυστημικό κίνημα σε αυτή την χώρα.

Παρόμοια, στις ΗΠΑ, οι αναρχικοί σήμερα είναι κυρίως επηρεασμένοι από τον Life-style αναρχισμό, τον ανορθολογισμό (δες π.χ. τις οικο-ελευθεριακές τάσεις όπως η Βαθιά Οικολογία) και τις αυξανόμενες μεταμοντέρνες τάσεις. Αλλά, ας δούμε εν συντομία αυτές τις τάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες. κατά τη γνώμη μας, σηματοδοτούν καθαρά το τέλος του αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος. Στην πραγματικότητα, κάποιος θα συμφωνούσε ότι η μόνη τάση η οποία έχει ένα καθαρά αντισυστημικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι προσπαθεί να χτίσει ένα προγραμματικό αντισυστημικό κίνημα, είναι η Κοινωνική Οικολογία/Κομουναλισμός  του Μάραιη Μπούκτσιν (για να την ξεχωρίσουμε από διάφορα υβρίδια, με ποιο χαρακτηριστικό αυτό του John Clark[63] το οποίο δεν έχει να κάνει τίποτα με μια αντισυστημική τάση) που μερικές φορές αποκαλείται συνομοσπονδιακός κοινοτισμός (confederal municipalism), ελευθεριακός κοινοτισμός και τελευταία κομουναλισμός (communalism). O Μπούκτσιν πάντα τόνιζε ότι προκειμένου να αλλάξουμε την κατεύθυνση της κοινωνίας προς μια ελευθεριακή οδό, θα χρειαστεί να χτίσουμε ένα αντισυστημικό και συνεκτικό πρόταγμα και ότι το κυρίαρχο πρόβλημα είναι να αλλάξουμε την δομή της κοινωνίας ώστε οι άνθρωποι να κερδίσουν δύναμη. Επιπλέον, επέμενε ότι ο καλύτερος χώρος για να το κάνουμε είναι η τοπικη κοινωνια ―η πόλη, η κωμόπολη και το χωριό― όπου έχουμε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατία. Αλλά, αντίθετα με τους ευσεβείς πόθους των κύριων τάσεων στα σημερινά αναρχικά κινήματα, πάντα επέμενε ότι:[64]

Οι άνθρωποι δεν θα επιτύχουν ποτέ αυτού του είδους την πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατική κοινωνία αυθόρμητα. Ένα σοβαρό και αφοσιωμένο κίνημα είναι απαραίτητο να παλέψει για το σκοπό αυτό. Και για να κτίσουν αυτό το κίνημα, οι ριζοσπάστες αριστεριστές χρειάζεται να αναπτύξουν μια οργάνωση που ελέγχεται από τη βάση, ώστε να μην παράγουμε άλλο ένα μπολσεβίκικο κόμμα. Πρέπει να σχηματιστεί αργά σε τοπική βάση, πρέπει να είναι συνομοσπονδιακά οργανωμένο, και μαζί με τις λαϊκές συνελεύσεις, θα οικοδομήσει την αντίσταση στην υπάρχουσα δύναμη, το κράτος και την ταξική εξουσία.

Εντούτοις, αυτές δεν είναι οι απόψεις που κυριαρχούν μεταξύ των Αμερικανών, ή γενικότερα ανάμεσα στους Αγγλοσάξονες αναρχικούς, όπως ο ίδιος ο Bookchin αναγνώρισε όταν στα τελευταία του χρόνια σταδιακά απομακρύνθηκε από το αναρχικό κίνημα (το οποίο, ωστόσο, επιχείρησε, να ανανεώσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο διανοητή του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα) και κατηγορηματικά καταδίκασε τον ατομικιστικό αναρχισμό, το μεταμοντερνισμό και τον ανορθολογισμό, τις κύριες τάσεις του σημερινού αναρχισμού[65] μέχρις ότου τελικά διέκοψε εντελώς τη μακρόχρονη σχέση του με το αναρχικό κίνημα.[66] Έτσι, το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Αναρχικών Σπουδών (American Institute of Anarchist Studies) (εξέχοντα διοικητικά μέλη του οποίου είναι επίσης ακαδημαϊκά μέλη στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας-Institute for Social Ecology) μοιάζει να κυριαρχείται από μεταμοντέρνες επιρροές, όπως φάνηκε πρόσφατα από το γεγονός ότι το θεωρητικό τους όργανο προώθησε μαζικά ένα καινούργιο βιβλίο με θέμα τον «μετα-στρουκτουραλιστικό αναρχισμό», φθάνοντας στο σημείο να φιλοξενήσει ακόμη και  συνέντευξη του γενικού διευθυντή του IAS με το συγγραφέα[67]. Σε αυτή τη συνέντευξη, ο συγγραφέας αποσαφήνισε τις αντι-οικουμενικές, αν όχι αντι-δημοκρατικές, τάσεις του, καθώς επίσης και την εχθρότητα του ενάντια σε κάθε είδους μαζικό αντισυστημικό κίνημα με καθαρούς δημοκρατικούς στόχους και στρατηγική. Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας του μετα-στρουκτουραλιστικού αναρχισμού, «Σημειώνω την αναγκαιότητα κατανόησης και συμμετοχής σε αγώνες ενάντια στο ρατσισμό, στο σεξισμό, τον ΠΟΕ κ.λπ. προκειμένου να δούμε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των αγώνων και των καταδυναστεύσεων που αυτοί οι αγώνες προσπαθούν να ανατρέψουν, χωρίς να προσπαθούμε να τους ανάγουμε σε μια απλή φόρμουλα», όπου η «φόρμουλα» αποτελείται –όπως εξηγεί παρακάτω― από τους βασικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς του υπάρχοντος συστήματος.

Εάν ο καπιταλισμός και το κράτος αποτελούσαν τους μοναδικούς ενόχους, τότε η εξάλειψή τους θα μπορούσε από μόνη της να μας επιτρέψει την είσοδο σε μία ουτοπική κοινωνία. Όμως, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με τόσο απλές λύσεις. Ένα από τα μαθήματα των αγώνων ενάντια στο ρατσισμό, το μισογυνισμό, της προκατάληψης έναντι των ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών κ.λπ. είναι ότι η εξουσία και η καταπίεση δεν ανάγεται σε ένα μοναδικό χώρο ή μοναδική δράση. Πρέπει να κατανοήσουμε την εξουσία καθώς αυτή επιδρά όχι μόνο στο επίπεδο του κράτους και του καπιταλισμού, αλλά και στις πρακτικές τις οποίες ακολουθούμε στις ζωές μας.

Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει ανάγκη για  αντισυστημικό κίνημα αλλά ότι αντίθετα πρέπει να βασιστούμε στα διάφορα «κινήματα ταυτότητας», ―ή γενικότερα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (τα οποία, όπως θα δούμε στην συνέχεια, έχουν ήδη χάσει κάθε αντισυστημικό χαρακτήρα)– προκειμένου να παλέψουμε ενάντια «στις σχέσεις εξουσίας που εμφανίζονται στις διάφορες πρακτικές». Είναι φανερό ότι η «ανάλυση» αυτή ―η οποία συγχέει, την (σωστή) άποψη ότι η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης, με την (ρεφορμιστική) άποψη ότι δεν υπάρχει «ένα μόνο Αρχιμήδειο σημείο αλλαγής»― δεν υπάρχει χώρος για μια άποψη που βλέπει το σύστημα οργάνωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης ως διασυνδεδεμένο με τις υπόλοιπες μορφές δύναμης. Αντίθετα, υποτίθεται ότι η εξάλειψη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων εξουσίας (κράτος και καπιταλισμός) μπορεί από μόνη της να ανοίξει το δρόμο για μία ουτοπική κοινωνία! Ξεκάθαρα, οι υποστηρικτές τέτοιων απόψεων και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αναρχικών Σπουδών[68], που τις προωθεί, προσφέρουν άλλη μια ένδειξη της χρεοκοπίας του σημερινού αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος.

Άλλη μία ένδειξη της ίδιας χρεοκοπίας είναι η παρούσα άνθιση του ατομικιστικού αναρχισμού με τα βλαστάρια του «life-style» αναρχισμού, του πραγματιστικού αναρχισμού κλπ. Για να ερμηνεύσει κάποιος την άνοδο του ατομικισμού πρέπει να πάει πίσω στα κινήματα που αναδύθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Σχηματικά, δύο ήταν τα κύρια στοιχεία που κυριαρχούσαν εκείνη την περίοδο. Το ένα ήταν το «ατομικιστικό» στοιχείο που εκφράστηκε από τα κινήματα αντι-κουλτούρας αλλά επίσης και από τα ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα. Το άλλο ήταν το «αντισυστημικό» στοιχείο, που εκφράστηκε ιδιαίτερα από ριζοσπάστες φοιτητές και μερικούς εργάτες, καθώς επίσης και από τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, πράσινοι κ.λπ.). Εντούτοις, τα αντισυστημικά αισθήματα τα οποία μεσουρανούσαν τον Μάη του 1968 δεν εξέφραζαν μόνο μία απόρριψη του κρατισμού σε όλες του τις μορφές αλλά επίσης την επιθυμία για μια πραγματικά νέα δημοκρατική κοινωνία, πέρα από τον καπιταλισμό και την γραφειοκρατία, στην οποία η δύναμη σε όλες τις μορφές της θα ισοκατανέμεται. Με αυτή την έννοια σημειώσαμε παραπάνω ότι τα γεγονότα του Μάη του 1968 έριξαν τους σπόρους για ένα νέο δημοκρατικό κίνημα, το οποίο σιωπηρά εξέφραζε μια σύνθεση των καλύτερων στοιχείων των «παλαιών» αντισυστημικών κινημάτων με κάποια στοιχεία των αναδυόμεων εκείνη την περίοδο «νέων» κινημάτων και, ιδιαίτερα, των ριζοσπαστικών ρευμάτων στο εσωτερικό του φεμινιστικού και του πράσινου κινήματος.

Παρόλα αυτά, ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό κίνημα, με τη μορφή ενός οργανωμένου αντισυστημικού κινήματος με καθαρούς στόχους και μέσα για να τους πετύχει, δεν υλοποιήθηκε εκείνη την περίοδο. Αντίθετα, η κρατικιστική αριστερά στις διάφορες μορφές της (μαοϊσμός, τροτσκισμός κ.λπ.) προσέλκυσαν τους περισσότερους αντισυστημικούς ακτιβιστές, ενώ τα ατομικιστικά στοιχεία είτε απορροφήθηκαν από το μεταμοντερνισμό ή απλά ενίσχυσαν τις ατομικιστικές τάσεις μέσα στα «νέα» κινήματα και στο αναρχικό κίνημα –στο οποίο υπήρχε πάντα μία ισχυρή ατομικιστική τάση που αντιμάχονταν τη συλλογική τάση. Επιπλέον, η γενική στροφή στον ατομικισμό, που σημαδεύτηκε από την άνοδο του νεοφιλελεύθερου μεταμοντερνισμού ως πυρήνα του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος, είχε αναπόφευκτα αποτελέσματα στο αναρχικό κίνημα. Έτσι, ανορθολογικές τάσεις, καθώς επίσης και μεταμοντέρνες επιρροές αναμεμειγμένες με ρεύματα αντι-κουλτούρας, δημιούργησαν το σημερινό μίγμα του «life-style» αναρχισμού που είναι κυρίαρχο στις αγγλο-σαξωνικές χώρες και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Αλλά τι είναι ο «life-style» αναρχισμός? Ο Bookchin τον περιέγραψε ως εξής, προσελκύοντας πολύ εχθρότητα από πολλούς αυτο-χαρακτηριζόμενους αναρχικούς: «γκράφιτι, μεταμοντέρνος νιχιλισμός, αντι-ορθολογισμος, νεο-πριμιτιβισμός, αντι-τεχνολογισμός, νεο-καταστασιονιμός, πολιτιστική τρομοκρατία, μυστικισμός»,[69] δηλ. κάθε μορφή δράσης στην οποία, όπως το τοποθετεί, «το σποραδικό, το μη-συστηματικό, το χωρίς συνοχή το ασυνεχές, και το διαισθητικό υποκαθιστά το συνεπές, το σκόπιμο, το οργανωμένο και το ορθολογικό, (υποκαθιστά) δηλαδή, οποιαδήποτε μορφή αποδεκτής και εστιασμένης δράσης, εκτός από την έκδοση ενός περιοδικού  ή μπροσούρας –ή το κάψιμο ενός κάδου σκουπιδιών».[70] Όπως ο Μπούκτσιν συνόψισε τις συμπεριφορές που ανήκουν σε αυτό το είδος αναρχισμού: όλες αυτές οι δραστηριότητες οι οποίες εκφράζουν την προσέγγιση του Φουκώ για την «προσωπική εξέγερση αντί για την κοινωνική επανάσταση».[71]

Παρόλο που αυτές οι τάσεις είναι προφανείς ανάμεσα σε πολλούς ακτιβιστές που αναμειγνύονται σε διάφορων ειδών κομούνες, όπως για παράδειγμα του «κινήματος των οικολογικών χωριών (eco-village)» που διερευνήθηκε αλλού,[72] ή εκείνων που μετέχουν σε «συγγενικές ομάδες», που διοργανώνουν διάφορες μορφές άμεσης δράσης, θα συμπεριελάμβανα στην κατηγορία του lifestyle αναρχισμού και δραστηριότητες όπως είναι οι «ηθικές» επενδύσεις, οι κοπερατίβες (co-ops), η κοινοτικά στηριζόμενη γεωργία, οι δημοτικές τράπεζες,  τα LETS σχήματα άμεσης ανταλλαγής, η permaculture, καθώς επίσης και τα εναλλακτικά αναπτυξιακά προγράμματα για τον Τρίτο κόσμο. Με άλλα λόγια, αυτή η ευρεία περιγραφή καλύπτει όλους αυτούς που αναμειγνύονται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες για το προσωπικό τους συμφέρον παρά με τον στόχο να χτίσουν ένα νέο αντι-συστημικό κίνημα με ένα καθαρό όραμα για το μέλλον και μια στρατηγική για να το πετύχουν. Αυτές οι δραστηριότητες συχνά εμφανίζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται  στον life-style αναρχισμό από τον Bookchin, για παράδειγμα, έλλειψη προγραμματικής δέσμευσης και σοβαρής κοινωνικής ανάλυσης, καθώς επίσης απόρριψη της ανάγκης οικοδόμησης ενός πολιτικού κινήματος (σε αντίθεση με το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα το οποίο, στην κορύφωση του, προσπάθησε να εμπλακεί στη δημιουργία ενός οργανωμένου κινήματος) και αντίθετα στήριξη της κοινωνικής αλλαγής στο «παράδειγμα»  και την αντίστοιχη αλλαγή αξιών.

Τέτοιες τάσεις είναι ευρέως διαδεδομένες σε χώρες όπως η Βρετανία από την δεκαετία του ’70, όταν οι ιδέες του Colin Ward και άλλων γύρω από αυτόν (σε σχέση με αυτό που αποκαλούσαν «αναρχισμό εν δράσει» ―σε πεδία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως ο σχεδιασμός πόλεων, η στέγαση, η εκπαίδευση κ.λπ.) είχαν σημαντική επίδραση. Παρόμοιες τάσεις εκφράζονται σήμερα από διάφορα αναρχικά ρεύματα που εκθειάζουν τις αρετές των κοοπερατίβων, τις οποίες θεωρούν ως  ‘αναρχισμό στην πράξη’, καθώς «επιτρέπουν την πρακτική του αναρχισμού να εξασκείται εντός της ευρύτερης καπιταλιστικής οικονομίας»,[73] ή υιοθετούν έναν «πραγματιστικό» αναρχισμό, ο οποίος απορρίπτει τα παραδοσιακά αντισυστημικά αιτήματα του αναρχισμού για κατάργηση της οικονομίας της αγοράς και του χρήματος![74]

Εντούτοις, αυτές οι δραστηριότητες όχι μόνο δεν σχετίζονται τις περισσότερες φορές με ριζοσπαστικές αντισυστημικές πολιτικές με την έννοια  της προώθησης μιας εναλλακτικής κοινωνίας ―αν δεχθούμε ότι έχουν κάποια σχέση με την πολιτική– αλλά, στην πραγματικότητα, είναι τόσο ανώδυνες πολιτικά ώστε οι πολιτικές ελίτ συχνά τις χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς. Στην Βρετανία, για παράδειγμα, η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση του Tony Blair υποστηρίζει ανοικτά σχήματα όπως τα LETS με τον προφανή στόχο να ελαφρύνει την πίεση που δημιουργείται στον προϋπολογισμό ως αποτέλεσμα της μείωσης του κράτους πρόνοιας –μία διαδικασία η οποία είχε αφετηρία το νεοφιλελευθερισμό τηςThatcher και συνεχίστηκε από το σοσιαλφιλελευθερισμό του Tony Blair[75]. Όπως επισημάνθηκε αλλού[76], αυτού του είδους οι δραστηριότητες είναι εντελώς αναποτελεσματικές στο να επιφέρουν μια συστημική αλλαγή. Παρόλο που είναι χρήσιμες στη δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας ανάμεσα σε μικρά τμήματα του πληθυσμού και, την ίδια στιγμή, τονώνουν το ηθικό των ακτιβιστών οι οποίοι θέλουν να δουν μια άμεση αλλαγή στις ζωές τους, αυτή η προσέγγιση δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας –μέσα στα πλαίσια της σημερινής τεράστιας συγκέντρωσης δύναμης– στο να δημιουργήσει εκείνη τη δημοκρατική πλειοψηφία που απαιτείται για την επίτευξη μιας συστημικής κοινωνικής αλλαγής. Και αυτό, διότι τα προτάγματα που προτείνονται από αυτή τη στρατηγική μπορούν πάρα πολύ εύκολα να περιθωριοποιηθούν, ή να απορροφηθούν από την υπάρχουσα δομή εξουσίας (όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν) ενώ τα αποτελέσματα τους στη διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι ελάχιστα –αν όχι μηδαμινά. Επιπλέον, οι lifestyle στρατηγικές, με το να συγκεντρώνονται συνήθως σε ένα μοναδικό θέμα, το οποίο δεν είναι μέρος ενός συνολικού πολιτικού προγράμματος για κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν βοηθούν στη δημιουργία της αντισυστημικής συνείδησης που απαιτείται για συστημική αλλαγή. Τέλος, η συστημική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί ποτέ έξω από την κύρια πολιτική και κοινωνική αρένα. Η εξάλειψη των σημερινών εξουσιαστικών δομών και σχέσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε «δια του παραδείγματος» ούτε μέσω της εκπαίδευσης και της πειθούς.  Μια βάση ισχύος είναι απαραίτητη για να καταστρέψει την ίδια την ισχύ και ο μόνος τρόπος με τον οποίο αυτός ο στόχος, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να είναι συνεπής με τους στόχους του δημοκρατικού προτάγματος είναι μέσω της ανάπτυξης ενός περιεκτικού προγράμματος για το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των τοπικών πολιτικών και οικονομικών δομών.

Όσον αφορά, τέλος, την άλλη κύρια τάση μέσα στο σημερινό αναρχισμό, την άμεση δράση, η κύρια έκφραση της είναι το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης το οποίο θα εξετάσουμε παρακάτω. Εν συντομία, παρόλο που κάποια από τα αναρχικά στοιχεία μέσα στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης εγείρουν αντισυστημικές απαιτήσεις, εντούτοις, δεν έχουν μέχρι στιγμής δείξει ότι είναι ικανά να λειτουργήσουν σαν καταλύτες στη δημιουργία ενός νέου δημοκρατικού κινήματος για συστημική αλλαγή.

Συνοψίζοντας, η γενική εικόνα που εμφανίζει ο μεταπολεμικός αναρχισμός, χαρακτηρίζεται από μια απροθυμία των αναρχικών να χτίσουν ένα προγραμματικό κίνημα με την δική του συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης και μακροπρόθεσμούς στόχους και στρατηγική. Αυτό το γεγονός συνιστά τη θεμελιακή αιτία για το σημερινό μαρασμό του αναρχικού κινήματος ως σημαντικού αντισυστημικού κινήματος. Μια άλλη πτυχή της ίδιας κρίσης είναι ότι πολλοί λίγοι ελευθεριακοί σήμερα (με πιο αξιοσημείωτο τον Murray Bookchin) επιχείρησαν να ανανεώσουν την ελευθεριακή θεωρία γενικά και κανείς (με την εξαίρεση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας) δεν επιχείρησε να την κάνει συμβατή με την πραγματικότητα της σημερινής οικονομίας και κοινωνίας και τις δημοκρατικές τάσεις που αναδύθηκαν μετά το 1968, οι οποίες απέρριψαν οποιεσδήποτε «αντικειμενικές» βάσεις στην ίδρυση του ελευθεριακού προτάγματος. Αντιθέτως, οι περισσότεροι αναρχικοί συγγραφείς έχουν κολλήσει στις παλιές διαμάχες με τους κρατιστές σοσιαλιστές, ή έχουν στραφεί σε διάφορες μορφές «πραγματισμού», μεταμοντερνισμού ή ανορθολογισμού.

Επομένως, εάν τα ριζοσπαστικά στοιχεία μέσα στο αναρχικό κίνημα (το οποίο σήμερα είναι διαιρεμένο ανάμεσα στην άμεση δράση για την άμεση δράση και στον life-style αναρχισμό) δεν καταφέρουν να ξεπεράσουν τη σημερινή τους ανικανότητα και απροθυμία να λειτουργήσουν σαν καταλύτες για ένα νέο αντισυστημικό δημοκρατικό κίνημα ―χάνοντας στην πορεία την ιστορική ευκαιρία που δημιούργησε η κατάρρευση του προτάγματος για κρατικιστικό σοσιαλισμό― είναι καταδικασμένα να επιβεβαιώσουν τη σημερινή τάση προς την τελική έκλειψη του αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος.

4. «Νέα» αντισυστημικά κινήματα

Η άνοδος των «νέων» αντισυστημικών κινημάτων

Εάν τα «παλαιά» αντισυστημικά κινήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό το προϊόν της «φιλελεύθερης» και της «κρατικιστικής» νεωτερικότητας, τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (Πράσινο κίνημα, φεμινιστικό, κινήματα ταυτότητας κ.λπ.), τα οποία εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του ’60 και ’70, καθώς επίσης και το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης το οποίο θα εξετάσουμε στο τελευταίο τμήμα, ήταν αντίστοιχα εκφράσεις της ύστερης («νεοφιλελεύθερης») νεωτερικότητας. Ως τέτοιες, αντανακλούν καθαρά τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους τις οποίες εξετάσαμε στο δεύτερο τμήμα και ειδικότερα τις αλλαγές στις ταξικές δομές που προκάλεσε η άνοδος της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, καθώς και την παράλληλη ιδεολογική κρίση η οποία συνοδεύτηκε από την άνθιση του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού.

Όσον αφορά πρώτα την επιρροή από τις αλλαγές στην ταξική δομή, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ήταν η άνοδος των μεσαίων τάξεων στις δεκαετίες του ’60 και ’70, και ειδικότερα η διεύρυνση των μισθωτών επαγγελματιών και των γυναικών εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών, που παρείχαν τη βάση για την ανάδυση αυτών των κινημάτων, ειδικότερα των Πράσινων και του φεμινιστικού κινήματος.

Δεύτερον, η επιρροή της ιδεολογικής κρίσης, του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού ειδικότερα, εμφανίστηκε με διάφορους τρόπους και ιδιαίτερα με την απόρριψη των καθολικών προταγμάτων που  είχαν ως αποτέλεσμα τον αποσπασματικό χαρακτήρα που διακρίνει τα κινήματα αυτά, τη συχνή υιοθέτηση από μέρους τους ρεφορμιστικών αιτημάτων, καθώς επίσης τα ανορθολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδεολογία διαφόρων ρευμάτων στο εσωτερικό αυτών των κινημάτων.

Εντούτοις, υπήρχαν διάφορα «αντισυστημικά» ρεύματα μέσα στα νέα κινήματα και ιδιαίτερα στο φοιτητικό, στο φεμινιστικό, στο κίνημα των έγχρωμων και στα πράσινα κινήματα. Στην πραγματικότητα, μερικά από αυτά κατηγόρησαν τα «παλιά» αντισυστημικά κινήματα ότι δεν ήταν πλέον αντισυστημικά, ή επαρκώς αντισυστημικά. Η συνέπεια ήταν ότι η περίοδος 1960-75 ήταν μια περίοδος επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στα παλαιά και στα νέα αντισυστημικά κινήματα, την οποία ωστόσο διαδέχτηκε μια νέα περίοδο επαναπροσέγγισης ανάμεσα στα παλαιά και τα νέα κινήματα, όταν τα ρεφορμιστικά ρεύματα άρχισαν να κυριαρχούν πάνω στα «νέα» κινήματα.

Ένα άλλο γενικό χαρακτηριστικό των νέων κοινωνικών κινημάτων είναι ότι φαίνεται να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή από ότι τα παλαιά κινήματα στο Βορρά –ένα γεγονός που επιβεβαιώνεται από μια τουλάχιστον μελέτη[77] σύμφωνα με την οποία η σχετική κινητοποίηση των νέων κοινωνικών κινημάτων σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Ελβετία φθάνει σχεδόν στα 2/3 της συνολικής κινητοποίησης.

Ωστόσο, τα «νέα» κοινωνικά κινήματα έφτασαν στην κορυφή της ακμής τους  τη δεκαετία του ’70  μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και από τότε άρχισαν να παρακμάζουν. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς της ίδιας μελέτης, τα νέα κοινωνικά κινήματα «δεν φαίνεται να έχουν τόσο εξαφανιστεί όσο ότι έχουν γίνει μέρος των κατεστημένων ομάδων πιέσεως , ακολουθώντας έτσι μια πορεία παρόμοια με αυτήν που ακολούθησε νωρίτερα το εργατικό κίνημα»[78]. Στην πραγματικότητα, η ιδιαίτερη μορφή που πήρε η πορεία των «νέων» κοινωνικών κινημάτων επηρεάστηκε σημαντικά από τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους που προαναφέρθηκαν και ειδικότερα την άνοδο του μεταμοντερνισμού καθώς και τις οικονομικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας.

Έτσι, μέχρι τη δεκαετία του '90, τα «νέα κοινωνικά κινήματα» είχαν μεταμορφωθεί σε «κινήματα ταυτότητας», δηλ. το είδος της μεταμοντέρνας πολιτικής το οποίο συνεπάγεται μια στροφή από τα γενικά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα  σε θέματα κουλτούρας και ταυτότητας. Αυτό είναι το είδος της πολιτικής το οποίο οι Best και Kellner ορίζουν ως το είδος της πολιτικής όπου τα άτομα δομούν τις πολιτιστικές και πολιτικές τους ταυτότητες μέσω της εμπλοκής τους σε ομάδες που προωθούν τα ενδιαφέροντα των ομάδων με τις οποίες ταυτίζονται[79]. Είναι, επομένως, προφανές ότι οι πολιτικές ταυτότητας συνιστούν μια συνέχιση της πολιτικής που υποστηριζόταν από τα ατομικιστικά στοιχεία που άνθισαν, σε αντίθεση με τα αντισυστημικά στοιχεία, τη δεκαετία του ’60. Ως μια μορφή μεταμοντέρνας πολιτικής, οι πολιτικές ταυτότητας εκφράζουν μια απαξίωση προς το νεωτερικό αναγωγισμό και ουσιοκρατία. Εντούτοις, όπως σημειώνουν οι ίδιοι συγγραφείς, «παρόλο που η μεταμοντέρνα θεωρία συνήθως επιτίθεται στην ουσιοκρατία, υπάρχει μία δόση ουσιοκρατίας σε πολλές μορφές των πολιτικών ταυτότητας που καθιστούν προνομιούχα κάποια στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας ως «τα» συστατικά της, όπως το φύλο, η φυλή, ή οι σεξουαλικές προτιμήσεις»[80]. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση κάποιων εκδοχών του οικοκοφεμινισμού οι οποίες ανάγουν κάθε κυριαρχία στην ψυχοσεξουαλική κυριαρχία των αντρών πάνω στις γυναίκες[81].

Τέλος, οι οικονομικές επιπτώσεις της ανόδου της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας είχαν κρίσιμες συνέπειες στα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα, όπως άλλωστε θα ανέμενε κανείς. Η νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας συνοδεύεται από το φόβο της ανεργίας και της ανασφάλειας σε σχέση με τη δυνατότητα ικανοποιητικής κάλυψης των βασικών αναγκών (υγεία, παιδεία, στέγαση). Αυτή η ανασφάλεια, επομένως, ήταν αναμενόμενο να ισχυροποιήσει τα υποτιθέμενα «ρεαλιστικά» ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στα κινήματα αυτά και την αντίστοιχη υποχώρηση των ριζοσπαστικών ρευμάτων, την απομάκρυνση των φοιτητών από τη δημόσια ζωή κλπ.

Η υποχώρηση των «νέων» κοινωνικών κινημάτων οδήγησε σε αυτό που μερικοί θεωρούν ως τον απόγονο τους, δηλ. τις διάφορες Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστεί ταχύτατα στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας. Παρόλο που η ανάπτυξη τους ξεκίνησε στην πραγματικότητα τη δεκαετία του ’60, η απογείωση τους σημειώθηκε βασικά τη δεκαετία του ’70, «συμπίπτοντας» με την άνθιση της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, ενώ ο αριθμός των ΜΚΟ που λειτουργούσαν σε τουλάχιστον 3 χώρες ήταν 176 το 1909, αυξήθηκαν σε περίπου 29.000 το 1993,  ενώ ο αριθμός των μελών εκτοξεύθηκε  από περίπου 100 εκ. στις αρχές της δεκαετίας του '80 σε περίπου 250 εκ. στις αρχές της δεκαετίας του ’90.[82] Ωστόσο, όπως έδειξε πειστικά ο Demirovic, οι ΜΚΟ δεν είναι κοινωνικά κινήματα, τόσο επειδή είναι ρεφορμιστικά όσο και επειδή χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ[83]. Στην πραγματικότητα, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι οι ΜΚΟ παίζουν το ρόλο των ενδιάμεσων οργανισμών ανάμεσα στην υπερεθνική ελίτ και την κοινωνία γενικά, σχηματίζοντας πολύπλοκα πολιτικά δίκτυα και διαπραγματευτικά συστήματα που παίρνουν μέρος στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη ότι τα κύρια όργανα της υπερεθνικής ελίτ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα) δουλεύουν στενά με τις ΜΚΟ ήδη από τη δεκαετία του ΄80, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι ΜΚΟ απλά αντικαθιστούν το κράτος στον ρόλο του προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος –μια προστασία που επίσης ιδιωτικοποιείται, σε άμεση αναλογία με τη φθορά της στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεοτερικότητας[84].

Στο υπόλοιπο του τμήματος αυτού, θα επικεντρωθούμε σε δύο «νέα» κοινωνικά κινήματα: τους Πράσινους και το φεμινιστικό κίνημα, τα οποία είναι καθαρά παραδείγματα της μεταστροφής των κινημάτων αυτών σε ρεφορμιστικά, μετά την περιθωριοποίηση των αντισυστημικών ρευμάτων μέσα σε αυτά.  

Το τέλος των Πρασίνων ως αντισυστημικού κινήματος

Η υπόσχεση του Πράσινου κινήματος στις αρχές τις δεκαετίας του ’70, ήταν αυτή ενός νέου και, κυρίως, αντισυστημικού κινήματος το οποίο έβλεπε την οικολογική κρίση ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της «οικονομίας ανάπτυξης», την οποία τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στο κίνημα τη θεωρούσαν ως το υποπροϊόν της δυναμικής ανάπτυξη-ή-θάνατος της οικονομίας της αγοράς, ενώ άλλοι την έβλεπαν ως το αποτέλεσμα της βιομηχανοποίησης και του καταναλωτισμού. Αυτή η ριζοσπαστική ματιά αμφισβητήθηκε από τους «ρεαλιστές» μέσα στο κίνημα, οι οποίοι κατηγορούσαν τις χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες, ή τις επικρατούσες αξίες  και τις αντίστοιχες κυβερνητικές πολιτικές –ωσάν να ήταν όλες αυτές με κάποιο τρόπο ανεξάρτητες από το οικονομικό σύστημα.

Ωστόσο, από τη στιγμή που αυτή η διαφορά ανάμεσα σε ριζοσπάστες και ρεαλιστές, (στην περίπτωση του γερμανικού Πράσινου κινήματος αυτή μορφοποιήθηκε ως η διαφορά ανάμεσα στους “fundis” και τους “realos”), η οποία χονδρικά αντιστοιχούσε στη  διαίρεση ανάμεσα σε αντισυστημικά και ρεφορμιστικά ρεύματα, κατέληξε με τον ολοκληρωτικό θρίαμβο των δεύτερων πάνω στα πρώτα, η μεταμόρφωση των πράσινων οργανώσεων σε «κανονικά» κοινοβουλευτικά κόμματα ή γενικά σε ρεφορμιστικές οργανώσεις, ήταν αναπόφευκτη. Έτσι, σήμερα, οι κυρίαρχες τάσεις μέσα στα πράσινα κινήματα δεν αμφισβητούν τους θεμελιώδεις θεσμούς της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά, αντίθετα, ή υιοθετούν τη σοσιαλ-δημοκρατική ιδεολογία της ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών και υιοθετούν διάφορες μορφές περιβαλλοντολογικού ρεφορμισμού (Ευρώπη) ή, εναλλακτικά, τονίζουν τη σπουδαιότητα της αλλαγής των πολιτιστικών αξιών, τις οποίες θεωρούν εφικτό να αλλάξουν ακόμα και μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (ΗΠΑ).

Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Πράσινο κίνημα ειδικότερα, ο άθλιος ρόλος που έπαιξαν τα Ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα  στο ΝΑΤΟικό έγκλημα εναντίον του λαού της Γιουγκοσλαβίας[85] και η σημερινή συμμετοχή τους στις μηχανορραφίες της υπερεθνικής ελίτ προκειμένου να συντρίψει το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης[86] αλλά και κάθε ενεργού αντίστασης στην Νέα Τάξη, είναι καθαρές ενδείξεις του τέλους του Πράσινου κινήματος ως αντισυστημικής απελευθερωτικής δύναμης.  (Σημειώτεον ότι οργανικό τμήμα των Ευρωπαίων Πράσινων είναι και οι δικοί μας «Οικολόγοι-Πράσινοι» που, εκμεταλλευόμενοι την αυξανομένη ανησυχία για την επιδεινούμενη οικολογική κρίση και στη χώρα μας κατάφεραν, με ένα πρόγραμμα από ρεφορμιστικά ευχολόγια, ν’ αποσπάσουν το 1% του εκλογικού σώματος στις εκλογές που φέτος έγιναν στο μέσο μιας οικολογικής καταστροφής!) Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή των Γερμανών Πράσινων ήταν αναμενόμενη μετά το θρίαμβο του “realos” επί του “fundis” και τη μεταμόρφωση του «μη-κόμματος» τους σε ένα συνηθισμένο κοινοβουλευτικό κόμμα, όπως σωστά σημείωσε ο Murray Bookchin:[87]

οι αρχικές διακηρύξεις των Γερμανών Πρασίνων ότι είναι ένα «μη-κόμμα» αντανακλούσαν μια ένταση, η οποία δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον από τη στιγμή που οι Πράσινοι εκλέχτηκαν στη Γερμανική βουλή. Ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε καλές προθέσεις των εκπροσώπων τους, η (κοινοβουλευτική) συμμετοχή τους  αναγκαστικά ενίσχυσε τις κομματικές τάσεις μέσα στην οργάνωση τους σε βάρος των «μη κομματικών» διακηρύξεων τους. Σήμερα, όχι μόνο οι Πράσινοι δεν αποτελούν οποιαδήποτε πρόκληση στην κοινωνική τάξη της Γερμανίας αλλά αντίθετα είναι ένα από τα βασικά στηρίγματα της. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα των κακών προθέσεων κάποιων Πρασίνων ατομικά, αλλά η αναπόφευκτη συνέπεια της (πολιτικής) δουλειάς μέσα στο κράτος και όχι ενάντια σε αυτό. Πάντοτε, είναι το κράτος αυτό που διαμορφώνει τις δραστηριότητες και τις δομές όλων αυτών που προτείνουν να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του ίδιου, ποτέ το αντίθετο.

Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι αλλαγές διαμορφωθήκαν σε ένα σχέδιο της νέας προγραμματικής διακήρυξης που συζητήθηκε στο συνέδριο του κόμματος τον Νοέμβριο του 2001. Όπως σημείωσε ο πρόεδρος των Γερμανών Πράσινων όταν παρουσίασε το σχέδιο στο Βερολίνο τον Ιούλιο του ίδιου έτους, το κόμμα σταμάτησε να είναι ένα «αντι-κόμμα» και αποτελεί τώρα μία εναλλακτική λύση μέσα στο κομματικό σύστημα, ως κεντρο-αριστερά. Συγχρόνως, η δέσμευση στο παλιό πρόγραμμα για κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και για το δικαίωμα των εργατών για δημοκρατική αυτο-διαχείριση αντικαταστάθηκε τώρα από το δικαίωμα των εργαζομένων να «συγκαθορίζουν» την επιχειρηματική πολιτική! Όπως το έθεσε η Betina Gauss, μια γερμανίδα πολιτικός επιστήμονας, «τα επαναστατημένα παιδιά της αστικής τάξης τώρα επιστρέφουν στις οικογένειες τους για τα καλά, ως η Αριστερά των εύπορων»[88].

Παρόμοια, τα οικο-μαρξιστικά αντισυστημικά κινήματα, όπως οι κοκκινο-πράσινοι που ακόμα έχουν κάποια επιρροή μεταξύ των Ευρωπαίων Πρασίνων και πολύ μικρότερη επιρροή στον αγγλο-σαξονικό κόσμο, υιοθέτησαν και αυτά πρόσφατα μια ρεφορμιστική γραμμή.  Έτσι, ο James OConnor, εκδότης του CapitalismNatureSocialismτης κύριας οικο-μαρξιστικής επιθεώρησης σήμερα, σε πρόσφατη ομιλία του στο ιταλικό «νέο περιβαντολλογικό φόρουμ», προσδιόρισε τους κοκκινο-πράσινους σαν αυτούς που εύχονται «να επαναστατικοποιήσουν τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και παραγωγικές δυνάμεις, και να εκδημοκρατισουν την υλική ύπαρξη με κάθε τρόπο».  Η προτεινόμενη στρατηγική που θα χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη αυτών των στόχων περιγράφεται ως ακολούθως[89]:

Τα Κοινωνικά κινήματα συμπεριλαμβανομένου του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης διακρίνονται με βάση τη βασική στρατηγική που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Κάποια κοινωνικά (και εργατικά) κινήματα παραμένουν στο παραδοσιακό πρότυπο των κινητοποιήσεων και της πίεσης των κυβερνήσεων (σε κάθε επίπεδο) να  νομοθετήσουν τις αλλαγές που αυτά απαιτούν. Τα περισσότερα κοινωνικά κινήματα εντούτοις έχουν απαρνηθεί αυτό το παράδειγμα για χάρη ενός άλλου παραδείγματος το οποίο βασίζεται στην ιδέα ότι η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τις πολυεθνικές (και το παγκόσμιο κεφάλαιο) μέσω της άμεσης δράσης εναντίον των επιθετικών επιχειρήσεων. Οι εκστρατείες των εργατών για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης του ελάχιστου μισθού είναι παραδείγματα του πρώτου προτύπου. Η καμπάνια της Greenpeace εναντίον των τοξικών που παράγονται από τη βιομηχανία χαρτιού και χαρτοπολτού είναι ένα καλό παράδειγμα του δεύτερου (...) Η γνώμη μου (την οποία συμμερίζεται το Περιβαλλοντολογικό Φόρουμ) είναι ότι τα κοινωνικά κινήματα και τα πολιτικά κόμματα είναι (διαλεκτικά) απαραίτητα το ένα για το άλλο, και ότι το ένα χωρίς το άλλο είναι πολιτικά μια χαμένη στρατηγική (...) αυτοί που διαλέγουν το πρότυπο της κοινωνίας των πολιτών (...)  το οποίο είναι περισσότερο λαϊκίστικο και αναρχικό παρά σοσιαλδημοκρατικό ή σοσιαλιστικό (…) ζητάνε από το μεγάλο κεφάλαιο να κρατήσει τις υποσχέσεις του.

Παρά τον αστείο χαρακτηρισμό αυτού του είδους πολιτικής (που βασίζεται στην ‘έκκληση προς το μεγάλο κεφάλαιο να κρατήσει τις υποσχέσεις του'!) ως «περισσότερο αναρχική» παρά σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική»(!), είναι φανερό ότι η υποβάθμιση της οικο-Μαρξιστικής Αριστεράς σήμερα είναι τέτοια ώστε αντί να τονίζει την ανάγκη οικοδόμησης ενός νέου παγκόσμιου κινήματος με καθαρά αντισυστημικούς στόχους, εναποθέτουν τώρα τις ελπίδες τους για μια νέα κοινωνία σε μια συμμαχία ρεφορμιστικών κινημάτων και πολιτικών κομμάτων εκ των οποίων τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι πλήρως ενσωματωμένα στην Νέα Τάξη Πραγμάτων, όπως απέδειξε η στάση τους στον εγκληματικό πόλεμο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Παρόμοια συμμαχία που θα στηρίζεται στο πολυεδρικό κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης» προτάθηκε από τον ίδιο τον  OConnor για τις ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει «το Εργατικό Κόμμα, το Πράσινο Κόμμα –και τις δυο πτέρυγες―, το Κόμμα Ειρήνης και Ελευθερίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και άλλα μικρά κεντροαριστερα κόμματα με περισσότερο ή λιγότερο παρόμοιες δημόσιες αξίες και κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτικούς στόχους».

Τέλος, όσον αφορά τα πράσινα κινήματα στις αγγλοσαξονικές χώρες, η αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους και συγκεκριμένα η άνοδος του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω είχαν σημαντικές επιπτώσεις σε αυτά τα κινήματα. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι η μεταμοντέρνα επιστήμη έχει συνδεθεί με την οικολογία κυρίως μέσω της Βαθιάς Οικολογίας, η οποία θεωρείται μια μορφή μεταμοντέρνας οικολογίας, αλλά η οποία συγχρόνως, όπως παραδέχονται οι Best & Kellner, είναι «τυπικά μυστικιστική, και η θεοποίηση της φύσης συνήθως οδηγεί στην αγνόηση των κοινωνικο-οικονομικών δυνάμεων που καταστρέφουν την φύση»[90]. Τα ίδια ισχύουν για οικολογικά κινήματα όπως το Earth First! όπου το κίνητρο πίσω από αυτά, όπως σημειώνει ο Μαρανγκουδάκης[91] «θα μπορούσε βάσιμα να περιγραφεί ως ένα είδος θρησκευτικής αποκάλυψης, η οποία στα μάτια των μελών του κινήματος, υποτίθεται οδηγεί σε μια αληθινή ζωή με νόημα από όλες τις σκοπιές». Επίσης, όπως επιχείρησα να δείξω και αλλού[92], ο ανορθολογισμός με την μορφή  του «σπιριτουαλισμού» είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Ecovillage κινήματος.

Παράλληλα,  η ραγδαία άνοδος στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα του κινήματος της Νέας Εποχής ―το οποίο κάποτε ήταν ανέκδοτο αλλά σήμερα έχει γίνει μεγάλη επιχείρηση, οικονομικά αλλά επίσης και πνευματικά, απειλώντας καθιερωμένες εκκλησίες― είναι άλλη μία συνέπεια της ιδεολογικής κρίσης που σημαδεύει την πορεία από τον κρατισμό στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία της Νέας Εποχής ήταν το τέλειο ιδεολογικό συμπλήρωμα για τον καταναλωτικό τρόπο ζωής της ανθούσας μεσαίας τάξης, η οποία απελπισμένα χρειαζόταν μια πνευματική «φούσκα» να γεμίσει το κενό που δημιουργήθηκε από τον υλιστικό καταναλωτισμό[93].

Συνοψίζοντας, το πράσινο κίνημα έχει εγκαταλείψει κάθε αντισυστημικό ή ελευθεριακό ρόλο και σήμερα είναι, άμεσα ή έμμεσα, ρεφορμιστικό. Άμεσα, στην περίπτωση των κοινοβουλευτικών πράσινων κομμάτων και των κοκκινο-πράσινων οργανώσεων, και έμμεσα στην περίπτωση των κινημάτων όπως της Βαθιάς Οικολογίας το οποίο δίνει έμφαση «στην πνευματική αλλαγή πάνω από την πολιτική και κοινωνική αλλαγή, και στην καλλιέργεια μιας ευλαβούς συνειδητοποίησης ή ευαισθητοποίησης για το φυσικό κόσμο, παρά η οργάνωση και οικοδόμηση  κινημάτων»[94].

Ο θάνατος του φεμινισμού ως  αντισυστημικού κινήματος
Προτού συζητήσουμε την εξέλιξη του φεμινιστικού κινήματος, θα ήταν χρήσιμο να ορίσουμε την έννοια ενός αντισυστημικού φεμινιστικού κινήματος. Κατά τη γνώμη μου, η θεμελιώδης συνθήκη για να κατηγοριοποιηθεί ένα φεμινιστικό κίνημα ως αντισυστημικό είναι ότι θεωρεί την ισότητα ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ως το πρώτο μόνο βήμα στο δρόμο της ανθρώπινης απελευθέρωσης –στόχος ο οποίος μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσα στο θεσμικό πλαίσιο και στο αντίστοιχο σύνολο αξιών που εξασφαλίζουν την ισοκατανομή όλων των μορφών δύναμης ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα, ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, την εθνική ή την πολιτιστική ταυτότητα. 
Σε αυτή την προβληματική, ο στόχος που υποστηρίζεται σήμερα από σοσιαλίστριες φεμινίστριες όπως η Johanna Brenner «να δημιουργήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι γυναίκες να μπορούν να εισέρχονται στις σχέσεις τους από μια θέση ισότιμης πρόσβασης με τους άντρες στην οικονομική επιβίωση και πολιτική δύναμη (και) να ανακτήσουμε τη ριζοσπαστική προοπτική της σεξουαλικής πολιτικής, ενσωματώνοντας όλα αυτά τα θέματα σε άλλους αγώνες για μεταρρυθμίσεις» δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντισυστημικός στόχος![95]. Παρόμοια, αυτό που η ίδια συγγραφέας περιγράφει ως «τις ιστορικές νίκες» του πρώτου φεμινιστικού κύματος στην περίοδο του μεσοπολέμου (να γίνουν οι γυναίκες πολίτες ― Σ.τ.Μ. η συγγραφέας αναφέρεται στο δικαίωμα ψήφου) και του δεύτερου φεμινιστικού κύματος στην μεταπολεμική περίοδο (να τις κάνει πλήρως ελεύθερες να πουλάνε την εργατική τους δύναμη) μπορούν να περιγραφούν μόνο σαν τα ενδιάμεσα βήματα προς τον σκοπό της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Και αυτό, διότι το μόνο που πέτυχαν αυτές οι νίκες ήταν να εξισώσουν (στο βαθμό βέβαια που τα κινήματα αυτά ήταν πετυχημένα) τις συνθήκες της ανισότητας μέσα σε ένα σύστημα το οποίο θεσμοποιεί την ανισότητα στη διανομή της πολιτικής δύναμης (μέσω της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας») και της οικονομικής δύναμης (μέσω της οικονομίας της αγοράς). Όμως, ο θεμελιώδης σκοπός ενός αντισυστημικού φεμινιστικού κινήματος πρέπει να είναι η εξάλειψη των συνθηκών ανισότητας στη διανομή της δύναμης παρά η απλή εξίσωση προς τα κάτω των συνθηκών ανισότητας![96]. Επομένως, τέτοιου είδους επιτεύγματα (καθώς και αντίστοιχα επιτεύγματα άλλων κινημάτων ταυτότητας ―έγχρωμων, ομοφυλόφυλων, εθνικών μειονοτήτων κ.λπ.―) μπορούν να θεωρηθούν ως νίκες μόνο όταν αντιπαρατεθούν στις απαιτήσεις των ρεφορμιστικών κινημάτων, τα οποία φυσικά δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα αν αυτές οι «ιστορικές νίκες» οδήγησαν σε νέες διαιρέσεις και σε ένα διευρυνόμενο άνοιγμα ανάμεσα, από τη μία μεριά, σε μιας μικρή ελίτ σχετικά επιτυχημένων επαγγελματιών γυναικών, έγχρωμων και άλλων, και, από την άλλη, την πλειοψηφία των μελών των αντίστοιχων ομάδων. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 μόνο το 6,8% των εργαζόμενων γυναικών πλήρους απασχόλησης κέρδιζαν περισσότερα από 30,000 δολ., στα 1986 το 10,3% κέρδιζε τα ίδια (λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό) ―ενώ, στο άλλο άκρο του φάσματος, το ποσοστό των γυναικών που κέρδιζε λιγότερα από 10,000 δολ. παρέμεινε το ίδιο αυτή την περίοδο[97].
Ουσιαστικά, αυτό είναι απλά άλλη μια ένδειξη του γεγονότος ότι τέτοια κινήματα «ταυτότητας» έχουν νόημα μόνο όταν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός αντισυστημικού κινήματος που στοχεύει να καταργήσει το παρόν σύστημα το οποίο θεσμοποιεί (μέσω της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς) την ανισότητα στη διανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Εναλλακτικά, για όσο καιρό τέτοια κινήματα δεν έχουν έναν αντισυστημικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει σήμερα με τα νέα κοινωνικά κινήματα, είναι καταδικασμένα να ενισχύουν τις ανισότητες μέσα στην κοινωνία, αυτή τη φορά μεταξύ των ίδιων των γυναικών, των έγχρωμων κ.λπ.
Η παρακμή του φεμινιστικού κινήματος γενικά, (η οποία αναπόφευκτα συνοδεύτηκε από την κατάρρευση του αντι-συστημικού φεμινισμού), ως αποτέλεσμα της αλλαγής στις συστημικές παραμέτρους, ήταν εμφανής στα τέλη της δεκαετίας του ’80). Όπως έγραψε μια απογοητευμένη σοσιαλ-φεμινίστρια στις αρχές της δεκαετίας του ’90.[98]
Χωρίς πρόσβαση στις πηγές ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών ρεφορμιστικών δομών, όσο το περισσότερο δυνατόν αποκεντρωμένων και διαφανών, και χωρίς δυνατά εργατικά συνδικάτα, τα κοινωνικά κινήματα (ιδιαίτερα αυτά που φαντάζονται οι θεωρητικοί της διαφοράς) δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από την απόλαυση ενός ατέλειωτου παιχνιδιού αυτοεξερεύνησης που παίζεται στο μεγάλο «καράβι» της ταυτότητας.

Στην πραγματικότητα, όπως σημείωσε η Brenner[99], πολλά από τα κέρδη του φεμινιστικού κινήματος απέδειξαν ότι έχουν δύο πλευρές, με την αυξανόμενη αυτονομία να αντισταθμίζεται από την αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια, την οικονομική ανεξαρτησία με κόστος τη διπλή εργασία (σπίτι-δουλειά) και τη μεγαλύτερη προσωπική ελευθερία που συνάμα όμως έκανε τις γυναίκες τρομακτικά ευάλωτες στην εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση». Την ίδια στιγμή όπως σημείωσε η ίδια συγγραφέας, το φεμινιστικό κίνημα μετατράπηκε, ουσιαστικά, σε λόμπι:
Δεν υπάρχει πια ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα βάσης (...) το δεύτερο κύμα φεμινισμού έκανε τη μετάβαση από κοινωνικό κίνημα σε μια βασικά θεσμοποιημένη και αποτελεσματική ομάδα πίεσης (...) ένα «λόμπι γυναικών», ένα τεράστιο σύμπλεγμα φεμινιστικών οργανώσεων που αντιπροσωπεύουν τα «ενδιαφέροντα των γυναικών» στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς, (...) στα εργατικά συνδικάτα, στις επαγγελματικές ενώσεις, στα Γυναικεία προγράμματα σπουδών στα κολέγια και τα πανεπιστήμια (...) Ο Φεμινισμός δεν είναι πια ένα μαζικό κίνημα που βασίζεται στον λαϊκό, τοπικό, εθελοντικό, πολιτικό ακτιβισμό.
Ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας αυτού του λόμπι, που αποτελείται από φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα, ενδυναμώνεται από την ίδια τη «νίκη» του φεμινιστικού κινήματος στην προώθηση μιας μειοψηφίας επαγγελματιών γυναικών στις πολιτικές, οικονομικές και επαγγελματικές ελίτ. Οι φεμινίστριες, ως μέλη αυτών των ελίτ, έπρεπε να λειτουργήσουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει η νέα κοινωνική τους θέση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει η ίδια συγγραφέας σε σχέση με την «ακαδημαικοποίηση» των φεμινιστριών, η θεσμοποίηση του ακαδημαϊκού φεμινισμού δεν ήρθε χωρίς κόστος όσον αφορά την απολιτικοποίηση του κινήματος, ώστε να συμμορφωθεί με τις ακαδημαϊκές νόρμες, ενώ συγχρόνως οι επιβράβευση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης και οι απαιτήσεις της καριέρας αυξανόντουσαν  εκθετικά.
Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός, όπως υπογραμμίζει ο Bookchin, ότι μεγάλο μέρος του φεμινισμού σήμερα έχει μεταβληθεί σε ένα κίνημα πίεσης (λόμπι) για την είσοδο γυναικών σε επιχειρήσεις και υψηλές δημόσιες θέσεις[100], μετεξελισσόμενο από την αρχικά καθολική αμφισβήτηση της ιεραρχίας ως τέτοια σε ένα[101]:

περιορισμένο, συχνά αυτοεξυπηρετούμενο, ακόμα και πλούσια αμειβόμενο είδος οικο-φεμινισμού  που εκφράζει διάφορους «θεϊσμούς» που εκμεταλλεύονται τον μύθο της υπεροχής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,  του φύλου (που δεν είναι λιγότερο άσχημος όταν αφορά γυναίκες αντί γι’ άντρες) –για να μην μιλήσω για τον «φεμινισμό» με καθαρά υλικά κίνητρα της Naomi Wolf κ.α.

Επομένως, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι η πορεία που ακολούθησε το φεμινιστικό κίνημα ήταν παρόμοια με αυτή του Πράσινου κινήματος. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η νίκη των «ρεαλιστών» επί του «fundis» οδήγησε στο τέλος του Πράσινου κινήματος ως πιθανού αντισυστημικού κινήματος, η νίκη των «insiders» (δηλ. των φιλελεύθερων φεμινιστικών ομάδων που προσανατολίζονταν στο να κερδίσουν θέσεις και δύναμη μέσα στο σύστημα) επί των «outsiders» (δηλ. του αυτόνομου γυναικείου κινήματος που προσανατολιζόταν σε επαναστατική αλλαγή) οδήγησε στο τέλος του φεμινιστικού κινήματος ως ενός δυνητικά αντισυστημικού κινήματος. Επιπλέον, με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που η παρακμή της Αριστεράς γενικά, η οποία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οδήγησε πολλούς αναρχικούς να αντικαταστήσουν την πολιτική με το Life style και την ορθολογική ανάλυση με τον «σπιριτουαλισμό», η παρακμή του φεμινιστικού κινήματος οδήγησε πολλές φεμινίστριες να αντικαταστήσουν τον ριζοσπαστικό φεμινισμό με τον «πολιτιστικό φεμινισμό» και τον ορθολογισμό με τον σπιριτουαλισμό.

Την ίδια περίοδο, όπως σημειώθηκε και αλλού[102], ο οικο-φεμινισμός, ο οποίος έχει μεγάλη επιρροή  στις ριζοσπαστικές φεμινίστριες, όχι μόνο υιοθετεί μια αντι-βιομηχανική αντί μιας αντι-καπιταλιστικής ανάλυσης, αλλά, επιπλέον, υποστηρίζει ένα είδος ουτοπικού ρεφορμισμού στοχεύοντας να αλλάξει το παρόν σύστημα μέσω μιας σειράς από «δραστηριότητες επιβίωσης», οι οποίες στον Βορρά περιλαμβάνουν δραστηριότητες τύπου Life-style και εύκολα περιθωριοποιήσιμες κομούνες, ενώ στον Νότο περιλαμβάνει δραστηριότητες που είναι βασικά τα απομεινάρια της προνεωτερικής κοινωνίας –οι οποίες σταδιακά φθίνουν κάτω από τη πίεση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

5. Το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης και η ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα
Προς τα πού πάει το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης;

Όπως έχουμε δει στις προηγούμενες ενότητες, υπήρξε τέτοια ευρεία στροφή του πολιτικού φάσματος προς τα Δεξιά στη διάρκεια της εποχής της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας ώστε σήμερα δύσκολα οποιοδήποτε κίνημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντισυστημικό. Έτσι, τα παλαιά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα και οι πολιτικές εκφράσεις τους έχουν μετακινηθεί στον σοσιαλ-φιλελευθερισμό (δηλ. επέλεξαν την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας με κάποιες όχι ιδιαίτερα σημαντικές επιφυλάξεις) ενώ η παλαιά αντισυστημική κρατικο-σοσιαλιστική Αριστερά κατέλαβε το χώρο που έμεινε κενός από την σοσιαλδημοκρατία και είναι τώρα ενθουσιώδεις υποστηρικτές  μιας μεικτής οικονομίας (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα). Έτσι, όπως πρόσφατα σημείωσε ο διευθυντής σύνταξης ενός «αναμορφωμένου» περιοδικού της αντισυστημικής κρατικιστικής Αριστεράς[103]:

Δεν υπάρχει ακόμα στον ορίζοντα κάποιο συλλογικό υποκείμενο ικανό να αντιπαρατεθεί στη δύναμη του καπιταλισμού (...) η μόνη επαναστατική δύναμη σήμερα ικανή να διαταράξει την ισορροπία του μοιάζει να είναι η ίδια η επιστημονική πρόοδος (…) εάν οι ανθρώπινες ενέργειες για αλλαγή του συστήματος απελευθερωθούν ξανά κάποτε, αυτό θα γίνει μέσα από το μεταβολισμό του ίδιου του κεφαλαίου. Μόνο μέσα από την εξέλιξη της σημερινής Τάξης (του κεφαλαίου) θα μπορούσαν να βρεθούν τα μυστικά μιας άλλης [Τάξης πραγμάτων]. 
Συγχρόνως, τα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα, όπως είδαμε, σταδιακά εξαφανίζονται, ενώ κάποια αναρχικά ρεύματα τα οποία ακόμη εγείρουν αντισυστημικές απαιτήσεις δεν αποτελούν (ούτε άλλωστε το επιθυμούν!) κίνημα. Στη πραγματικότητα, τα μόνα αντισυστημικά ρεύματα σήμερα μπορούν να βρεθούν μόνο μέσα στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης σε ευρεία έννοια ―που δεν περιλαμβάνει βέβαια το ρεφορμιστικό Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ (ΠΚΦ) ενώ αντίθετα περιλαμβάνει τα ριζοσπαστικά λαϊκά ρεύματα «από κάτω» στην Λατινική Αμερική.
Όσον αφορά το ΠΚΦ ειδικότερα, έχει εξετασθεί με λεπτομέρεια σε άλλο κείμενο[104] η φύση του κινήματος αυτού, όπου και επιχειρήθηκε να δειχθεί γιατί δεν είναι ούτε «κίνημα» ούτε αντισυστημικό. Εν συντομία, δεν είναι κίνημα, επειδή η ετερογενής φύση αυτών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της αντιπαγκοσμιοποίησης (που είναι κυρίως ακτιβιστές που ανήκουν σε άλλα κινήματα και οργανώσεις –αναρχικοί, κομμουνιστές, πράσινοι, φεμινίστριες, εθνικιστές κ.λπ. ενωμένοι από την αντίθεση τους στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), δεν επιτρέπει τον σχηματισμό μιας κοινής άποψης για την κοινωνία  και ένα κοινό σύνολο αξιών. Και δεν είναι «αντισυστημικό» κίνημα επειδή οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες δεν βλέπουν καν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως συστημικό φαινόμενο αλλά, συνήθως, τη βλέπουν ως θέμα πολιτικής (αν όχι σαν καπιταλιστική συνωμοσία) και, ως τέτοια, αντιστρέψιμη μέσα στην οικονομία της αγοράς, προϋποτιθέμενου ότι η κατάλληλη πίεση θ’ ασκηθεί πάνω στις ελίτ.
Σε αυτή την προβληματική, φαίνεται ότι το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης με τη μορφή του ΠΚΦ που το «καπελώνει» σήμερα δεν είναι ικανό να υπερβεί το τωρινό του χαρακτήρα ως ένα οργανωμένο «κίνημα αντίστασης» των «πλήθους» ενάντια στην «αυτοκρατορία» στη βάση ενός συνόλου ρεφορμιστικών αιτημάτων –όπως αυτές που περιγράφτηκαν από τους Hard & Negri[105]. Θα μπορούσε, επομένως, κάποιος να προβλέψει ότι το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης με τη μορφή του ΠΚΦ στο μέλλον είτε θα σβήσει ή θα μεταμορφωθεί σε ένα άλλου είδους «νέο» κοινωνικό κίνημα, όπως, για παράδειγμα, το Πράσινο κίνημα, ενσωματωμένο μέσα στο σύστημα.
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν αντισυστημικά στοιχεία μέσα στο «κίνημα» αυτό, τα οποία πιθανόν θα μπορούσαν να δράσουν σαν καταλύτες για τη δημιουργία ενός πραγματικού αντισυστημικού κινήματος. Το πρόβλημα με αυτά τα αντισυστημικά στοιχεία αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν έχουν ένα καθαρό όραμα για τη μελλοντική κοινωνία και επομένως μακροπρόθεσμη στρατηγική και βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα. Εν συντομία, το πρόβλημα είναι ότι τα αντισυστημικά στοιχεία μέσα στο ΠΚΦ, είτε επειδή είναι ισχυρά επηρεασμένα από την μεταμοντέρνα εχθρότητα εναντίον των «καθολικών» προταγμάτων, είτε επειδή προτιμούν την άμεση δράση για την άμεση δράση, δεν ενδιαφέρονται  να χτίσουν ένα αντισυστημικό κίνημα. Η σιωπηρή υπόθεση που κάνουν είναι ότι, μέσω της άμεσης δράσης και της αναπόφευκτης κρατικής καταστολής, η κατάσταση θα επαναστατικοποιηθεί και τότε, «αυθόρμητα» το κίνημα από μόνο του θα δημιουργήσει με κάποιο τρόπο την απαραίτητη ανάλυση για τη σημερινή κατάσταση που θα περιλαμβάνει και πλήρες καθαρό όραμα για τη δομή της μελλοντικής κοινωνίας, τη μεταβατική στρατηγική κ.λπ! Προφανώς, αυτή είναι μια ρομαντική και ιστορικά αστήρικτη άποψη για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες πράγματι αλλάζουν, η οποία μας πάει πίσω στην περίοδο πριν οι άνθρωποι ανακαλύψουν, όπως εξηγήσαμε στο πρώτο τμήμα, ότι μόνο οργανωμένα αντισυστημικά κινήματα μπορούν να αντικαταστήσουν ένα σύστημα και ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού πρέπει να έχει αναπτύξει μια καθαρά αντισυστημική συνείδηση, μέσα από τα βιώματα που θ’ αποκτήσει  στην πράξη από τους θεσμούς της νέας κοινωνίας, πριν να λάβει χώρα αυτή καθεαυτή η μετάβαση. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε άλλο ένα ολοκληρωτικό πείραμα.

Είναι, επομένως, προφανές ότι, αργά ή γρήγορα, το ΠΚΦ (και τα κατά τόπους κοινωνικά φόρουμ όπως το ΕΚΦ) θα πρέπει να διαλέξει αν θα είναι κυρίως ένα κίνημα αντίστασης ενάντια στις υπερβολές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (όπως το επιθυμούν να είναι οργανώσεις σαν την ATTAC, το βλαστάρι της Le Monde Diplomatique –με την υποστήριξη των «προοδευτικών» στοιχείων μέσα στην πολυεθνική ελίτ), ή, αντίθετα, θα είναι ένα αντισυστημικό κίνημα. Αν διαλέξει το πρώτο, είτε για να περισώσει κάποιες λαϊκές κατακτήσεις του παρελθόντος, είτε για να δημιουργήσει, μέσω μιας αντιστασιακής διαδικασίας, τις συνθήκες για την ανάπτυξη ενός κινήματος για αντισυστημική αλλαγή, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Ένα κίνημα αντίστασης είναι αναγκαστικά ρεφορμιστικό, εκτός αν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός αντισυστημικού κινήματος. Και αυτό, διότι η πολιτική του πλατφόρμα αναπόφευκτα θα βασίζεται στη συναίνεση διάφορων ετερογενών τάσεων πράγμα που σημαίνει ότι αναγκαστικά θα βασίζεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, έτσι ώστε οι ρεφορμιστικές τάσεις να παραμένουν «στο καράβι». Επιπλέον, ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί να ανυψώσει το επίπεδο της συνείδησης των συμμετεχόντων προς μια αντισυστημική αλλαγή.  Ένα κίνημα αντίστασης μπορεί μεν να επιτύχει να προσελκύσει πολλούς ακτιβιστές, αλλά, ακριβώς  λόγω της ετερογενούς φύσης του, δεν μπορεί να δημιουργήσει συνεπή αντισυστημική συνείδηση. Αναπόφευκτα, το επίπεδο της συνείδησης σε ένα τέτοιο κίνημα παραμένει άνισο, διευκολύνοντας την κυριαρχία της ρεφορμιστικής ιδεολογίας. Από την άλλη μεριά, αν η άμεση δράση είναι αναπόσπαστο μέρος ενός αντισυστημικού κινήματος τότε είναι πολύ μεγάλες οι πιθανότητες να δημιουργηθεί μια δημοκρατική πλειοψηφία για αντισυστημική δημοκρατική αλλαγή, κάτι που δεν συνέβη ποτέ στην Ιστορία.

Επομένως, εάν τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης εν ευρεία έννοια –η μόνη πιθανή βάση για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου αντισυστημικού κινήματος σήμερα– δεν κατορθώσουν τελικά να υιοθετήσουν ένα νέο αντισυστημικό πρόταγμα για την εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, αυτό το «κίνημα» θα έχει τελικά τη μοίρα των «νέων» κοινωνικών κινημάτων. Ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που είναι πια ξεκάθαρο ότι ούτε η άμεση δράση ούτε ο life styleαναρχισμός θα μπορούσαν, από μόνοι τους, να οδηγήσουν σε συστημική αλλαγή, ή έστω να δημιουργήσουν τη μαζική συνείδηση για αυτό, εκτός αν τέτοιες δραστηριότητες (μαζί με άλλες) αποτελέσουν τμήμα ενός προγραμματικού πολιτικού κινήματος για συστημική αλλαγή, με την δική του ανάλυση της σημερινής κρίσης, καθαρούς στόχους σχετικά με τη μελλοντική κοινωνία και ολοκληρωμένημεταβατική στρατηγική που να οδηγεί σε αυτήν.  Ένα τέτοιο πρόταγμα πρέπει να βασίζεται, όπως προτείνει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, σε μια σύνθεση του ελευθεριακού σοσιαλισμού και των δημοκρατικών παραδόσεων μαζί με τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (πράσινο, φεμινιστικό κ.λπ.) στοχεύοντας στην επανενσωμάτωση της κοινωνίας με την οικονομία, πολιτεία και φύση στη μορφή μιας «περιεκτικής» (δηλ. πολιτικής, οικονομικής, οικολογικής και «στην κοινωνική σφαίρα») δημοκρατίας. Και έτσι, φθάνουμε στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα:  τι μορφή θα έπρεπε να πάρει ένα νέο αντισυστημικό κίνημα για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου προτάγματος;

6. Προς ένα νέο τύπο αντισυστημικού κινήματος
Σήμερα, όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε στα προηγούμενα τμήματα, αντιμετωπίζουμε το τέλος των «παραδοσιακών» αντισυστημικών κινημάτων: το θέμα δεν είναι πια ν’ αμφισβήτησουμε τη μία ή την άλλη μορφή εξουσίας/δύναμης αλλά να αμφισβητηθεί η εξουσία αυτή καθαυτή, η οποία συνιστά τη βάση της ετερονομίας. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ένας νέος τύπος αντισυστημικού κινήματος το οποίο θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ετερονομία αυτή καθεαυτή και όχι απλώς τις διάφορες μορφές ετερονομίας, όπως συνέβαινε με τα «παραδοσιακά» αντισυστημικά κινήματα.
Μια καθαρή ένδειξη της ανάγκης για ένα τέτοιο κίνημα είναι το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε όχι απλά το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων αλλά επίσης το τέλος των παραδοσιακών ταξικών διαιρέσεων που βασίζονται στη μαρξιστική αντίληψη της τάξης. Εντούτοις, το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα το τέλος των αντισυστημικών κινημάτων καθώς και το τέλος των ταξικών πολιτικών (με τη στενή αυτή έννοια της τάξης), δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια «σύστημα» ως τέτοιο, και πολύ περισσότερο «ταξικές διαιρέσεις». Αυτό που σημαίνει είναι ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε νέες «ταξικές διαιρέσεις» και επομένως υπάρχει η ανάγκη για ένα αντισυστημικό κίνημα νέου τύπου.
Στη δική μας προβληματική, η σταδιακή εξάλειψη των οικονομικών τάξεων με τη μαρξιστική έννοια σηματοδοτεί απλά το θάνατο των παραδοσιακών ταξικών διαιρέσεων και τη γέννηση νέων «ολιστικών» ταξικών διαιρέσεων, δηλ. διαιρέσεων που εδράζονται στις ίδιες τις δομές εξουσίας/δύναμης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και όχι απλά σε μερικές πτυχές αυτού, π.χ. στις οικονομικές σχέσεις μόνο, ή εναλλακτικά στις σχέσεις φύλου, στις πολιτικές ταυτότητας, στις αξίες κ.λπ.  Με άλλα λόγια, οι σημερινές κοινωνικές διαιρέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχες και κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες σε κάθε δημόσια σφαίρα βασίζονται στις θεσμοποιημένες δομές, οι οποίες αναπαράγουν μια άνιση κατανομή της εξουσίας/δύναμης, καθώς και στις αντίστοιχες κουλτούρες και ιδεολογίες ―δηλ. το «κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα». Τέτοιες δημόσιες σφαίρες είναι η πολιτική σφαίρα (επαγγελματίες πολιτικοί εναντίον των υπόλοιπων πολιτών), η οικονομική σφαίρα (ιδιοκτήτες εταιρειών, διευθυντές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων κ.λπ. εναντίον εργατών, υπαλλήλων κ.α.) και η ευρύτερη κοινωνική σφαίρα (άνδρες εναντίον γυναικών, έγχρωμοι εναντίον λευκών, εθνικές πλειοψηφίες εναντίον μειονοτήτων κ.λπ.) Είναι λοιπόν φανερό ότι στη σημερινή κοινωνία, οι κύριες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή της δύναμης είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», παρόλο που άλλες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή της δύναμης ανάμεσα στα φύλα, τις φυλές, τις εθνότητες κ.λπ. δεν μπορούν απλώς να «αναχθούν» στις δύο αυτές κύριες κατηγορίες. Έτσι, η αντικατάσταση αυτών των δομών από θεσμούς που εξασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης μέσα σε μια περιεκτική δημοκρατία είναι η αναγκαία συνθήκη (παρόλο που δεν είναι και ικανή) για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας που θα εξαλείψει την άνιση κατανομή της δύναμης ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικότητας κ.λπ.
Επομένως, παρόλο που δεν έχει πια νόημα να μιλά κανείς για μονολιθικές ταξικές διαιρέσεις, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα ότι, όταν οι καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες αναπτύξουν μια κοινή συνείδηση σχετικά με τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν δομές άνισης κατανομής δύναμης, θα μπορέσουν να ενωθούν, πρωταρχικά, όχι εναντίον των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων ως τέτοιων αλλά εναντίον του ιεραρχικού θεσμικού πλαισίου και αυτών που το υπερασπίζονται. Το ενοποιητικό στοιχείο το οποίο μπορεί να ενώσει μέλη των καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα ελευθεριακό πρόταγμα όπως είναι το πρόταγμα της ΠΔ είναι ο αποκλεισμός τους από διάφορες μορφές δύναμης –ένας αποκλεισμός ο οποίος βασίζεται στην ανισοκατανομή δύναμης που χαρακτηρίζει τους σημερινούς θεσμούς και τις αντίστοιχες αξίες. Αντίστοιχα, το διαφοροποιητικό στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί τα μέλη των διάφορων κοινωνικών ομάδων δεν είναι απλά η στάση τους προς το κατεστημένο σύστημα αλλά επίσης η ίδια η βάση της καταπίεσης τους, δηλ. εάν η θέση τους ως κυριαρχούμενοι εδράζεται στην άνιση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής, ή κοινωνικής δύναμης γενικά.
Είναι, λοιπόν φανερό ότι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα καινούργιο παράδειγμα το οποίο, ενώ αναγνωρίζει τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που αποτελούν τις διάφορες υπο-ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λπ.), την ίδια στιγμή αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός συνολικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος το οποίο εξασφαλίζει την συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων μέσα στην κοινωνία σαν σύνολο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας το οποίο ανταποκρίνεται στη σημερινή πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνότητα, φυλή κ.λπ.) με πολύπλευρες έννοιεςισοκατανομής όλων των μορφών δύναμης, οι οποίες αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, το κύριο πρόβλημα των απελευθερωτικών πολιτικών σήμερα είναι το πώς όλες οι κοινωνικές ομάδες οι οποίες εν δυνάμει σχηματίζουν τη βάση ενός νέου ελευθεριακού υποκειμένου θα μπορούσαν να ενωθούν κάτω από μια κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό παράδειγμα, το οποίο θεωρεί ότι η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι οι σημερινές δομές οι οποίες εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση της δύναμης σε όλα τα επίπεδα, καθώς επίσης και τα αντίστοιχα συστήματα αξιών. Σε αυτή την προβληματική, δεδομένης της ευρείας προοπτικής του προτάγματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία, ένα νέο κίνημα που στοχεύει σε μια παρόμοια γνήσια δημοκρατία θα έπρεπε να απευθύνεται σε σχεδόν όλα τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός φυσικά από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, δηλ. τις άρχουσες ελίτ και την υπερτάξη.
Ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας της αντίληψης της ΠΔ και η ανάλυση της των σημερινών «ταξικών» διαιρέσεων δείχνει ότι το αντισυστημικό κίνημα που προβλέπεται από το πρόταγμα της ΠΔ διαφέρει ριζικά από τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα και προσφέρει μία αντίληψη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα. Έτσι, το κίνημα που προβλέπεται από το πρόταγμα της ΠΔ διαφέρει θεμελιακά από τα παλαιά ρεφορμιστικά κινήματα, όπως το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, καθώς επίσης και από τα επαναστατικά κινήματα, όπως το κομμουνιστικό και το αναρχικό κίνημα, τόσο σε σχέση με τους στόχους που επιδιώκει, όσο και με τα μέσα που χρησιμοποιεί προκειμένου να πετύχει αυτούς τους στόχους.
Όσον αφορά τους στόχους, παρόλο που το κίνημα της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι, όπως τα κομουνιστικά και τα αναρχικά κινήματα, αντισυστημικό, εντούτοις, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στους αντισυστημικούς στόχους του κινήματος της ΠΔ από τη μια μεριά και των στόχων των κομουνιστικών και αναρχικών κινημάτων από την άλλη. Έτσι, το όραμα της ΠΔ είναι ριζικά διαφορετικό τόσο από το κομμουνιστικό όραμα[106] της κοινωνίας γενικά και της δημοκρατίας ειδικότερα, όσο και από τις αναρχικές[107] εκδοχές αυτού. Εν συντομία, τα κομουνιστικά οράματα (μαρξιστικά ή αναρχο-κομμουνιστικά), σε αντίθεση με το πρόταγμα της ΠΔ, προϋποθέτουν μια κοινωνία μετα-σπάνεως και έτσι κάνουν περιττή την ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας, ενώ οι αναρχοσυνδικαλιστικές εκδοχές βασίζονται στα εργατικά συμβούλια και όχι, όπως στο πρόταγμα της ΠΔ, στις συνελεύσεις πολιτών –ένα συλλογικό όργανο λήψης των αποφάσεων πολύ μεγαλύτερου εύρους.
Επίσης, όσον αφορά τα μέσα που προτείνονται από το πρόταγμα της ΠΔ σε σχέση με τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα, πάλι, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους δύο τύπους κινημάτων. Έτσι, το προτεινόμενο κίνημα της ΠΔ χρησιμοποιεί μια ποικιλία μέσων προκειμένου να πετύχει τους αντισυστημικούς στόχους του αλλά όχι την συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές, που είναι το κύριο μέσο που χρησιμοποιείται από τα ρεφορμιστικά κινήματα, καθώς επίσης και από κάποια κομουνιστικά. Επιπλέον, ενώ το πρόταγμα της ΠΔ προτείνει την χρήση μόνο της αμυντικής βίας στην περίπτωση που η κυβερνώσα ελίτ επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει κρατική βία στην προσπάθεια της να σταματήσει τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, τα κομουνιστικά και αναρχικά κινήματα κηρύττουν τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ενώ οι Καστοριαδικοί αποκλείουν κάθε μορφή βίας, αμυντική ή επιθετική, και στηρίζονται στην αλλαγή του ριζοσπαστικού φαντασιακού!
Τέλος, η επαναστατική στρατηγική που υιοθετείται τόσο από τα κομουνιστικά όσο και από τα αναρχικά κινήματα απορρίπτεται από το κίνημα της ΠΔ επειδή, όπως σημείωσα αλλού,[108] το κύριο πρόβλημα οποιασδήποτε στρατηγικής, είτε «από τα πάνω» (όπως προτείνεται από τα μαρξιστικά κινήματα) είτε «από τα κάτω» (αναρχικά κινήματα), είναι η άνιση ανάπτυξη της συνειδητοποίησης ανάμεσα στον πληθυσμό, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι μια επανάσταση, που υποθέτει μια ρήξη με το παρελθόν τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο της συνείδησης όσο και στο θεσμικό επίπεδο, λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού έχει έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Τότε, αν μεν πρόκειται για μια επανάσταση από τα πάνω, έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει τον πρώτο της στόχο, να καταργήσει την κρατική δύναμη και να εγκαταστήσει την δική της εξουσία. Όμως, ακριβώς επειδή είναι μια επανάσταση από τα πάνω με τις δικές της ιεραρχικές δομές κ.λπ., δεν έχει την ευκαιρία να αλλάξει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα παρά μόνο επιφανειακά, δηλ. στο επίπεδο της επίσημης ιδεολογίας. Από την άλλη μεριά, παρόλο που η επανάσταση από τα κάτω είναι η σωστή προσέγγιση για την δημοκρατική μεταστροφή των ανθρώπων στο νέο κοινωνικό παράδειγμα, υποφέρει από το γεγονός ότι η άνιση ανάπτυξη της συνείδησης ανάμεσα στον πληθυσμό μπορεί να μην επιτρέψει στους επαναστάτες να πετύχουν ακόμα και τον πρώτο στόχο τους της κατάργησης της κρατικής δύναμης και, ακόμα και αν καταφέρουν να το πετύχουν, ο ξαφνικός και ορμητικός χαρακτήρας της επαναστατικής αλλαγής εγγυάται ότι τα άνισα επίπεδα της συνείδησης θα εξακολουθούν να σημαδεύουν τα πρώτα κρίσιμα στάδια μετά την επανάσταση.
Σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ, η εγκαθίδρυση των δημοκρατικών θεσμών μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα είναι ριζικά διαφορετική από αυτό που περνιέται σήμερα για δημοκρατία, δεν θα πρέπει να περιμένει να έρθει η επανάσταση. Ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής της ΠΔ είναι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας ξεκινούν να εγκαθιδρύονται αμέσως μόλις ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη περιοχή έχει δημιουργήσει μια βάση για «δημοκρατία εν δράση». Μέσω της δράσης για το χτίσιμο τέτοιων θεσμών μπορεί να χτιστεί ένα μαζικό πολιτικό κίνημα με υψηλό επίπεδο συνείδησης. Επομένως, η στρατηγική της ΠΔ θα περιλάμβανε το βαθμιαίο χτίσιμο εναλλακτικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών μέσω της ανάληψης της δύναμης σε τοπικό επίπεδο από ένα προγραμματικό πολιτικό κίνημα δεσμευμένου στη συστημική αλλαγή. Αυτό θα επέτρεπε στους πολίτες, ιδιαίτερα αυτούς που είναι σε μειονεκτική θέση, να ξεκινήσουν να καλύπτουν κάποιες από τις επείγουσες ανάγκες τους ενώ, συγχρόνως, θα παρείχε το ερέθισμα για ανάμιξη, εμπειρία συμμετοχής και συνεργασία μέσα στην ίδια τη διαδικασία οικοδόμησης των πρώτων στοιχείων της νέας δημοκρατίας.
Ο αγώνας για να χτιστεί ένα νέο αντισυστημικό κίνημα που να εμπνέεται από το παράδειγμα για μια αληθινή (περιεκτική) δημοκρατία, το οποίο για να πετύχει πρέπει να γίνει διεθνές κίνημα, είναι επείγουσα και επιτακτική. Το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης εν ευρεία έννοια έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί σε ένα τέτοιο κίνημα, αν αρχίσει να χτίζει βάσεις στο τοπικό επίπεδο με στόχο τη δημιουργία μιας νέας δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης που θα βασίζεται σε τοπικές περιεκτικές δημοκρατίες οι οποίες θα επανενσωματώνουν την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και την Φύση σε ένα θεσμικό πλαίσιο ισοκατανομής της δύναμης σε όλες της τις μορφές.  Αν το κίνημα αυτό δεν αρπάξει την ευκαιρία, τελικά θα σβήσει ή, χειρότερα, θα ενσωματωθεί. Στην τελευταία περίπτωση, η υπερεθνική ελίτ θα συνεχίσει τη διεύθυνση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, περιθωριοποιώντας την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού και επιδεινώνοντας  την οικολογική κατάσταση, ενώ το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης θα παίζει τον ρόλο της «πιστής» αντιπολίτευσης παλεύοντας απλώς για έναν ελαφρώς μικρότερο βαθμό συγκέντρωσης (μέσω του φόρου Tobin, της διαγραφής του χρέους του Τρίτου κόσμου κ.λπ.) και για μια ελαφρώς μικρότερη οικολογική κρίση (μέσω της συμφωνίας του Κιότο και των συνακόλουθων τροποποιήσεων)!


* Το άρθρο αυτό αποτελεί επαυξημένη εκδοχή του δεύτερου και τελευταίου τμήματος του άρθρου "The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today" του Τ. Φωτόπουλου που πρωτοδημοσιεύθηκε στο θεωρητικό περιοδικό Democracy & Nature (Vol. 7. No . 3, Νοέμβρης 2001). Το πρώτο τμήμα έχει δημοσιευτεί στο τεύχος 14 του ανά χείρας περιοδικού. Η μετάφραση είναι των Παντελή Αράπογλου και Νίκου Πανάγου και η γενική επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.
[50] Giovanni Arrighi et al, Antisystemic movementsσελ. 98
[51] Για μία κρατικιστική, σοσιαλιστική ερμηνεία της πτώσης του εργατικού κινήματος βλ. Eric Hobsbawm, «Farewell to the Classic Labour Movement», New Left Review, 173, January/February 1989, σελ. 69-74
[52] Perry Anderson «Renewals», NLR no 1
[53] Eric Hobsbawm, «The Crisis of today’s ideologies», New Left Review, no.192, (March-April 1992), σελ. 55-64
[54] Έτσι, παρόλο που οι ορθόδοξοι μαρξιστές αντιμετωπίζουν με κριτικό τρόπο την ηττοπάθεια του Anderson, εξακολουθούν να μην αποτολμούν το χτίσιμο ενός εναλλακτικού προς το μεταμοντερνισμό παράδειγμα, αλλά συμφωνούν με το συμπέρασμα του Anderson ότι η μόνη βιώσιμη σύγχρονη πολιτική πρόταση μπορεί να προέλθει από τον ίδιο το μεταμοντερνισμό [βλ. Paul Blackledge, “Perry Anderson and the End of History”, Historical Materialism 7, (winter 2000), σελ. 199-220]
[55] Jeffrey Isaac, «Marxism and Intellectuals» New Left Review, no.2 (new series) (March/April 2000), σελ. 111-116
[56] Για παράδειγμα, το πρόταγμα της ΠΔ που προωθείται από το παρόν περιοδικό, το πρόταγμα του Συνομοσπονδιακού Κοινοτισμού που προτείνεται από κοινωνικούς οικολόγους ή το πρόταγμα των Συμμετοχικών Οικονομικών (PARECON) που προτείνεται από το δίκτυο Z –για να αναφέρουμε ορισμένα.
[57] Η συγκεχυμένη απάντηση του Callinicos προς τα επιχειρήματα του Isaac (βλ. Alex Callinicos, “Impossible Anti-Capitalism?” New Left Review no. 2, σελ. 117-124) στην οποία φαίνεται να υιοθετεί την επαναστατική μαρξιστική θέση και ταυτόχρονα να υποστηρίζει όχι μόνο πολλές από τις ρεφορμιστικές θέσεις του Bourdieu, αλλά και την καθαρά ρεφορμιστική εκστρατεία κατά της παγκοσμιοποίησης της Le Monde Diplomatique καθώς και των καρπών της οργάνωσης ATTAC είναι απλά άλλη μία ένδειξη των αντιφάσεων των αναλύσεων της κρατικιστικής Αριστεράς για την παγκοσμιοποίηση, όπως προσπάθησε να δείξει ο Τ. Φωτόπουλος στο Globalisation
[58] Με αυτή την έννοια, οIsaac, ένας τυπικός αντιπρόσωπος της χρεοκοπίας της κρατικιστικής Αριστεράς μετά την κατάρρευση αυτού που περνούσε ως «σοσιαλισμός» στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ, αγνοώντας την κριτική από την ελευθεριακή αριστερά για την πραγματική φύση αυτών των (βλ. “The Catastrophe of Marketisation”), εξάγει το εύκολο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό του καπιταλισμού — ένα συμπέρασμα που συνάδει πλήρως με τις καριερίστικες σκέψεις των ακαδημαϊκών που υιοθετούν παρόμοιες απόψεις.
[59] Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο  Guy Debord, ο πατέρας του Καταστασιονισμού, ως συγγραφέας ενός βιβλίου για τον ίδιο γράφει ότι «επιτέλους εισήλθε στο πάνθεον των μεγάλων Γάλλων διανοητών τον περασμένο μήνα όταν έγινε εξώφυλλο του Magazine littéraire, το περιοδικό κουλτούρας που κάνει το TLS να μοιάζει με το Hello!. Οι θαυμαστές τον θεωρούν ως τη μετενσάρκωση της επαναστατικής φυσιογνωμίας του 1968 ―έναν Che Guevara  του 21ου αιώνα, μία μορφή της οποίας το εικονικό στάτους ορίζει την ανικανότητά του. Από το 1989, θαυμάζαμε το γεγονός ότι η μοναχική και προκλητική φωνή του   Debord συνέχιζε να εξαπολύει πόλεμο ενάντια σε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «δυνάμεις της κυριαρχία». I did not want to believe that he had been defeated by them. But, whether Debord's disciples in Paris like it or not, he was.” ― Andrew Hussey, «Situation abnormal», The Guardian, July 28, 2001
[60] Βλ. Takis Fotopoulos, «Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation ‘movement’». Democracy &NatureVol.7, No.2 (July 2001). Επίσης, ο Luca Casarini, εκπρόσωπος του Ya Basta! και ο Tutte Blanche, σε μία πρόσφατη συνέντευξή τους ξεκαθάρισαν ότι για αυτούς το πρόβλημα δεν είναι η οικονομία της αγοράς αλλά η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός (Η συνέντευξη που δόθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 15/7/01).
[61] Libertaria, no 2, April-June 2001
[62] βλτη συνέντευξή του στο International Affairs 75 (April 1999), σελ. 269-81
[63] Βλ. Takis Fotopoulos, «Social Ecology, Eco-Communitarianism and Inclusive Democracy», Democracy & Nature,Vol. 5, No. 3 (November 1999) σελ. 561-576.
[64] Βλ. the «Interview with Murray Bookchin», by David Vanek, Harbinger, A Journal of Social Ecology, vol. 2 no.1, 2000.
[65] Βλγια παράδειγμα M. Bookchin, Re-enchanting Humanity, (London: Cassell, 1997)
[66] βλ. Janet Biehl, “Murray Bookchin's Break with Anarchism», Communalism, October 2007
[67] Η συνέντευξη του Todd May interview με την Rebecca  DeWitt στο Perspectives on Anarchist Theory, Vol. 4, No. 2 (Fall 2000).
[68] Μία ένδειξη της σύγχυσης σε συνδυασμό με σεχταρισμό που επικρατεί μεταξύ των αναρχικών της IAS είναι το γεγονός ότι ο ίδιος η Γενική Διευθύντρια της IAS, η οποία ενστερνίζεται πλήρως τις μεταμοντέρνες απόψεις του Todd May, σε ένα άρθρο για το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης υπογραμμίζει την ανάγκη οι αναρχικοί «να αναπτύξουν μία θεωρία για μία ελεύθερη κοινωνία με σκοπό να καθοδηγήσουμε τους εαυτούς μας από τα μέσα στους σκοπούς, διαφορετικά δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε το απαραίτητο βήμα από την ιδέα σε πολιτικό κίνημα και θα καταλήξουμε να αγωνιζόμαστε για πράγματα στα οποία δεν πιστεύουμε», Rebecca DeWitt, «An Anarchist Response to Seattle: What Shall We Do With Anarchism?» Perspectives on Anarchist Theory, vol. 4 no. 1 (Spring 2000). Περιττό να προσθέσουμε ότι η IAS και το θεωρητικό του όργανο δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αναφερθεί στο πρόταγμα της ΠΔ, το μοναδικό πρόταγμα που γνωρίζουμε στον ελευθεριακό χώρο, το οποίο προσφέρει τη θεωρητική βάση για την οποία μιλάει, αλλά και που αρνήθηκε να προσθέσει στην ιστοσελίδα του (η οποία περιλαμβάνει ζεύξεις προς σχεδόν όλα τα περιοδικά με «ελευθεριακό» περιεχόμενο) ζεύξη προς το Democracy & Nature! 
[69] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism, (Edinburgh: AK Press, 1995), σελ. 19
[70] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism,  σελ. 51
[71] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism,  σελ. 10
[72] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Limitations of Life-style Strategies: the Ecovillage ‘Movement’ is NOT the Way Towards a New Democratic Society» , Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2, (July 2000), σελ. 287-308.
[73] Tom Cahill, «Co-operatives and anarchism» in For Anarchism, ed by David Goodway, (London: Routledge, 1989),σελ. 235-258
[74] John Griffin, «Dodgy Logic and the Olympians», Total Liberty, vol. 2 no. 1, 1999; βλεπίσης την απάντηση μου«Pragmatic ‘anarchism’ or anarchism?» Total Liberty, vol. 2 no. 2, 2000
[75] Βλ. T. Fotopoulos, «Welfare state or economic democracy?» Democracy & Nature, Vol. 5, No. 3 (November 1999)σελ. 433-468.
[76] Takis Fotopoulos, «The Limitations of Life-style Strategies»
[77] Την περίοδο 1975-89, τα ποσοστά συμμετοχής σε δραστηριότητες νέων κοινωνικών κινημάτων στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ελβετία κυμαίνονταν μεταξύ 64% και 68% ενώ στη Γαλλία μόνο 11%. Από την άλλη μεριά, τα ποσοστά συμμετοχής σε απεργίες ήταν 56% στη Γαλλία έναντι 15% στη Γερμανία, 10% στην Ολλανδία και 1% στην Ελβετία. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί οι οπαδοί των παλαιών αντισυστημικών κινημάτων, όπως οι Τροτσκιστές, προσπαθούν να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους σε αυτές με βάση το Γαλλικό παράδειγμα—το οποίο, ωστόσο, αποτελεί εξαίρεση για το Βορά—ενώ οι υποστηρικτές των νέων κοινωνικών κινημάτων χρησιμοποιούν παραδείγματα τις υπόλοιπες χώρες του Βορά.[Hanspeter Kriesi et al, New Social Movements in Western Europe (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1995) table 1.5]
[78] στο ίδιοσελ. 250
[79] Steven Best & Douglas Kellner, The Postmodern Turn, (New York: The Guilford Press, 1997) σελ. 33
[80] στο ίδιοσελ. 274
[81] Βλτην ανταλλαγή μεταξύ ΤΦωτόπουλου και Ariel Salleh, Democracy & Nature, vol. 7 nο. 2 (July 2001) σελ. 363-367
[82] Alex Demirovic, «NGOs and Social Movements», Capitalism, Nature, Socialism, vol. 11 (4), December 2000, σελ. 131-140
[83] Για παράδειγμα, το Υπουργείου Εξωτερικών καθώς και το Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών είναι σημαντικές πηγές για τη χρηματοδότηση των διεθνών δραστηριοτήτων κάποιων Γιαπωνέζικων ΜΚΟ, βλ. Tessa Morris-Suzuki, «For and Against NGOs», New Left Review, no. 2 (March-April 2000), σελ. 63-84. Η Ελληνική κυβέρνηση επίσης χρηματοδοτεί επίσημα τις δραστηριότητες ορισμένων ΜΚΟ.
[84] Alex Demirovic, «NGOs and Social Movements»
[85] Βλ. Takis Fotopoulos, «The First War of the Internationalised Market Economy», Democracy & Nature, Vol. 5, No. 2 (July 1999) σελ. 357-383.
[86] Η πρόταση για δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής αστυνομίας διαδηλώσεων, ως επακόλουθο της Γένοβας, για να συντριβούν οι διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης προήλθε από τη Γερμανική κυβέρνηση στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο το Πράσινο κόμμα. Επιπλέον, τα Πράσινα κόμματα της Ευρώπης που συμμετέχουν στην κυβερνητική εξουσία λαμβάνουν πλήρως μέρος στη σημερινή εκστρατεία για τη χαλιναγώγηση των αστικών ελευθεριών στο εσωτερικό της Ευρώπης, ως τμήμα της αντι-τρομοκρατικής εκστρατείας που ξεκίνησε από τους βομβαρδισμούς στις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 2001.  
[87] Murray Bookchin, «The Unity of Ideals and Practice», Left Green Perspectives,  no. 38, April 1998
[88] Βλ. N. Chilas, Berlin correspondent of the Athens daily TO BHMA, 22-7-01
[89] Jim O’Connor, «House Organ», Capitalism, Nature, Socialism, vol. 12 (2), June 2001, σελ. 166
[90] Steven Best & Douglas Kellner, The Postmodern Turnσελ. 269
[91] Manussos Marangudakis, «Rationalism and Irrationalism in the Environmental Movement – The Case of Earth First!»
[92] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Limitations of Life-style Strategies: the Ecovillage ‘Movement’ is NOT the Way Towards a New Democratic Society»
[93] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Rise of New Irrationalism and its incompatibility with Inclusive Democracy»,Democracy & Nature, Vol. 4, No. 2/3 (1998). 
[94] Βλ. the «Interview with Murray Bookchin», by David Vanek
[95] Johanna Brenner, «The Best of Times, The Worst of Times: US Feminism Today», New Left Review, no. 200, July-August 1993, σελ. 101-159
[96] Βλπ.χ. Val Plumwood, «Feminism, Privacy and Radical democracy», Anarchist Studies, vol. 3 no. 2, 1995, σελ. 97-120; see also Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracyσελ. 211-213
[97] Johanna Brenner, «The Best of Times, The Worst of Times: US Feminism Today»
[98] Lynne Segal, «Whose Left? Socialism, Feminism and the Future», New Left Review, no. 185, January-February 1991
[99] Johanna Brenner, «The Best of Times, The Worst of Times: US Feminism Today», New Left Review, no. 200, July-August 1993, σελ. 101-159
[100] Βλ. the «Interview with Murray Bookchin», by David Vanek
[101] Murray Bookchin, «When ‘Realism’ Becomes Capitulation», Left Green Perspectives no. 33 October 1995
[102] Takis Fotopoulos, «Globalisation, the reformist Left and the anti-globalisation movement»
[103] Perry Anderson «Renewals» NLR no. 1
[104] Βλ. Takis Fotopoulos, «Globalisation, the Reformist Left and the Anti-Globalisation Movement»
[105] Βλ. Hardt & Negri, Empire
[106] Βλ. Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracyσελ.196-198
[107] Βλ. Takis Fotopoulos, «Social Ecology, Eco-Communitarism and Inclusive Democracy» Democracy & Nature, vol 5 no 3 (November 1999) σελ. 561-576
[108] Βλ. Takis Fotopoulos, «Mass Media, Culture and Democracy» Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (March 1999)σελ. 33-64.

Ανάρτηση από: http://www.antipagkosmiopoihsh.gr και : http://www.inclusivedemocracy.org